Το Κυπριακό, η Μεταπολίτευση και οι Ελληνοτουρκικές Σχέσεις

Το Κείμενο αυτό αξιολογεί συνοπτικά την πορεία του Κυπριακού τις τελευταίες δεκαετίες, τη μεταπολίτευση και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις πριν και μετά το 1974. Επιχειρείται επίσης μια κριτική αξιολόγηση των ιστορικών και πολιτικών δεδομένων καθώς και κατάθεση εισηγήσεων για την επόμενη μέρα.

Ι. ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΜΠΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

Λίγο μετά τα Οκτωβριανά (1931) ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε συμβουλεύσει την ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε να αποφευχθεί μια συγκρουσιακή πολιτική έναντι της Βρετανίας. Αντίθετα, η προτροπή του ήταν η υιοθέτηση μιας στάσης συνεργασίας στα πλαίσια ενός πολιτικού αγώνα. Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι  τελικά μια τέτοια πολιτική θα εξυπηρετούσε τους εθνικούς στόχους.

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις διακηρύξεις για την αυτοδιάθεση των λαών υπήρχε απογοήτευση από τους Ελληνοκύπριους από την άκαμπτη στάση των Βρετανών. Σταδιακά άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της ένοπλης εξέγερσης για την επίτευξη της ένωσης. Μετά την αποτυχία της Διασκεπτικής Συνέλευσης εντάθηκαν οι προετοιμασίες για ένοπλη δράση.

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν οδήγησε στην ένωση αλλά στις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Και αυτό ως αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος της ελληνικής πλευράς. Όμως πρέπει να λεχθεί ότι ο αγώνας δημιούργησε στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της Κύπρου ένα αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας.

Παρά τις επιφυλάξεις της ελληνικής κυβέρνησης, ο Μακάριος προχώρησε με την κατάθεση 13 Σημείων καθώς θεωρούσε το Σύνταγμα άδικο και δυσλειτουργικό. Η ενέργεια αυτή οδήγησε σε έντονες αντιδράσεις από την Τουρκία. Στις 21 Δεκεμβρίου 1963 ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις στη Λευκωσία και στις 28 Δεκεμβρίου χαράχθηκε η Πράσινη Γραμμή.

Υπήρξαν τότε ιδέες και ενέργειες για την επιβολή λύσης διπλής ένωσης. Ο Μακάριος ήταν κάθετος εναντίον μιας τέτοιας διευθέτησης. Στις 4 Μαρτίου 1964 η Κυπριακή Δημοκρατία εξασφάλισε το Ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 186, δια του οποίου, μεταξύ άλλων, νομιμοποιήθηκε το Δίκαιο της Ανάγκης. Στις αρχές Αυγούστου του 1964 η Εθνική Φρουρά απέκρουσε επιτυχημένα την τουρκοκυπριακή ανταρσία στην Τηλλυρία. Η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε τη συγκεκριμένη περιοχή στις 8-9 Αυγούστου. Το 1965 ο ΓκάλοΠλάζα, Ειδικός Αντιπρόσωπος του ΓΓ του ΟΗΕ, κατέθεσε την Έκθεσή του δια της οποίας υπογραμμιζόταν ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού. Ταυτόχρονα η Έκθεση απέκλεισε την ένωση. Προφανώς υποστηρίζετο η ιδέα ενός ενιαίου κράτους.

Με την άνοδο της Χούντας στην Ελλάδα και την κρίση στην Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967 αποσύρθηκε η ελληνική μεραρχία κατόπιν αμερικανικής διαμεσολάβησης για αποφυγή μιας σύγκρουσης. Η Αθήνα είχε υποχωρήσει κατά κράτος. Ο Μακάριος επέμενε και πέτυχε τη διατήρηση της Εθνικής Φρουράς.

Στις αρχές του 1968 ο Μακάριος διακήρυξε επίσημα την πολιτική του εφικτού και ζήτησε την ανανέωση της λαϊκής εντολής, την οποία και εξασφάλισε συντριπτικά. Στις εκλογές είχαν παρατηρηθεί και σοβαρά δημοκρατικά ελλείματα. Ούτως ή άλλως, ο Μακάριος θα ήταν ο μεγάλος νικητής των εκλογών. Το χειρότερο ήταν ότι υπήρχε μεγάλη διχόνοια στο εσωτερικό μέτωπο.

ΙΙ. ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΘΗΝΩΝ – ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Υπήρχαν τριβές στις σχέσεις Μακάριου και Αθήνας ακόμα και πριν την άνοδο  της Χούντας στην εξουσία στις 21 Απριλίου του 1967. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ήταν μέλος του ΝΑΤΟ και θεωρούσε στρατηγική προτεραιότητα τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Τουρκία. Ο Μακάριος είχε επιλέξει την αδέσμευτη πολιτική λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα.

Οι Έλληνες Κύπριοι δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Ο Καραμανλής ήταν δυσαρεστημένος λέγοντας ότι «υπογράψαμε τις ίδιες Συμφωνίες με τον Μακάριο. Αυτός θεωρείται ήρωας και εγώ προδότης».

Τα γεγονότα που ακολούθησαν την υποβολή των 13 Σημείων δημιούργησαν νέα δεδομένα: οι διακοινοτικές συγκρούσεις, χάραξη της Πράσινης Γραμμής, το Ψήφισμα 186 και ο βομβαρδισμός της Τηλλυρίας αρχές Αυγούστου του 1964. Υπήρξαν τότε νέες προσπάθειες για επιβολή σχεδίων επίλυσης του Κυπριακού στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και στη βάση της διπλής ένωσης. Ο Μακάριος ήταν σταθερός στις θέσεις του για την προάσπιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Με την άνοδο της Χούντας στην εξουσία, οι σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας περνούσαν από κρίση σε κρίση: μεταξύ άλλων, η υπόθεση Αλέκου Παναγούλη, η απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου στις 8 Μαρτίου 1970, η δολοφονία του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη στις 15 Μαρτίου 1970, το σχέδιοπραξικοπήματος τον Φεβρουάριο του 1972 και το εκκλησιαστικό ζήτημα. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1971 με τη μυστική κάθοδο του Στρατηγού Γρίβα στην Κύπρο άρχισε η αποσταθεροποιητική δράση της ΕΟΚΑ Β’.

Παράλληλα στα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς ο Μακάριος κατηγορείτο ως ανθενωτικός, μειοδότης και πολλές φορές ως ανθέλληνας. Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης χρηματοδοτούντο εν πολλοίς από την Ελλάδα καθώς και από άλλες πηγές εκτός Κύπρου.

Μάταια ο Μακάριος προσπαθούσε να περάσει το μήνυμα ότι οι αποσταθεροποιητικές δράσεις εξυπηρετούσαν τα σχέδια των Τούρκων «και αντί της ενώσεως προωθούν τη διχοτόμηση». Παράλληλα δήλωσε σε κάποιες περιπτώσεις ότι «εάν η Αθήνα ήταν έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες της…» δεν θα δίσταζε να κηρύξει την ένωση.

Μετά την καταστροφή του 1974 υπήρχαν έντονα αντιδυτικά αισθήματα στην Κύπρο και αισθήματα πικρίας έναντι της Ελλάδας. Με την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, το 1981, τα δεδομένα στις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας άρχισαν να διαφοροποιούνται. Η συνεργασία της διακυβέρνησης Κληρίδη πρώτα με τον Παπανδρέου και μετά με τον Κώστα Σημίτη συνέβαλε καθοριστικά στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

ΙΙΙ. Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ 1974 ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Το καλοκαίρι του 1973 επήλθε θεαματική βελτίωση των σχέσεων Παπαδόπουλου και Μακάριου. Παράλληλα, ο Παπαδόπουλος κάλεσε τον Στρατηγό Γρίβα να σταματήσει την ανατρεπτική του δράση έναντι του Κύπριου Προέδρου. Η απάντηση του Γρίβα ήταν ότι θα συνέχιζε «τον αγώνα για ένωση και δημοκρατία».

Η ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973 σηματοδότησε την έναρξη δραματικών εξελίξεων. Ο Ιωαννίδης μισούσε θανάσιμα των Μακάριο. Και όταν ο Γρίβας απεβίωσε στις 27 Ιανουαρίου 1974 ο Κύπριος Πρόεδρος προέβη σε θεαματικές κινήσεις με στόχο την πολιτική εκτόνωση της κατάστασης. Ο Υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Β’, Γεώργιος Καρούσος, επιθυμούσε να ανταποκριθεί θετικά αλλά τελικά υπερίσχυσε ο Ιωαννίδης, οποίος με την συνεργασία άλλων Κυπρίων αξιωματούχων της ΕΟΚΑ Β’ επέβαλε τη σκληρή γραμμή. Η Κύπρος είχε εισέλθει στην τελική ευθεία της πορείας ολέθρου.

Στις 25 Απριλίου, 1974 το Υπουργικό Συμβούλιο κήρυξε την ΕΟΚΑ Β’ ως παράνομη οργάνωση. Η βία και η ανωμαλία συνεχίζοντο. Παράλληλα η αστυνομία και το εφεδρικό εν πολλοίς εξάρθρωσαν την ΕΟΚΑ Β’. Στις 2 Ιουλίου 1974 ο Μακάριος απέστειλε ένα εξαιρετικά σκληρό γράμμα στον Πρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη. Ταυτόχρονα, ο επικεφαλής του Γραφείου του Προέδρου Μακαρίου Χάρης Βωβίδης παρέδωσε προσωπικά το γράμμα στον Βασιλέα Κωνσταντίνο και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Μακάριος ήλπιζε ότι οι δύο ηγέτες θα προέβαιναν σε δηλώσεις που θα ασκούσαν πίεση προς τη Χούντα να μην επιχειρήσει το πραξικόπημα. O Κωνσταντίνος και ο Καραμανλής όμως παρέμειναν σιωπηλοί.

Υπήρξαν όμως και παραλήψεις από τον Μακάριο ο οποίος δεν άκουσε εισηγήσεις στενών του συνεργατών για την αποτροπή πραξικοπήματος. Ο Κύπριος Πρόεδρος είχε υποτιμήσει τους κινδύνους.

Στην ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας στον ΟΗΕ στις 19 Ιουλίου ο Μακάριος κατηγόρησε τη Χούντα και κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να ενεργήσει για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και της ομαλότητας στην Κύπρο. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι κάλεσε τις εγγυήτριες δυνάμεις να επέμβουν. Αποτέλεσε όμως μέγιστη παράληψη το γεγονός ότι δεν προειδοποίησε την Τουρκία να μην εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να εισβάλει στην Κύπρο.

Μετά την έναρξη της τουρκικής εισβολής οι ΗΠΑ είχαν ως στόχο την αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου αλλά όχι την παρεμπόδιση των σχεδίων της Άγκυρας στην Κύπρο. Στις 23 Ιουλίου παραιτήθηκε ο Νίκος Σαμψών και ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου ο Γλαύκος Κληρίδης. Λίγες ώρες αργότερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε τη διακυβέρνηση στην Ελλάδα.

Παρά την εκεχειρία οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής προήλαυναν καθημερινά. Η στάση της Αθήνας ήταν υποτονική έναντι της τουρκικής επιθετικότητας. Η μεταπολίτευση στην Αθήνα εδραιώθηκε με τη θυσία της Κύπρου. Η θέση ότι είχε γίνει αναίμακτα δεν ευσταθεί. Μέχρι και σήμερα στους ετήσιους εορτασμούς για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα η θυσία της Κύπρου είναι υποβαθμισμένη.

ΙV. ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Από τις 24 Ιουλίου 1974 μέχρι τις 14 Αυγούστου 1974, όταν εκδηλώθηκε ο δεύτερος Αττίλας, υπήρχε επαρκής χρόνος για κάποια μορφή στρατιωτικής ενίσχυσης της Κύπρου αλλά και για κινήσεις που θα καθιστούσαν δύσκολη αν όχι ανέφικτη την τουρκική επιθετικότητα. Η Ελλάδα όμως παρέμεινε αδρανής. Πέραν τούτου, η στάση της θεωρήθηκε δεδομένη τόσο από την Τουρκία όσο και από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Αυτό που ακολούθησε ήταν η κατάληψη του 37% του εδάφους της Κύπρου από την Τουρκία. Οι συνέπειες των γεγονότων του καλοκαιριού του 1974 δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.

Έκτοτε για την Αθήνα το Κυπριακό δεν αποτελεί θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Ελλάδα αρκείται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ καθώς και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Η θεώρηση της Τουρκίας είναι όμως διαφορετική.

Ενδεχομένως ένας από τους λόγους για τη στάση αυτή είναι τα ενοχικά σύνδρομα των Αθηνών για τις ευθύνες της για την κυπριακή τραγωδία. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη έχει συμβατικές υποχρεώσεις έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πέραν τούτου, στην Κύπρο ζουν σχεδόν ένα εκατομμύριο Έλληνες. Υπάρχουν επίσης γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο τα οποία η Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει. Πάνω απ’ όλα η Ελλάδα έχει τεράστιες ευθύνες και υποχρεώσεις έναντι της Μεγαλόνησου, οι οποίες δεν έχουν ξοφληθεί παρά την καθοριστική της συμβολή στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι διαχρονικά οι προτεραιότητες της Ελλάδας ήταν οι καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Τουρκία στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η Κύπρος αποτελούσε ένα ζήτημα αλλά ποτέ δεν ήταν το κορυφαίο για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ο Μακάριος είχε αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα και προσπαθούσε να πράξει το καλύτερο δυνατό υπό τις περιστάσεις. Και αυτό ήταν η ολοκλήρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας.

V. ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

Αναμφίβολα η πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν πολυτάραχη. Υπήρχαν σχέδια για τη διχοτόμηση, χωρίς όμως τα λάθη και την προδοσία θα ήταν δύσκολο να αλωθεί η Μεγαλόνησος. Πριν από το 1974 θα ήταν δυνατό να υπάρξει κάποια συμφωνία που θα βελτίωνε ουσιαστικά το Σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου. Αυτό δεν κατέστη δυνατό για διάφορους λόγους, οι κυριότερες εκ των οποίων ήταν η αποσταθεροποιητική δράση της ΕΟΚΑ Β’ και η υπόσκαψη του Μακαρίου από τη Χούντα.

Μετά το 1974 υπήρξαν ιδέες και σχέδια για επίλυση του Κυπριακού. Θεωρώ όμως ότι κανένα απ’ αυτά δεν αποτέλεσε πραγματική ευκαιρία καθώς τυχόν υλοποίησή τους θα επιδείνωνε το status quo. Και τούτο παρά την επιστροφή εδαφών υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Τα νέα δεδομένα στο συνταγματικό επίπεδο θα αντικαθιστούσαν την Κυπριακή Δημοκρατία με ένα νέο τρικέφαλο κράτος το οποίο θα ήταν κατ’ ουσίαν ένα τουρκικό προτεκτοράτο.

Στην ελληνοκυπριακή πλευρά επικράτησε σύγχυση και στρουθοκαμηλισμός, στοιχεία τα οποία εν πολλοίς υφίστανται μέχρι και σήμερα. Δεν υπάρχει συγκροτημένη και ολοκληρωμένη πολιτική για το Κυπριακό. Δυστυχώς ούτε και αφήγημα. Δεν αρκεί το ΟΧΙ ούτε και η εμμονή στην πολιτική της οποιασδήποτε λύσης. Ούτε το ενιαίο κράτος αποτελεί ρεαλιστική πολιτική πρόταση.

Υπό τις περιστάσεις ελάχιστος στόχος πρέπει να είναι η προάσπιση της ελεύθερης Κύπρου και μέγιστος στόχος ένα κανονικό λειτουργικό διπεριφερειακό ομοσπονδιακό κράτος. Η υλοποίηση της προοπτικής αυτής είναι δυνατή υπό προϋποθέσεις και ενδεχομένως να προκύψει στο τέλος στο τέλος του δρόμου μιας εξελικτικής διαδικασίας.

Η αναβάθμιση των συντελεστών ισχύος είναι απαραίτητη. Απαιτείται επίσης αφήγημα και η αξιοποίηση της γνώσης καθώς και των δεξαμενών σκέψης. Η υποτίμησή τους από το δημόσιο βίο της Κύπρου ενδεχομένως να είναι αποτέλεσμα ενός μέτριου πολιτικού συστήματος το οποίο δεν διαθέτει τα απαραίτητα αντανακλαστικά.

Τέλος είναι σημαντικό να αναλογισθεί και η ίδια η Ελλάδα τον ρόλο της και τη στάση της για το μέλλον της Κύπρου.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,