Στην πρόσφατη απόφασή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (το «ΕΔΑΔ») στην υπόθεση Ftiti v. Greece (Αριθμός Αίτησης Νο. 37957/14), 26/8/2025 (η «Απόφαση»), η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίασή του άρθρου 2 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (της «ΕΣΔΑ»), ήτοι για την παραβίασή του δικαιώματος για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου. Πληροφοριακά, το άρθρο 2(1) του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ προνοεί ότι: «Κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώματος και οι λόγοι για τους οποίους μπορεί αυτό να ασκηθεί, διέπονται από το νόμο». Περαιτέρω, το άρθρο 2(2) προνοεί πως: «Από αυτό το δικαίωμα μπορούν να γίνουν εξαιρέσεις στην περίπτωση αξιοποίνων πράξεων μικρής σημασίας, όπως ορίζονται στο νόμο, ή στις περιπτώσεις που ο καταδικασθείς κρίθηκε σε πρώτο βαθμό από το ανώτερο δικαστήριο, ή καταδικάσθηκε μετά από άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον της απαλλαγής του».
Υπόβαθρο υπόθεσης Ftiti v. Greece
Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Ftiti v. Greece, ο αιτητής επιχειρηματολόγησε επιτυχώς πως η καθυστέρηση στην εξέτασή της έφεσης κατά της πρωτόδικης καταδίκης του, είχε ουσιαστικά καταστήσει την έφεση αναποτελεσματική, καθώς δεν μπόρεσε να επηρεάσει την έκβασή της διαδικασίας εναντίον του. Επίσης, υποστήριξε ότι η ποινή φυλάκισής του εκτελέστηκε αμέσως χωρίς να ληφθεί δεόντως υπόψη το γεγονός ότι βρισκόταν νόμιμα στην Ελλάδα ή η οικογενειακή του ζωή. Ο αιτητής ήταν Τυνήσιος ο οποίος ζούσε νόμιμα στην Κρήτη και καταδικάστηκε πρωτόδικα για διακεκριμένη κλοπή (ο «Αιτητής»). Ειδικότερα, το 2010, καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χανίων σε δεκαεπτά χρόνια φυλάκισης και σε πρόστιμο 1.000 ευρώ. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οποιαδήποτε έφεσή του Αιτητή δεν θα είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα και διέταξε την απέλασή του από την Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση της ποινής του. Το δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόφασή του να μην αναστείλει την εκτέλεση της ποινής. Ο Αιτητής άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Στις 25 Φεβρουαρίου 2015, το Πρωτοδικείο Χαλκιδικής χορήγησε στον Αιτητή την υπό όρους αποφυλάκιση βάσει του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα της Ελλάδας, καθώς είχε εκτίσει τα τρία πέμπτα της ποινής του μετά την αφαίρεση των ημερών εργασίας του και επειδή είχε επιδείξει καλή συμπεριφορά. Ο Αιτητής αφέθηκε επίσημα ελεύθερος στις 6 Μαρτίου 2015, αλλά μεταφέρθηκε στο Τμήμα Παράνομης Μετανάστευσης και τοποθετήθηκε σε κέντρο κράτησης μεταναστών. Στις 22 Απριλίου 2015 απελάθηκε στην Τυνησία και του απαγορεύτηκε η είσοδος. Την 1η Νοεμβρίου 2015, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Κρήτης απέρριψε την έφεση λόγω της μη εμφάνισής του Αιτητή στο δικαστήριο. Δέον σημειωθεί πως η ακροαματική διαδικασία της έφεσης είχε αναβληθεί για χρόνια, για χρονικό διάστημα που διήρκεσε πέραν της διάρκειας της ποινής του, και η παρακολούθησή του στην ακροαματική διαδικασία είχε καταστεί αδύνατη λόγω της απέλασής του από την Ελλάδα και της επακόλουθης απαγόρευσης εισόδου του.
Απόφαση ΕΔΑΔ στη Ftiti v. Greece
Το ΕΔΑΔ κατέληξε στην παράγραφο 42 της Απόφασής του πως υπήρξε παραβίασή του άρθρου 2 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ από την Ελλάδα. Προτού καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το ΕΔΑΔ σημείωσε στην παράγραφο 33 της Απόφασής του ότι: «Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει την πάγια αρχή του ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, το οποίο αντικατοπτρίζει την εξέχουσα θέση που κατέχει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σε μια δημοκρατική κοινωνία, απαιτεί ότι, όταν υπάρχει δικαίωμα επανεξέτασης βάσει του Άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου Αρ. 7, αυτό πρέπει να είναι αποτελεσματικό κατά τον ίδιο τρόπο όπως το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης». Περεταίρω, το ΕΔΑΔ έκανε ιδιαίτερη μνεία στο υπερβολικό χρονικό διάστημα διεξαγωγής της έφεσης λόγω υπαιτιότητας των εισαγγελικών αρχών, σε συνδυασμό με την άμεση φυλάκιση του Αιτητή χωρίς αυτό να αιτιολογηθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο (βλέπετε παραγράφους 34-35 της Απόφασης). Δια ταύτα, το ΕΔΑΔ απέρριψε στην παράγραφο 36 της Απόφασής του, την ένστασή της Κυβέρνησής της Ελλάδας αναφορικά με την «έλλειψη ιδιότητας θύματος του Αιτητή». Το ΕΔΑΔ τόνισε στην παράγραφο 38 της Απόφασής του: «Συμπερασματικά, οι εθνικές αρχές δεν πραγματοποίησαν ακροαματική διαδικασία επί της έφεσης για σχεδόν έξι χρόνια, από τις 17 Φεβρουαρίου 2010 έως την 1η Νοεμβρίου 2015, κατά τη διάρκεια των οποίων ο αιτών είχε ήδη εκτίσει την ελάχιστη διάρκεια της ποινής του και είχε απολυθεί υπό όρους». Παρά το ότι το ΕΔΑΔ έλαβε υπόψη το γεγονός πως ο Αιτητής αποφυλακίστηκε, το ΕΔΑΔ καταληκτικά σημείωσε στην παράγραφο 40 της Απόφασής του ότι: «Δεδομένου ότι η Σύμβαση [ΕΣΔΑ] αποσκοπεί στην προστασία δικαιωμάτων που είναι πρακτικά και αποτελεσματικά, και όχι θεωρητικά ή απατηλά (βλ. García Manibardo v. Spain, no. 38695/97, § 43, ECHR 2000‑II), το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε εκείνο το στάδιο, αφού ο Αιτητής είχε ήδη εκτίσει τα τρία πέμπτα της ποινής του και του χορηγήθηκε πρόωρη αποφυλάκιση, η επανεξέταση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τυχόν ελλείψεις στην απόφασή του κατώτερου δικαστηρίου με αποτελεσματικό τρόπο.» Ένεκα των ανωτέρω το ΕΔΑΔ κατέληξε πως υπήρξε παραβίασή του άρθρου 2 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ από την Ελλάδα και έκρινε πως δεν υπήρχε ανάγκη για εκτενέστερη ανάλυση και αξιολόγησή των περαιτέρω δυσκολιών και δυσχερειών που αντιμετώπισε ο Αιτητής, όπως η απέλασή του παρόλο που η έφεσή του εκκρεμούσε. Βεβαίως, το ΕΔΑΔ επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ του Αιτητή, τις οποίες αξιολόγησε σύμφωνα με το άρθρο 41 της ΕΣΔΑ.