Κατά τη συγγραφή του νέου μου βιβλίου με θέμα ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΉ, με απασχόλησε έντονα η νομοθετική πρόνοια που προβλέπει για το ακατάσχετο των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων (εφάπαξ, σύνταξη, φιλοδωρήματα κλπ) εργαζομένων. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της ΚΔ (Άρθρο 9),«έκαστος έχει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως και κοινωνικής ασφαλείας». Το Σύνταγμα, πάλιν, παρέχει σύνταξη κι άλλα ωφελήματα στον υπάλληλο που εργάζεται στο δημόσιο ώστε αυτός, στο τέλος της επαγγελματικής του ζωής, να έχει τα αναγκαία βιοποριστικά μέσα για μια αξιοπρεπή διαβίωση (Άρθρο 192).
Τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα καθορίζονται από τον περί Συντάξεως Νόμο 97(1)/97. Σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, συνταξιοδοτικά ωφελήματα θεωρούνται «η σύνταξη, το εφάπαξ ποσό, το φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα, που χορηγείται δυνάμει του Νόμου…». Ο νομοθέτης, στο πλαίσιο της προστασίας των μέσων βιοπορισμού των πολιτών, ως επιτάσσει το Σύνταγμα, προέβλεψε το ακατάσχετο των ωφελημάτων αυτών, εκτός δύο περιπτώσεων. Δεν επιτρέπεται, λοιπόν, «η εκχώρηση ή μεταβίβαση ή κατάσχεση ή επίσχεση ή κράτηση για οποιοδήποτε χρέος ή απαίτηση των προαναφερθέντων ωφελημάτων εκτός για χρέος προς την Δημοκρατία και για πληρωμή διατάγματος διατροφής». Δηλαδή, το πιστωτικό ίδρυμα, που παρέχει δάνειο σε δημόσιο υπάλληλο, δε δικαιούται να υποχρεώσει τον υπάλληλο να της εκχωρήσει ή να της μεταβιβάσει το ποσό του εφάπαξ ή των άλλων ωφελημάτων που θα εισπράξει κατά την αφυπηρέτησή του για εξόφληση του δανείου που του παραχώρησε. Η κατάσχεση των πιο πάνω ωφελημάτων επιτρέπεται μόνο σε δύο περιπτώσεις: (α) για υποχρεώσεις προς το δημόσιο και (β) για υποχρεώσεις διατροφής. Σε καμία άλλη περίπτωση.
Ένα ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο το ακατάσχετο μπορεί να παραβιάζει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης τρίτων, αθώων, προσώπων, τα οποία, καλόπιστα, εξυπηρέτησαν τον υπάλληλο στις συναλλαγές του με τρίτα πρόσωπα; Μήπως η ανάγκη προστασίας των βιοποριστικών μέσων του δημόσιου υπαλλήλου μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο που να παραβλάπτει τα βιοποριστικά μέσα τρίτου προσώπου; Για να γίνουν κατανοητά τα όσα, γενικά και αόριστα, αναφέρω, θα παραπέμψω σ’ένα παράδειγμα, το οποίο όχι μόνο είναι υπαρκτό αλλά δημιουργεί τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε αθώα και καλόπιστα άτομα: Στην προ της διάλυσης του συνεργατισμού περίοδο λειτουργούσαν διάφορα επαγγελματικά ταμιευτήρια (δασκάλων, καθηγητών, δημοσίων υπαλλήλων κ.α.). Οι υπάλληλοι συνήπταν δάνεια από τα επαγγελματικά τους ταμιευτήρια. Στη διάρκεια της περιόδου εκείνης είχε θεμελιωθεί η συναδελφική αλληλεγγύη που εκφραζόταν με τη μεταξύ των συναδέλφων υπογραφή εγγυήσεων. Η πρακτική είχε θεμελιωθεί στη, λογική, της αντίληψης ότι δε θα προέκυπτε πρόβλημα αποπληρωμής του δανείου αφού θα εμβαζόταν ο μισθός του υπαλλήλου και η δόση θα αποπληρωνόταν από αυτόν. Υπήρχε επίσης μια, επιπρόσθετη, φαινομενική, ασφαλιστική δικλείδα, αυτή της εξόφλησης του εγγυηθέντος δανείου από το εφάπαξ που θα εισέπραττε ο συνάδελφος. Και οι δύο αντιλήψεις των συναδέλφων ήταν μεν λογικές αλλά, δυστυχώς, παρουσίαζαν νομικά κενά: πρώτον, ότι ο υπάλληλος είχε δικαίωμα, σύμφωνα με γνωμάτευση πρώην γενικού εισαγγελέα (ημερ. 08/05/2003), ν’ ανακαλέσει οποτεδήποτε την εντολή που είχε δώσει στο γενικό λογιστήριο για έμβασμα του μισθού του, και, δεύτερον, ότι το εφάπαξ και άλλα ωφελήματα δεν μπορούσαν κατασχεθούν για να εξοφληθεί το δάνειο που είχαν εγγυηθεί συνάδελφοι.
Τα δύο πιο πάνω νομικά κενά ανεφύησαν, με έντονο τρόπο και σε μεγάλη έκταση, στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, το φαινόμενο, οι χρεώστες, πρωτοφειλέτες, ν’ ανακαλούν την εντολή προς το λογιστήριο, με αποτέλεσμα να μην αποπληρώνονται οι δόσεις των δανείων τους και να καλούνται οι εγγυητές, συνάδελφοί τους, ίσως και μετά από πολλά χρόνια όταν θα είναι σε προχωρημένη ηλικία, να τα πληρώσουν. Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα εάν είναι λογικό και δίκαιο, να αφυπηρετήσει ο χρεώστης/συνάδελφος, να εισπράττει το εφάπαξ κι’ όλα τ’ άλλα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα, να μην αποπληρώνει το δάνειό του και να καλούνται, εκ των υστέρων, οι συνάδελφοί του εγγυητές, με τις δικές τους ο καθένας υποχρεώσεις, να το πληρώσουν και ο πρωτοφειλέτης να επιλέγει είτε να το χρησιμοποιήσει, δολίως, για πληρωμή οποιωνδήποτε άλλων υποχρεώσεων του, όπως πληρωμή δανείων που εγγυήθηκαν μέλη της οικογένειάς τους με σκοπό να τα απαλλάξει είτε, ακόμη, και να το ξοδέψει στο τζόγο (η αναφορά είναι σε πραγματικά παραδείγματα).
Τα πιο πάνω δεν αποτελούν σενάριο κινηματογραφικής ταινίας ή σενάριο δακρύβρεχτης νουβέλας, αλλά εκφράζουν μια κοινωνική πραγματικότητα, που, σε πολλές περιπτώσεις, αγγίζει τα όρια του κοινωνικού και οικονομικού δράματος πολλών οικογενειών. Στο γραφείο του επίσημου παραλήπτη είναι καταχωρισμένος μεγάλος αριθμός προσώπων που κηρύχθηκαν σε πτώχευση γιατί συνάδελφοί τους εισέπραξαν τα ωφελήματά τους και άφησαν τα δάνειά τους απλήρωτα. Για να μην κατηγορηθούν άδικα τα πιστωτικά ιδρύματα ότι λαμβάνουν μέτρα εναντίον των εγγυητών, να διευκρινιστεί ότι, τα πιστωτικά ιδρύματα, δικαίως προχωρούν εναντίον των εγγυητών, δεδομένου ότι αυτόβουλα επέλεξαν να υπογράψουν εγγυητές και δεδομένου ότι δεν έχουν τα νομικά όπλα να κατάσχουν τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του χρεώστη (υπαλλήλου) και να εξοφλήσουν το δάνειο.
Με βάση τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις μου, θεωρώ ότι, η απόλυτη εφαρμογή της πρόνοιας του ακατάσχετου των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, δημιουργεί ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη σχέση δικαιούχου συνταξιοδοτικών ωφελημάτων και εγγυητών του. Κατά την άποψή μου, θα πρέπει το ακατάσχετο να υπόκειται σε εξαιρέσεις τέτοιες που να αποκαθιστούν εμφανή αδικία σε ‘αθώα’ άτομα, όπως είναι οι εγγυητές, οι οποίοι δεν αποκομίζουν οποιοδήποτε όφελος από την εγγύηση αλλ’ αντίθετα, προσθέτουν στις δικές τους υποχρεώσεις. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η πρόβλεψη κι’ άλλων εξαιρέσεων, πέρα των υποχρεώσεων προς το δημόσιο και πληρωμής διατροφής, επιβάλλεται ώστε να εξισορροπηθεί μια αντικειμενική και πραγματική αδικία. Δεν πρέπει η συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει τα μέσα αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενός (υπαλλήλου) να γίνεται σε βάρος της αξιοπρεπούς διαβίωσης άλλων πολιτών (εγγυητών) που καλόπιστα εξυπηρέτησαν τον υπάλληλο σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του. Πρέπει να υπάρξει άμεση παρέμβαση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας για μια λογική και δίκαιη ρύθμιση της αδικίας.