Εισαγωγή
Η διάκριση μεταξύ θεμιτής εμπορικής πρακτικής και απαγορευμένης πρακτικής καθορισμού τιμών είναι ζωτικής σημασίας για την ορθή εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Το σύστημα της οικονομίας της αγοράς βασίζεται στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να διαπραγματεύονται ελεύθερα τις τιμές πώλησης ή προμήθειας προϊόντων. Ωστόσο, όταν ο καθορισμός τιμών προκύπτει από συντονισμένη συμπεριφορά μεταξύ ανταγωνιστών ή από επιβολή τιμολογιακών περιορισμών στους εμπορικούς εταίρους, ενδέχεται να θίγεται ο ανταγωνισμός και να ενεργοποιούνται οι απαγορευτικές διατάξεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
Η οριοθέτηση ανάμεσα σε αυτές τις δύο περιπτώσεις – θεμιτή εμπορική διαπραγμάτευση των τιμών και απαγορευμένος συντονισμός τιμών – δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτη, ειδικά όταν πρόκειται για συλλογικές μορφές οργάνωσης, όπως οι Οργανώσεις Παραγωγών του πρωτογενούς τομέα. Η εσφαλμένη ερμηνεία της φύσης τέτοιων σχέσεων μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες νομικές εκτιμήσεις, τιμωρώντας πρακτικές που εξυπηρετούν τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα.
Το άρθρο αυτό αναλύει την ανάγκη σαφούς διαχωρισμού μεταξύ νόμιμων και αντιανταγωνιστικών πρακτικών τιμολόγησης, με αφορμή απόφαση της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) σε αυτεπάγγελτη υπόθεση εναντίον του Παγκύπριου Οργανισμού Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ). Η υπόθεση συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μια εσωτερική τιμολογιακή ρύθμιση στο πλαίσιο μιας Οργάνωσης Παραγωγών μπορεί εσφαλμένα να εκληφθεί ως απαγορευμένος καθορισμός τιμών, με σοβαρές συνέπειες για την ασφάλεια δικαίου και την προστασία της συλλογικής δράσης των παραγωγών.
Διάκριση μεταξύ θεμιτού καθορισμού τιμών και απαγορευμένων πρακτικών κατά το Δίκαιο του Ανταγωνισμού
Ο καθορισμός των τιμών αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο κάθε εμπορικής σχέσης. Η συμφωνία ως προς την τιμή αγοράς / προμήθειας ενός προϊόντος ή υπηρεσίας μεταξύ δύο συμβαλλόμενων μερών είναι πλήρως θεμιτή και αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλιστεί νομική βεβαιότητα, οικονομική προβλεψιμότητα και λειτουργική ασφάλεια για τα εμπλεκόμενα μέρη. Αυτή η πρακτική, που στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, εξυπηρετεί θεμιτούς σκοπούς και αποτελεί κοινή επιχειρηματική πρακτική, ενισχύοντας τη σταθερότητα και την οργάνωση των συναλλαγών.
Το Δίκαιο του Ανταγωνισμού παρεμβαίνει όταν η τιμολόγηση παύει να είναι προϊόν ελεύθερης εμπορικής διαπραγμάτευσης και αποτελεί εργαλείο συντονισμού που νοθεύει τον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτό, διακρίνονται δύο βασικές κατηγορίες απαγορευμένων πρακτικών καθορισμού τιμών.
Η πρώτη αφορά οριζόντιες συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών, δηλαδή επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο της αγοράς και οι οποίες, αντί να ανταγωνίζονται, συντονίζουν τις τιμές τους ή συμφωνούν να εφαρμόζουν ελάχιστες (minimum) ή σταθερές (fixed) τιμές πώλησης. Οι συμφωνίες αυτές θεωρούνται εκ της φύσεως τους επιζήμιες για τον ανταγωνισμό, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη της επέλευσης αρνητικών αποτελεσμάτων.
Η δεύτερη αφορά κάθετες συμφωνίες καθορισμού τιμών μεταπώλησης μεταξύ προμηθευτών και μεταπωλητών, στις οποίες ο προμηθευτής επιβάλλει ή δεσμεύει τον μεταπωλητή να διαθέτει τα προϊόντα / υπηρεσίες του σε συγκεκριμένη ή ελάχιστη τιμή. Αυτή η πρακτική, γνωστή ως Resale Price Maintenance (RPM), δεν απαγορεύεται απόλυτα, αλλά θεωρείται σοβαρός περιορισμός (hard core restriction) του ανταγωνισμού. Κατά τεκμήριο, θεωρείται ότι μειώνει την τιμολογιακή ελευθερία των μεταπωλητών και εμποδίζει την προσφορά εκπτώσεων σε πελάτες τους, δυσχεραίνοντας τον ανταγωνισμό σε λιανικό επίπεδο. Μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί συμβατή μια τέτοια πρακτική, εφόσον πληρούνται αυστηρά κριτήρια αναγκαιότητας και αναλογικότητας.
Το κοινό χαρακτηριστικό και των δύο κατηγοριών καθορισμού τιμών είναι ότι δεν εξυπηρετούν νόμιμους εμπορικούς σκοπούς, αλλά αποσκοπούν στη νόθευση του ανταγωνισμού στην αγορά. Αντιθέτως, ο καθορισμός τιμής στο πλαίσιο μιας ελεύθερης διμερούς εμπορικής συναλλακτικής σχέσης – μεταξύ προμηθευτή και αγοραστή – αποτελεί μία απολύτως θεμιτή επιχειρηματική πρακτική, εφόσον δεν επιβάλλεται σε τρίτους, ούτε αποτελεί προϊόν συντονισμού μεταξύ ανταγωνιστών.
Η διάκριση αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως κρίσιμη όταν πρόκειται για οργανωμένες δομές όπως οι Οργανώσεις Παραγωγών, οι οποίες, δυνάμει του Ενωσιακού Δικαίου, επιτελούν συλλογική εμπορική λειτουργία για λογαριασμό των μελών τους. Στις περιπτώσεις αυτές, ο καθορισμός τιμής πώλησης δεν αποτελεί ούτε οριζόντια ούτε κάθετη συμφωνία μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, αλλά ενιαία πολιτική διάθεσης της παραγωγής μέσω αναγνωρισμένου φορέα, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (άρθρο 122) και μετέπειτα από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 (άρθρο 152).
Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει επιβεβαιώσει ότι η συλλογική εμπορία της παραγωγής από αναγνωρισμένες Οργανώσεις Παραγωγών δεν αντίκειται στο Άρθρο 101 ΣΛΕΕ, εφόσον πραγματοποιείται εντός του θεσμικού πλαισίου της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς και αποσκοπεί στην επίτευξη των στόχων της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής. Ενδεικτική είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑671/15 (Association des producteurs vendeurs d’endives), όπου κρίθηκε ότι ο καθορισμός ελάχιστων τιμών πώλησης από Οργανώσεις Παραγωγών μπορεί να θεωρηθεί νόμιμος, εφόσον είναι αναγκαίος για την προστασία της παραγωγής και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη στόχων της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής.
Συνεπώς, είναι ουσιώδες για τις Αρχές Ανταγωνισμού να αξιολογούν προσεκτικά κάθε περίπτωση καθορισμού τιμής, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη φύση της σχέσης μεταξύ των εμπλεκομένων μερών όσο και το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου δραστηριοποιούνται. Η εσφαλμένη εξομοίωση θεμιτών εμπορικών ρυθμίσεων με απαγορευμένες πρακτικές, χωρίς ουσιαστική ανάλυση της οικονομικής και νομικής λειτουργίας τους, μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλή εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού και να υπονομεύσει αδικαιολόγητα νόμιμες μορφές συλλογικής δράσης.
Η περίπτωση του ΠΟΑ: Η φύση των συμφωνιών και η ερμηνεία της ΕΠΑ
Η ουσία της αυτεπάγγελτης υπόθεσης εναντίον του ΠΟΑ έγκειται στο κατά πόσον οι συμφωνίες του ΠΟΑ με τα μέλη του και με τους πελάτες του συνιστούν απαγορευμένο καθορισμό τιμής βάσει του Δικαίου του Ανταγωνισμού ή θεμιτή εμπορική πρακτική στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας αναγνωρισμένης Οργάνωσης Παραγωγών.
Ο ΠΟΑ αποτελεί αναγνωρισμένη Οργάνωση Παραγωγών, η οποία λειτουργεί για τη συλλογική συγκέντρωση και διάθεση της παραγωγής των μελών του στην αγορά. Η αναγνώριση αυτή προϋποθέτει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Ενωσιακού Δικαίου, όπως αυτές καθορίζονταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στον Κανονισμό (ΕΚ) 1234/2007, και μετέπειτα στον Κανονισμό (ΕΕ) 1308/2013 που αφορά την Κοινή Οργάνωση Αγορών γεωργικών προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, η κύρια λειτουργία του ΠΟΑ είναι να αναλαμβάνει την εμπορική εκπροσώπηση των παραγωγών – μελών του και τη συλλογική διάθεση της παραγωγής τους στην αγορά, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα, τη διαφάνεια και τη διαπραγματευτική ισχύ τους, που αποτελούν θεμελιώδεις στόχους της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής.
Οι συμφωνίες που συνάφθηκαν μεταξύ του ΠΟΑ και των μελών του περιλάμβαναν, στον πρώτο τύπο, ρήτρα βάσει της οποίας η τιμή με την οποία θα αγόραζε ο ΠΟΑ το γάλα από τα μέλη του θα αποτελούσε και το κατώτατο όριο τιμής πώλησης προς τους πελάτες του. Με άλλα λόγια, ο ΠΟΑ δεσμευόταν να μην πωλεί σε τιμή χαμηλότερη από αυτήν που καταβάλλει στους παραγωγούς – μέλη του. Στον δεύτερο τύπο συμφωνιών, η τιμή πώλησης καθοριζόταν μετά από διαπραγμάτευση μεταξύ ΠΟΑ και πελάτη, και το ποσό αυτό, μείον λειτουργικά έξοδα, αποδιδόταν στους παραγωγούς.
Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν προκύπτει επιβολή ελάχιστης τιμής μεταπώλησης σε τρίτους, ούτε συντονισμός τιμών μεταξύ ανταγωνιστών. Αντιθέτως, η τιμολόγηση αποτελεί μέρος της ενιαίας εμπορικής πολιτικής ενός συλλογικού φορέα που ενεργεί για λογαριασμό των μελών του. Ο ΠΟΑ δεν λειτουργεί ως ανεξάρτητος έμπορος, αλλά είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένος να εμπορεύεται τη συλλογική παραγωγή των μελών του, και η τιμή που καθορίζει είναι, κατά κανόνα, το αποτέλεσμα εσωτερικής οργάνωσης και εξωτερικής διαπραγμάτευσης με τους πελάτες (εν προκειμένω τις γαλακτοβιομηχανίες).
Η ΕΠΑ, ωστόσο, στην απόφασή της, αξιολόγησε τις σχετικές συμβάσεις ως «απόφαση ένωσης επιχειρήσεων» με αντικείμενο τον καθορισμό τιμής πώλησης. Το κρίσιμο σφάλμα αυτής της ερμηνείας έγκειται στο ότι η ΕΠΑ αντιμετώπισε τον ΠΟΑ όχι ως Οργάνωση Παραγωγών που ενεργεί συλλογικά για λογαριασμό των μελών της, αλλά ως ένωση ανεξάρτητων επιχειρήσεων που συντονίζονται για να καθορίσουν τιμές. Μια τέτοια προσέγγιση αγνοεί τόσο τη θεσμική αποστολή του ΠΟΑ όσο και την οικονομική πραγματικότητα της σχέσης μεταξύ των μελών του και των πελατών του.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο καθορισμός τιμής συνιστά κατώτατο όριο μεταπώλησης, θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως μέρος της νόμιμης λειτουργίας της Οργάνωσης Παραγωγών, σύμφωνα με το ενωσιακό κανονιστικό πλαίσιο και τη σχετική νομολογία. Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-671/15 (Associationdesproducteursvendeursd’endives), οι πρακτικές των Οργανώσεων Παραγωγών, όπως ο καθορισμός τιμών και η συλλογική διαχείριση της παραγωγής, μπορούν να εξαιρεθούν από την εφαρμογή του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ, εφόσον εντάσσονται στη λειτουργία της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της.
Επιπλέον, σε επίπεδο νομικής συνέπειας, η ανάλυση της ΕΠΑ παρουσιάζει εσωτερική αντίφαση. Εάν γίνει αποδεκτό ότι υπήρξε καθορισμός ελάχιστης τιμής μεταπώλησης, τότε σύμφωνα με την ίδια τη λογική του Δικαίου του Ανταγωνισμού, η ευθύνη θα βάρυνε τον προμηθευτή – δηλαδή τα μέλη – και όχι τον ΠΟΑ, που ενήργησε ως διανομέας. Η στοχοποίηση του ΠΟΑ και όχι των μελών του αποκαλύπτει τη νομική αδυναμία του υπαινισσόμενου επιχειρήματος περί κάθετης συμφωνίας με ρήτρα καθορισμού των τιμών μεταπώλησης.
Συμπερασματικά, η ερμηνεία της ΕΠΑ φαίνεται να παραγνωρίζει το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, τη θεσμική φύση του ΠΟΑ και τη λειτουργική πραγματικότητα των επίμαχων συμφωνιών. Το αποτέλεσμα είναι η άστοχη εξομοίωση θεμιτής συλλογικής δράσης με απαγορευμένη συμπεριφορά, γεγονός που γεννά εύλογες ανησυχίες για την ακρίβεια, την προβλεψιμότητα και τη νομική ασφάλεια στην εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
Καταληκτικά σχόλια
Η υπόθεση του ΠΟΑ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του κινδύνου που ενέχει η ερμηνεία του Δικαίου του Ανταγωνισμού χωρίς ουσιαστική κατανόηση της οικονομικής λειτουργίας των συμβατικών σχέσεων και του θεσμικού ρόλου συλλογικών οργάνων όπως οι Οργανώσεις Παραγωγών. Η μη διάκριση μεταξύ καθορισμού τιμής στο πλαίσιο θεμιτής εμπορικής στρατηγικής μεταξύ συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, αφενός, και καθορισμού τιμής που έχει ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, αφετέρου, δεν συνιστά απλώς θεωρητικό σφάλμα· ενδέχεται να επιφέρει σοβαρές πρακτικές και θεσμικές συνέπειες, υπονομεύοντας τη λειτουργία κρίσιμων τομέων της αγοράς, για τους οποίους ο ενωσιακός νομοθέτης έχει προβλέψει ειδική μεταχείριση.
Η επιβολή κυρώσεων σε συλλογικά όργανα που λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες του Ενωσιακού Δικαίου, ελλείψει πραγματικής στρέβλωσης του ανταγωνισμού, δεν υπηρετεί τον σκοπό του δικαίου, αλλά τον αναιρεί. Είναι επιτακτική ανάγκη οι Αρχές Ανταγωνισμού και τα Δικαστήρια να δείξουν την αναγκαία ειδική γνώση, ευαισθησία και θεσμική ενσυναίσθηση απέναντι σε τέτοιες μορφές οργάνωσης του πρωτογενούς τομέα, ερμηνεύοντας το δίκαιο όχι απομονωμένα αλλά σε αρμονία με την οικονομική πραγματικότητα και τους ευρύτερους στόχους του ενωσιακού νομοθέτη.