Σύνοψη και σχολιασμός της απόφασης του Επαρχιακού Ισπανικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση με αριθμό C-168/05

Elisa María Mostaza Claro (ΦυσικόΠρόσωποCentro Móvil Milenium SL (ΝομικόΠρόσωπο)

(Reference for a preliminary ruling from the Audiencia Provincial de Madrid).

Με αντικείμενο αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ η οποία υποβλήθηκε από το Audiencia Provincial de Madrid (Επαρχιακό Ισπανικό Δικαστήριο) με απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005,η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Απριλίου 2005 στο πλαίσιο της διαδικασίας.

(Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων με καταναλωτές – Παράλειψη προβολής του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας κατά τη διαδικασία διαιτησίας – Δυνατότητα προβολής της ενστάσεως αυτής στο πλαίσιο προσφυγής κατά της διαιτητικής αποφάσεως)

Η οδηγία 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αγωγής ακυρώσεως κατά διαιτητικής αποφάσεως πρέπει να κρίνει αν η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη και να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση, όταν η συμφωνία αυτή περιέχει καταχρηστική ρήτρα, έστω και αν ο καταναλωτής δεν επικαλέστηκε την ακυρότητα αυτή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαιτησίας, αλλά μόνο στο πλαίσιο της αγωγής ακυρώσεως.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

  • Η παρούσα υπόθεση αφορούσε μια σύμβαση συνδρομής κινητής τηλεφωνίας μεταξύ της Movil και της Mostaza Claro.
  • Η σύμβαση περιείχε ρήτρα διαιτησίας της Asociacion Europeade Arbitrajede Derechoy Equidad (Ευρωπαϊκή Ένωση Διαιτησίας κατά νόμο και κατ’ευθυδικία,στο εξής ΑΕΑDE).
  • Επειδή η Mostaza Claro δεν τήρησε τον ελάχιστο χρόνο συνδρομής η Movil κίνησε διαιτητική διαδικασία ενώπιον της AEADE,τάσσοντας παράλληλα στη Mostaza Claro προθεσμία 10 ημερών προκειμένου να μην αποδεχθεί τη διαιτησία διευκρινίζοντας ότι στην περίπτωση αυτή εξακολουθούσε να ισχύει η δικαστική οδός.
  • Η Mostaza Claro προέβαλε επιχειρήματα επι της ουσίας, χωρίς ωστόσο να καταγγείλει τη διαδικασία διαιτησίας ούτε να επικαλεστεί την ακυρότητα της διαιτητικής ρήτρας.
  • Ακολούθως εκδόθηκε διαιτητική απόφαση εις βάρος της.
  • Η Mostaza Claro τότε προσέβαλε την εκδοθείσα διαιτητική απόφαση ενώπιον των Ισπανικών Δικαστηρίων υποστηρίζοντας ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας της διαιτητικής ρήτρας συνεπαγόταν την ακυρότητα της.
  • Το Ισπανικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη διαιτητική ρήτρα ήταν πράγματι καταχρηστική και ως εκ τούτου άκυρη. Εντούτοις όμως προβληματίστηκε με το γεγονός ότι η Mostaza Claro δεν είχε προβάλει την εν λόγω ακυρότητα στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας.
  • Ο προβληματισμός ωστόσο επήλθε διότι σύμφωνα με το άρθρο 23(1) του Ισπανικού Νόμου 36/1988 περί διαιτησίας, « η ένσταση κατά της υποβολής σε διαιτησία λόγω ελλείψεως αντικειμενικής αρμοδιότητας των διαιτητών,ανυπαρξίας,ακυρότητας ή λήξεως της ισχύος της συμφωνίας περί υπαγωγής σε διαιτησία πρέπει να διατυπώνεται ταυτόχρονα με την κατά το πρώτον προβολή των ισχυρισμών των διαδίκων».(Αυτό αναφέρει ο Ισπανικός Νόμος περί Διαιτησίας).
  • Λόγω αυτού του προβληματισμού που προέκυψε το Ισπανικό Δικαστήριο ανέστειλε τη δίκη και υπέβαλε στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα ερωτώντας το, αν στο πλαίσιο της προστασίας των καταναλωτών που προβλέπει η οδηγία 93/13/ΕΟΚ, ένα Δικαστήριο που επιλαμβάνεται μιας αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης μπορεί να κηρύξει την ακυρότητα της διαιτητικής ρήτρας, ως καταχρηστική εις βάρος του καταναλωτή, και να ακυρώσει τη σχετική διαιτητική απόφαση, ακόμα και αν ο σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται ναι μεν με την αγωγή ακύρωσης, αλλά δεν έχει προβληθεί από τον καταναλωτή κατά τη διαδικασία διαιτησίας.

Α) Αναφορικά με το κατά πόσο η ρήτρα περί υπαγωγής σε διαιτησία είναι καταχρηστική

Πριν σχολιάσουν το υποβληθέν ερώτημα στο πλαίσιο της κινηθείσας διαδικασίας η Movil, η Ισπανική, η Γερμανική, η Ουγγρική, η Φιλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή αναφέρθηκαν εκτενώς στο κατά πόσον η ρήτρα περί υπαγωγής σε διαιτησία την οποίαν αφορά η κύρια δίκη είναι στην πραγματικότητα καταχρηστική δηλαδή «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και η οποία παρά την απαίτηση καλής πίστης δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από την σύμβαση».

Σύμφωνα με το σημείο 1(π) του παραρτήματος της οδηγίας καταχρηστικές είναι και οι ρήτρες που έχουν ως συνέπεια «να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ένδικων μέσων από τον καταναλωτή, ιδίως με το να τον υποχρεώνουν να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις».

Η Movil υποστήριξε ότι εν προκειμένου η ύπαρξη ρήτρας απαγορευμένης από την οδηγία 93/13 θα έπρεπε να αποκλειστεί στο μέτρο που η Claro δεν μπορεί να θεωρηθεί καταναλωτής διότι σύνηψε τη σύμβαση κινητής τηλεφωνίας στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας.

  • Η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστήριξε αντίθετα ότι από την απόφαση παραπομπής δεν προκύπτει σαφώς αν η εν λόγω ρήτρα πληροί της απαιτήσεις της οδηγίας 93/13. Και συνεχίζει ότι η οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεωρούν καταχρηστικές όλες τις ρήτρες οι οποίες περιέχονται σε συμβάσεις με καταναλωτές και οι οποίες προβλέπουν μέσα επιλύσεως των διαφορών διαφορετικά από αυτά που αναγνωρίζει ο νόμος.
  • Διαφορετική ωστόσο η θέση της Φιλανδικής κυβέρνησης και της Επιτροπής εφόσον κατά την άποψη τους η ρήτρα δημιουργεί σημαντική συμβατική ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή ο οποίος κατά κανόνα δεν διαθέτει τις απαραίτητες νομικές ικανότητες προκειμένου να αξιολογήσει τις επιπτώσεις που απορρέουν από την εισαγωγή στη σύμβαση ρήτρας περί υπαγωγής σε διαιτησία.
  • Ωστόσο ο Γενικός Εισαγγελέας Αντονιο Τιζζάνο ανέφερε πως όσον αφορά την ουσία του θέματος συμμερίζεται μάλλον τη θέση της επιτροπής και της Φιλανδικής Κυβέρνησης.
  • Περαιτέρω στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων την οποία ορίζει η Συνθήκη εναπόκειται στο Εθνικό Δικαστήριο το οποίο είναι και το μόνο που μπορεί να έχει άμεση γνώση των εν λόγω περιστάσεων να προσδιορίσει αν η συμβατική ρήτρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 3(1) της οδηγίας.
  • Στην υπό κρίση υπόθεση η αξιολόγηση της καταχρηστικής φύσεως της επίμαχης ρήτρας περί υπαγωγής σε διαιτησία πραγματοποιήθηκε όντως από το αιτούν Δικαστήριο εφόσον ανέφερε πως η σύμβαση κινητής τηλεφωνίας ανάμεσα στα μέρη πάσχει ακυρότητας καθόσον περιλαμβάνει καταχρηστική ρήτρα.( Επαρχιακό Ισπανικό Δικαστήριο). Ο Γενικός Εισαγγελέας προς τούτο ανέφερε πως είναι σκόπιμο να θεωρηθεί δεσμευτική η αξιολόγηση στην οποία προέβη το Εθνικό Δικαστήριο το οποίο έκρινε καταχρηστική τη ρήτρα που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης.

Β)Επι του προδικαστικού ερωτήματος

  • Όπως είδαμε και πιο πάνω το μόνο προδικαστικό ερώτημα που έστειλε το Εθνικό Δικαστήριο προς το ΔΕΕ ήταν το κατά πόσο στο πλαίσιο της προστασίας των καταναλωτών που προβλέπει η οδηγία 93/13/ΕΟΚ, ένα Δικαστήριο που επιλαμβάνεται μιας αγωγής ακύρωσης διαιτητικής απόφασης μπορεί να κηρύξει την ακυρότητα της διαιτητικής ρήτρας, ως καταχρηστική εις βάρος του καταναλωτή, και να ακυρώσει τη σχετική διαιτητική απόφαση, ακόμα και αν ο σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται ναι μεν με την αγωγή ακύρωσης, αλλά δεν έχει προβληθεί από τον καταναλωτή κατά τη διαδικασία διαιτησίας.
  • Σύμφωνα με το Δικαστήριο δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται διαφοράς αφορώσας μια συγκεκριμένη σύμβαση στην οποία έχει περιληφθεί καταχρηστική ρήτρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεφάρμοστη για τον λόγο και μόνον ότι ο καταναλωτής δεν επικαλείται τον καταχρηστικό χαρακτήρα της.
  • Αντιθέτως η Movil και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκαν ότι παρέχοντας στο δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει την ακυρότητα μιας διαιτητικής ρήτρας σε περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν προέβαλε παρόμοια ένσταση κατά τη διαδικασία διαιτησίας, θα θιγόταν σοβαρά η αποτελεσματικότητα των διαιτητικών αποφάσεων.
  • Τα αντιτιθέμενα συμφέροντα είναι ξεκάθαρα εφόσον από τη μία πλευρά βρίσκεται η αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών και από την άλλη η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια δικαίου των διαιτητικών διαδικασιών.
  • Πράγματι στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής η ρήτρα περί υπαγωγής σε διαιτησία την οποία έθεσε η Movil οδήγησε σε παραπομπή της επιλύσεως των διαφορών που ανέκυψαν από τη σύμβαση ενώπιον διαιτητικού οργανισμού ο οποίος έταξε στην Claro προθεσμία μόνο 10 ημερών προκειμένου να αποφασίσει αν θα αποδεχόταν τη διαιτησία και αν ναι να προβάλει τους ισχυρισμούς της και να προτείνει τα συναφή αποδεικτικά μέσα.
  • Το δικαστήριο περαιτέρω υπογράμμισε ότι η προστασία που παρέχει η οδηγία 93/13 στους καταναλωτές είναι αποτελεσματική προστασία που έχει ως στόχο να σταματήσει η χρήση καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτουν οι επαγγελματίες με τους καταναλωτές αλλά και να αποτρέψει το ενδεχόμενο δεσμεύσεως των καταναλωτών από ρήτρες που έχουν εισαχθεί σε τέτοιες συμβάσεις.
  • Επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι στο μέτρο που ένα εθνικό δικαστήριο οφείλει σύμφωνα με τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες του, να δεχθεί αίτηση ακύρωσης διαιτητικής απόφασης στηριζόμενη στο ότι δεν ελήφθησαν υπόψη εθνικοί κανόνες δημοσίας τάξεως, οφείλει επίσης να κάνει δεκτή παρόμοια αίτηση στηριζόμενη στο ότι δεν ελήφθησαν υπόψη κοινοτικοί κανόνες του τύπου αυτού. Ωστόσο το Δικαστήριο δεν ανέφερε ρητά ότι η Οδηγία σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων αποτελεί μέρος της Ενωσιακής Δημόσιας τάξης αλλά τόνισε ότι οι διατάξεις τις οδηγίας είναι δημοσίου συμφέροντος.
  • Πιο συγκεκριμένα το Δικαστήριο στην σκέψη 38 αναφέρεται στην σπουδαιότητα του δημοσίου συμφέροντος επι του οποίου εδράζεται η διασφαλιζόμενη υπέρ των καταναλωτών με την οδηγία προστασία, και δικαιολογούν περαιτέρω το ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας και πράττοντας αυτό να αναπληρώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία ανισότητα.
  • Θεωρεί επομένως ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να διασφαλίζεται η προστασία που παρέχεται από την οδηγία, δηλαδή το ενωσιακό δίκαιο ώστε ανεξαρτήτως από το τι λέει το εθνικό δικονομικόδίκαιο, ο εθνικός δικαστής οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την οδηγία αυτεπαγγέλτως.
  • Από τα πιο πάνω φαίνεται το Δικαστήριο να προσεγγίζει την αρχή της αποτελεσματικότητας εφόσον ως τέτοια θα μπορούσαμε να ορίσουμε την απαίτηση του κοινοτικού δικαίου, οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη η εξαιρετικά δύσκολη την άσκηση των κοινοτικών δικαιωμάτων.
  • Η Επιτροπή ωστόσο θεωρεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 μπορούν να θεωρηθούν διατάξεις δημοσίας τάξεως. Κατά τη γνώμη της πρόκειται για διατάξεις εναρμονίσεως οι οποίες έχουν θεσπιστεί προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότερη προστασία του καταναλωτή στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς. Κατά συνέπεια υποστηρίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξασφαλίζουν τον σεβασμό των εν λόγω διατάξεων κατά την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως διαιτητικών αποφάσεων ακόμα και αν όπως εν προκειμένω δεν έχει γίνει επίκληση της παραβάσεως τους στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας.
  • Τώρα όσον αφορά το γενικό Εισαγγελέα Τιζάνο οι προτάσεις του αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή εφόσον ο ίδιος υποστηρίζει ότι οι διατάξεις τις παρούσας οδηγίας πρέπει να τεκμηριώνονται με προσοχή και με λεπτομερή τρόπο με βάση το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη-δικαίωμα υπεράσπισης. Ο ίδιος κατά την δική μου άποψη ήταν κάπως απρόθυμος να ακολουθήσει την πορεία που προτείνει η επιτροπή φοβούμενος ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο προκαλείται ο κίνδυνος να αποκτήσει υπερβολική ευρύτητα μια έννοια όπως η έννοια της δημοσίας τάξεως, η οποία παραδοσιακά προσδίδεται μόνον σε κανόνες στους οποίους μια έννομη τάξη προσδίδει πρωταρχική και απόλυτη σημασία.
  • Ο ίδιος θεωρεί πως το δικαίωμα υπεράσπισης πρέπει να διασφαλίζεται στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαδικασίας που κινείται εναντίον ενός προσώπου και είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική για αυτό πράξη και συνεπώς και στο πλαίσιο των διαιτητικών διαδικασιών. Κατά συνέπεια, η παραβίαση αυτών των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά την άποψη του θεωρείται επαρκής λόγος για την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης.
  • Το Δικαστήριο στην συνέχεια αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Απριλίου 2006 εξέδωσε την εξής απόφαση:
  • Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι απαιτεί Εθνικό Δικαστήριο επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως κατά διαιτητικής αποφάσεως να εκτιμά την ακυρότητα της συμβάσεως περί διαιτησίας και να την ακυρώνει με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω σύμβαση εμπεριέχει καταχρηστική ρήτρα, έστω και αν ο καταναλωτής επικαλέστηκε την ακυρότητα, όχι στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας, αλλ’ αποκλειστικώς με την προσφυγή του ακυρώσεως.
  • Eν κατακλείδι η απόφαση αυτή είναι πάρα πολύ σημαντική, διότι επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να ακυρώσουν διαιτητική απόφαση, αν η διαιτητική διαδικασία βασίζονταν σε ρήτρα διαιτησίας, η οποία αποδείχθηκε ότι είναι καταχρηστική σύμφωνα με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ ακόμη και αν ο καταναλωτής δεν επικαλέστηκε την ακυρότητα της στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,