Σύνοψη και σχόλια της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες Υποθέσεις με αρ. 961/2015 και 1041/2015, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και Ελληνική Εταιρία Τηλεπικοινωνιών και Τηλεματικών Εφαρμογών Ανώνυμη Εταιρία Α.Ε. (Forthnet. A.E.) v. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, ημερ. 9/12/2022

Εισαγωγή

Με την επίδικη απόφαση ημερομηνίας 9/12/2022, στο πλαίσιο των συνεκδικασθεισών προσφυγών αρ. 961/2015 και 1041/2015, το Διοικητικό Δικαστήριο (εφεξής «Δικαστήριο»), ακύρωσε την απόφαση με αρ. 13/2015 (εφεξής «προσβαλλόμενη απόφαση») της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής «Επιτροπή» ή «Καθ’ ης η Αίτηση»). Με την εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση είχε επιβληθεί στις Αιτήτριες, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής «ΑΤΗΚ») και Ελληνική Εταιρία Τηλεπικοινωνιών και Τηλεματικών Εφαρμογών Ανώνυμη Εταιρία Α.Ε. (εφεξής «Forthnet»), διοικητικό πρόστιμο συνολικού ύψους €2.900.000 και €2.250.000 αντίστοιχα, για παραβάσεις των άρθρων 3(1)(α), 3(1)(β), 3(1)(γ) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου (εφεξής «Ν.13(Ι)/2008») καθώς και των άρθρων 101(1)(α), 101(1)(β), 101(1)(γ) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ»).

Αντικείμενο διερεύνησης της υπό κρίση διοικητικής διαδικασίας αποτέλεσε η μεταξύ των πιο πάνω Αιτητριών συμφωνία ημερομηνίας 23/12/2011, και οι σχετικές με αυτή διαπραγματεύσεις για διάθεση συνδρομητικών καναλιών / τηλεοπτικών δικαιωμάτων / τηλεοπτικού περιεχομένου στις υπηρεσίες συνδρομητικής τηλεόρασης. Πιο συγκεκριμένα, με την εν λόγω συμφωνία συμφωνήθηκε η παραχώρηση στην ΑΤΗΚ του τηλεοπτικού περιεχομένου της δορυφορικής πλατφόρμας NOVA CYPRUS του ομίλου της Forthnet, μέσα από την πλατφόρμα της Cytavision.

Θέσεις Αιτητριών

Οι κυριότεροι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης στην υπό κρίση προσφυγή, εστίαζαν σε πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, καθώς και στην ανεπαρκή αιτιολόγηση της Επιτροπής όσον αφορά την εκτίμηση της για ικανοποίηση του κριτηρίου του αισθητού επηρεασμού του εμπορίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών»). Ουσιαστικά, οι Αιτήτριες υποστήριξαν ότι η επίμαχη συμφωνία δεν επηρέαζε το εμπόριο στην κοινή αγορά, και συνεπώς η Επιτροπή εσφαλμένα διαπίστωσε παραβάσεις των άρθρων 101(1)(α)-(γ) της ΣΛΕΕ.

Περαιτέρω, σημαντικός λόγος ακύρωσης αποτέλεσε και η κακή σύνθεση της Καθ’ ης η Αίτηση στη συνεδρία ημερομηνίας 27/1/2015, με την οποία αποφασίστηκε η διαπίστωση παραβάσεων και η πρόθεση επιβολής προστίμου, λόγω της παρουσίας μελών της Υπηρεσίας, πέραν των μελών που συνέθεταν την Επιτροπή. Οι Αιτήτριες, επικαλούμενες τις πρόνοιες του άρθρου 21(1) και (2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (εφεξής «Ν.158(Ι)/1999»), υποστήριξαν ότι η παρουσία σε συνεδρία διαβουλεύσεων και λήψης απόφασης από συλλογικό διοικητικό όργανο, προσώπου άλλου πέραν των μελών που συνιστούν το νομίμως συγκροτηθέν συλλογικό διοικητικό όργανο, χωρίς ρητή εξουσιοδότηση από το Νόμο, θέτει σε ακυρότητα τη διαδικασία και συνεπώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

Τέλος, άλλοι λόγοι ακύρωσης αφορούσαν ζητήματα μη επαρκούς αιτιολόγησης ως προς τον ορισμό της σχετικής αγοράς, καθώς και ζητήματα που άπτονταν της δίκαιης δίκης.

Απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο, δίδοντας έμφαση στον προσβαλλόμενο λόγο της κακής σύνθεσης, διαπίστωσε αρχικά ότι με βάση τα ενώπιόν του πραγματικά στοιχεία όπως αυτά συνάγονταν από το διοικητικό φάκελο, προέκυπτε ότι οι υπηρεσιακοί λειτουργοί δεν αποχώρησαν κατά την επίδικη συνεδρία. Επισήμανε ότι η γενική αρχή που κωδικοποιείται στο Ν. 158(Ι)/1999, προνοεί την υποχρέωση αποχώρησης προσώπων πέραν των μελών ενός συλλογικού οργάνου, πριν από την έναρξη των διαδικασιών διαβούλευσης κατά τη διάρκεια λήψης απόφασης. Σημείωσε ότι η πιο πάνω αρχή παρέλκει όπου η παρουσία προσώπων «εξουσιοδοτείται ρητά από [ειδικότερο] Νόμο». Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι για το ζήτημα της παρουσίας στις συνεδριάσεις της Επιτροπής προσώπων πέραν των μελών που συγκροτούν νομίμως την Επιτροπή, ίσχυε η ειδική νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 17(4) του Ν.13(Ι)/2008. Από ρητή ανάγνωση του εν λόγω άρθρου προέκυπτε διασφάλιση του δικαιώματος παρουσίας των υπηρεσιακών λειτουργών στις συνεδριάσεις της Επιτροπής, χωρίς να εξάγεται αντίστοιχη υποχρέωση αποχώρησης τους από τη διαδικασία. Εν όψει των ευρημάτων του για την εφαρμογή της πιο πάνω ειδικής και ρητής νομοθετικής πρόνοιας του Ν.13(Ι)/2008, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η παραμονή των λειτουργών στην επίδικη συνεδρία ουδόλως έθιγε τη νομιμότητα της σύνθεσης.

Ως προς το κύριο ζήτημα, ήτοι πλάνη περί τα πράγματα ή / και το Νόμο, ειδικότερα σε σχέση με την πλήρωση του απαιτούμενου κριτηρίου του αισθητού επηρεασμού του διασυνοριακού εμπορίου, το Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία, επεσήμανε την ανάγκη στοιχειοθέτησης επαρκούς βαθμού πιθανότητας (προβλεψιμότητα) ως προς τις άμεσες ή έμμεσες, πραγματικές ή δυνητικές επιδράσεις της επίμαχης συμφωνίας στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Σημείωσε ότι το εν λόγω κριτήριο, το οποίο εκτιμάται ad hoc, είναι αναγκαίο για την παράλληλη εφαρμογή των ενωσιακών, πέραν των εθνικών διατάξεων του ανταγωνισμού.

Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δεν έλαβε υπόψη της ή/και δεν συνεκτίμησε τις προβαλλόμενες θέσεις των Αιτητριών που εστίαζαν στη μη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω κριτηρίου, πριν προβεί σε διαπίστωση παράβασης του άρθρου 101 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, σημείωσε ότι η φύση της επίδικης συμφωνίας, δεν εκτιμάται ως αυτοτελές στοιχείο, και ότι αυτό όφειλε να είχε συνεκτιμηθεί με τα υπόλοιπα στοιχεία. Συναφώς, η εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, και συνακόλουθα ως προς την πλήρωση του κριτηρίου δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί αφ’ εαυτού υπό το πρίσμα της διασυνοριακής φύσης της συμφωνίας. Διευκρίνησε προς τούτο ότι τα ευρήματα της Επιτροπής δεν αιτιολογούνταν από το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που είχε ενώπιον της.

Ως προς το εύρημα της Επιτροπής για τη δυνατότητα της υπό κρίση συμφωνίας αποκλειστικής χονδρικής διάθεσης, να οδηγήσει στη στεγανοποίηση του διασυνοριακού εμπορίου από τη φύση της, το Δικαστήριο παρατηρεί επίσης παράλειψη συνεκτίμησης των θέσεων των Αιτητριών ως προς την πλήρωση του εν λόγω στοιχείου. Ειδικότερα, παρά το ότι η επίδικη συμφωνία κάλυπτε τη διάθεση συγκεκριμένων καναλιών της Forthnet στην ΑΤΗΚ στο σύνολο της Κύπρου, εντούτοις με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, δεν προέκυπτε ότι η ΑΤΗΚ αποκλειόταν από το δικαίωμα προμήθειας ή διανομής περιεχομένου που απέρρεε από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα Κράτη Μέλη. Παράλληλα σημείωσε ότι δεν αποκλείονταν ούτε και ανταγωνιστές που δραστηριοποιούνταν στη χονδρική διάθεση συνδρομητικών καναλιών, ή και στην λιανική αγορά απόκτησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Κατέληξε επομένως, ότι ο μη αποκλεισμός ανταγωνιστών της ΑΤΗΚ στη λιανική αγορά αλλά και των προμηθευτών – παραγωγών τηλεοπτικού περιεχομένου (χονδρική διάθεση) δεν αιτιολογούσε τις διαπιστώσεις επηρεασμού του εμπορίου στην κοινή αγορά βάσει της φύσης της συμφωνίας.

Ως προς τα λοιπά στοιχεία που έπρεπε να συνεκτιμηθούν, το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι οι περιορισμοί αφορούσαν αποκλειστικά τη διάθεση των συγκεκριμένων λιανικών υπηρεσιών που κατείχαν τα αντισυμβαλλόμενα μέρη στην έκταση της Κύπρου και κατ’ επέκταση ούτε η φύση των προϊόντων (διάθεση πέραν της Κυπριακής αγοράς), ούτε το θετικό ποσοτικό τεκμήριο του αισθητού επηρεασμού διαφαίνoνταν να πληρούνται ώστε να αιτιολογούσαν την κατάληξη της Επιτροπής.

Το Δικαστήριο δήλωσε ότι, είναι απαραίτητη η αιτιολόγηση της στοιχειοθέτησης του εν λόγω κριτηρίου στη βάση ενός συνόλου αντικειμενικών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, ούτως ώστε να καταδειχθεί επαρκής βαθμός πιθανότητας επιρροής στην κοινή αγορά. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκανε αποδεκτούς ως λόγους ακύρωσης την ύπαρξη πλάνης και την ανεπαρκή αιτιολογία που άπτονταν στην εσφαλμένη πλήρωση του εν λόγω κριτηρίου.

Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Επιτροπή δεν είχε διαχωρίσει στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ύψος του προστίμου που αναλογούσε σε παραβάσεις των εθνικών και ενωσιακών διατάξεων του Ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η κατάληξη του Δικαστηρίου για σφάλμα και ανεπαρκή αιτιολόγηση αναφορικά με τα συμπεράσματα της Επιτροπής για ικανοποίηση του κριτηρίου και συνεπώς για στοιχειοθέτηση παράλληλων παραβάσεων της ΣΛΕΕ, αναπόφευκτα καθιστούν ολόκληρη την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση.

Σχόλια

Η απόφαση του Δικαστηρίου επιβεβαιώνει το συμπληρωματικό ρόλο των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου όπως αυτές κωδικοποιούνται από το Ν. 159(Ι)/1999, όταν εξειδικεύονται από ρητές πρόνοιες ειδικού Νόμου.

Όσον αφορά την πλήρωση του κριτηρίου του αισθητού επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι θα πρέπει γίνεται συνεκτίμηση του επηρεασμού του εμπορίου εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους και άλλων παραγόντων που σχετίζονται με τη φύση της επίμαχης συμφωνίας και των σχετικών προϊόντων, το κράτος δραστηριοποίησης των αντισυμβαλλομένων επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να γίνεται ποσοτική εκτίμηση προκειμένου να διαπιστωθεί η έκταση του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και το ποσοτικό στοιχείο του επαρκούς «αισθητού επηρεασμού».

Τέλος, η απόφαση, επιβεβαιώνει εκ νέου τη σημασία άσκησης ακυρωτικού ελέγχου από το Διοικητικό Δικαστήριο επί των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων Διοίκησης, και εν προκειμένω της Επιτροπής. Ειδικότερα, κατά την άσκηση των εξουσιών του, το Δικαστήριο δεν περιορίζεται σε τυπικό έλεγχο της νομιμότητας των προσβαλλόμενων αποφάσεων, αλλά δυνατόν να επεκταθεί και σε ουσιώδη ζητήματα, όπως είναι η ικανοποίηση του νομικού προτύπου απόδειξης, στο βαθμό που αυτά συνδέονται άρρηκτα με τους αναγνωρισμένους λόγους ακύρωσης (πλάνη περί τα πράγματα ή και νομική πλάνη, έλλειψη νόμιμης / επαρκούς αιτιολογίας, μη δέουσα έρευνα, παράβαση αρχών φυσικής δικαιοσύνης, αναλογικότητα).

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,