Η απόφαση Carter v. Canada του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου του Καναδά αποτελεί κατά την άποψη μου μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις που εκδόθηκαν ποτέ από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά όσο αφορά το ζήτημα θανάτου με υποβοηθούμενο γιατρό.
Carter: Πρόκειται για απόφαση ορόσημο του Ανώτατού Δικαστηρίου του Καναδά ημερομηνίας 06/02/2015. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά αποφάσισε ότι η ποινική απαγόρευση της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας με τη βοήθεια ιατρού σε ορισμένα πρόσωπα σε ορισμένες περιπτώσεις παραβίαζε το δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου ( Άρθρο 7 του Καναδικού Χάρτη Δικαιωμάτων και Ελευθεριών) και επομένως ήταν αντισυνταγματικό.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προηγούμενη απόφασή του, Rodriguez κατά της Βρετανικής Κολομβίας, η οποία επιβεβαίωσε την πιο πάνω απαγόρευση ως συνταγματικά έγκυρη. Η απόφαση Carter του Ανώτατου Δικαστηρίου δείχνει εννοιολογικές διαφωνίες με την απόφασή Rodriguez σχετικά με τη φύση και το πεδίο εφαρμογής της υπόθεσης.Η υπόθεση Rodriguez του Καναδικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου αφορούσε το δικαίωμα μιας ασθενούς σε τελική φάση να ζητήσει να τοποθετηθεί ένας μηχανισμός που να μπορεί να τον θέσει σε κίνηση θέτοντας έτσι τέρμα στη ζωής της. Η πλειοψηφία των δικαστών δεν το επέτρεψε καλυπτόμενη πίσω από τον ιερό χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής. Όσον αφορά την μειοψηφία των δικαστών ορισμένοι θα το επέτρεπαν ως συνέπεια της αρχής της ίσης μεταχείρισης των πολιτών απέναντι στο νόμο και ορισμένοι βασιζόμενοι στην αρχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Στη σημαντική απόφαση Rodriguez, το Καναδικό Ακυρωτικό Δικαστήριο όφειλε να πάρει θέση σχετικά με την συνταγματικότητα του άρθρου 241 (β) Καν.Ποιν.Κώδ.που πολιτικοποιεί τη συνδρομή στην αυτοκτονία άλλου προσώπου και το οποίο έχει ως εξής:
«241. Είναι υπαίτιος εγκληματικής πράξης που επισύρει ποινή κάθειρξης έως 14 χρόνια εκείνος ο οποίος:
α) συμβουλεύει κάποιον να δώσει τέλος στη ζωή του,
β) βοηθά ή ενθαρρύνει κάποιον να πεθάνει ανεξάρτητα αν επήλθε ή όχι η αυτοκτονία.»
Πέντε δικαστές του Ακυρωτικού (η πλειοψηφία) υποστήριξαν τη συνταγματικότητα του άρθρου 241(β), στηριζόμενοι στην αρχή του ιερού χαρακτήρα της ζωής. Τέσσερις δικαστές θεώρησαν το άρθρο αντισυνταγματικό, για διαφορετικούς όμως λόγους. Οι δύο εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου δικαστές McLahlin και Claire L’ Heureux – Dube θεώρησαν ότι παραβιάζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για ασφάλεια του ατόμου υπό την έννοια ότι προσβάλλεται το δικαίωμα προσωπικής αυτονομίας. Ο επικεφαλής του Ακυρωτικού, δικαστής Lamer, θεώρησε ότι προσβάλλει το δικαίωμα για ισότητα με την έννοια ότι δεν υπάρχει ίση μεταχείριση των ασθενών σε τελική φάση σε σχέση με τον υγιής πληθυσμό, ενώ τέλος ο δικαστής Cory στήριξε την αντισυνταγματικότητα στην προσβολή ιδιαίτερα της έμφυτης αξιοπρέπειας του ατόμου.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης η Κ. Rodriguez, μία γυναίκα 42 ετών, παντρεμένη και μητέρα ενός αγοριού 8 χρονών, ζούσε στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά και η ίδια υπέφερε από παράπλευρη αμυοτροφική σκλήρυνση. Είχε ελπίδες επιβίωσης ανάμεσα σε 2 και 14 μήνες, αλλά η κατάστασή της χειροτέρευε με ταχύ ρυθμό. Πολύ σύντομα δεν θα μπορούσε να καταπιεί, να μιλήσει, να περπατά και να κινείται χωρίς βοήθεια. Στη συνέχεια δεν θα μπορούσε να αναπνέει χωρίς τη βοήθεια μηχανήματος, να φάει χωρίς να υποστεί γαστρεκτομή και τέλος θα κατέληγε στο κρεβάτι μέχρι το θάνατό της.
Η Κα Rodriguez γνώριζε την κατάστασή της, την πρόοδο της ασθένειας και την αναπόφευκτη τελική κατάληξη. Επιθυμούσε να αποφασίσει η ίδια για τις περιστάσεις, τις συνθήκες καθώς και τη στιγμή που θα πέθαινε. Δεν επιθυμούσε να δώσει τέλος στη ζωή της εφόσον μπορούσε ακόμα να απολαμβάνει τη ζωή. Όμως, από τη στιγμή που θα έχανε αυτή την ικανότητα, θα της ήταν «φυσικά» αδύνατο να τελειώσει τη ζωή της χωρίς βοήθεια.
Ζήτησε λοιπόν μία απόφαση του δικαστηρίου που να δίνει τη δυνατότητα σ’ ένα ειδικευμένο γιατρό να τοποθετήσει τα τεχνικά μέσα που θα επιτρέψουν στην Κα Rodriguez να θέσει η ίδια τέλος στη ζωή της, τη στιγμή που θα το αποφασίσει.
Για να φτάσει όμως στο στάδιο αυτό, έπρεπε πρώτα να κηρυχθεί το άρθρο 241 (β) Καν.Ποιν.Κώδ. (που ποινικοποιεί τη συνδρομή στην αυτοκτονία άλλου προσώπου) αντισυνταγματικό. Ζήτησε λοιπόν από το δικαστήριο της Βρετ. Κολομβίας να κηρύξει το άρθρο αντισυνταγματικό διότι προσβάλλει τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της για ασφάλεια και ίση μεταχείριση, υπό την έννοια ότι, απαγορεύεται σ’ ένα ασθενή σε τελική φάση να θέσει τέλος στη ζωή του με τη βοήθεια ενός γιατρού. Ο δικαστής απέρριψε την αίτησή της, όπως και το Εφετείο καθώς και το Ακυρωτικό του Καναδά με μία απόφαση όπως αναφέραμε και προηγουμένως στο όριο πέντε εναντίον τεσσάρων δικαστών.
Η Θέση της πλειοψηφίας
Ο δικαστής Sopinka, για την πλειοψηφία του Ακυρωτικού, απαντά πρώτα στα επιχειρήματα της K.Rodriguez σχετικά με το άρθρο 7 του Χάρτη(Κάθε άτομο έχει δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου του. Τα δικαιώματα αυτά δεν μπορούν να θιγούν παρά μόνο σύμφωνα με τις αρχές της ουσιαστικής δικαιοσύνης.), τα οποία είναι:
Το άρθρο 241 β) Καν.Ποιν.Κώδ. της στερεί ταυτόχρονα από το δικαίωμα της ελευθερίας και της ασφάλειας.
Η K.Rodriguez ζητά δηλαδή τη λήψη ενός μέτρου που θα της εξασφαλίζει κάποιον έλεγχο στο χρόνο και τις συνθήκες του θανάτου της. Στηρίζεται στο δικαίωμα για ασφάλεια και ελευθερία όμως δεν αναφέρει τίποτα για τον ιερό χαρακτήρα της ζωής, την τρίτη αξία που προστατεύεται από το άρθρο 7.
Κατά το δικαστή Sopinka καμία από τις τρεις προστατευόμενες αξίες δεν έχει προτεραιότητα. Το άρθρο 7 παρουσιάζει δύο όψεις. Η πρώτη αφορά τις αξίες σε σχέση με τα άτομα και η δεύτερη αφορά τους περιορισμούς αυτών των αξιών σύμφωνα με τις αρχές της ουσιαστικής δικαιοσύνης.
«Είναι σαφές ότι η απαγόρευση της συνδρομής στην αυτοκτονία θα κάνει την αναιρεσείουσα να υποφέρει εφόσον την εμποδίζει να χειριστεί τις συνθήκες και τη στιγμή του θανάτου της όταν πλέον δεν θα μπορεί να τελειώσει τη ζωή της χωρίς συμπαράσταση. Όμως η αρχή της ασφάλειας του ατόμου, από την ίδια τη φύση της, δεν μπορεί να περιλάβει το δικαίωμα για μία πράξη που θέτει τέλος στη ζωή εφόσον η «ασφάλεια» στοχεύει να διατηρήσει τον άνθρωπο στη ζωή. Η ανθρώπινη ζωή είναι ιερή και απαραβίαστη. Πώς μπορούμε να δεχθούμε να μπει στο Σύνταγμα το δικαίωμα να θέτει κάποιος τέλος στη ζωή του σε όλες τις περιπτώσεις»;
Η K.Rodriguez υποστηρίζει ότι για τους ασθενείς σε τελική φάση η επιλογή αφορά το χρόνο και τις συνθήκες του θανάτου και όχι τον ίδιο το θάνατο που είναι αναπόφευκτος υπό αυτές τις συνθήκες. Ο δικαστής Sopinka δεν συμφωνεί εφόσον, στην περίπτωση αυτή, το άτομο πρόκειται να επιλέξει το θάνατο αντί να αφήσει τη φύση ν’ ακολουθήσει το δρόμο της. «Η στιγμή και οι συνθήκες του θανάτου παραμένουν άγνωστες μέχρις ότου επέλθει ο ίδιος ο θάνατος. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα τις ακριβείς συνθήκες ενός θανάτου. Ακόμα και όταν φαίνεται πολύ κοντά, το να επιδιώξει κάποιος να ελέγξει τη στιγμή και τον τρόπο που θα πεθάνει αποτελεί μία συνειδητή επιλογή θανάτου και όχι ζωής. Γι’ αυτό το λόγο, η ζωή σαν αξία υπεισέρχεται στην περίπτωση του ασθενή σε τελική φάση που επιλέγει να πεθάνει παρά να ζήσει».
Έχει υπογραμμιστεί συχνά ότι τα άτομα αυτά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα απέναντι στην ίδια τους τη ζωή και την επιθυμία τους να ζήσουν με αποτέλεσμα να κρίνεται απαραίτητη η προστασία τους. Σχετικά πρόσφατα το Καναδικό Ακυρωτικό αναγνώρισε την έννοια της «προσωπικής αυτονομίας». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ασφάλεια του προσώπου περιλαμβάνει την προσωπική αυτονομία τουλάχιστον όσον αφορά το δικαίωμα προσωπικής επιλογής, τον έλεγχο της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας καθώς και τη βασική ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
«Η απαγόρευση του άρθρου 241 (β) έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει στην αναιρεσείουσα από την απαραίτητη βοήθεια για να αυτοκτονήσει τη στιγμή που η ίδια δεν θα μπορεί πλέον να το πραγματοποιήσει. Φοβάται ότι θα πρέπει να ζήσει μέχρι το σημείο που ο θάνατός της θα επέλθει από μία ασφυξία ή μία πνευμονία από αναρρόφηση φαγητών ή κοπράνων. Θα εξαρτάται ολοκληρωτικά, για τις σωματικές της λειτουργίες, από τις μηχανές και τους ανθρώπους που είναι κοντά της.Όλο αυτό τον καιρό θα έχει συνείδηση του τι της συμβαίνει. Έστω και αν της δοθούν οι φροντίδες για να απαλύνουν τον πόνο, αυτό δεν θα την εμποδίζει από του να υποφέρει ψυχικά βλέποντας την κατάσταση της πλήρους εξάρτησής της».
Ο δικαστής Sopinka, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 241 (β) στερεί, πράγματι, την Κα Rodriguez από την προσωπική της αυτονομία και της προξενεί φυσικό πόνο και ψυχολογική ένταση τέτοιες που προσβάλλεται η αρχή της ασφάλειας ενός προσώπου όμως η ίδια δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει ως μια αρχή της ουσιαστικής δικαιοσύνης που προβλέπεται από το άρθρο 7 του Χάρτη.
Ο δικαστής Sopinka για την πλειοψηφία του Ακυρωτικού έδωσε έμφαση τονίζοντας την προτεραιότητα στην αρχή του ιερού χαρακτήρα της ζωής υποστηρίζοντας πως ο θάνατος θα πρέπει να επέλθει από μόνος του και η φύση πρέπει να ακολουθήσει με αυτόν τον τρόπο το δρόμο της κάνοντας επίσης και αναφορά στην θανατική ποινή η οποία απαγορεύεται και η οποία απαγόρευση στηρίζεται εν μέρει στο ότι το να επιτρέψουμε στο κράτος να θανατώσει κάποιον αποτελεί υποτίμηση της αξίας της ζωής και καταλήγει όσον αφορά το άρθρο 7 του Χάρτη: «Δεδομένου του κινδύνου καταχρήσεων και της μεγάλης δυσκολίας να προβλεφθούν εγγυήσεις για την αποφυγή τους, δεν μπορούμε να πούμε ότι η γενική απαγόρευση της συμπαράστασης σε αυτοκτονία είναι άδικη ή αυθαίρετη ή ότι δεν αντικατοπτρίζει τις βασικές αξίες της κοινωνίας μας». Επομένως το άρθρο 241 (β) Καν.Ποιν.Κωδ. δεν προσβάλλει μία αρχή ουσιαστικής δικαιοσύνης.
Η θέσεις της μειοψηφίας
Όσον αφορά τις θέσεις της μειοψηφίας υπάρχει η άποψη ότι το άρθρο 241 (β) αντιβαίνει στο άρθρο 15 (1) του Χάρτη των δικαιωμάτων, όπως υποστηρίχθηκε από τον Πρόεδρο του Καναδικού Ακυρωτικού δικαστή Antonio Lamer. Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες που είναι ή θα είναι ανίκανα να θέσουν τέλος στη ζωή τους χωρίς βοήθεια, είναι αντικείμενα άνισης μεταχείρισης, μέσω του άρθρου 241 (β) αφού δεν μπορούν να επιλέξουν τη λύση της αυτοκτονίας αντίθετα προς τα πρόσωπα που είναι ικανά να θέσουν μόνα τους τέρμα στη ζωή τους. Συμπερασματικά, θεωρεί ότι το άρθρο 241 (β) προσβάλλει το δικαίωμα για ίση μεταχείριση των ανίκανων να αυτοκτονήσουν χωρίς βοήθεια ακόμα και στην περίπτωση που όλα τα συνήθη μέσα για αυτοκτονία θα τους ήταν διαθέσιμα, διότι, εξ αιτίας ενός προσωπικού χαρακτηριστικού, η ικανότητα των προσώπων αυτών να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τη ζωή τους υπόκειται σε περιορισμούς που δεν επιβάλλονται στα άλλα μέλη της καναδικής κοινωνίας. Περαιτέρω η δικαστής McLahlin, θεωρεί το άρθρο 241 (β) αντισυνταγματικό, διότι αντίκειται στο άρθρο 7 του Χάρτη των δικαιωμάτων το οποίο αφορά το δικαίωμα του ατόμου στην προσωπική ασφάλεια. Δεν μπορεί να υπάρξει δικαιολογία για να στερηθεί, η Κα Rodriguez μιας επιλογής που οι άλλοι μπορούν ν’ ασκήσουν ελεύθερα. Ορισμένοι εκφράζουν το φόβο ότι η κατάργηση του άρθρου 241 (β) θα μειώσει την αξία της ζωής. Ο δικαστής Cory με τη σειρά του στηρίχθηκε στην προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπεια. Ο ίδιος δεν βλέπει καμία διαφορά ανάμεσα στο γεγονός να επιτρέπεται σε έναν ασθενή διανοητικά υγιή να πεθάνει με αξιοπρέπεια αρνούμενος μια θεραπευτική αγωγή και στο γεγονός να μην επιτρέπεται σε έναν ασθενή διανοητικά υγιή αλλα σε τελική φάση να επιλέξει να πεθάνει με αξιοπρέπεια σταματώντας την αγωγή που του επιτρέπει να επιζεί έστω και αν, εξ αιτίας της φυσικής του ανικανότητας, το μέτρο πρέπει να ληφθεί από κάποιον άλλο σύμφωνα με τις οδηγίες του ασθενή. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν βλέπει κανένα λόγο να μην επιτρέπεται σ’ έναν ασθενή σε τελική φάση και στα πρόθυρα του θανάτου, να θέσει τέλος στη ζωή του μέσω ενός άλλου, όπως το ζήτησε η Κα Rodriguez. «Το δικαίωμα να επιλέξουν το θάνατο προσφέρεται στους ασθενείς που δεν είναι ανάπηροι. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αρνηθούμε το δικαίωμα αυτό σ’ εκείνους που είναι ανίκανοι, υπό τον όρο ότι θα τηρηθούν οι προϋποθέσεις που στοχεύουν την αποφυγή καταχρήσεων.Μία τέτοια λύση, θα επιτρέψει στην Κα Rodriguez, η οποία έζησε τη ζωή της με τόσο κουράγιο και αξιοπρέπεια να θέσει τέλος στη ζωή της με το ίδιο κουράγιο και την ίδια αξιοπρέπεια». Επιστρέφοντας πίσω η Carter κατά του Καναδά είναι πιθανόν να φανεί ως μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις που εκδόθηκαν ποτέ από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά. Με ομόφωνη απόφαση που υπογράφηκε στο Δικαστήριο, όλοι οι εννέα δικαστές συμφώνησαν ότι μια απόλυτη απαγόρευση του «θανάτου με υποβοηθούμενο γιατρό» αποτελούσε παραβίαση του άρθρου 7 του Καναδικού Χάρτη των Δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης, οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που απαγορεύουν τον υποβοηθούμενο θάνατο καταργήθηκαν ως άκυρες και χωρίς νομικό αποτέλεσμα σε σχέση με τους ανθρώπους που πληρούσαν τις προϋποθέσεις που διατύπωσε το Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο έδωσε στην κυβέρνηση του Καναδά δώδεκα μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της 6ης Φεβρουαρίου 2015 για τη θέσπιση νομοθεσίας που καθιστά δυνατό τον θάνατο με τη βοήθεια του ιατρού σε ορισμένα πρόσωπα σε ορισμένες περιπτώσεις. Στην εν λόγω απόφαση οι προσφεύγουσες ήταν πάσχουσες από βαρύτατες εκφυλιστικές παραλυτικές ασθένειες του νευρικού συστήματος και της σπονδυλικής στήλης.
Η απόφαση αυτή του Καναδικού Ανώτατου Δικαστηρίου στηρίζει την κρίση της για την ευθανασία, όχι τόσο στην διαπίστωση ότι απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα μια τέτοια καθολική απαίτηση ή ένα τέτοιο καθολικό δικαίωμα, όσο στο ότι ο νόμος που το απαγορεύει γενικώς και απολύτως προσβάλλει το δικαίωμα της προσωπικής αυτονομίας. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι η γενική και χωρίς διακρίσεις γενική απαγόρευση της ευθανασίας που καθιστά αντισυνταγματικό το νόμο, διότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Επίσης το ενδιαφέρον στην απόφαση αυτή είναι ότι περιέχει εκτενή παράθεση στατιστικών στοιχείων και δεδομένων από τον Καναδά, αλλά και από άλλες χώρες, που δείχνουν ότι εκεί που επιτρέπεται η ευθανασία δεν έχουν αυξηθεί οι περιπτώσεις αυτών που την επιλέγουν.
Επιπρόσθετα ασχολείται με αντίκρουση των πραγματιστικών (μη κανονιστικών) επιχειρημάτων της θεωρίας του slippery slope (ολισθηρή πλαγιά). Πρόκειται για την θεωρία που επικαλείται ως επιχείρημα κατά της καθιέρωσης της δυνατότητας ευθανασίας τον κίνδυνο των καταχρήσεων της διαδικασίας.
Τέλος μία ακόμη ενδιαφέρουσα πτυχή της σχολιαζόμενης απόφασης, που βαίνει πέραν της ευθανασίας και δείχνει την αντίληψη που έχουν οι Καναδοί για την συνταγματική δικαιοσύνη, είναι ότι το εν λόγω Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η εν λόγω απόλυτη απαγόρευση της ενεργητικής ευθανασίας από τον ομοσπονδιακό ποινικό νόμο του Καναδά είναι αντισυνταγματική και επέτρεψε με βάση τις προϋποθέσεις που έθεσε (συναίνεση ασθενούς, ανίατη ασθένεια επιβεβαιωμένη ή/και οδύνες μη αντιμετωπίσιμες) να προχωρήσουν οι διαδικασίες για τις προσφεύγουσες, οι οποίες είχαν ξεκινήσει αρχικά τις κύριες δίκες στα κατώτερα δικαστήρια, έδωσε προθεσμία ενός έτους στον ομοσπονδιακό νομοθέτη για να θεσπίσει ένα νόμο που θα νομιμοποιεί με βάση το πνεύμα της απόφασης την ενεργητική ευθανασία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ/ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
- Ζάπρου Α., «Ευθανασία: Δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο ή απαξίωση της ζωής;»
- Μαγγανά Α., «Αδυναμία του δικαιϊκού μηχανισμού να επιλύσει προβλήματα ευθανασίας ή ποιος θα αναλάβει την ευθύνη της απόφασης;» Υπόθεση Rodriguez
- Νικολάου Κ., «Τι ισχύει για την ευθανασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση»
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
1. Carter v. Canada (Attorney General) [2015] 1 SCR 331
2. Rodriguez ν. P.G. Canada, [1993] R.C.S. 519