Στην «εποχή της διακινδύνευσης», με την προστασία των δικαιωμάτων, την οικονομική ευημερία και άλλες μέχρι πρότινος σταθερές να αποτελούν διακύβευμα οι σύγχρονες κοινωνίες διέρχονται μία μακρά διαδικασία επαναπροσδιορισμού. Μολονότι οι εν λόγω προκλήσεις ή κρίσεις διαφέρουν «κατά ποσόν και ποιόν», ως κοινός παρονομαστής τους θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η αναποτελεσματική λειτουργία των θεσμών των εννόμων τάξεων, η οποία, όπως προσφυώς έχει επισημανθεί σε εμβληματικά έργα (σ.σ. βλ. το πολυδιαβασμένο και με παγκόσμιο αποτύπωμα στην πολιτική πραγματικότητα «Why nations fail» των καθηγητών του ΜΙΤ και του Harvard D. Acemoglu & J.A. Robinson).
Στο πλαίσιο αυτό αναγκαία – όσο και κρίσιμη – καθίσταται η επίτευξη ενός νέου θεσμικού επαναπροσδιορισμού, που θα επιτρέψει την κατάκτηση μίας νέας κοινωνικής αυτογνωσίας. Για την επίτευξή της, απαραίτητη είναι ωστόσο η θέσπιση ενός κατάλληλου νομοθετικού υποβάθρου, που θα μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο, στέρεο υπόστρωμα για την αναδιοργάνωση των θεσμών. Ο ρόλος της μεθοδολογίας του δικαίου, τόσο ως ερμηνευτικού εργαλείου των υφισταμένων ρυθμίσεων, όσο και ως εργαλείου που επιτρέπει την εκτίμηση του τρόπου εφαρμογής της υπό θέσπιση νομοθεσίας, ώστε να μπορεί να κριθεί η ενδεχόμενη αποτελεσματικότητά της και να διαμορφωθούν εν τέλει οι κατάλληλες επιλογές για τους κανόνες δικαίου που θα ψηφισθούν και ισχύσουν.
Στο βαθμό όμως που ο συναλλακτικός βίος και το κοινωνικό γίγνεσθαι χαρακτηρίζονται από ολοένα αυξανόμενη συνθετότητα και πολυπλοκότητα, η μεθοδολογία του δικαίου δεν μπορεί να περιορίζεται στις παραδοσιακές της νόρμες. Αντιθέτως, καλείται να διευρύνει τους ορίζοντές της και αν εγκολπωθεί διεπιστημονικές μεθόδους ερμηνείας του δικαίου, ώστε να γίνει πρακτικά λυσιτελέστερη και επιστημολογικά αρτιότερη.
Ένα συχνά παραγνωρισμένο στην πράξη, όσο και πραγματιστικά αποτελεσματικό ερμηνευτικό εργαλείο, είναι εκείνο των «συμπεριφορικών οικονομικών». Πρόκειται για το διεπιστημονικό πεδίο που μελετά τις επιδράσεις ψυχολογικών, γνωστικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και πολλών άλλων παραγόντων στη λήψη οικονομικών αποφάσεων των κοινωνικών υποκειμένων. Σκοπός τους είναι η καλύτερη κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά και η πρόβλεψή της σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Η φιλοσοφία τους είναι αντίθετη στον πυρήνα της παραδοσιακής οικονομικής ανάλυσης: Κεντρικό πρόταγμα της παραδοσιακής οικονομικής θεωρίας για την ανάλυση της συμπεριφοράς των κοινωνικών υποκειμένων, ήτοι το μοντέλο του «homo economicus». Σύμφωνα με αυτό, η οικονομική ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε υπό τη μορφή πρόβλεψης, είτε ως μορφή κατοπινής αξιολόγησής της, αφετηριάζεται από το αξίωμα ότι οι άνθρωποι ενεργούν ορθολογικά. Τα συμπεριφορικά οικονομικά δεν αναιρούν κατ’ ανάγκην το συγκεκριμένο πρότυπο, αλλά το ανασυνθέτουν κριτικά, καθώς αποδέχονται ότι οι άνθρωποι δεν δρουν μόνον ορθολογικά, αλλά οι αποφάσεις και η συμπεριφορά τους (συν-) διαμορφώνονται από άλλους παράγοντες, όπως η συναισθηματική και μορφωτική τους συγκρότηση, οι ηθικές αξιολογήσεις που κυριαρχούν στο άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον τους, το κλίμα κ.ο.κ. Έτσι, ακόμη και όταν διατηρούν την εντύπωση ότι οι επιλογές, οι αποφάσεις και οι πρακτικές που ακολουθούν είναι συμβατές με τις επιταγές του ορθού λόγου, τούτες συνιστούν στην πραγματικότητα υποκειμενικές σταθμίσεις, που συγκροτούν τις προσωπικές τους «λογικότητες».
Ένα εύγλωττο σχετικό παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη «εκλογίκευση της κλοπής»: Η υπεξαίρεση ενός χρηματικού ποσού από τον εργαζόμενο μίας επιχείρησης σημασιολογείται αναντίρρητα στη συνείδησή του, ως αξιόποινη συμπεριφορά. Η λήψη ωστόσο μικρής αξίας αντικειμένων, όπως λ.χ. γραφικής ύλης στην κατοικία του, για προσωπική χρήση, καίτοι συνιστά τυπικά παράνομη, αξιόποινη πράξη, εκλογικεύεται συχνά από τον εργαζόμενο, θεωρούμενη ως θεμιτή, στο βαθμό που δεν επιφέρει οφθαλμοφανείς συνέπειες στη λειτουργία της επιχείρησης. Εάν ο νομοθέτης επιθυμεί συνεπώς την αποτελεσματική αντιμετώπιση τούτης της πρακτικής, δεν μπορεί να αρκεστεί στην απλή νομοθετική της απαγόρευση, αλλά να αποδεχθεί τη συγκεκριμένη οικονομική στάθμιση των κοινωνικών υποκειμένων, ως πραγματικότητα αναζητώντας περαιτέρω εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπισή της.
Αντίστοιχα – πρακτικώς κρισιμότερα – παραδείγματα μπορούν να εντοπισθούν σε ποικίλους τομείς του εννόμου βίου. Όλα τους συντείνουν αναμφίβολα στο συμπέρασμα ότι η καλή νομοθέτηση στη σύγχρονη ζωή δεν μπορεί να είναι απότοκος της επιβολής προδιατυπωμένων λύσεων από τα νομοθετικά όργανα, αλλά σταθμίσεις που να εκκινούν από τη διεπιστημονική διάγνωση της – ορθολογική ή μη – κρατούσας κοινωνικής πραγματικότητας. Ο αντίστοιχος εμπλουτισμός των νομικών σπουδών, όσο και της νομοθετικής διαδικασίας συνιστούν αναγκαία βήματα για τη βελτιστοποίηση της νομοπαραγωγικής διαδικασίας και την τελεσφόρο νομοθετική αντιμετώπιση των ποικίλων σύγχρονων προβλημάτων.