Προσφυγές που ταξιδεύουν στον χρόνο σαν ασυνόδευτα ανήλικα. Ο κίνδυνος ακύρωσης της διοικητικής δικαιοσύνης

  1. Το φαινόμενο

Σειρά πρόσφατων ανακοινώσεων του διοικητικού δικαστηρίου, με τις οποίες κοινοποιούνται στους διαδίκους οι οδηγίες που αυτό εξέδωσε για την εκδίκαση προσφυγώντους,έχουν περιεχόμενο ως το  ακόλουθο:

«ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ … (επιλέγουμε να μην αναφέρουμε την σύνθεση του δικαστηρίου) ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/4/2023 – 12/4/2023 ΚΑΙ 24/4/2023

 Οι υποθέσεις που είναι ορισμένες στις 10/4/2023 ορίζονται στις 16/10/2023.

Οι υποθέσεις που είναι ορισμένες στις 11/4/2023 ορίζονται στις 17/10/2023.

Οι υποθέσεις που είναι ορισμένες στις 12/4/2023 ορίζονται στις 18/10/2023.

Οι υποθέσεις που είναι ορισμένες στις 24/4/2023 ορίζονται στις 24/10/2023.

Για οποιεσδήποτε διευκρινήσεις παρακαλώ αποταθείτε στο Πρωτοκολλητείο το οποίο θα ενημερώσει το Δικαστήριο  σχετικά με τα αιτήματά σας και θα ειδοποιηθείτε αναλόγως.»

 

Παρομοίως, αναζητώντας, στον ιστότοπο ijustice, τις  οδηγίες που το διοικητικό δικαστήριο εξέδωσε, στο πλαίσιο συγκεκριμένης δικασίμου, για την πορεία εκδίκασης συγκεκριμένης προσφυγής διαβάζουμε  το ακόλουθο κείμενο:

 

«Υπόθεση

(επιλέγουμε να μην αναφέρουμε τον αριθμό της προσφυγής)

Ημερομηνία        …Σκοπός

6/12/2022          …                Οδηγίες

21/02/2023       …                 Οδηγίες

26/04/2023       …Οδηγίες

27/06/2023       … Οδηγίες

19/9/2023         …Οδηγίες

…»

 

Έχουμε την πεποίθηση πως τέτοιες οδηγίες επιτρέπουν στις  προσφυγές να ταξιδεύουν όπως ακριβώς τα ασυνόδευτα ανήλικα ταξιδεύουν, από την Αφρική και την Ασία, στην «Γη της Επαγγελίας». Τέτοιες οδηγίες επιτρέπουν στις προσφυγές να ταξιδεύουν για μακρύ χρονικό διάστημα εξαντλημένες, διατρέχοντας τον  σοβαρό κίνδυνο να υποστούν δικονομική κακοποίηση και να γίνουν θύματα εκμετάλλευσης αμελών και ασυνεπών αντιδίκων και έχοντας μειωμένη την προοπτική για άφιξη στον προορισμό τους».

  1. Το καθήκον για την εκδίκασης της προσφυγής κατά τρόπον δίκαιο και με αναλογικό κόστος

Έχουμε την πεποίθηση πως ελλειπτικές οδηγίες του διοικητικού δικαστηρίου ως οι ανωτέρω δεν διασφαλίζουν τον αναγκαίο ορθό, σταθερό και ταχύ ρυθμό της διοικητικής δικαιοσύνης και ούτε εκπληρώνουν το καθήκον του να χειρίζεται το ίδιο την πορεία εκδίκασης της προσφυγής κατά τρόπον ενεργό, δίκαιο και με αναλογικό κόστος. Σημειώνουμε πως το  καθήκον του δικαστηρίου να χειρίζεται το ίδιο την πορεία εκδίκασης της ενώπιον του δικαστικής υπόθεσης (case management), και μάλιστα,κατά τρόπον ενεργό, δίκαιο και με αναλογικό κόστος, εξαγγέλλεται πανηγυρικά στους νέους θεσμούς πολιτικής δικονομίας.

Έχουμε την πεποίθηση πως, στο πλαίσιο του καθήκοντός του αυτού, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να εκδίδει και να κοινοποιεί στους διαδίκους συγκεκριμένες και πλήρεις διαδικαστικές οδηγίες και οφείλει να παρακολουθεί, με άγρυπνο μάτι, την εφαρμογή τους, έτσι ώστε οι προθεσμίες καταχώρησης των δικογράφων  να μην παρέρχονται, αδικαιολόγητα και συστηματικά, άπρακτες. Οφείλει, επίσης, να μην εκτοξεύει τις επόμενες δικασίμους σε βάθος χρόνου.

Έχουμε την πεποίθηση πως η πρακτική, την οποία ακολουθούν κάποιες συνθέσεις  του διοικητικού δικαστηρίου,  να ορίζουν απλώς και μόνον την επόμενη δικάσιμο (η οποία, μάλιστα, εκτοξεύεται σε χρονικό ορίζοντα6 μηνών, όπως στην περίπτωση του ως ανωτέρου πρώτου παραδείγματος!) χωρίς ταυτοχρόνως να εκδίδουν οδηγίες όσον αφορά στις προθεσμίες καταχώρησης των προβλεπόμενων δικογράφων, χωρίς ταυτοχρόνως να ελέγχουν την τήρηση των προηγούμενων σχετικών οδηγιών τους και χωρίς ταυτοχρόνως να χειρίζονται την ενδεχόμενη μη τήρηση προηγούμενων σχετικών οδηγιώντους δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Το πιθανό επιχείρημα πως η ενημέρωση για την επόμενη δικάσιμο (στην απουσία οιασδήποτε άλλης συγκεκριμένης οδηγίας) εμπερικλείει και την οδηγία  για καταχώριση των δικογράφων που εκκρεμούν εντός των προθεσμιών που ορίζουν οι σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί και πως οι διάδικοι μπορούν πάντοτε να υποβάλλουν αιτήματα για έκδοση συγκεκριμένων διαδικαστικών οδηγιών στις περιπτώσεις που αισθάνονται ότι οι ανακοινώσεις του δικαστηρίου δεν είναι ικανοποιητικές είναι αίολο. Ανατρέπεται πρωτίστως από την προαναφερθείσα βασική δικονομική αρχή, η οποία αναθέτει στο δικαστήριο, και όχι στους διαδίκους, το καθήκον ενεργού χειρισμού της πορείας εκδίκασης μιας δικαστικής υπόθεσης (case management)κατά τρόπον δίκαιο και με αναλογικό κόστος.

Το επιχείρημα αυτό είναι αίολο και για τον πρόσθετο λόγο ότι παραγνωρίζει το χρονοβόρο και δυσχερές της διαδικασίας ανταλλαγής μηνυμάτων με τον Πρωτοκολλητή, ο οποίος«θα ενημερώσει το Δικαστήριο  σχετικά με τα αιτήματά» του συγκεκριμένου διαδίκου και ο οποίος «θα ειδοποιή(σει) αναλόγως»(ως η κατάληξη του ως ανωτέρω πρώτου παραδείγματος). Άλλωστε, ας μη ξεχνούμε πως η αρχή για την κατά τρόπον δίκαιο και με αναλογικό κόστος εκδίκαση μιας δικαστικής υπόθεσης έχει, ως κεντρικές παραμέτρους, την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα. Η ταχύτητα και αποτελεσματικότητα δεν επιτυγχάνονται με τέτοιες ανταλλαγές και διαβιβάσεις μηνυμάτων και ούτε επιτυγχάνονται εάν τα πράγματα αφεθούν στην πρωτοβουλία των διαδίκων. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της εκδίκασης της προσφυγής επιτυγχάνεται μόνον με την εκ μέρους του διοικητικού δικαστηρίου ενεργό διαχείριση  της πορείας της και την συνεχή μέριμνα για την έκδοση των οδηγιών που εκάστοτε απαιτούνται (οι νέοι θεσμοί πολιτικής δικονομίας περιέχουν ρητές διατάξεις για το ζήτημα αυτό).

Μάλιστα, στην περίπτωση του διοικητικού δικαστηρίου, το συγκεκριμένο καθήκον του εκπληρώνεται με ευχέρεια δεδομένων των κατά κανόνα τυποποιημένων διαδικαστικών οδηγιών που απαιτούνται για την εκδίκαση της προσφυγής. Κατά κανόνα,για την  εκδίκαση της προσφυγής, απαιτούνται μόνον  διαδικαστικές οδηγίες για την επίδοσή της και για την καταχώρηση των ενστάσεων και των γραπτών αγορεύσεων.

  1. Το αυτονόητο

Στο δημοκρατικό και φιλελεύθερο πολίτευμά μας, το διοικητικό δικαστήριο, το οποίο  έχει συνταγματική αρμοδιότητα και συνταγματικό καθήκον να ελέγχει  την νομιμότητα της δράσης της διοίκησης (και, σε ελάχιστες και  εξαιρετικές  περιπτώσεις – ρητά προβλεπόμενες από το νόμο-  να ελέγχει και την επί της ουσίας ορθότητα της δράσης αυτής) κατέχει πρωταγωνιστική θέση. Αποτελεί το κύριο θεσμικό αντίβαρο στην περίπτωση παρανομίας και αυθαιρεσίας της διοίκησης (του κεντρικού κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με τα πολυάριθμα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου).

Στο διοικητικό δικαστήριο θα προσφύγει, για να βρει το δίκαιό του,  ο πολίτης ο οποίος στερήθηκε παράνομα διορισμό ή προαγωγή στο δημόσιο,  ο πολίτης ο οποίος στερήθηκε παράνομα οικοδομική άδεια, ο πολίτης ο οποίος στερήθηκε παράνομα κρατικό επίδομα ή τα ωφελήματα της σύνταξής του από υπηρεσία στο δημόσιο, ο πολίτης ο οποίος  επιβαρύνθηκε παράνομα με φόρο, ο πολίτης του οποίου το πτυχίο παράνομα δεν αναγνωρίσθηκε, ο πολίτης του οποίου η ακίνητη ιδιοκτησία παράνομα απαλλοτριώθηκε, ο πολίτης του οποίου η προσφορά παράνομα αποκλείσθηκε από δημόσιο διαγωνισμό, και τόσοι άλλοι.

Εύκολα αντιλαμβάνεται ο κάθε ένας  πως, για να αρθούν εγκαίρως τέτοιες παρανομίες και για να τελειώσουν τα προσωπικά βάσανα πολιτών, οι οποίοι προσφεύγουν στο διοικητικό δικαστήριο, σε χρόνο υποφερτό, απαιτείται ορθός, σταθερός και ταχύς ρυθμός της διοικητικής δικαιοσύνης. Ο ρυθμός αυτός απαιτείται και για την ομαλή και, γιατί όχι, προοδευτική λειτουργία της φιλελεύθερης Δημοκρατίας μας.

  1. Ο κίνδυνος ακύρωσης της διοικητικής δικαιοσύνης

Καταληκτικά, διατυπώνουμε την πεποίθησή μας πως οδηγίες του διοικητικού δικαστηρίου οι οποίες εκτοξεύουν τις δικασίμους σε βάθος χρόνου, οι οποίες  επιτρέπουν στις προσφυγές να ταξιδεύουν στον χρόνο χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένες και πλήρεις διαδικαστικές ρυθμίσεις και οι οποίες εκδίδονται χωρίς να ελέγχονται αυστηρά και να τυγχάνουν ειδικού χειρισμού οι αδικαιολόγητες  και συστηματικές παρατάσεις των προθεσμιών για την καταχώρηση των δικογράφων, δημιουργούν τον κίνδυνο ακύρωσης της διοικητικής δικαιοσύνης.  Οι προσφυγές οι οποίες εκδικάζονται με τέτοιες ελλειπτικές διαδικαστικές οδηγίες νομοτελειακά οδηγούν σε εκκρεμοδικίες διάρκειας πολλών ετών. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και εάν συγκεκριμένη προσφυγή φτάσει  «ζωντανή» στον προορισμό της (με την έκδοση ακυρωτικής απόφασης), θα είναι αποδυναμωμένη. Η μετά από χρόνια ακύρωση της παράνομης διοικητικής δράσης συχνά καταλήγει «δώρον άδωρον». Παραδείγματος χάριν, εν τω μεταξύ ο παράνομα μη προαχθείς δημόσιος υπάλληλος έχει συνταξιοδοτηθεί, ο παράνομα στερηθείς κρατικού επιδόματος έχει ζήσει για χρόνια στην ανέχεια, ο πτυχιούχος του οποίο το ακαδημαϊκό προσόν παράνομα δεν αναγνωρίσθηκε έχασε το δικαίωμα να σταδιοδρομήσει όπως θα εδικαιούτο.

 

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,