Στην παρούσα σύνοψη παρουσιάζονται σε συντομία τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην 99 σελίδων απόφαση στην Case οf Vavricka and others v The Czech Republic,1 η οποία εκδόθηκε την 9η Απριλίου 2021. Σκόπιμα στη σύνοψη αυτή δεν περιλαμβάνεται οποιοδήποτε σχόλιο ή κριτική, αφού η προσπάθεια δεν είναι η προβολή άποψης, αλλά η ενημέρωση για ένα θέμα που απασχολεί την κοινή γνώμη, αυτό του εμβολιασμού και ειδικότερα της νομιμότητας υιοθέτησης πολιτικής υποχρεωτικού εμβολιασμού. Μέσα από την εν λόγω απόφαση το ΕΔΔΑ είχε την ευκαιρία να εξετάσει το υποχρεωτικό πρόγραμμα εμβολιασμού που εφάρμοζε η Τσεχική Δημοκρατία, αναφορικά με συγκεκριμένες 10 μολυσματικές ασθένειες (μεταξύ άλλων της πολυομελίτιδας, ηπατίτιδας Β και τέτανο). Σύμφωνα με την Τσεχική νομοθεσία ο εν λόγω εμβολιασμός ανήλικων τέκνων καθίστατο υποχρεωτικός με υπεύθυνο πρόσωπο τον εκάστοτε κηδεμόνα. Άρνηση ή αμέλεια πραγματοποίησης του εμβολιασμού επέφερε ποινικές επιπτώσεις στον κηδεμόνα, αλλά και περιόριζε την πρόσβαση των τέκνων σε προσχολική φοίτηση.
Οι αιτητές (6 στο σύνολο) επικαλούντο ότι το υποχρεωτικό πρόγραμμα εμβολιασμού και οι επιπτώσεις άρνησης εμβολιασμού καταπατούσαν το δικαίωμά τους αναφορικά με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Μεταξύ άλλων η Τσεχική Δημοκρατία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το αντικείμενο παραπόνου δεν ήταν το εμβολιαστικό πρόγραμμα, αλλά οι επιπτώσεις που τυχόν άρνηση εμβολιασμού επέφερε. Το ΕΔΔΑ θεώρησε ανυπόστατο τον διαχωρισμό που επιχειρήθηκε να προωθηθεί, αφού οι επιπτώσεις από την άρνηση εμβολιασμού προκύπτουν κατά τρόπο άμεσο και ευθύ από την ίδια την πολιτική υποχρεωτικού εμβολιασμού και συνεπώς είναι εγγενώς συνδεδεμένες με αυτή την πολιτική (§259).
Το ΕΔΔΑ προχώρησε και επανέλαβε, παραπέμποντας σε προγενέστερη νομολογία, ότι η φυσική ακεραιότητα του προσώπου αποτελεί μέρος της ιδιωτικής ζωής του ατόμου η οποία πρέπει να τυγχάνει σεβασμού εντός των προνοιών του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, καθώς επίσης το ίδιο άρθρο εμπερικλείει, σε συγκεκριμένο βαθμό, το δικαίωμα σύναψης και ανάπτυξης σχέσεων με άλλους ανθρώπους (§ 261).2 Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ως μη εθελοντική ιατρική επέμβαση, αντιπροσωπεύει παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής στο πλαίσιο του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Το θέμα βέβαια δεν τελειώνει εδώ, αφού το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δεν αποκλείει παρεμβάσεις, οι οποίες συνάδουν με τις πρόνοιες του. Εξετάζοντας κατά πόσον η επικαλούμενη παρέμβαση παραβιάζει τις πρόνοιες του Άρθρου 8, το ΕΔΔΑ προχώρησε να εξετάσει αν οι περιορισμοί ήταν προβλεπόμενοι από νόμο και αν συνιστούσαν αναγκαία μέτρα, σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι το παρά το γεγονός ότι το πλάνο υποχρεωτικού εμβολιασμού, καθώς επίσης και οι ποινικές πρόνοιες σε σχέση με την άρνηση εμβολιασμού, προβλέπονταν από δευτερογενή νομοθεσία (Διάταγμα – Decree), εντούτοις αυτό ικανοποιούσε την προϋπόθεση όπως η παρέμβαση να προβλέπεται από νόμο και υπογράμμισε ότι κατά την εν λόγω αξιολόγηση δεν εμφιλοχωρεί φορμαλιστική ερμηνεία ότι τέτοια παρέμβαση είναι επιτρεπτή μόνο υπό τον μανδύα πρωτογενούς δικαίου – Νομοθεσίας της Βουλής (§ 266 -269).3 Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο περιορισμός ενέπιπτε εντός των περιορισμών τους οποίους το ίδιο το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ επιτρέπει να τύχουν επίκλησης όπως π.χ. η προστασία της (δημόσιας) υγείας. Προς τούτο το ΕΔΔΑ εντόπισε ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού ήταν η προστασία έναντι ασθενειών που μπορούν να θέσουν σοβαρό κίνδυνο στην υγεία τόσο σε αυτούς που εμβολιάζονται όσο και σε αυτούς που δε μπορούν να εμβολιαστούν στην κοινωνία (§ 272).
Έχοντας αναφέρει τα ανωτέρω το ΕΔΔΑ προχώρησε στην αξιολόγηση της αναγκαιότητας του μέτρου σε μία δημοκρατική κοινωνία, καταλήγοντας στα ακόλουθα συμπεράσματα:
(α) Ως θέμα αρχής ζητήματα που άπτονται της πολιτικής φροντίδας υγείας στο εκάστοτε Συμβαλλόμενο Κράτος, εμπίπτουν εντός του περιθωρίου εκτίμησης των εγχώριων αρμοδίων αρχών, οι οποίες είναι στην καλύτερη θέση να αξιολογούν τις προτεραιότητες, την χρήση πόρων και των κοινωνικών αναγκών (§ 274).4 Το περιθώριο εκτίμησης του εκάστοτε κράτους στου τομείς της υγείας είναι συνήθως ευρύ ιδίως προς την ορθή εξισορρόπηση μεταξύ ανταγωνίσιμων ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων ή Συμβατικών δικαιωμάτων (§ 275).5 Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με το πρόγραμμα υποχρεωτικού εμβολιασμού ανηλίκων. (§ 280)
(β) Αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα των εμβολιασμών προκύπτουν δύο διαπιστώσεις (i) ο εμβολιασμός είναι μια από τις πλέον επιτυχημένες και οικονομικές επεμβάσεις υγείας και κάθε Κράτος πρέπει να στοχεύει να επιτύχει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο εμβολιασμού μεταξύ του πληθυσμού του (§ 277) και (ii) κατά τον εντοπισμό του καλύτερου τρόπου προστασίας των επηρεαζόμενων συμφερόντων δεν υπάρχει γενική σύνεση επί ενός μοντέλου. Ένα ευρύ φάσμα πολιτικών εντοπίζεται να εφαρμόζεται από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, ήτοι από πολιτικές που εδράζονται ή περιορίζονται αποκλειστικά σε απλή εισήγηση προς τον πληθυσμό να εμβολιαστεί μέχρι και πολιτικές που προβλέπουν επιτακτικά και υποχρεωτικά εμβολιαστικά προγράμματα (§ 278).
(γ) Αναγνωρίζοντας τον εμβολιασμό ανηλίκων ως σημαντικό μέτρο —μέτρο κλειδί— δημόσιας πολιτικής υγείας, η αξιολόγηση του ΕΔΔΑ εστίασε στο αν ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ανηλίκων αντιστοιχεί σε μια πιεστική κοινωνική ανάγκη (§ 281). Εδώ, σημειώθηκε ότι τα Συμβαλλόμενα Κράτη, υπέχουν θετικής υποχρέωσης, υπό το πρίσμα των Άρθρων 2 και 8 της ΕΣΔΑ, να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ζωής και υγείας όσων βρίσκονται στην δικαιοδοσία τους (§ 282),6 ενώ παρόμοιες υποχρεώσεις εγείρονται και από άλλα διεθνώς αναγνωρισμένα κείμενα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.7 Υπό το φως των υποβολών που έγιναν από τα ενδιαφερόμενα στη διαδικασία μέρη και της ξεκάθαρης θέσης που υιοθετήθηκε από τα σώματα εμπειρογνωμόνων που υποβλήθηκαν, διαπιστώθηκε ότι στην Τσεχική Δημοκρατία το καθήκον εμβολιασμού αντιπροσωπεύει την απάντηση των εγχώριων αρχών στη πιεστική κοινωνική ανάγκη προστασίας του ατόμου και της δημόσιας υγείας έναντι των υπό αναφορά ασθενειών και της προστασίας έναντι όποιας καθοδικής τάσης στο ρυθμό εμβολιασμών μεταξύ των ανηλίκων (§ 284).
(δ) Αναγνωρίστηκε ότι η Τσεχική Δημοκρατία έθεσε ξεκάθαρα τους λόγους υιοθέτησης και διατήρησης του υποχρεωτικού εμβολιαστικού προγράμματος, ήτοι την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των εμβολιασμών σε ανηλίκους σε συνάρτηση με την επίτευξη του ανώτατου δυνατού βαθμού εμβολιαστικής κάλυψης. Αναγνωρίστηκε επίσης, ότι αν και ο υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν είναι το μόνο ή το πιο ευρέως εφαρμοσμένο μέτρο στα Συμβαλλόμενα Κράτη, εντούτοις δεδομένου ότι παρέχεται σχετική και επαρκής αιτιολόγηση η επιλογή εμπίπτει εντός του περιθωρίου εκτίμησης του Κράτους (§ 285). Στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός αφορούσε ανήλικους, υπογραμμίστηκε ότι κατά την αξιολόγηση του μέτρου θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα των ανηλίκων, τα οποία είναι κυριαρχικής σημασίας.8 Σε αυτό το πλαίσιο η Τσεχική Δημοκρατία υποστήριξε ότι τα συμφέροντα των ανηλίκων εξυπηρετούνται καλύτερα με την απόλαυση του ανώτατου δυνατού επιπέδου υγείας (§ 286). Το ΕΔΔΑ ανέφερε ότι σε ό,τι αφορά την ανοσοποίηση ο στόχος είναι το κάθε παιδί να είναι προστατευμένο έναντι σοβαρών ασθενειών. Τούτου δεδομένου το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι όπου επικρατεί η άποψη ότι ένα πρόγραμμα εθελοντικών εμβολιασμών δεν είναι επαρκές για να επιτύχει ή να διατηρήσει ανοσία αγέλης, ή όπου η ανοσία αγέλης δεν είναι σχετική (βλ. τέτανος), οι εγχώριες αρχές μπορούν ευλόγως να υιοθετήσουν μια υποχρεωτική εμβολιαστική πολιτική έτσι ώστε να επιτευχθεί το απαραίτητο επίπεδο προστασίας έναντι σοβαρών ασθενειών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολόγηση που τέθηκε από τη Τσεχική Δημοκρατία για τη υιοθέτηση και διατήρηση υποχρεωτικού εμβολιαστικού προγράμματος στηρίχθηκε σε αυτούς του συλλογισμούς και ως τέτοια η αιτιολόγησηήταν και σχετική και επαρκής (§ 288).
(ε) Κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας του υπό εξέταση περιορισμού σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι (i) η πολιτική υποχρεωτικού εμβολιασμού αφορούσε δέκα ασθένειες για τις οποίες ο εμβολιασμός θεωρείται αποτελεσματικός και ασφαλής από τη επιστημονική κοινότητα, (ii) το προβλεπόμενο καθήκον εμβολιασμού δεν ήταν απόλυτο καθότι εξαιρούνται παιδιά που παρουσιάζουν συγκεκριμένες αντενδείξεις σύμφωνα με ορισμένους δείκτες (§ 291), όπως επίσης και εξαιρούνται όσοι επικαλούνται επιτυχώς το δικαίωμα κοσμικής αντίρρησης συνείδησης (§ 292), (iii) συμμόρφωση με το υπό εξέταση καθήκον εμβολιασμού δεν μπορούσε να επιβληθεί δια της βίας, δηλαδή δεν υπήρχε πρόνοια που να επιτρέπει τον εμβολιασμό να χορηγηθεί δια της βίας, αλλά συμμόρφωση επιδιώκετο με σχετικά ήπιο πρόστιμο, το οποίο επιβάλλεται μόνο μία φορά, κάτι για το οποίο το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί σκληρό ή αβάστακτο (§ 293), (iv) αναφορικά με την επίπτωση αποκλεισμού παιδιών από την προσχολική φοίτηση, ενώ αυτή αποτελεί σοβαρή επίπτωση εντούτοις επέρχεται ως επακόλουθο της επιλογής των κηδεμόνων να μην εμβολιάσουν τους ανήλικους και λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις που προκύπτουν από τον αποκλεισμό τους σε σχέση με το όφελος προστασίας που προκύπτει στα υπόλοιπα παιδιά προσχολικής ηλικίας, το μέτρο δεν μπορεί να κριθεί δυσανάλογο του επιδιωκόμενου σκοπού (§ 293), (v) το ΕΔΔΑ δεν ικανοποιήθηκε από τον προβαλλόμενο ισχυρισμό ότι η διακριτική ευχέρεια που εκχωρήθηκε στην εκτελεστική εξουσία, ως προς την υιοθέτηση των μέτρων υποχρεωτικού εμβολιασμού, ήταν υπερβολική ή ότι άσκηση της εξουσίας υπολείπεται σε διαφάνεια, δημόσια συζήτηση ή προβάλλει θέματα σύγκρουσης συμφέροντος. Κάθε άλλο το ΕΔΔΑ ικανοποιήθηκε ότι η εκχώρηση των εν λόγω εξουσιών εξυπηρετούσε την αμεσότητα αντίδρασης και απαραίτητη ευελιξία στην επιδημιολογική κατάσταση και στις εξελίξεις στη ιατρική επιστήμη και φαρμακολογία (§ 296), (vi) το εγχώριο διοικητικό σύστημα εξασφάλιζε διαδικαστικές ασφαλιστικές δικλίδες όπου τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούσαν να προβάλουν τις ενστάσεις τους και αυτές να εξεταστούν από ανεξάρτητα σώματα, (vii) αναφορικά με την μη αποτελεσματικότητα των εμβολιασμών, διαπιστώθηκε γενική σύνεση σχετικά με την ζωτική σημασία των εμβολισμών στην προστασία πληθυσμών έναντι ασθενειών (§ 300), (viii) αναφορικά με την ασφάλεια των εμβολιασμών, αναγνωρίστηκε ότι ενώ οι εμβολιασμοί είναι εντελώς ασφαλείς για την πλειονότητα των αποδεχτών τους, σε σπάνιες περιπτώσεις οι εμβολιασμοί μπορούν να αποβούν επιβλαβείς σε ένα άτομο, συνεπώς έναντι αυτών των κινδύνων πρέπει να λαμβάνονται όλες οι απαραίτητες προφυλάξεις πριν τον εμβολιασμό,9 κάτι που επιτυγχάνεται με τον έλεγχο των αντενδείξεων, τον έλεγχο ασφάλειας των εμβολίων, την ύπαρξη διαδικασίας έγκρισης των εμβολίων και την χορήγηση των εμβολίων από επαγγελματίες υγείας στα πλαίσια πρωτοκόλλου (§ 301) και (ix) ως θέμα γενικής θεώρησης κρίθηκε ότι μπορεί να είναι σχετική η διαθεσιμότητα αποζημίωσης σε περίπτωση βλάβης από εμβολιασμό,10αλλά στην προκείμενη περίπτωση το θέμα αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο στο οποίο στηρίχθηκαν οι προσφυγές (§302).
Με τα πιο πάνω δεδομένα το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα προσβαλλόμενα μέτρα υποχρεωτικού εμβολιασμού, αλλά και τα μέτρα σε σχέση με τις επιπτώσεις άρνησης εμβολιασμού, έχουν την απαραίτητη αναλογικότητα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της Τσέχικης Δημοκρατίας κατά την προώθηση του καθήκοντος εμβολιασμού (§ 309). Καταληκτικά, το ΕΔΔΑ ξεκαθάρισε ότι στην απόφαση του δεν εξέτασε αν μια διαφορετική, λιγότερο επιτακτική πολιτική θα μπορούσε να υιοθετηθεί, όπως γίνεται σε άλλα Ευρωπαϊκά Κράτη. Το επίδικο θέμα ήταν αν κατά την διαδικασία εξισορρόπησης την οποία οι Τσεχικές αρχές επέλεξαν να υιοθετήσουν, παρέμειναν εντός του ευρύτατου περιθωρίου εκτίμησης τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Τσέχικες Αρχές δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτίμησης τους και τα προσβαλλόμενα μέτρα θα πρέπει να θεωρούνται ότι δεν παραβιάζουν το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και ως αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία (§ 309).
2 Paradiso and Campanelli v. Italy [GC], [24 Ιανουαρίου 2021] 25358/12, § 159, Boffa and Others v San Marino [15 Ιανουαρίου 1998] 26536/95 και Baytüre and Others v Turkey [12 Μαρτίου 2013] 3270/09.
6 Βλ. L.C.B. v. the United Kingdom, [9 Ιουνίου 1998], § 36, Reports of Judgments and Decisions 1998 III; Budayeva and Others v. Russia,15339/02, §§ 128-130, ECHR 2008 (extracts); Furdík v. Slovakia, [2 Δεκεμβρίου 2008] 42994/05,; Hristozov and Others, ό.π. §§ 106 and 116;İbrahim Keskin v. Turkey, [27 Μαρτίου 2018] 10491/12, § 62,; και Kotilainen and Others v. Finland, [17 Σεπτεμβρίου 2020], 62439/12, §§ 78,
7 Βλ. UN General Assembly, International Covenant on Economic, Social and Cultural Rights vol 993 (16 December 1966) UN, Treaty Series 3 <https://www.refworld.org/docid/3ae6b36c0.html> ανακτήθηκε 11 May 2021, UN General Assembly, Convention on the Rights of the Child vol 1577 (20 November 1989) UN, Treaty Series 3 <https://www.refworld.org/docid/3ae6b38f0.html> ανακτήθηκε 11 May 2021 και Council of Europe, European Social Charter (Revised) (3 May 1996) ETS 163 <https://www.refworld.org/docid/3ae6b3678.html> ανακτήθηκε 11 May 2021.
8 §287. It is well established in the Court’s case-law that in all decisions concerning children their best interests are of paramount importance. This reflects the broad consensus on this matter, expressed notably in Article 3 of the UN Convention on the Rights of the Child (see, for example,Advisory opinion concerning the recognition in domestic law of a legal parent-child relationship between a child born through a gestational surrogacy arrangement abroad and the intended mother [GC], request no. P162018001, French Court of Cassation [10 April 2019] § 38, , with further references; and Neulinger and Shuruk v. Switzerland [GC], no. 41615/07, § 135, ECHR 2010.