Όπως είναι γνωστό, λόγω σοβαρών προβλημάτων κυρίως στο χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων (που μπορεί να φτάσουν τα επτά ή οκτώ χρόνια σε πρώτο βαθμό), το κυπριακό σύστημα δικαιοσύνης βρίσκεται εδώ και αρκετό καιρό υπό μεταρρύθμιση, τόσο σε επίπεδο δομής όσο και σε επίπεδο λειτουργίας των δικαστηρίων. Γίνεται ουσιαστικά μια προσπάθεια η Κύπρος να ωριμάσει και να γίνει «κανονικό» κράτος, κατά τα λόγια του Αντόνιο Γκουτέρες, σε ακόμα ένα τομέα, αυτό της δικαιοσύνης, και να αρχίσει να δημιουργεί επιτέλους τη δική της νομική παράδοση, εφόσον μέχρι τώρα τα δικαστήρια μας λειτουργούν κυρίως με βάση κανόνες που υπήρχαν στην Αγγλία από τον 19ο αιώνα.
Πολλές προσπάθειες μεταρρύθμισης έγιναν τα τελευταία χρόνια, με πιο σημαντική την πρόσφατη κάθοδο ξένων εμπειρογνωμόνων από το Ιρλανδικό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης οι οποίοι κατάρτισαν μία έκθεση άνω των 200 σελίδων τον Μάρτιο του 2018 (Functional Review of the Courts System of Cyprus) όπου μελέτησαν ό,τι έχει να κάνει με την κυπριακή δικαιοσύνη (δικαστές, κτιριακές εγκαταστάσεις, προϋπολογισμό, προσωπικό δικαστηρίων κλπ). Ακολούθησε τον Ιούνιο του 2018 έκθεση επιτροπής με επικεφαλής τον Λόρδο Dyson (πρώην Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου) για την τροποποίηση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία επιτροπή, μετά από σχόλια επιτροπής Κύπριων δικαστών, δικηγόρων και ακαδημαϊκών, κατάρτισε ένα κείμενο νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας το οποίο βρίσκεται ενώπιον των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο δημόσιος διάλογος που γίνεται για τη μεταρρύθμιση δεν είναι ούτε αρκετός, ούτε ουσιώδης. Αυτό συμβαίνει αφενός διότι ακαδημαϊκά η κυπριακή νομική επιστήμη είναι στα πρώτα της βήματα (για παράδειγμα δεν υπάρχει ούτε ένα κέντρο δικονομικών μελετών, ενώ το μόνο ακαδημαϊκό άρθρο σε διεθνές νομικό περιοδικό για την αναθεώρηση του κυπριακού συστήματος που υπήρχε και μνημονεύθηκε στην Έκθεση Dyson ήταν του γράφοντος) και αφετέρου διότι δικαστές και δικηγόροι στην πλειοψηφία τους σκέφτονται πρώτιστα πώς θα επηρεαστούν οι ίδιοι από τις αλλαγές. Όπως προκύπτει από την εμπειρία σε άλλες χώρες, η παρέμβαση των ακαδημαϊκών και των τεχνοκρατών στο δημόσιο διάλογο είναι εξαιρετικά σημαντική για την λήψη των καλύτερων δυνατών αποφάσεων από αυτούς που έχουν την ευθύνη (εδώ: το Ανώτατο Δικαστήριο).
Για το θέμα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Αρκεί να αναφερθεί το γνωστό αξίωμα ότι η δικαιοσύνη που καθυστερεί δεν είναι δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα αυτή η κατάσταση είναι πολύ κακή για την εικόνα της χώρας μας διεθνώς στην προσπάθειά της να προβληθεί ως επιχειρηματικό κέντρο. Εισηγήσεις για το τι μπορεί να αλλάξει έχουν γίνει πολλές. Εκεί που συγκλίνουν οι περισσότερες απόψεις είναι ότι η μεταρρύθμιση πρέπει να είναι καθολική και όχι αποσπασματική και να εξεταστεί η μετεξέλιξη του αγγλικού συστήματος και η μεταρρύθμιση που έτυχε η πολιτική δικαιοσύνη πριν από 20 χρόνια στην Αγγλία και Ουαλία (με τα Civil Procedure Rules 1998 που τέθηκαν σε εφαρμογή το 1999) όπου υπήρχαν παρόμοια προβλήματα καθυστερήσεων, λαμβάνοντας υπόψη διάφορους ειδικούς παράγοντες που υπάρχουν στη χώρα μας όπως τα μεγέθη των δικηγορικών γραφείων/εταιρειών, το κατά κεφαλήν εισόδημα, την κουλτούρα των νομικών κλπ.
Τα προβλήματα που προκαλούν τις καθυστερήσεις είναι αρκετά αλλά εδώ θα περιοριστώ να σχολιάσω μόνο ένα: τον πολύ μικρό καθαρό χρόνο εκδίκασης/ακρόασης υποθέσεων που έχουν στη διάθεσή τους οι δικαστές σε σχέση με άλλες χώρες και κατ’ επέκταση τις συνεχείς αναβολές στην εκδίκαση των υποθέσεων. Στην Κύπρο, πλην εξαιρέσεων, οι περισσότεροι δικαστές των πολιτικών δικαστηρίων (και όχι μόνο) αναλώνονται καθημερινά από τις 9πμ μέχρι τις 11πμ κυρίως σε διαδικαστικά θέματα (η λεγόμενη «παροχή Οδηγιών», κάτι που θα μπορούσε να περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό αν επιτέλους προχωρήσει η διαδικασία με τις προσφορές για την ηλεκτρονική δικαιοσύνη) και ο χρόνος που απομένει για την εκδίκαση των υποθέσεων είναι συνήθως από τις 11:30 μέχρι τις 13:30. Δηλαδή σε μία εργάσιμη μέρα, στην καλύτερη περίπτωση (αφού μπορεί να προκύψει και κάτι έκτακτο, όπως αίτηση για προσωρινή δικαστική προστασία κλπ), οι δικαστές «ακούν» μόνο μία υπόθεση. Λόγω του μεγάλου όγκου των υποθέσεων που εκκρεμούν, κάθε μέρα είναι ορισμένες για ακρόαση περίπου 10 υποθέσεις, με αποτέλεσμα οι άλλες 9 να αναβάλλονται για περίπου 6 μήνες. Αυτό σημαίνει ότι συνήθως οι δικηγόροι προετοιμάζονται για υποθέσεις που δεν εκδικάζονται, μάρτυρες που καλούνται για τις υποθέσεις που αναβάλλονται χάνουν πολύτιμο χρόνο από την εργασία τους, ενώ αυτή η εικόνα αβεβαιότητας και συνεχών αναβολών είναι εξευτελιστική για τα δικαστήριά μας εντός και εκτός Κύπρου.
Το πρόβλημα με τις συνεχείς αναβολές υπήρχε στο ομοσπονδιακό δικαστικό σύστημα των ΗΠΑ πριν από αρκετές δεκαετίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το Δικαστήριο της Ανατολικής Επαρχίας της Βιρτζίνια (United States District Court for the Eastern District of Virginia, EDVA) αναπτύχθηκε το σύστημα “Rocket Docket”. Ο δικαστής Walter E. Hoffman (ο οποίος διορίστηκε στο συγκεκριμένο δικαστήριο όταν εκεί εκκρεμούσαν πέραν των 1.300 αστικών υποθέσεων) συμφώνησε με άλλους δικαστές να εφαρμόσουν ένα σύστημα διαχείρισης των υποθέσεων που σε πρώτο στάδιο θα μείωνε το χρόνο που χρειαζόταν μέχρι να οδηγηθούν οι υποθέσεις σε ακρόαση. Ο δικαστής Hoffman έγραψε στους συναδέλφους του ότι πρέπει να υπάρξει μια «δραματική αλλαγή στη διαδικασία […] προκειμένου να επιτευχθεί εξοικονόμηση δικαστικού, δικαστικές δαπάνες, έξοδα μαρτύρων κλπ». Ο Hoffman εξέδωσε γρήγορα ένα σχετικό διάταγμα και με αυτό γεννήθηκε το σύστημα “Rocket Docket” (σε μετάφραση: το πινάκιο «ρουκέτα»).
Η εφαρμογή του συστήματος Rocket Docket στην EDVA ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη. Μέχρι το 1972 ο μέσος όρος των υποθέσεων μειώθηκε σε μόλις 288 και το 1981 ο μέσος χρόνος από την έκδοση σε δίκη σε αστική υπόθεση μειώθηκε σε 5 μήνες. Τον Σεπτέμβριο του 2011, το δικαστήριο για την EDVA είχε το συντομότερο μέσο χρόνο εκδίκασης στο ομοσπονδιακό σύστημα των ΗΠΑ από την καταχώριση ως την απόφαση για αστικές υποθέσεις που οδηγούνταν σε ακρόαση (12,1 μήνες) και ήταν το δεύτερο (πίσω από την Ανατολική Περιφέρεια της Πενσυλβάνια) στο μέσο χρόνο για τη διεκπεραίωση όλων των αστικών υποθέσεων.
Τις τελευταίες δεκαετίες αναπτύχθηκαν συστήματα δικαστικής διαχείρισης υποθέσεων, εμπνευσμένα σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα Rocket Docket. Τα βασικά στοιχεία των συστημάτων αυτών σε αστικές υποθέσεις είναι: (α) η γρήγορη ολοκλήρωση των προδικαστικών διαδικασιών (β) ο καθορισμός βέβαιων ημερομηνιών ακροάσεων νωρίς μετά την προδικασία (γ) η μηδενική ανοχή σε αιτήματα αναβολών και (δ) δίκες με μικρή χρονική διάρκεια. Τα συστήματα που έχουν χρησιμοποιήσει αυτές τις στρατηγικές έχουν επιτύχει στη μείωση του μέσου χρόνου εκδίκασης υποθέσεων.
Όπως έχει υποστηρίξει ο Russell Koenig στο πλαίσιο των αμερικανικών ομοσπονδιακών δικαστικών μεταρρυθμίσεων, η λύση σε «κρίσεις» -όπως αυτή που πλήττει σήμερα το κυπριακό δικαστικό σύστημα πολιτικής δικαιοσύνης- δεν είναι σε εσωτερικές τροποποιήσεις και μεταρρυθμίσεις, αλλά, μάλλον, σε σταθερό και αυστηρό δικαστικό έλεγχο της διαδικασίας. Θεμελιωδώς, όπως υποστηρίζουν οι Maureen Solomon και Douglas Somerlot, ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία για την αποτελεσματική διαχείριση των υποθέσεων είναι οι αντιλήψεις των λειτουργών του συστήματος δικαιοσύνης ως προς την στάση του δικαστηρίου απέναντι στην τήρηση αυστηρής ημερομηνίας δίκης. Εδώ βρίσκεται η σημασία της φύσης της επικρατούσας νομικής κουλτούρας
Όπως αναφέρει ο Marc Galanter, η συμπεριφορά των δικαστών και των επαγγελματιών του νομικού χώρου καθορίζουν το ρυθμό με τον οποίο μια υπόθεση θα προχωρήσει μέσω του δικαστικού συστήματος. Ο βαθμός καθυστέρησης, όπως λέει, «καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις καθιερωμένες προσδοκίες, πρακτικές και άτυπους κανόνες συμπεριφοράς […]». Ομοίως, ο Thomas Church υποστήριξε ότι η καθυστέρηση είναι ένα πρόβλημα εδραιωμένων συμπεριφορών και κοινών πρακτικών. Είναι επομένως σαφές ότι η ενθάρρυνση των κινήτρων για προσαρμογή σε ένα γρήγορο σύστημα είναι απαραίτητη για τη μεταρρύθμιση της νομικής κουλτούρας. Στο Μαϊάμι, για παράδειγμα, μια άλλη δικαιοδοσία που χαρακτηρίζεται τώρα ως «Rocket Docket», λέγεται ότι η κουλτούρα της καθυστέρησης έχει δώσει τη θέση της σε μια κουλτούρα ταχύτητας. Εκεί, οι δικαστές ανέλαβαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση των υποθέσεων και ως εκ τούτου αναπτύχθηκε μια συγκεκριμένη κουλτούρα για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινούνται οι υποθέσεις.
Όπως αναφέρθηκε στην έκθεση Dyson, η εισαγωγή ενός ενεργού συστήματος διαχείρισης υποθέσεων στην Κύπρο θα απαιτήσει, επίσης, και οι νομικοί επαγγελματίες να εκπαιδεύονται εκ νέου. Εδώ είναι σχετική και η ανάγκη δημιουργίας σχολής δικαστών. Ελλείψει αλλαγής στην επικρατούσα νομική κουλτούρα, το πιθανό αποτέλεσμα των επικείμενων μεταρρυθμίσεων στο σύστημα αστικής δικαιοσύνης της Κύπρου θα είναι μια βραχυπρόθεσμη «έκρηξη ενέργειας» που θα την διαδεχτεί η επιστροφή στις τωρινές συνήθεις πρακτικές και οι όποιες αλλαγές στο σύστημα ενδεχομένως να μείνουν στα χαρτιά. Αν κάποιος αμφιβάλλει αν οι Κύπριοι μπορούμε να πειθαρχήσουμε σε ένα αυστηρό σύστημα εκδίκασης των υποθέσεων, αρκεί να δούμε το τι συμβαίνει τώρα στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου την μέρα που είναι ορισμένη η ακρόαση, δεν αναβάλλεται σχεδόν ποτέ.