Το άρθρο 23.3 του Συντάγματος αναφέρει συγκεκριμένα σε ποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις επιτρέπεται περιορισμός στα περιουσιακά δικαιώματα των πολιτών. Ότι δεν επιτρέπει την επέμβαση στο περιουσιακό δικαίωμα του μισθού και της σύνταξης, για διατήρηση της οικονομικής βιωσιμότητας του κράτους ή της διάσωσης της οικονομίας είναι καθολικώς αποδεκτό, ακόμη και από την πλειοψηφία του Ανωτάτου. Το γεγονός αυτό το δέχθηκε η πλειοψηφία του ΑΔ στην απόφαση της να ανατρέψει την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο θεώρησε την αποκοπή μέρους των μισθών και συντάξεων των υπαλλήλων του δημοσίου ως αντισυνταγματική.
Με ποιο τρόπο το δέχθηκε; Το δέχθηκε από το δεδομένο ότι δεν βρήκε κανένα από τους έξι λόγους, που απαριθμεί το άρθρο 23.3, να στηρίξει την αποδοχή της έφεσης της Δημοκρατίας και προσέφυγε στο θεώρημα ότι πριν γίνει επίκληση της παραγράφου 3 του άρθρου 23 θα πρέπει να προηγηθεί μια άλλη διεργασία για να διαπιστωθεί αν η προστασία που παρέχει, η παράγραφος 1 του άρθρου 23, στον μισθό και τη σύνταξη, ως αναγνωρισμένων περιουσιακών δικαιωμάτων, είναι απόλυτη, με την έννοια της προστασίας μισθού συγκεκριμένου ύψους.
Με βάση τη θέση αυτή προκύπτει, κατά λογική ακολουθία, ότι αν η παράγραφος 1 του άρθρου 23, παρέχει προστασία μισθού και σύνταξης συγκεκριμένου ύψους, τότε θα ήταν αντισυνταγματική η αποκοπή μέρους τους, δεδομένου ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 23 δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Αν όμως δεν παρέχεται προστασία μισθού και σύνταξης συγκεκριμένου ύψους, τότε η επέμβαση είναι συνταγματικά ορθή και δεν χρειάζεται η επίκληση της παραγράφου 3 του άρθρου 23, υπό την προϋπόθεση να μην παραβιαστεί ο πυρήνας του δικαιώματος, δηλαδή να επηρεάσει ουσιωδώς την αξιοπρεπή διαβίωση του υπαλλήλου και του συνταξιούχου.
Παρόλο που μια τέτοια λογική είναι πλήρως λανθασμένη, όπως ανέφερα και στο άρθρο μου στη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ημερομηνίας 12.04.2020, θέση που συμμερίζονται και αρκετοί άλλοι νομικοί που αρθρογράφησαν, καθώς και η μειοψηφούσα άποψη του Ανωτάτου, εντούτοις για χάριν συζήτησης ας δεχθούμε τη θέση του Ανωτάτου ότι πριν πάμε στην παράγραφο 3 του άρθρου 23, πρέπει να διαπιστώσουμε αν οι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι του δημοσίου δικαιούνται μισθό και σύνταξη συγκεκριμένου ύψους, με βάση την παράγραφο 1 του άρθρου 23.
Οι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι δεν δικαιούνται μισθό ή σύνταξη συγκεκριμένου ύψους, αποφάνθηκε χωρίς αιτιολόγηση και δικαστικό διάλογο το Ανώτατο.
Το Ανώτατο αποφάνθηκε ότι οι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι δεν δικαιούνται μισθό ή σύνταξη συγκεκριμένου ύψους επικαλούμενο διεθνή νομολογία, χωρίς όμως να μας πει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει κάτι τέτοιο και από πού προκύπτει ότι η παράγραφος 1 του άρθρου 23 δεν κατοχυρώνει αυτό το πράγμα. Όσοι διδάσκουμε ή ασχολούνται με το Δημοσιοϋπαλληλικό Δίκαιο ή γενικότερα με το Διοικητικό Δίκαιο, αλλά και αρκετοί άλλοι νομικοί εκπλαγήκαμε από το γεγονός ότι το Ανώτατο δεν αιτιολόγησε καθόλου τη θέση του, ότι ο υπάλληλος του δημοσίου δεν έχει δικαίωμα σε μισθό συγκεκριμένου ύψους και ο συνταξιούχος σύνταξη συγκεκριμένου ύψους, αναφέροντας απλώς κάποιες ξένες αποφάσεις.
Όπως τόνισε και ο εκλεκτός συνάδελφος Αχιλλέας Αιμιλιανίδης «οι αποφάσεις, ειδικά της Πλήρους Ολομέλειας πρέπει να καταβάλλουν περισσότερη προσπάθεια για αυτό που χαρακτηρίζεται πλέον στη βιβλιογραφία ως δικαστικός διάλογος. Με την εξαίρεση κυρίως της μειοψηφούσας απόφασης του Ναθαναήλ Δ., το στοιχείο του δικαστικού διαλόγου είναι σχεδόν ανύπαρκτο, εφόσον εφαρμόζεται κυρίως το μοντέλο της αυθεντικής γραφής. Δεν επιχειρείται δηλαδή από την πλειοψηφία διάλογος με σκοπό να απαντήσει στα επιχειρήματα της μειοψηφίας ή διάλογος με τα πρωτόδικα δικαστήρια ή με την θεωρία»
Η αλήθεια όμως είναι ότι οι μισθοί και οι συντάξεις είναι συγκεκριμένου ύψους.
Με όλο τον σεβασμό η άποψη του Ανωτάτου είναι λανθασμένη. Οι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι του δημοσίου όχι μόνο δικαιούνται μισθό και σύνταξη συγκεκριμένου ύψους, πολύ συγκεκριμένου ύψους μάλιστα. Και εξηγούμαι:
1.Ο υπάλληλος και ο συνταξιούχος δικαιούνται μισθό ή σύνταξη πολύ συγκεκριμένου ύψους νομοθετικά κατοχυρωμένου και μάλιστα κάθε ένας ξεχωριστά ανάλογα με τη μισθολογική κλίμακα και το σημείο της μισθολογικής κλίμακας που βρίσκεται. Σύμφωνα με το άρθρο 55(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 ο υπάλληλος δικαιούται συγκεκριμένες απολαβές που «…. περιλαμβάνουν τον μισθό που καταβάλλεται σ΄ αυτόν με βάση τη μισθοδοτική κλίμακα ή τον πάγιο μισθό της θέσης του, όπως αυτός προνοείται στον Προϋπολογισμό, καθώς και οποιαδήποτε γενική αύξηση μισθών και το τιμαριθμικό επίδομα.».
Από τα πιο πάνω είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι το ύψος του μηνιαίου μισθού κάθε υπαλλήλου είναι πολύ συγκεκριμένο, υπολογίζεται κάθε μήνα με τρόπο λεπτομερώς συγκεκριμένο και νομοθετικά κατοχυρωμένο, με βάση τη μισθολογική κλίμακα του καθενός και το σημείο της μισθολογικής κλίμακας που βρίσκεται, συν το ισχύον τιμαριθμικό επίδομα και οποιαδήποτε γενική αύξηση υπάρξει.
2. Αν μπει μάλιστα κάποιος στην ιστοσελίδα του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την καταβολή των μισθών, θα διαπιστώσει ότι αναφέρει με μεγάλη λεπτομέρεια τον πλήρως καθορισμένου ύψους μισθό. Αναφέρει λοιπόν το Γενικό Λογιστήριο.
«Ο ακαθάριστος μισθός αποτελείται από:
(α) Το βασικό μισθό που καθορίζεται είτε από βαθμίδα μισθοδοτικής κλίμακας είτε από πάγιο μισθό, ανάλογα με τη θέση του υπαλλήλου. Στους βασικούς μισθούς την 01/7/2005 έχει ενσωματωθεί, με βάση τις διατάξεις του Νόμου αρ.50(I)2005, ποσοστό τιμαριθμικού επιδόματος ύψους 220%, καθώς και οι γενικές αυξήσεις μισθών που είχαν παραχωρηθεί μέχρι τις 30.6.2005. Επίσης την 01/7/2018 έχει ενσωματωθεί, με βάση τις διατάξεις του Νόμου αρ.56(I)2018, ποσοστό τιμαριθμικού επιδόματος ύψους 27,99%, καθώς και οι γενικές αυξήσεις μισθών που είχαν παραχωρηθεί μέχρι τις 30/12/2017 ύψους 6,656%
(β) Το τιμαριθμικό επίδομα στην περίπτωση των κρατικών υπαλλήλων αναθεωρείται μία φορά τον χρόνο ( την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους), και το ποσοστό που ισχύει από 01/1/2019 ανέρχεται σε 1,04% και υπολογίζεται επί του βασικού μισθού πιο πάνω, με ελάχιστο ετήσιο ποσό τιμαριθμικού επιδόματος τα €160».
3.Ένα άλλο σημαντικό επιχείρημα ότι ο υπάλληλος δικαιούται μισθό συγκεκριμένου ύψους είναι και η καθολική αναγνώριση ότι το δικαίωμα των υπαλλήλων του δημοσίου επί του μισθού και των εκ του νόμου σε αυτούς αναγνωρισμένα ωφελήματα, είναι δημόσιο δικαίωμα (Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 563) και ως τέτοιο λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Ποια έννοια έχει η αναγνώριση αυτού του δικαιώματος ως δημοσίου; Ασφαλώς η αυξημένη ή και πλήρης προστασία του. Πως γίνεται να λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και από την άλλη να αποκόπτουμε από τον μισθό πάλιν για χάριν του δημοσίου συμφέροντος; Σοβαρή αντίφαση.
4.Τα ίδια ασφαλώς ισχύουν και για τις συντάξεις, οι οποίες είναι μάλιστα και μεταβιβάσιμο περιουσιακό δικαίωμα σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου, κάτι που τις καθιστά «ισχυρότερο» περιουσιακό δικαίωμα.
Με βάση τα πιο πάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι υπάλληλοι και συνταξιούχοι του δημοσίου δικαιούνται μισθό πολύ συγκεκριμένου ύψους, καθορισμένου για τον καθένα ξεχωριστά, νομικά κατοχυρωμένου και πλήρως προστατευμένου. Προκύπτει επίσης ότι η Κυβέρνηση με το να εισηγηθεί στο Ανώτατο (μέσω του Γενικού Εισαγγελέα) ότι τα πιο πάνω δεν ισχύουν κονταροχτυπιέται με τον εαυτό της!
Για το αν δεν έπρεπε να είναι έτσι, αν αδικούνται οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, αν οι δημόσιοι είναι προνομιούχοι είναι άλλη συζήτηση και αν η κατάληξη είναι ότι θα πρέπει να μπορεί το κράτος να αποφασίζει μονομερώς αποκοπές από μισθούς και συντάξεις, ας προχωρήσει με την τροποποίηση του Συντάγματος. Οι διάφορες καταστάσεις που αντιμετωπίζει το κράτος κατά καιρούς δεν πρέπει να επηρεάζουν καθόλου τις δικαστικές αποφάσεις. Είναι που είναι η δικαιοσύνη απαξιωμένη στα μάτια της κοινωνίας, δεν χρειάζεται και άλλα κτυπήματα. Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και ορθή ήταν και πλήρως τεκμηριωμένη.
Προσαυξήσεις και Τιμαριθμικό Επίδομα
Το Ανώτατο ανέπτυξε και μια άλλη θεωρία περί προσαυξήσεων και τιμαριθμικού επιδόματος και αποφάνθηκε ότι αυτά δεν εμπίπτουν στην έννοια του μισθού και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να συνιστούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα που τυγχάνουν προστασίας.
Από αυτά που αναφέρουμε πιο πάνω προκύπτει ότι το τιμαριθμικό επίδομα είναι μέρος του μισθού νομοθετικά μάλιστα κατοχυρωμένου, με την παράγραφο 1 του άρθρου 55 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 και δεν χρειάζεται περαιτέρω επιχειρηματολογία
Όσον αφορά την προσαύξηση που παίρνουν οι υπάλληλοι (παίρνουν όσοι δεν βρίσκονται στο ανώτατο σημείο της κλίμακας τους) ήταν αχρείαστη η αναφορά από το Ανώτατο. Η προσαύξηση δεν είναι μεν πλήρως κατοχυρωμένη, όταν όμως καταβάλλεται (καταβάλλεται στο 99.9 % των περιπτώσεων των δικαιούχων) αποτελεί μέρος του μισθού καθορισμένου ύψους, γι’ αυτό και περιλαμβάνεται στους προϋπολογισμούς της κυβέρνησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Όταν δεν καταβάλλεται ασφαλώς και δεν περιλαμβάνεται στο μισθό.
Επιπρόσθετα, όπως ανέφερε και ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης στο άρθρο του στο ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ημερ 12.4.2020, το ιδιοκτησιακό δικαίωμα δεν περιορίζεται σε υπαρκτή ή εκκαθαρισμένη περιουσία, αλλά σύμφωνα και με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, περιλαμβάνει τόσο υπάρχουσα περιουσία, όσο και περιουσιακά συμφέροντα, μεταξύ των οποίων και απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει δικαιολογημένη προσδοκία ικανοποίησής τους, όσο και ενοχικές αξιώσεις.