Εισαγωγή
Την 25.2.2021 εκδόθηκε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας1 με την οποία δανειακή σύμβαση ακυρώθηκε επειδή κρίθηκε από το Δικαστήριο πως η σύμβαση περιείχε σειρά καταχρηστικών και αδιαφανών όρων που δεν μπορούσαν να επιτρέψουν τη συνέχιση της ισχύος της. Η απόφαση του Δικαστηρίου δημιουργεί θετική εξέλιξη αλλά και έκπληξη, τόσο στο Δικηγορικό κόσμο αλλά και στους ίδιους τους καταναλωτές καθότι το Δικαστήριο, εφάρμοσε τις σχετικές Ευρωπαϊκές Οδηγίες και την Ευρωπαϊκή Νομολογία για να καταλήξει στο εκπληκτικό αλλά αναμενόμενο αποτέλεσμα.
Προκύπτει από την ως άνω αναφορά πως τα Εθνικά Δικαστήρια είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικά στην εφαρμογή των Οδηγιών που διέπουν το θέμα αλλά και της αξιοσημείωτης νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρχή της Υπεροχής
Το Κυπριακό Σύνταγμα διαλαμβάνει πως «Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται, πράξεις που διενεργούνται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία καθίστανται αναγκαία από τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε εμποδίζει Κανονισμούς, Οδηγίες ή άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από το να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία.»2
Το άρθρο 4.3 της ΣΛΕ προνοεί πως «Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης». Από την ίδια, λοιπόν, τη Συνθήκη προκύπτει ότι η έννομη τάξη της Ένωσης δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει από μόνη τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη δημιουργία της Ένωσης και έχει ανάγκη από τη στήριξη των εθνικών έννομων τάξεων προκειμένου να εφαρμοστεί. Με αυτά τα δεδομένα γίνεται ευκολότερα αντιληπτό ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα της Ένωσης αποτελούν ένα αρραγές και αδιάσπαστο σύνολο για την πραγματοποίηση των κοινών σκοπών. Κατά συνέπεια, οι Συνθήκες της Ένωσης και το παράγωγο δίκαιο που έχει διαμορφώσει, πρέπει όχι μόνο να τηρούνται, αλλά και να υλοποιούνται από τις θεσμικές αρχές των κρατών μελών.
Προκύπτει από τα πιο πάνω αλλά και από τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) πως τα εθνικά Δικαστήρια που έχουν σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα πρέπει να έχουν την αρμοδιότητα να αφήσουν ανεφάρμοστο κανόνα του εθνικού δικαίου αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι τα όργανα αυτά, τα οποία είναι αρμόδια να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου αυτού, δεν υποχρεούνται να ζητούν ή να αναμένουν την προηγούμενη κατάργηση μίας εθνικής διατάξεως αντίθετης προς το δίκαιο αυτό διά της νομοθετικής οδού είτε διά οιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας.
Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει όχι μόνο στα Δικαστήρια αλλά σε όλες τις αρχές του κράτους μέλους να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ένωσης3.
Διαδικασίες Εκποίησης Περιουσιών
Είναι γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα του Κράτους και δη η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία το 2018 προχώρησαν σε νομοθετική ρύθμιση4 με την οποία έχουν περιορίσει το δικαίωμα των δανειοληπτών και ενυπόθηκων χρεωστών να επικαλούνται λόγους ανακοπής ή ακύρωσης της διαδικασίας εκποίησης και πλειστηριασμού του ενυπόθηκου ακινήτου, το οποίο τις πλείστες των περιπτώσεων αποτελεί και την κατοικία τους. Η μοναδική πραγματική περίπτωση να ανακοπεί η διαδικασία εκποίησης είναι στις περιπτώσεις που εκδίδεται απαγορευτικό διάταγμα υπέρ του ενυπόθηκου οφειλέτη5. Οι περιπτώσεις όμως έκδοσης τέτοιου διατάγματος είναι σπάνιες καθότι τα Δικαστήρια κρίνουν πως οι δανειολήπτες έχουν «απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας, θέτοντας την περιουσία υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης»6 και ως εκ τούτου η παραμονή της ιδιοκτησίας έχει τεθεί σε αμφισβήτηση εξαιτίας ακριβώς της υποθήκης.
Εξαιτίας της πιο πάνω απόφασης7 είναι πλέον έκδηλη και προφανής η άρνηση των Δικαστηρίων να εκδώσουν τέτοια παρεμπίπτοντα διατάγματα, τα οποία πολλές φορές αντιμετωπίζουν ανάλογες διαδικασίες και ως ανάθεμα απορρίπτοντας τέτοιες αιτήσεις κρίνοντας ότι καμία βασική προϋπόθεση δεν ικανοποιείται.
Καταχρηστικότητα Συμβατικών Ρητρών και ο Ρόλος του Εθνικού Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-26/13, Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt ημερομηνίας 30/04/2014, αποφάνθηκε όταν κλήθηκε να απαντήσει σε προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε το ουγγρικό Δικαστήριο, αναφορικά με υπόθεση που αφορούσε στη σύναψη σύμβασης ενυπόθηκου δανείου σε ξένο νόμισμα μεταξύ τράπεζας της Ουγγαρίας και καταναλωτών. Το Δικαστήριο απαντώντας στα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε το ουγγρικό Δικαστήριο, ανέφερε μεταξύ άλλων, τα εξής:
«73…., κατά τα φαινόμενα απεριορίστως, από τα άρθρα 3 και 5 της οδηγίας 93/13, καθώς και από τα σημεία 1, στοιχεία ι΄ και λ΄, και 2, και 2, στοιχεία β΄ και δ΄, του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας, προκύπτει ότι, προς τον σκοπό τηρήσεως της απαιτήσεως περί διαφάνειας, έχει κεφαλαιώδη σημασία το αν η σύμβαση εκθέτει κατά τρόπο διαφανή τον λόγο και τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος καθώς και της σχέσεως μεταξύ του μηχανισμού αυτού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να προβλέψει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ενδεχόμενες μεταβολές του κόστους αυτού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση RWE Vertrieb, EU:C:2013:180, σκέψη 49).
…
75. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι όσον αφορά συμβατική ρήτρα, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως των ρητρών επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον η σύμβαση να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος που προβλέπει η επίμαχη ρήτρα καθώς και τη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που τα ανωτέρω συνεπάγονται γι’ αυτόν.»
Καθίστανται λοιπόν σαφή τ’ ακόλουθα:
- Δεν αρκεί οι ρήτρες της μιας σύμβασης να είναι διατυπωμένες με σαφή και κατανοητό γραμματικά τρόπο. Πρέπει ο καταναλωτής να είναι σε θέση να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες που συνεπάγονται για τον ίδιο οι ρήτρες.
- Ότι το εθνικό Δικαστήριο είναι αυτό που καλείται να αποφασίσει, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία, κατά πόσο ο μέσος καταναλωτής μπορούσε να πληροφορηθεί με σαφή και κατανοητό τρόπο τους όρους της σύμβασης αλλά και να αξιολογήσει τις όποιες συνέπειες αυτής.
Από τα πιο πάνω συμπεράσματα καθίσταται σαφής και προφανής αφενός η πρόθεση του Δικαστηρίου και αφετέρου η πρόθεση της ίδιας της Οδηγίας να προστατεύσουν το αδύναμο μέρος, δηλαδή τον καταναλωτή και τα δικαιώματά του, επιβάλλοντας στο ισχυρό μέρος, δηλαδή την τράπεζα, καθήκοντα τα οποία σε καμία περίπτωση μπορούν να θεωρηθούν ως προαιρετικά.
Η σπουδαιότητα δε του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει το εθνικό Δικαστήριο στα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση C-26/13 (βλ. πιο πάνω), καταδεικνύεται σαφώς και στην υπόθεση C-51/17 OTP BANK και OTP Faktoring ημερομηνίας 20/09/2018, στην οποία αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων, τα εξής:
«87. Υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να επανορθώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία έλλειψη ισορροπίας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C-421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
88. Η ανωτέρω υποχρέωση που υπέχει ο εθνικός δικαστής πρέπει να θεωρείται απαραίτητη προς διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των καταναλωτών, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του μη αμελητέου κινδύνου να αγνοούν οι ίδιοι τα δικαιώματα τους ή να συναντούν δυσχέρειες κατά την άσκησή τους (βλ., συναφώς, απόφαση της 17 Μαΐου 2018, Karel de Grote – Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen, C-147/16, EU:C:2018:320, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
89. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δεδομένης της φύσης και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος επί του οποίου στηρίζεται η προστασία την οποία παρέχει η οδηγία 93/13 στους καταναλωτές, το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής πρέπει να θεωρείται ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες που αποτελούν, στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης, κανόνες δημόσιας τάξης (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Μαΐου 2018, Karel de Grote – Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen, C-147/16, EU:C:2018:320, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
90. Επομένως, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης με την οδηγία 93/13 προστασία, το εθνικό δικαστήριο, όταν διαθέτει όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να έχει προβληθεί από τον ενάγοντα καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και του καταναλωτή αυτού.
91. Επομένως, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να έχει προβληθεί από τον ενάγοντα καταναλωτή, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.»
Στο θέμα δε ειδικότερα της προστασίας του καταναλωτή, το Δικαστήριο της Ένωσης προχωρά ένα βήμα μπροστά και αποσαφηνίζει τις υποχρεώσεις του εθνικού Δικαστή σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα. Οφείλουμε σε αυτό το σημείο να τονίσουμε και πάλι ειδικά σε σχέση με την Οδηγία 93/13 για τις καταχρηστικές ρήτρες, το περιεχόμενο της απόφασης στη μείζονος σημασίας υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ένωσης C-40/08, Asturcom Telecomunicaciones SL κατά Maria Cristina Rodríguez Nogueira ημερομηνίας 06/10/2009, όπου λέχθηκαν μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Δεδομένης της φύσεως και της σημασίας του δημοσίου συμφέροντος επί του οποίου στηρίζεται η προστασία την οποία παρέχει η οδηγία στους καταναλωτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας πρέπει να θεωρηθεί ως ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως της ίδιας βαθμίδας στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως.»
Το ως άνω απόσπασμα καθιστά άκρως σημαντικό τον υψηλό βαθμό σοβαρότητας που αποδίδεται στην υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να εξετάζει ακόμα και αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών σε συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή.
Καταχρηστικές Ρήτρες και Εκποιήσεις
Η νομοθεσία του 2018 καθόρισε τις προϋποθέσεις ανακοπής ή ακύρωσης της διαδικασίας εκποιήσεων με τρόπο που, όπως έχει αναφερθεί αλλά και νομολογηθεί σε σειρά πρωτόδικων αποφάσεων, να είναι σχεδόν αδύνατο να επισυμβεί. Η θέση περί καταχρηστικών ρητρών στο πλαίσιο αυτό των διαδικασιών ούτε καν αξιολογείται από το Δικαστήριο. Αποτέλεσμα τούτου είναι οι ενυπόθηκες περιουσίες δανειοληπτών να εκποιούνται πριν ακόμα εκδικαστούν οι αγωγές που καταχωρήθηκαν με βασικό αντικείμενο τις καταχρηστικές ρήτρες. Αυτό δημιουργεί ως συνέπεια καταστάσεις εις βάρος των καταναλωτών οι οποίες οφείλονται στη διαδικασία εκποιήσεως η επανόρθωση των οποίων είναι δυσχερής και αδύνατη.
Είναι, όμως η προσέγγιση των Δικαστηρίων συμβατή με την Ενωσιακή νομολογία;
Την απάντηση σ’ αυτό το, κατά τα εθνικά Δικαστήρια περίπλοκο νομικό ερώτημα, δίνει η δεσμευτική απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-415/2011 Mohamed Aziz V Caixa d’Estalvisde Catalunya, Tarragona I Manresa, ημ. 8.11.2012. Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει κατά πόσο ένας καταναλωτής που προβάλλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως δανείου που υποστήριζε την υποθήκη είχε τη δυνατότητα να ανακόψει τον πλειστηριασμό και την επακόλουθη απώλεια της ιδιοκτησίας του ή να περιοριστεί στην ένδικη προστασία σε μεταγενέστερο στάδιο υπό μορφή αποζημιώσεως όπως καθόριζε κατά ανάλογο τρόπο με τη δική μας προσέγγιση, Ισπανικό δίκαιο. Το Δικαστήριο αποφάσισε τ’ ακόλουθα:
“ 51. Αυτού του είδους η διαδικασία θίγει την αποτελεσματικότητα της προστασίας την οποία επιδιώκει η οδηγία 93/13.
52. Ιδίως όταν το ενυπόθηκο ακίνητο είναι η κατοικία του οφειλέτη, η απλή αξίωση αποζημίωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ευχερώς κατάλληλη για να εξασφαλίσει κατά τρόπο αποτελεσματικό τα δικαιώματα που απονέμει στον καταναλωτή η οδηγία 93/13. Δεν υφίσταται αποτελεσματική προστασία από τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες όταν ο καταναλωτής οφείλει αρχικώς να δεχθεί απροστάτευτος ως προς τις ρήτρες αυτές, την εκτέλεση της υποθήκης και τον πλειστηριασμό της κατοικίας του, καθώς και τη σχετική απώλεια ιδιοκτησίας και την έξωση, ενώ δύναται να προβάλει αξιώσεις αποζημιώσεως μόνο στο πλαίσιο μεταγενέστερης ένδικης προστασίας.
53. Αντιθέτως η οδηγία 93/13 επιτάσσει ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικού ένδικου μέσου για τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της συμβάσεως δανείου και κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατή η ανακοπή της αναγκαστικής εκτελέσεως.
…..
57. Επομένως στην προκειμένη διαδικασία έχει καθοριστική σημασία, αποκλειστικώς, ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσει, σε κάθε περίπτωση, ο δικαστής που επιλαμβάνεται αναγνωριστικής διαδικασίας να διαθέτει τη δυνατότητα να διακόψει τη διαδικασία εκτελέσεως, προκειμένου να αναστείλει την αναγκαστική εκτέλεση έως ότου εξετασθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποτρέψει τη δημιουργία καταστάσεων εις βάρος του καταναλωτή οι οποίες οφείλονται στη διαδικασία εκτελέσεως και η επανόρθωση τους είναι δυσχερής ή αδύνατη.»
Είναι λοιπόν σαφές από την επικρατούσα Ενωσιακή νομολογία πως όταν το πλαίσιο διαδικασίας εκποιήσεως και πλειστηριασμού επιβάλλεται επί των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στην οδηγία 93/13, ο καταναλωτής δεν μπορεί να τύχει αποτελεσματικής ένδικης προστασίας στοιχείο ασύμβατο με το άρθρο 3 της αναφερόμενης οδηγίας. Γι’ αυτό θα πρέπει τα εθνικά Δικαστήρια εξ’ αφορμής πλέον και της πρόσφατης απόφασης8 να διατάσσουν την προσωρινή αναστολή της διαδικασίας εκποιήσεως και πλειστηριασμού για να μπορεί ο καταναλωτής να τυγχάνει αποτελεσματικής προστασίας αλλά και η υπερέχουσα Ευρωπαϊκή Νομολογία την εφαρμογή της.
1 Αρ. Γενικής Αίτησης 177/2020 Διευθυντή Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή και Societe Generale Bank-Cyprus Ltd, ημ. 25.2.2021.
2 Άρθρο 1Α του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εισάχθηκε στο Κ.Σ. με τον Νόμο 127(Ι)/2006 και αποτέλεσε την 5ητροποποίηση του Συντάγματος.
3 C378/17 Minister for Justice and Equality,Commissioner of An Garda Síochána V Workplace Relations Commission, 4.12.2018;http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9152C79859B1ECEFF97A32C5A7CB0D0A?text=&docid=208381&pageIndex=0&doclang=el&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=203172
4 Νόμος 87(Ι)/2018
5 Άρθρο 44Γ(3)(δ) Νόμου 9/1965 ως έχει τροποποιηθεί.
6 Π.Ε. Ε203/2013 Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. V Hellenic Bank Public Company Ltd, ημ. 11.9.2019.
7 ibid
8 Ibid 1.