Kατάχρηση της Δικαστικής Διαδικασίας από Vexatious Litigants και η ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας για περιορισμό τους

Εισαγωγή

Οι vexatious litigants – ενοχλητικοί διάδικοι (αν και θεωρώ τον όρο αδόκιμο) αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για τη δικαιοσύνη. Με την επαναλαμβανόμενη κατάθεση αβάσιμων αγωγών και αιτήσεων προκαλούν καθυστερήσεις, επιβαρύνουν οικονομικά τους αντιδίκους, προβαίνουν σε διαδικασίες που συνεπάγονται κατασπατάληση δικαστικού χρόνου, ενέργειας και πόρων με αντίστοιχη στέρηση ευκαιρίας και δυνάμεων για διεκπεραίωση άλλων δικαστικών υποθέσεων.

Η ανάγκη για περιορισμό των vexatious litigants έγινε εμφανής ήδη από τον 19ο αιώνα, όταν στην υπόθεση Grepe v Loam (1887) 37 ChD 168 τέθηκε η αρχή ότι τα δικαστήρια έχουν τη σύμφυτη εξουσία να αποτρέψουν την καταχρηστική χρήση της δικαστικής διαδικασίας από  vexatious litigants. Με την πάροδο του χρόνου, η αγγλική έννομη τάξη αναγνώρισε την ανάγκη ύπαρξης αυστηρότερων μηχανισμών για την προστασία της δικαστικής λειτουργίας, οδηγώντας στην ψήφιση του Vexatious Actions Act 1896.

Το νομοθετικό πλαίσιο ενισχύθηκε περαιτέρω με το Section 42 of the Supreme Court Act 1981 το οποίο θεσπίστηκε για τον σκοπό αυτό και το οποίο καθιστά δυνατή την πλήρη απαγόρευση σε ένα άτομο να προσφύγει στα δικαστήρια χωρίς προηγούμενη άδεια. Αυτή η προσέγγιση επιβεβαιώθηκε σε σωρεία αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της υπόθεσης Ebert v Birch & Anor [1999] EWCACi v 3043 (30 March 1999) και της υπόθεσης Bhamjee v Forsdick & Ors (No 2) [2003] EWCACi v 1113 (25 July 2003), που καθόρισαν τα κριτήρια χαρακτηρισμού ενός διαδίκου ως vexatious litigant.

Η Ebert επιβεβαίωσε ότι η εξουσία αυτή δεν περιορίζεται μόνο σε υφιστάμενες διαδικασίες, αλλά μπορεί να εμποδίζει και την καταχώρηση νέων υποθέσεων χωρίς άδεια με εφαρμογή του Section 42.

Δίνει τη δυνατότητα στα δικαστήρια να χαρακτηρίζουν ένα άτομο ως “vexatious litigant” και να του απαγορεύουν την έναρξη νέων νομικών διαδικασιών χωρίς προηγούμενη έγκριση. Η απόφαση λαμβάνεται μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, βασισμένη σε αποδείξεις ότι το συγκεκριμένο άτομο έχει επανειλημμένα κάνει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Στην υπόθεση Bhamjee το δικαστήριο παρείχε σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για την αναγνώριση και αντιμετώπιση των ενοχλητικών διαδίκων.

Σε αντίθεση με την Αγγλία, όπου το Section 42 of the Supreme Court Act 1981 παρέχει σαφή νομοθετική βάση για την πλήρη απαγόρευση πρόσβασης στα δικαστήρια, στην Κύπρο δεν υπάρχει αντίστοιχη νομοθετική διάταξη και γι αυτό τον λόγο με την έκδοση διατάγματος Grepe v Loam περιορίζεται απλά η διαδικασία ενώπιον συγκεκριμένου Δικαστηρίου.

Η κυπριακή δικαιοσύνη βασίζεται στη σύμφυτη εξουσία των δικαστηρίων για την αποτροπή της κατάχρησης διαδικασιών, όπως έχει αναγνωριστεί στιςυποθέσεις Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) και Constantinides ν. Vima Ltd (1983) κ.α. Βεβαίως είναι αυτή η σύμφυτη εξουσία που επιτρέπει σε Κυπριακό Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα τύπου Grepe v Loam (1887) 37 ChD 168  το οποίο να περιορίζει την καταχώρηση στην ενώπιον του διαδικασία χωρίς την εκ των προτέρων άδεια του.

Παρά το γεγονός ότι η νομολογία μας αναγνώρισε την ανάγκη για την αποτροπή της κατάχρησης των διαδικασιών σπάνια ενεργούσε προληπτικά ως προς τους ενοχλητικούς διάδικους γεγονός το οποίο μπορεί να αποδοθεί ίσως στη διαφορετική δικαστική παράδοση που φέρει τον Δικαστή να αποφασίζει στο τέλος  κάθε επιμέρους αίτησης ή αγωγής για θέματα που άπτονται της κατάχρησης των διαδικασιών και να μην ενεργεί προληπτικά παρά κατασταλτικά και εκ των υστέρων. Βεβαίως αυτή η πρακτική δεν είναι λανθασμένη αφού τα θέματα κατάχρησης μπορούν να λάβουν πολλές μορφές πλην όμως εμποδίζουν τον Δικαστή να δράσει προληπτικά όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με  ενοχλητικό διάδικο και συνέχιση της πιο πάνω πρακτικής δεν επιτυγχάνει κάποιο σκοπό ή αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Τα Πρωτόδικα Δικαστήρια αναγνωρίζοντας την ανάγκη για προληπτική καταστολή των vexatious litigants και ασκώντας την σύμφυτη εξουσία τους έκαναν ήδη τα πρώτα βήματα εκδίδοντας διατάγματα  τύπου Grepe v Loam γεγονός που υποδεικνύει και την έκταση του προβλήματος που καλείται η Δικαιοσύνη να αντιμετωπίσει. Σχετικές είναι οι αποφάσεις:

1.Παπακόκκινου κ.α. ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ κ.α Αγ. Αρ. 332/20 ημερ. 08/04/2022

2.Επί τοις αφορώσι την εταιρεία SKY CAC LIMITED ν. Επί τοις αφορώσι την εταιρεία ALPHA BANK CYPRUS LTD, Αίτ. Αρ.: 655/22, 29/5/2024

Ανάγκη Υιοθέτησης Παρόμοιας Διαδικασίας στην Κύπρο

Η απουσία ενός νομοθετικού πλαισίου στην Κύπρο καθιστά επιτακτική την ανάγκη για θεσμική ρύθμιση του ζητήματος. Η θέσπιση ενός μηχανισμού που θα επιτρέπει στα δικαστήρια να επιβάλλουν αυστηρότερους περιορισμούς σε καταχρηστικούς διαδίκους, θα συμβάλει στην προστασία του δικαστικού συστήματος από καταχρηστικές πρακτικές και εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και εξόδων. Αν μη τι άλλο οι πόροι του Κράτους και των διαδίκων δεν είναι ανεξάντλητοι. Η εισαγωγή διατάξεων που θα επιτρέπουν την καθολική απαγόρευση αβάσιμων αγωγών χωρίς προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος.

Τα δικαστήρια, μέσω της σύμφυτης εξουσίας τους, έχουν την ευθύνη να παρεμβαίνουν σε περιπτώσεις καταχρηστικών διαδίκων. Η λήψη προληπτικών μέτρων, όπως η υποχρεωτική λήψη άδειας πριν από νέες καταχωρήσεις, διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και προστατεύει τα δικαιώματα των πραγματικά πληττόμενων διαδίκων. Η θέσπιση νομοθετικού πλαισίου στην Κύπρο, αντίστοιχου με εκείνου της Αγγλίας, θα μπορούσε να αποτρέψει την καταχρηστική άσκηση δικαστικών διαδικασιών και να ενισχύσει την απονομή δικαιοσύνης στη χώρα.

Υφίσταται περιορισμός συνταγματικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς την πρόσβαση στο Δικαστήριο;

Σύμφωνα με την Bhamjee και την καθοδήγηση που δόθηκε  και συγκεκριμένα στο σημείο 4 με παραπομπή σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι το δικαίωμα στην πρόσβαση στο Δικαστήριο μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς φτάνει να μην επηρεάζεται ο πυρήνας του δικαιώματος και ο περιορισμός πρέπει να επιδιώκει έναν νόμιμο στόχο και πρέπει να υπάρχει μια λογική σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου στόχου ως εκ τούτου η απάντηση είναι αρνητική κατά την άποψη μου.  Στην τελική δεν περιορίζεται η πρόσβαση απόλυτα παρα μόνο δίνεται η ευχέρεια στον Δικαστή να κρίνει εκ των προτέρων το καταχρηστικό ή όχι ενός ένδικου μέσου και πάντα σε σχέση αναλογικότητας για δώσει την σχετική άδεια.

Νομολογιακές Παραπομπές

  • Grepe v Loam (1887) 37 ChD 168 – Grepe v. Loam (1879) B.264 Chancery Division 169, Vol. XXXVII
  • Ebert v Birch & Anor [1999] EWCA Civ 3043 (30 March 1999)
  • Bhamjee v Forsdick & Ors (No 2) [2003] EWCA Civ 1113 (25 July 2003)
Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,