Εξ αφορμής της απόφασης του Αρχιεπισκόπου Κύπρου να θέσει σε αργία με αποκοπή μισθού τους ιερείς της περιφέρειας του που αντίκεινται στον εμβολιασμό, ο θεολόγος κ. Θεόδωρος Κυριακού, σε παρέμβασή του στις 24/1/2022 στην εκπομπή «Μεσημέρι και κάτι» του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», δήλωσε ότι δεν υπάρχει κανένα όργανο της πολιτείας στο οποίο δικαιούται να προσφύγει ένας ιερέας, «είναι στην απόλυτη εξουσία και στον απόλυτο έλεγχο της Εκκλησίας και της Συνόδου» όπως χαρακτηριστικά δήλωσε.
Με κάθε σεβασμό, η πιο πάνω προσέγγιση είναι νομικά εσφαλμένη.
Για κάθε ζήτημα ή υπόθεση στην οποία εμπλέκονται αστικής φύσης δικαιώματα, που εξαρτώνται από την διάγνωση ή ενασχόληση με εκκλησιαστικά ζητήματα, δικαιοδοσία έχουν τα αστικά Δικαστήρια. Περί τούτου υπάρχει πλουσιότατη νομολογία τόσο του Aνακτοσυμβουλίου (Privy Council), όσο και της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων (House of Lords) αλλά και του μετέπειτα Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας (Supreme Court). Υπάρχει επίσης και σχετική πολύ παλαιά νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, ενώ σχετικά ζητήματα τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εντελώς πρόσφατα, σε υπόθεση για την οποία εκκρεμεί Έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν μπορούν να ειπωθούν περισσότερα.
Σχεδόν πανομοιότυπα νομικά και πραγματικά ζητήματα ηγέρθησαν στην The Reverend William Long v The Rt. Reverend Robert Gray D.D. Bishop of Cape Town (Cape of Good Hope) [1864] UKPC 9 (24 June 1864). Εκεί ο ιερέας κ. Long, κλήθηκε από τον επίσκοπο του να προβεί σε ενέργειες που ο κ. Long θεωρούσε ότι δεν συνήδαν με τις εξουσίες (Letterspatent) που είχε ο επίσκοπος κ. Gray. Αφού αρνήθηκε να τις κάνει, ο επίσκοπος τον καθήρεσε. Ως ιερέας, ο κ. Long, απολάμβανε δικαιωμάτων, ως cestuique trust, των οποίων αποστερήθηκε συνεπεία της καθαίρεσης του. Προσέφυγε κατευθείαν στα δικαστήρια αμφισβητώντας τις εξουσίες του επισκόπου να τον διατάξει να κάνει κάτι που ο επίσκοπος δεν είχε το δικαίωμα να κάνει και, κατ᾽ επέκταση, να τον καθαιρέσει. Η υπεράσπιση προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το θέμα ήταν εκκλησιαστικό και ότι ο κ. Long έπρεπε να είχε υποβάλει έφεση στον αρχιεπίσκοπο του Canterbury για να εξετάσει το ζήτημα και όχι να καταφύγει στα κοσμικά δικαστήρια. Σε όλες τις βαθμίδες, πρωτόδικα και κατ᾽ έφεση, το Δικαστήριο απεδέχθη το επιχείρημα της υπεράσπισης. Το Ανακτοσυμβούλιο (Privy Council) γνωμοδοτώντας προς ανατροπή της απόφασης, αποφάσισε ότι όταν συμπλέκονται κοσμικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, δεν υπάρχει υποχρέωση να ακολουθηθεί η εκκλησιαστική ιεραρχία και ότι τα Δικαστήρια επιλαμβάνονται τέτοιων υποθέσεων ανεξάρτητα του εάν διατίθενται και εκκλησιαστικά ένδικα μέσα. Aναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«It is sufficient to say no such appeal has been presented, and that the suit in which this appeal is brought respects a temporal right, in which the Appellant alleges that he has been injured. It calls for a decision as to the right of property, and involves the question as to the right of property, and involves the question whether mr Long has ceased by law to be what in England is termed cestui que trust of funds of which the Bishop is trustee. Whatever else Mr. Long may by his conduct have done, we cannot hold that he has precluded himself from exercising the power which, under similar circumstances, he would have possessed in England, of resorting to a Civil Court for the restitution of Civil rights, and of thereby giving to such Courts jurisdiction to determine questions of an Ecclesiastical character essential to their decision. Indeed, in this case the Appellant and Respondent have alike found it necessary to call upon the Civil Court to determine the right of possession of the Church of Mowbray.
We think that even if Mr. Long might have appealed to the Archbishop, he was not bound to do so; that he was at liberty to resort to the Supreme Court; and that the Judges of that Court were justified in examining, and, indeed, under the obligation of examining, the whole matter submitted to them. We, of course, are in the same situation; and, after the most anxious consideration, we have come to the conclusion that the sentence complained of cannot be supported, and therefore we must humbly advise Her Majesty to reverse it, and to declare that Mr. Long has not been lawfully removed from the Church of Mowbray, but remains Minister of such Church, and entitled to the emoluments belonging to it.»
Η απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου στην υπόθεση Brown –v– Curate and Church Wardens of Montreal, προσφέρει επίσης καθοδήγηση. Σε αυτήν, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία του Καναδά (Roman Catholic Church of Canada) δια του τοπικού Επισκόπου της πόλης του Μόντρεαλ αρνήθηκε να επιτρέψει τον ενταφιασμό του λειψάνου κάποιου Josepf Guibord στο κοιμητήριο όπου ενταφιάζονταν τα μέλη του πληρώματος της εν λόγω εκκλησίας, διότι αυτός ήταν μέλος Φιλολογικού Συλλόγου στην βιβλιοθήκη του οποίου υπήρχαν αιρετικά και αντιθρησκευτικά βιβλία. Η σύζυγος του Guibord προσέφυγε στα δικαστήρια του Καναδά αξιώνοντας διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η Καθολική Εκκλησία του Μόντρεαλ να ενταφιάσει το λείψανο στο χώρο του κοιμητηρίου που ενταφιάζονταν οι άλλοι Καθολικοί, αρνούμενη να δεχθεί όπως η ταφή γίνει στο μέρος του κοιμητηρίου που της είχε υποδειχθεί, δηλαδή, εκεί που θάβονταν όσοι αυτοκτονούσαν ή όσοι τελούσαν υπό θρησκευτικό επιτίμιο. Οι Εναγόμενοι, μεταξύ άλλων ισχυρισμών, προέβαλαν και την υπεράσπιση ότι το δικαίωμα εκκλησιαστικής ταφής (ecclesiastical burial) είναι εξ’ ολοκλήρου θρησκευτικό δικαίωμα, του οποίου δεν μπορεί να επιληφθούν τα Πολιτικά Δικαστήρια και δεν υφίσταται αστική δικαστική θεραπεία γι’ αυτό. («The right to ecclesiastical burial is a purely spiritual right, not cognizable in a civil Court, and no civil remedy exists to enforce it»).
Απορρίπτοντας την ένσταση, το Ανακτοσυμβούλιο υπέδειξε ότι η ταφή στο μέρος του κοιμητηρίου όπου θάβονταν όσοι τελούσαν υπό επιτίμιο, συνεπάγετο υποβάθμιση αν όχι δυσφήμιση και συνεπώς τα πολιτικά δικαστήρια είχαν κάθε εξουσία να εκδικάσουν την διαφορά.
Ως προς τα επιτίμια που μπορεί να επιβάλει ένας επίσκοπος λέχθηκαν τα ακόλουθα: «They [their Lordships] conceive that, if the act be questioned in a Court of Justice, that Court has a right to inquire, and is bound to inquire, whether that act was in accordance with the law and rules of discipline of the Roman Catholic Church which obtain in Lower Canada, and whether the sentence, if any, by which it is sought to be justified, was regularly pronounced by an authority competent to pronounce it.»
Ως προς την αποστολή των δικαστηρίων όταν αχθούν ενώπιον τους ζητήματα στα οποία διαπλέκονται θέματα κοσμικού και εκκλησιαστικού δικαίου, λέχθηκαν τα εξής: «It has been their Lordships’ duty to determine the questions submitted to them in accordance with what has appeared to them to be the law of the Roman Catholic Church in Lower Canada.»
Στην πρόσφατη Mohinder Singh Khaira and Others v Daljit Singh Shergill and Others, [2014] UKSC 33, κατόπιν πραγμάτευσης πολλών αυθεντιών, το Αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε τα εξής:«This clear line of authority contradicts the idea that a court can treat a religious dispute as non-justiciable where the determination of the dispute is necessary in order to decide a matter of disputed legal right. Again, as Lord Davey said in Free Church of Scotland v Overtoun (at pp 644–645) the civil courts do not have the right “to discuss the truth or reasonableness of any of the doctrines of [a] religious association”.»
Σχετική είναι και η General Assumbly of Free church of Scotland -v- Lord Overtoun (1904) A.C. 515, που υιοθετήθηκε στην MICHAEL TSIVITANIDES ν. MARY MICHAEL TSIVITANIDES (V21) 1 CLR 111.
Ως προς την εξουσία και δικαιοδοσία των Δικαστηρίων, θα ήταν παράλειψη να μην γίνει αναφορά στην κυπριακή υπόθεση HAJIARAKLIDIHAJI SYMEON ν. PAPACHRISTODOULO H. GEORGI (V6) 1 CLR 71. Σε αυτήν, οι επίτροποι του ναού του Αγίου Δομετίου, κατέφυγαν στα δικαστήρια εναντίον ενός ιερέα, ο οποίος όπως αυτοί ισχυρίζονταν είχε τεθεί σε αργία από την Ιερά Σύνοδο, ζητώντας διάταγμα με το οποίο να απαγορευτεί στον ιερέα να επεμβαίνει στην Εκκλησία χωρίς πρότερη άδειά τους. Ηγέρθησαν προδικαστικές ενστάσεις ότι το κοσμικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση. Προτού ακουστεί μαρτυρία, κατόπιν αγορεύσεων, αποφασίστηκε ότι το κοσμικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία διότι τα επίδικα θέματα αφορούσαν σε Εκκλησιαστικά ζητήματα. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε. Ηγέρθηκαν κατ᾽ έφεση πολλά νομικά και πραγματικά σημεία. Το δικαστήριο απεφάσισε ότι μόνο ένα νομικό ζήτημα έχρηζε εξέτασης: αυτό της δικαιοδοσίας. Η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε κατ’ έφεση, διότι όταν συμπλέκονται εκκλησιαστικά και κοσμικά ζητήματα, το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάζει όσα εκκλησιαστικά ζητήματα είναι αναγκαίο να αποφασιστούν προκειμένου να επιλυθεί το κοσμικό ζήτημα. Αναφέρονται τα εξής:
«The questions whether the Plaintiffs are the right persons to sue, and whether the Synod has power by the Rules of the Church to suspend or disfrock a priest, and whether the Synod has suspended or disfrocked the Defendant, are questions which the Court would have to decide in cases which might easily arise. For example, it would have to decide them, (…) if the body which suspended the Defendant had gone a step further and had excommunicated and disfrocked him. So also if the action were about an inheritance and the question arose whether a marriage celebrated by a person in the position of this Defendant, or by a person who had been excommunicated by a body calling itself the Synod, was a lawful marriage. They would be no more and no less “purely Ecclesiastical” or “religious” than they are now. In order to answer some of them the Court might have to enquire what is the Rule of the Church on such or such a point just as it might in another case have to enquire what was the Rule of the Sher Law, or of some foreign Law, on a particular point: but the necessity of having to make that enquiry would not oust its jurisdiction.»(…)
«By way of example, suppose the Archbishop of Cyprus sued someone for taking from him a Church (…) would it be any answer on the part of the Defendant if he said, I am a priest and liable to Ecclesiastical penalties and therefore you cannot sue? I am of opinion that it would be no answer, and the fact that the Defendant is liable to Ecclesiastical penalties does not deprive the Court of jurisdiction. (…) Neither can it be contended that the mere fact that a priest is Defendant will oust the jurisdiction of the Courts. I cannot see how the two facts combined can take the case out of the jurisdiction of the Civil Courts. (…) The question whether the Committee of the Church can sue in this action by themselves may depend on the Rules and Canons of the Church, but there is no reason why a temporal Court should not look at those Rules and Canons to see what are the rights of the Committee. (…) As to whether the Ecclesiastical Court which suspended the Defendant is a tribunal properly constituted, there is no doubt that a temporal Court could hear evidence on this point. If the tribunal was not properly constituted there was no suspension.»
Με τα πιο πάνω κατά νουν, μένει να εξεταστεί εάν η εξαγγελία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου εμπίπτει στα νομολογιακώς διαγραφέντα πλαίσια και συγκεκριμένα εάν η απόφασή του καθορίζει ή όχι αστικά δικαιώματα, ώστε οι επηρεαζόμενοι να δύνανται να προσφύγουν ενώπιον αστικού Δικαστηρίου.
Ο μισθός, σύμφωνα με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δη της Πλήρους Ολομέλειας, συνιστά «περιουσιακό δικαίωμα» (βλ. Κουτσελίνη ν Κυπριακής Δημοκρατίας ECLI:CY:AD:2014:C748, και ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΑΥΓΟΥΣΤΗ ECLI:CY:AD:2020:C122) που προστατεύεται και από την εγχώρια νομοθεσία (βλ. περί Προστασίας των Μισθών Νόμο του 2007 (35(I)/2007).
Τα περιουσιακά δικαιώματα είναι σαφέστατα αστικής φύσης δικαιώματα, για τα οποία δικαιοδοσία εκδίκασης έχουν τα αρμόδια Δικαστήρια και όχι η Ιερά Σύνοδος.
Η καταβολή μισθού στους ιερείς, προβλέπεται από το ά. 48 του Καταστατικού της Εκκλησίας της Κύπρου, ενώ σύμφωνα με τα ά. 78(1) και 78(2) του ιδίου, «Για την επιβολή εκκλησιαστικής ποινής, απαιτείται απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου της Εκκλησίας», μεταξύ των οποίων και ο οικείος επίσκοπος που δύναται να επιβάλει μέχρι τρίμηνη αργία με ή χωρίς στέρηση μισθού.
Ο Αρχιεπίσκοπος, προκειμένου να επιβάλει την θέση του, επικαλείται την οφειλόμενη «υπακοή» των κληρικών απέναντι στον επίσκοπο, προδήλωςγια να θεμελιώσει την όποια απόφασή του επί του εκκλησιαστικού παραπτώματος της «ανυπακοής» όσων δεν συμμορφωθούν με την απόφασή του.
Σύμφωνα με την Long (ανωτέρω), «The oath of canonical obedience does not mean that the Clergyman will obey all the commands of the Bishop against which there is no law, but that he will obey all such commands as the Bishop by law is authorised to impose; and even if the meaning of the rubric referred to by the Bishop in his case were such as he contends for – which we think that it is not – it would not apply to the present case, in which more was required from Mr. Long than merely to publish a notice.»
Είμαι της άποψης ότι η υποχρέωση ή ο εξαναγκασμός σε εμβολιασμό, προσκρούει στο Σύνταγμα και σε σωρεία Διεθνών Συμβάσεων και Δικαιωμάτων. Ουδείς δύναται να εξαναγκάζει τον οποιονδήποτε σε ιατρική πράξη την οποία δεν επιθυμεί να υποστεί. Συνεπώς η απόφαση του Αρχιεπισκόπου είναι παράνομη, αυθαίρετη και ultravires είναι πράξη που εν τέλει αποστερεί περιουσιακά δικαιώματα, ήτοι την μισθοδοσία των επηρεαζομένων. Δεν πρόκειται περί αμιγώς εκκλησιαστικού ζητήματος, αλλά περί ζητήματος που επηρεάζει σειρά ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ακόμα και εάν η εν λόγω απόφαση λαμβανόταν από την Ιερά Σύνοδο και όχι από τον Αρχιεπίσκοπο προσωπικά, θεωρώ ότι και τότε θα συνιστούσε εσωτερικής φύσης κανονισμό της Εκκλησίας, ο οποίος σαφώς και δεν θα μπορούσε να αντιβαίνει του Συντάγματος και των νόμων που δεν επιτρέπουν τον άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό υποβολής σε ιατρική πράξη με δυνητικώς σοβαρές παρενέργειες, όσο απειροελάχιστες και εάν είναι αυτές(βλ. Ιερά Μονή Μαχαιρά και Άλλος ν. Μαρίας Παπασάββα Κουβατζιά και Άλλων, (2007) 1 Α.Α.Δ. 436).
Συνεπώς, έχω την άποψη ότι κάθε ιερέας που επηρεάζεται από την πιο πάνω απόφαση του αρχιεπισκόπου και νοουμένου ότι θίγονται αστικά του δικαιώματα, έχει το αναφέρετο και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα να προσφύγει ενώπιον των αστικών Δικαστηρίων και να ζητήσει θεραπεία.
[Το παρόν άρθρο εξετάζει ένα αμιγώς νομικό ζήτημα, αυστηρά υπό το πρίσμα του νόμου και της νομολογίας, χωρίς να λαμβάνει θέση υπέρ ή κατά του εμβολιασμού του οποιουδήποτε]