Σύμφωνα με τον Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 (Ν. 216/1990) η διατροφή του τέκνου επιβάλλεται ως υποχρέωση εκ της ιδιότητας του γονέα. Δηλαδή, οι γονείς ενός ανήλικου υποχρεούνται να το διατρέφουν από κοινού, σύμφωνα πάντοτε με τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός. Υπό την ερμηνεία της έννοιας αυτής, θεωρείται αυτόνομη υποχρέωση αφού δεν έχει σχέση για παράδειγμα το γεγονός εάν ο γονέας έχει επικοινωνία με το τέκνο του. Σύμφωνα με τον Νόμο, η υποχρέωση αυτή δύναται να συνεχίσει και μετά την ενηλικίωση του τέκνου, σε ορισμένες περιπτώσεις όπου οι περιστάσεις είναι τέτοιες που το επιβάλλουν, ήτοι εις περίπτωση αναπηρίας, ανικανότητας, ή υπηρεσίας θητείας του στην Εθνική Φρουρά ή φοίτησης του σε οποιοδήποτε εκπαιδευτικό ίδρυμα ή σχολή και αυτή η υποχρέωση ισχύει ακόμη και το τέκνο έχει περιουσία επ’ ονόματι του. Συνάγεται δηλαδή, ότι ο Νόμος υποχρεώνει μόνο τους γονείς να διατρέφουν το ανήλικο τους και κανένα άλλο πρόσωπο δεν υποχρεούται εκ του Νόμου να συνεισφέρει οποιοδήποτε ποσό ως διατροφή τέκνου πέραν από αυτούς. Ωστόσο, σε ιδιάζουσες περιπτώσεις ενδέχεται το κράτος να συνεισφέρει στην διατροφή τέκνου. Σύμφωνα με το Οικογενειακό Δίκαιο, ο γονέας με το οποίο το τέκνο διαμένει ή έχει την επιμέλεια αυτού ή του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, δύναται να αιτηθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο για την ρύθμιση της καταβολής διατροφής αλλά και του ύψους αυτής. Η ερμηνεία του όρου διατροφή, περιλαμβάνει τα απαραίτητα έξοδα για την συντήρηση, ευημερία και εκπαίδευση του τέκνου. Ο προσδιορισμός δε του ύψους της διατροφής προσμετράτε όπως προκύπτει από τις ανάγκες του τέκνου βάση των συνθηκών της ζωής του, λαμβάνοντας υπόψη πάντοτε την οικονομική δυνατότητα εκάστου γονέα και το επίπεδο ζωής πριν της διάστασης των γονέων. Ενίοτε και επικουρικά, για τον καθορισμό της οικονομικής δυνατότητας των γονέων πέραν των πραγματικών εισοδημάτων αυτών, λαμβάνεται υπόψη και η δυνατότητα ενός γονέα να εργάζεται και να λαμβάνει εισοδήματα. Τα συνήθη έξοδα που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων είναι, μεταξύ άλλων, τα τρόφιμα, ένδυση και υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, φροντιστήρια, δραστηριότητες, ψυχαγωγία, φιλοδώρημα, έξοδα προσωπικής φροντίδας, ενοίκιο, μεταφορικά έξοδα, και λογαριασμοί (νερού, ηλεκτρισμού, τηλεφώνου, διαδικτύου, κοινοτικά τέλη) κλπ.
Όπως έχει λεχθεί από σωρεία αποφάσεων τόσο του Πρωτοβάθμιου αλλά και του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο κάθε διάδικος υποχρεούται να αποκαλύπτει πλήρως και γνήσια τα εισοδήματα του και να δίδει αληθινή εικόνα χωρίς να αποκρύπτει ή να συμπεριλαμβάνει μειωμένες εισοδηματικές ικανότητες ή έξοδα με σκοπό την μείωση του ποσού που δύναται να επιδικαστεί ως καταβολή διατροφής, αφού η οικονομική δυνατότητα εκάστου γονέα δεν είναι θέμα που πρέπει να αποδεικνύεται από τον εκάστοτε Αιτητή/τρια. Σε περιπτώσεις όπου ένας εκ των γονέων δεν προβαίνει σε ειλικρινή αποκάλυψη της οικονομικής του κατάστασης, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη την φύση του επαγγέλματος αυτού και τα εισοδήματα που λαμβάνουν άλλοι επαγγελματίες του χώρου για να υπολογιστεί κατά πόσο το πρόσωπο λαμβάνει ψηλότερα εισοδήματα από ότι ισχυρίζεται. Έπεται ότι το Δικαστήριο πρέπει να προβαίνει σε πλήρη έρευνα όλων των στοιχείων και να προβαίνει το ίδιο σε κατάληξη ευρήματος αναφορικά με τις εισοδηματικές ικανότητες εκάστου γονέα. Συνάγεται ότι ακόμη και εάν ο ένας γονέας έχει δημιουργήσει μια νέα οικογένεια, η υποχρέωση του για την συντήρηση της επιμετρείται σε σχέση με το τέκνο από προηγούμενη οικογένεια που είχε. Συνεπώς ο καθορισμός του ύψους της καταβολής διατροφής είναι αντικειμενικός, αφού συνεκτιμώνται τόσο οι ανάγκες του τέκνου, η κοινωνική υπόσταση και δυνατότητα των γονέων να συνεισφέρουν το ποσό που κρίνεται εύλογο ως καταβολή διατροφής. Αναφέρεται επίσης, ότι οι ανάγκες του τέκνου δύναται να μεταβληθούν ή να διαφοροποιηθούν από καιρό εις καιρό, αναλόγως της ηλικίας και δεν είναι ωστόσο στατικές. Ωστόσο, σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο δικαιολογείται το αιτούμενο ποσό υπό το πρίσμα ενός μέσου λογικού ανθρώπου.
Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές είναι οι περιπτώσεις όπου στα πλαίσια ευρύτερης λύσης των περιουσιακών διαφορών, ήτοι δάνεια κτλ, ο ένας γονέας προτείνει να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις έναντι ενός δανείου και ο άλλος γονέας να αναλαμβάνει τα έξοδα διατροφής του τέκνου τους. Ο νομοθέτης εν τη σοφία του, αποκλείει τέτοιες προτάσεις αφού, η υποχρέωση για διατροφή τέκνου δεν μπορεί να αποκλειστεί συμβατικά, δηλαδή με συμφωνία μεταξύ των γονέων, αφού τέτοια συμφωνία που έχει ως σκοπό την αποφυγή πληρωμής διατροφής, έστω και με την ανάληψη άλλων περιουσιακών υποχρεώσεων θεωρείται άκυρη είτε στον βαθμό που καταργεί την υποχρέωση καταβολής διατροφής είτε συνολικά.
Ο νομοθέτης κατά το 2008 τροποποίησε τον Νόμο και πρόσθεσε μεταξύ άλλων, ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά την έκδοση διατάγματος διατροφής που δύναται να λάβει υπόψη του ότι ο γονέας λαμβάνει 13ο ή 14ο μισθό και ενδέχεται να συμπεριληφθεί αντίστοιχη επιπρόσθετη καταβολή όπου κρίνεται εύλογο και ως το Δικαστήριο θέλει να ορίσει. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, από το 2008, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων αποκοπής απολαβών αλλά και η δυνατότητα μηνιαίας ανάληψης από τραπεζικό λογαριασμό από τον γονέα που υποχρεούται σε διατροφή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 38(2) του Ν. 216/90 σημειώνεται ότι το επιδικασθέν ποσό της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά 10%, σε περίοδο 2 χρόνων με προσυπογραφή του αρμόδιου Πρωτοκολλητή.Ωστόσο, σε περιπτώσεις διαφοροποίησης των συνθηκών, ήτοι έξοδα και έσοδα, ο υπόχρεος γονέας σε διατροφή δύναται να καταχωρήσει σχετική αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για τροποποίηση ή τερματισμό του υφιστάμενου δικαστικού διατάγματος διατροφής και αναλόγως των περιστάσεων το Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε αύξηση ή μείωση αυτής, ή τερματισμό της αυτόματης αύξησηςτου επιδικασθέν ποσού. Για την επιτυχία τέτοιας αίτησης όμως, τα γεγονότα πρέπει να προκύψουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος διατροφής και να μην προϋπήρχαν ή να ήταν σε γνώση του κατά τον χρόνο έκδοσης του διατάγματος. Σε περίπτωση καταχώρησης τέτοιας αίτησης, η υποχρέωση για καταβολή οιουδήποτε ποσού αύξησης αναστέλλεται ενώ το Δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει Διάταγμα εντός 3 μηνών από την ημερομηνία καταχώρησης της σχετικής αίτησης, η οποία δύναται να έχει αναδρομική ισχύ.
Τέλος, η έκδοση τέτοιου διατάγματος προς τον υπόχρεο γονέα επιβάλλει αυτόν σε καταβολή του επιδικασθέντος ποσού στον αιτούντα γονέα στον χρόνο που αναφέρεται και εις περίπτωση παράληψης καταβολής του ποσού, δύναται να ληφθούν δικαστικά μέτρα για παραβίαση διατάγματος Δικαστηρίου από τον αιτούντα γονέα.