Εισαγωγή
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η επικρατούσα άποψη ήταν ότι o αθλητικός τομέας εξαιρείτo από το πεδίο εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Το σκεπτικό αυτής της άποψης ήταν ότι ο εν λόγω τομέας δεν έχει οικονομικό χαρακτήρα αλλά αμιγώς αθλητικό χαρακτήρα, επιτελώντας ταυτόχρονα εκπαιδευτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και ανθρωπιστικές λειτουργίες.
Η εν λόγω άποψη διαφοροποιήθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΔΕΕ») στην υπόθεση Walrave και Koch v. Association Union Cycliste Internationale[1], όπου κρίθηκε ότι παρόλες τις ιδιαιτερότητές του, ο αθλητικός τομέας είναι δυνατόν να έχει και οικονομικό χαρακτήρα και επομένως μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο της νομολογιακής εξέλιξης που υπήρξε σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, ορόσημο αποτέλεσε η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Meca – Medina[2], με την οποία καθορίστηκαν συγκεκριμένα στάδια αξιολόγησης της ενδεχόμενης ύπαρξης παράβασης του Δικαίου του Ανταγωνισμού από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον αθλητικό τομέα.
Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στην παρουσίαση της ιστορικής αναδρομής σε σχέση με την εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού καθώς και του Δικαίου των Κρατικών Ενισχύσεων στον αθλητικό τομέα.
Δίκαιο του Ανταγωνισμού: οι βασικοί απαγορευτικοί κανόνες
Μία από τις θεμελιώδεις αρχές στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η αρχή του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού. Η εν λόγω αρχή είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη του στόχου της εγκαθίδρυσης μιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό έχουν προβλεφθεί συγκεκριμένοι κανόνες που περιορίζουν τις πρακτικές και συμπεριφορές των επιχειρήσεων ή/και των ενώσεων επιχειρήσεων που δύνανται να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό προς ζημία των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ») απαγορεύει τις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων καθώς επίσης και τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Επιπρόσθετα, το Άρθρο 102 ΣΛΕΕ απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει μια επιχείρηση μεμονωμένα ή αριθμός επιχειρήσεων από κοινού στην αγορά.
Επισημαίνεται ότι στο πεδίο εφαρμογής των Άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ εμπίπτουν μόνον επιχειρήσεις ή/και ενώσεις επιχειρήσεων. Σημειώνεται ότι στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού η έννοια της επιχείρησης είναι λειτουργική και καλύπτει οποιαδήποτε οντότητα ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της νομικής της μορφής, του τρόπου χρηματοδότησή της ή του κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα της.
Δίκαιο των Κρατικών Ενισχύσεων: ο γενικός απαγορευτικός κανόνας
Ο περιορισμός του ανταγωνισμού σε μία αγορά δύναται να προκύψει και ως αποτέλεσμα αποφάσεων ή/και παρεμβάσεων των Κρατών Μελών βάσει των οποίων εκχωρούνται επιλεκτικά οικονομικά πλεονεκτήματα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, έχουν προβλεφθεί συγκεκριμένοι κανόνες που περιορίζουν τη δυνατότητα των Κρατών Μελων να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 107(1) ΣΛΕΕ απαγορεύει τη χορήγηση ενισχύσεων από τα Κράτη Μέλη σε επιχειρήσεις στο βαθμό που νοθεύουν ή δύνανται να νοθεύσουν τοιν ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις ενδοενωσιακές συναλλαγών.
Ιδιαιτερότητες αθλητικού τομέα
Λόγω της φύσης του αθλητικού τομέα η ύπαρξη κανόνων που αφορούν την οργάνωση και τον συντονισμό είναι αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή των αθλημάτων. Εντούτοις, οι εν λόγω κανόνες ενδεχομένως να δημιουργούν περιορισμούς όσον αφορά τον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, η διασφάλιση της ακεραιότητας και της ορθής και δίκαιης διεξαγωγής ενός αγώνα επιβάλλει τον καθορισμό κανόνων σε σχέση με τον αριθμό των συμμετεχόντων αθλητών ή τα κριτήρια που αυτοί θα πρέπει να ικανοποιούν. Ταυτόχρονα όμως, οι εν λόγω κανονες μπορεί να περιορίζουν τον ανταγωνισμό διότι αποκλείουν τη συμμετοχή αθλητών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Επομένως, χρειάζεται να επιτευχθεί μία ισορροπία μεταξύ των κανόνων που επιβάλλονται και των επιδιωκώμενων στόχων.
Ιστορικό υπόβαθρο εφαρμογής Δικαίου του Ανταγωνισμού στον αθλητικό τομέα
Οι διατάξεις του Ενωσιακού Δικαίου στον τομέα του αθλητισμού εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά το 1974 στην υπόθεση Walrave και Koch v. Association Union Cycliste Internationale[3]. Από τη μελέτη της εν λόγω υπόθεσης, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το Δίκαιο του Ανταγωνισμού στον αθλητικό τομέα, δύναται εμμέσως να τύχει εφαρμογής μόνον στο βαθμό που οι κανόνες που θεσπίζονται από ένα αθλητικό σώμα / οντότητα δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια της οικονομικής δραστηριότητας.
Παρά την πιο πάνω απόφαση, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 οι υποθέσεις ανταγωνισμού που αφορούσαν τον αθλητικό τομέα ήταν ελάχιστες. Ακολούθως, λόγω της ραγδαίας εξέλιξης του επαγγελματικού αθλητισμού δημιουργήθηκε η ανάγκη διασαφήνισης των περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται το Δίκαιο του Ανταγωνισμού, αλλά και της προσέγγισης που θα έπρεπε να ακολουθείται κατά την αξιολόγηση πρακτικών και συμπεριφορών που αφορούσαν τον αθλητικό τομέα.
Αξιοσημείωτη είναι η υπόθεση Bosman[4], η οποία αφορούσε την περίπτωση ενός ποδοσφαιριστή που είχε απωλέσει το 75% των εσόδων του εξαιτίας ενός διοικητικού κανόνα που απαιτούσε την πληρωμή τέλους για τη μεταφορά ενός παίκτη από μια ομάδα σε μια άλλη. Η εν λόγω υπόθεση ανέδειξε την ανάγκη που υπήρχε για τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης κανόνων αθλητικής φύσεως υπό το πρίσμα του Δικαίου του Ανταγωνισμού, εφόσον ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του αθλητικού τομέα κρίθηκε ότι δεν δύνατο πλέον να συνιστά γενικευμένη εξαίρεση απο το χαρακτηρισμό μιας δραστηριότητας ως οικονομικής.
Συναφής με το σκεπτικό είναι και η υπόθεση Wouters[5], η οποία αν και δεν αποτελούσε υπόθεση σχετική με τον αθλητισμό, εντούτοις θεμελίωσε την λειτουργική προσέγγιση αναφορικά με την έννοια της επιχείρησης, με επίκεντρο την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Επομένως, βάσει της εν λόγω προσέγγισης έγινε εφικτή η εξέταση του κατα πόσον μία αθλητική δραστηριότητα εμπίπτει στον ορισμό της οικονομικής δραστηριότητας και κατ’ επέκταση της επιχείρησης που αποτελεί το υποκείμενο του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Κατ’ εφαρμογή του αιτιολογικού που παρατίθεται από το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση, οι αθλητικοί κανόνες με περιοριστικές προς τον ανταγωνισμό συνέπειες, θα μπορούσαν να τύχουν εξαίρεσης από την εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού όταν επιδιώκουν αντικειμενικούς σκοπούς άμεσα συνυφασμένους με τα κριτήρια της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.[6] Επισημαίνεται ότι στο εν λόγω σκεπτικό βασίστηκε η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Meca – Medina[7] η οποία θεωρείται μέχρι σήμερα υπόθεση σταθμός για την εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού στον αθλητικό τομέα.
Η υπόθεση Meca – Medina
Η υπόθεση Meca – Medina αποτελεί την πιο σημαντική υπόθεση σε σχέση με την εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού στον τομέα του αθλητισμού καθ’ ότι εφάρμοσε για πρώτη φορά καθαρά τις διατάξεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού σε κανόνες που σχετίζονταν με τον τρόπο διεξαγωγής ενός αθλητικού αγώνα, κατ’ εφαρμογή των αρχών της Wouters . Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αφορούσαν δύο επαγγελματίες κολυμβητές, οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε εξέταση αντιντόπινγκ της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (εφεξής «ΔΟΕ») συμφώνως υποχρεωτικών κανόνων που είχε θεσπίσει η ΔΟΕ προκειμένου να επιτραπεί η συμμετοχή τους σε αγώνες κολύμβησης που διεξάγοντο από τη Διεθνή Κολυμβητική Ομοσπονδία (εφεξής «FINA»). Κατόπιν εξέτασης, οι δύο αθλητές είχαν εντοπιστεί θετικοί σε απαγορευμένες ουσίες και τους επιβλήθηκε η ποινή της αποχής από αγώνες για 4 έτη με βάση απόφαση της Ελεγκτικής Επιτροπής (Anti-Doping Panel).
Σε συνέχεια των πιο πάνω, οι δύο αθλητές υπέβαλαν καταγγελία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εφεξής «Επιτροπή»), ισχυριζόμενοι ότι η θέσπιση των εν λόγω κανονισμών αντιντόπινγκ από τη ΔΟΕ ως επίσης και οι εφαρμοζόμενες κυρώσεις που απέρρεαν από αυτούς, δυνάμει των οποίων είχαν αποκλειστεί, δεν αιτιολογούνταν υπό το πρίσμα των διατάξεων του ανταγωνισμού. Η Επιτροπή απέρριψε την καταγγελία. Ακολούθησε προσφυγή στο Γενικό Δικαστήριο με την ίδια κατάληξη, το οποίο εκδίδοντας απορριπτική απόφαση, και κατ’ ακολουθία της γραμμής που χάραξε το ΔΕΕ στην υπόθεση Walrave και Koch v. Association Union Cycliste Internationale, απεφάνθη ότι οι κανονισμοί αντιντόπινγκ αποτελούσαν κανονιστική ρύθμιση με αμιγώς αθλητικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής το Δίκαιο του Ανταγωνισμού.
Σε έφεση που επακολούθησε εναντίον της ως πιο πάνω απόφασης, το ΔΕΕ ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, και διαφοροποιώντας τη θέση του από το προηγούμενο σκεπτικό ως παρατέθηκε πρωτόδικα, κατέληξε ότι ο αμιγώς αθλητικός χαρακτήρας ενός κανονισμού ως έννοια, δεν συνεπάγεται a priori και την μη εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
Πιο συγκεκριμένα, το ΔΕΕ αναγνώρισε ρητά ότι παρά το ότι η προστασία της ακεραιότητας του αθλητισμού δυνατόν να συνιστά θεμιτό σκοπό κατά τη θέσπιση μέτρων από φορείς στον τομέα του αθλητισμού, εντούτοις ένας αθλητικός κανόνας όπως ο υπό αναφορά κανόνας του αντιντόπινγκ είναι δυνατόν να προκαλέσει επιζήμια για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, και επομένως δεν εκφεύγει καθολικά της εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού. Επομένως, η εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού δεν πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά από την αθλητική φύση του κανόνα.
Επισημαίνεται ότι, το ΔΕΕ πρότεινε την εφαρμογή μίας μεθοδολογίας, η οποία βασίζεται στην κατά περίπτωση αξιολόγηση των αθλητικών κανόνων και στηρίζεται στο σκεπτικό της υπόθεσης Wouters, βάσει της οποίας θα πρέπει να εξετάζονται οι αντικειμενικές επιδιώξεις σε συνάρτηση με την αναγκαιότητα και αναλογικότητα του κανόνα για την επίτευξη αυτών.
Η προτεινόμενη μεθοδολογία συνίσταται στα ακόλουθα τρία στάδια:
Πρώτο στάδιο
Εξετάζεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος αθλητικός κανόνας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Ένας αθλητικός κανόνας θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω άρθρων όταν ικανοποιούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:
- Το αθλητικό σώμα που έθεσε τον κανόνα ασκεί οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου, θεωρείται επιχείρηση για σκοπούς εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
- Ο αθλητικός κανόνας περιορίζει τον ανταγωνισμό.
- Ο αθλητικός κανόνας περιορίζει το εμπόριο μεταξύ Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεύτερο στάδιο
Εξετάζεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος αθλητικός κανόνας εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής των Άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη:
- Το γενικό πλαίσιο υιοθέτησης και εφαρμογής του αθλητικού κανόνα και τους αντικειμενικούς σκοπούς που επιθυμεί να εκπληρώσει (αναγνωρίζοντας ότι η προστασία της ακεραιότητας του αθλητισμού δύναται να συνιστά θεμιτό σκοπό).
- Εάν οι περιορισμοί που θέτει ο αθλητικός κανόνας συνδέονται άμεσα με την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει.
- Κατά πόσον ο εν λόγω κανόνας είναι αναλογικός για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Τρίτο στάδιο
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται τα κριτήρια που αναφέρονται στο Δεύτερο στάδιο, τότε εξετάζεται κατά πόσον ο αθλητικός κανόνας ικανοποιεί τις προϋποθέσεις εξαίρεσης βάσει του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ ή εάν υπάρχουν λόγοι αντικειμενικής αιτιολόγησης, ώστε να μην τίθεται ζήτημα παράβασης του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ.
Η πιο πάνω προσέγγιση ουσιαστικά καταργεί την μεθοδολογία της απόλυτης εξαίρεσης βάσει του αμιγώς αθλητικού χαρακτήρα που ίσχυε στο παρελθόν καθιερώνοντας μία κατά περίπτωση αξιολόγηση τυχόν παράβασης των Άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, εκτός εάν συντρέχουν οι λόγοι εξαίρεσης που προνοούνται στο δεύτερο και τρίτο στάδιο που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Εφαρμογή της μεθοδολογίας Meca – Medina
Τα τελευταία χρόνια η Επιτροπή έχει διαπιστώσει μόνο μια παράβαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στον τομέα του αθλητισμού. Πρόκειται για την υπόθεση International Skating Union, η οποία αφορούσε καταγγελία εκ μέρους δύο επαγγελματιών παγοδρόμων ταχύτητας, σε σχέση με το ότι ορισμένοι κανόνες επιλεξιμότητας της Διεθνούς Ένωσης Παγοδρομίας (εφεξής «ISU»), η οποία αποτελεί τη Διεθνή Αθλητική Ομοσπονδία Πατινάζ, στην οποία υπάγονται οι εθνικές ομοσπονδίες πατινάζ, και η οποία ασκεί τόσο ρυθμιστικές όσο και εμπορικές δραστηριότητες, ήταν αντίθετοι με τα Άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η ISU αποτελεί τη μόνη αναγνωρισμένη από την ΔΟΕ διεθνή αθλητική ομοσπονδία για τη ρύθμιση και διαχείριση αθλημάτων παγοδρομίας σε παγκόσμιο επίπεδο (ρυθμιστική δραστηριότητα). Παράλληλα, η ISU συνιστά διοργανωτή των σημαντικότερων ευρωπαϊκών και διεθνών αγώνων, συμπεριλαμβανομένων και των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, που αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων για τους επαγγελματίες παγοδρομείς (οικονομική δραστηριότητα).
Οι εν λόγω παγοδρόμοι ισχυρίστηκαν ότι οι αναφερόμενοι κανόνες επιλεξιμότητας της ISU λειτουργούσαν αποτρεπτικά ως προς τη συμμετοχή τους σε αγώνες που διοργάνωναν ανταγωνιστικοί φορείς που δεν είχαν εξασφαλίσει την έγκριση της ISU. Συγκεκριμένα, η αποτροπή οφειλόταν στις αυστερές κυρώσεις οι οποίες προβλέπονταν για τη συμμετοχή σε μη εγκεκριμένους από την ISU αγώνες, εν προκειμένου τον δια βίου αποκλεισμό από μελλοντικούς αγώνες της ISU. Ουσιαστικά, οι κανόνες επιλεξιμότητας ισοδυναμούσαν με ρήτρα μη άσκησης ανταγωνισμού.
Η ISU επικαλούμενη τις ιδιαιτερότητες του αθλητισμού, επιχειρηματολόγησε ως προς τη νομιμότητα του σκοπού θέσπισης των εν λόγω κανόνων. Προς το σκοπό αυτό προέβαλε αφενός την αναγκαιότητα προστασίας της ακεραιότητας του αθλήματος και αφετέρου τη διασφάλιση της ορθής οργάνωσης και διεξαγωγής των αγώνων, ειδικότερα όσον αφορά τον περιορισμό του κινδύνου χειραγώγησης των αγώνων.
Η Επιτροπή απέρριψε τις ως άνω θέσεις της ISU και εξέδωσε καταδικαστική απόφαση, κρίνοντας ότι οι υπό αναφορά κανόνες επιλεξιμότητας περιόριζαν τον ανταγωνισμό κατά παράβαση του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ.
Η εν λόγω καταδικαστική απόφαση επικυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο το οποίο εφαρμόζοντας την μεθοδολογία που αναπτύχθηκε στην υπόθεση Meca – Medina, κατέληξε πως η προστασία της ακεραιότητας του αθλήματος μπορεί να αποτελέσει ένα αντικειμενικό και συναφώς νόμιμο σκοπό θέσπισης ενός αθλητικού κανόνα. Εντούτοις, εν προκειμένω κρίθηκε ότι η υπέρμετρη χρονική διάρκεια της κύρωσης δεν ικανοποιούσε το κριτήριο της αναλογικότητας, και ως εκ τούτου ο σχετικός αθλητικός κανόνες ήταν αντιανταγωνιστικός.
Το Γενικό Δικαστήριο υιοθετώντας την κατάληξη της Επιτροπής, συμφώνησε με το συμπέρασμα ότι οι κανόνες επιλεξιμότητας περιόριζαν αναιτιολόγητα τις δυνατότητες των επαγγελματιών παγοδρόμων ταχύτητας για ελεύθερη συμμετοχή σε αγώνες μη εγκεκριμένους από την ISU. Τόνισε σχετικά ότι οι κανόνες επιλεξιμότητας απέκλειαν τους δυνητικούς διοργανωτές ανταγωνιστικών αγώνων από την συμμετοχή των αθλητών που ήταν απαραίτητη για τη διοργάνωση των εν λόγω αγώνων.
Κατά την εξέταση της αναλογικότητας του κανόνα, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε ιδιαίτερα υπόψη του τον ισόβιο αποκλεισμό επαγγελματιών αθλητών σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η καριέρα αυτών διαρκεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα και ότι τα αγωνίσματα που διοργανώνει η ISU αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων τους.
Η εφαρμογή των αντιμονοπωλιακών κανόνων σε σχέση με τα δικαιώματα αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων
Ένας σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στην οικονομική ανάπτυξη του τομέα του αθλητισμού είναι η πώληση δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων. Σημειώνεται ότι η πώληση δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων συνιστά οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του Δικαίου του Ανταγωνισμού σε σχέση με την πώληση δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη διάσταση συνίσταται στην οριζόντια σχέση που προκύπτει μεταξύ των αθλητικών ομοσπονδιών κατά τη συλλογική πώληση εκ μέρους των αθλητικών ομάδων των δικαιωμάτων ζωντανής αποκλειστικής αναμετάδοσης των αγώνων τους. Η δεύτερη διάσταση συνίσταται στην κάθετη σχέση που προκύπτει από τις συμφωνίες μεταξύ των αθλητικών ομοσπονδιών και των διαχειριστών μέσων ενημέρωσης αναφορικά με την πώληση και απόκτηση οπτικοακουστικού περιεχομένου, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την αγορά επόμενου σταδίου στην οποία δραστηριοποιούνται οι τελευταίοι, οι οποίοι αποκτούν τα δικαιώματα αναμετάδοσης.
Σε οριζόντιο επίπεδο θεωρείται ότι η συλλογική πώληση δικαιωμάτων αναμετάδοσης αποτελεί μια μορφή σύμπραξης μεταξύ των αθλητικών ομάδων που αποφασίζουν να ομαδοποιήσουν και να προωθήσουν τα δικαιώματα αναμετάδοσης των αθλητικών αγώνων τους μέσω ενός αντιπροσώπου τους π.χ. της αθλητικής ομοσπονδίας στην οποία ανήκουν. Μέσω αυτής της πρακτικής, επηρεάζεται ο ανταγωνισμός για τους ακόλουθους λόγους:
- Η αθλητική ομοσπονδία έχει τη δυνατότητα να καθορίσει μονομερώς τις τιμές πώλησης των δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων με αποτέλεσμα να υπάρχουν αυξημένες τιμές που θα επηρεάσουν τη δευτερογενή αγορά και τον τελικό καταναλωτή.
- Η αθλητική ομοσπονδία έχει τη δυνατότητα να παρέχει μειωμένη διαθεσιμότητα δικαιωμάτων σχετικά με ζωντανές αναμεταδόσεις αθλητικών αγώνων λόγω ανησυχιών εκ μέρους των αθλητικών ομάδων για την προσέλευση του κοινού στα στάδια.
- Ενδυναμώνεται η θέση ισχύος στην αγορά των κύριων ραδιοτηλεοπτικών φορέων που έχουν την οικονομική δύναμη να υποβάλουν υψηλές προσφορές για την απόκτηση όλων των δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων.
Σχετικές είναι οι υποθέσεις European UEFA Champions League[8] της Γερμανικής Bundesliga[9] και της FA Premier League[10]. Στις εν λόγω υποθέσεις, η Επιτροπή είχε αποφανθεί ότι η πρακτική συλλογικής πώλησης δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων διαχείρισης ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων από αθλητικές ομοσπονδίες επηρέαζε τον ανόθευτο ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, η εν λόγω πρακτική συνέβαλε στην αύξηση τιμών και στη συγκέντρωση των αποκλειστικών τηλεοπτικών δικαιωμάτων σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων και είχε αρνητικά αποτελέσματα στην τεχνολογική ανάπτυξη προς ζημία των καταναλωτών.
Παράλληλα όμως, η πρακτική συλλογικής πώλησης δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων χαρακτηρίζεται από ορισμένα πλεονεκτήματα. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω πρακτική προσφέρει έναν αποτελεσματικότερο τρόπο συναλλαγής με μειωμένο κόστος και χρόνο, καθώς αποτελεί πιο απλουστευμένη διαδικασία σε σύγκριση με τη διαδικασία αγοράς δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων από κάθε αθλητική ομάδα ξεχωριστά. Επιπρόσθετα, από την εν λόγω πρακτική δυνατόν να ωφελούνται και μικρές αθλητικές ομάδες των οποίων θα ήταν πιο δύσκολη η πώληση των δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων και στις οποίες μέσω της εν λόγω πρακτικής διασφαλιζόταν και ένα ελάχιστο ποσό ανεξαρτήτως της προσέλευσης θεατών στον αθλητικό αγώνα.
Με το πιο πάνω σκεπτικό, η Επιτροπή έκρινε ότι η συλλογική πώληση δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις εξαίρεσης του Άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ, νοουμένου ότι θα λαμβάνονταν ορισμένα μέτρα ώστε να διασφαλίζεται η συμβατότητα τέτοιων συλλογικών πωλήσεων με τον ανταγωνισμό. Τέτοια μέτρα συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση διαφάνειας κατά το στάδιο υποβολής προσφορών από ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις για την αγορά πακέτων δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων, τη μικρή χρονική διάρκεια και περιορισμένη έκταση των εν λόγω αποκλειστικών δικαιωμάτων, την παροχή εναλλακτικών διαδικασιών στην περίπτωση όπου δεν πραγματοποιηθεί η πώληση των δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων και τη δυνατότητα στις αθλητικές ομάδες να διατηρήσουν το δικαίωμα πώλησης των δικαιωμάτων αναμετάδοσης αθλητικών αγώνων σε τρίτους.
Η εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στον τομέα του αθλητισμού
Οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων εφαρμόζονταν ανέκαθεν στον τομέα του αθλητισμού. Εντούτοις, μέχρι πρόσφατα οι εν λόγω κανόνες δεν υπάγονταν σε διαδικασίες διερεύνησης ή σε επιβολή κυρώσεων από την Επιτροπή, με αποτέλεσμα τα περισσότερα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην προχωρούν σε κοινοποίηση προς την Επιτροπή των σχεδίων κρατικών ενισχύσεων αναφορικά με αθλητικούς οργανισμούς.
Μία υπόθεση που επηρέασε σημαντικά την εφαρμογή του Δικαίου των Κρατικών Ενισχύσεων στον αθλητικό τομέα ήταν η Leipzig/Halle[11]. Στην εν λογω υποθεση κρίθηκε από το Γενικό Δικαστήριο ότι η παροχή κρατικής ενίσχυσης αναφορικά με την κατασκευή υποδομών εμπίπτει στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Έκτοτε, η Επιτροπή έχει ασχοληθεί με περισσότερες από 20 υποθέσεις σχετικά με την παροχή κρατικών ενισχύσεων σε αθλητικούς οργανισμούς, με την πλειοψηφία των οποίων να αφορούν παροχή κρατικών ενισχύσεων σε ποδοσφαιρικά σωματεία.
Η Επιτροπή εξετάζει τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά βάσει του Άρθρου 107(3)(γ) ΣΛΕΕ που προβλέπει ότι «οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντίκειτο προς το κοινό συμφέρον».
Στη συνέχεια, θα παρουσιαστούν συνοπτικά ορισμένες υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων στον τομέα του αθλητισμού.
Η δημιουργία σταδίου στην Tampere
Η Επιτροπή το 2017 έκρινε ως συμβατή με την εσωτερική αγορά τη δημόσια επιχορήγηση ενός σταδίου στην Tampere από την Φινλανδική Κυβέρνηση[12]. Το στάδιο θα είχε χωρητικότητα 11.440 θέσεων και θα αποτελούνταν κυρίως από παγοδρόμια. Η Κυβέρνηση της Φινλανδίας είχε παραχωρήσει ενισχύσεις για την κατασκευή του σταδίου υπό την μορφή άμεσης επιχορήγησης, καθώς και μέσω μετοχικών κεφαλαίων και της παραχώρησης δανείου. Ο τρόπος με τον οποίο είχε παραχωρηθεί η ενίσχυση ήταν τέτοιος ώστε να διασφαλίζεται αρχικά, η διαφάνεια της διαδικασίας επιχορήγησης και περαιτέρω ότι η Κυβέρνηση της Φινλανδίας δεν θα επωφελείτο από την εν λόγω ενίσχυση. Κατά τη διερεύνηση της συμβατότητας της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, υπογραμμίστηκε το γεγονός ότι το στάδιο δεν προοριζόταν για αποκλειστική χρήση από επαγγελματικές ομάδες, αλλά θα ήταν διαθέσιμο και στο κοινό. Επομένως, η συγκεκριμένη επιχορήγηση κρίθηκε ως συμβατή με την εσωτερική αγορά.
Η παραχώρηση γης στη Real Madrid
Αντικείμενο της υπόθεσης αποτέλεσε το ενδεχόμενο ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης προς το αθλητικό σωματείο Real Madrid. Συγκεκριμένα, το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως ακολούθως. Το 1996 είχε συμφωνηθεί μεταξύ της Real Madrid και του Δημαρχείου της Μαδρίτης η ανταλλαγή ορισμένων τεμαχίων γης που ανήκαν στο αθλητικό σωματείο Real Madrid με τεμάχιο γης που ανήκε στις αρχές της Μαδρίτης. Η εν λόγω συμφωνία ολοκληρώθηκε και εφαρμόστηκε το 1998. Ωστόσο, η ανταλλαγή που αφορούσε συγκεκριμένα τεμάχια γης που ανήκαν στο Δημαρχείο της Μαδρίτης και τα οποία αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας ανταλλαγής κρίθηκε παράνομη. Ως αποτέλεσμα, το Δημαρχείο της Μαδρίτης δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει βάσει της Συμφωνίας Ανταλλαγής, η οποία υπαγόρευε στα μέρη να καταλήξουν σε πρόσθετη συμφωνία αναφορικά με την αποζημίωση του αθλητικού σωματείου Real Madrid για τα τεμάχια γης αξίας €22,7 εκατ. που δεν είχαν μεταφερθεί.
Το 2011 ορισμένοι Ισπανοί πολίτες υπέβαλαν καταγγελίες εναντίον του αθλητικού σωματείου Real Madrid ενώπιον της Επιτροπής, ισχυριζόμενοι ότι το εν λόγω αθλητικό σωματείο φέρεται να είχε λάβει παράνομη κρατική ενίσχυση από το Δημαρχείο της Μαδρίτης σε σχέση με μια σειρά από μεταβιβάσεις ακινήτων.
Η Επιτροπή είχε αμφιβολίες για τον τρόπο εκτίμησης της αξίας των τεμαχίων γης λόγω της αύξησης της αξίας του κατά €20 εκατ. σε διάστημα 13 χρόνων. Κατόπιν εκτίμησης, η Επιτροπή κατέληξε ότι πράγματι υπήρχε υπερεκτίμηση της αξίας των τεμαχίων γης και ότι η εν λόγω αξία δεν αντανακλούσε την αγοραία αξία τους.
Το 2016 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σε σχέση με το κατά πόσον το Δημαρχείο της Μαδρίτης είχε συμπεριφερθεί σύμφωνα με την «αρχή του πωλητή οικονομίας της αγοράς». Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το Δημαρχείο της Μαδρίτης δεν είχε προβεί σε εκτίμηση της εύλογης εμπορικής αξίας ενόψει της πραγματικής μελλοντικής εμπορικής χρήσης των ακινήτων γης, πριν από τη σύναψη των αρχικών συμβολαίων ή/και της συμφωνίας διακανονισμού και επίσης απέτυχε να αναζητήσει νομική καθοδήγηση πριν εμβαθύνει στο αρχικό στάδιο της συμφωνίας.
Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το Δημαρχείο της Μαδρίτης δεν συμπεριφέρθηκε ως ορθολογικός ιδιώτης πωλητής σε οικονομίας της αγοράς και ως εκ τούτου εκχώρησε οικονομικό πλεονέκτημα στο αθλητικό σωματείο Real Madrid, θέτωντας τα υπόλοιπα αθλητικά σωματεία της ΕΕ σε σαφή μειονεκτική θέση.
Κατόπιν αίτησης αναιρέσεως από το αθλητικό σωματείο Real Madrid, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε πως πράγματι είχε υπερεκτιμηθεί το επίμαχο τεμάχιο γης. Εντούτοις, λόγω του ότι διαπιστώθηκε ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή όλα τα πραγματικά περιστατικά της συναλλαγής, όπως είναι η παραχώρηση πρόσθετης γης από το αθλητικό σωματείο Real Madrid στο Δημαρχείο της Μαδρίτης, κατά την αξιολόγηση του υπέρτερου οικονομικού κέρδους που θα λάμβανε η Real Madrid από την Επιτροπή, η απόφαση ακυρώθηκε.
Καταληκτικά σχόλια
H αρχική προσέγγιση ήθελε τον αθλητικό τομέα να εκπίπτει εξ υπ αρχής από το πεδίο εφαρμογής του Δικαίου του Ανταγωνισμού καθώς θεωρούσε ότι ο εν λόγω τομέας, και οι δραστηριότητες που ασκούνται εντός αυτού, είχαν αμιγώς αθλητικό χαρακτήρα. Εντούτοις, η νομολογιακή εξέλιξη οδήγησε σε μία νέα προσέγγιση βάσει της οποίας το Δίκαιο του Ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί στον αθλητικό τομέα, νοουμένου ότι οι υπό εξέταση δραστηριότητες έχουν και οικονομικό χαρακτήρα. Απόφαση ορόσημο για τη διαμόρφωση της προαναφερόμενης νέας προσέγγισης αποτέλεσε η υπόθεση Meca – Medina, με την οποία θεσπίστηκαν τα στάδια που πρέπει να ακολουθεί η κατά περίπτωση αξιολόγηση της ενδεχόμενης παράβασης του Δικαίου του Ανταγωνισμού.
Ανάλογη ήταν και η διαχρονική εξέλιξη όσον αφορά την αντιμετώπιση κρατικών ενισχύσεων από αθλητικά σωματεία ή ομάδες. Ειδικότερα όσον αφορά τον τομέα των αθλητικών υποδομών διαφαίνεται ότι είναι δυνατόν να προκύψουν περιπτώσεις όπου οι πωλήσεις ή/και μισθώσεις περιουσιακών στοιχείων από το Κράτος δεν ικανοποιούν την αρχή του Ιδιώτη Επιχειρηματία σε Οικονομία της Αγοράς, με αποτέλεσμα να εκχωρούνται κατά τρόπο επιλεκτικό οικονομικά πλεονεκτήματα σε συγκεκριμένες αθλητικές ομάδες ή σωματεία.
[1] Υπόθεση C-36/74, B.N.O. Walrave, L.J.N. Koch v. Association Union cycliste internationale, Koninklijke Nederlandsche Wielren Unie και Federación Española Ciclismo.
[2] Υπόθεση C-519/04 P, David Meca-Medina και Igor Majcen v. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
[3] Υπόθεση C-36/74, B.N.O. Walrave, L.J.N. Koch v. Association Union cycliste internationale, Koninklijke Nederlandsche Wielren Unie και Federación Española Ciclismo.
[4] Υπόθεση C-415/93, Union royale belge des sociétés de football association ASBL v. Jean-Marc Bosman, Royal club liégeois SA, Jean-Marc Bosman και λοιπών και Union des associations européennes de football (UEFA) v. Jean-Marc Bosman.
[5] Υπόθεση C-309/99, J. C. J. Wouters, J. W. Savelbergh και Price Waterhouse Belastingadviseurs BV v. Algemene Raad van de Nederlandse Orde van Advocaten.
[6] Ibid, παρ. 97
[7] Υπόθεση C-519/04 P, David Meca-Medina και Igor Majcen v. Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
[8] Υπόθεση COMP/C.2-37.398, Απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2003, σχετικά με διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Κοινή πώληση των αποκλειστικών δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του κυπέλλου πρωταθλητριών της ευρωπαϊκής ένωσης ποδοσφαίρου (ΟΥΕΦΑ).
[9] Υπόθεση COMP/C-2/37.214, Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ – Κοινή πώληση των δικαιωμάτων μετάδοσης του γερμανικού ομοσπονδιακού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου.
[10] Υπόθεση COMP/C-2/38.173, Απόφαση της Επιτροπής, της 22ας Μαρτίου 2006, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ – Κοινή πώληση των δικαιωμάτων μετάδοσης των αγώνων του πρωταθλήματος της πρώτης εθνικής κατηγορίας.
[11] Υπόθεση C-288/11 P, C-288/11 P – Mitteldeutsche Flughafen and Flughafen Leipzig-Halle v. Commission.
[12] Υπόθεση SA.47683 (2017/N) – Finland- Tampere Arena.