Από το έτος 1964 με την συγχώνευση των δυο Ανωτάτων Δικαστηρίων της Κύπρου ένεκα της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης η δομή και η οργάνωση της Κυπριακής Δικαιοσύνης λειτουργούσε με ένα απλοϊκό και ταυτόχρονα συγκεντρωτικό σύστημα για περίπου 60 χρόνια. Στο Ανώτατο Δικαστήριο συγκεντρώθηκαν μια πλειάδα αρμοδιοτήτων, καθότι του δόθηκαν όλες οι εξουσίες, τόσο του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου όσο και του Ανώτατου Δικαστηρίου. Έτσι, είχε εξουσίες Εφετείου τόσο στην πολιτική και ποινική δικαιοδοσία όσο και στην αναθεωρητική ενώ παράλληλα για τη τελευταία είχε και την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία. Επίσης, μεταξύ άλλων, ήταν ναυτοδικείο, εκλογοδικείο, εκδίκαζε ζητήματα συνταγματικότητας των νόμων[1] καθώς είχε και την αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης των προνομιακών ενταλμάτων.
Το έτος 2023, και μετά από μια επίπονη διαδικασία διαβούλευσης, αποτέλεσε ορόσημο για την Κυπριακή Δικαιοσύνη. Μετά από 60 χρόνια, επανασυστάθηκε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με το διαχωρισμό του από το Ανώτατο Δικαστήριο ως προβλεπόταν στο Σύνταγμα, δηλαδή την ύπαρξη δυο Ανωτάτων Δικαστηρίων. Παρενθετικά είναι πολύ σημαντικό να λεχθεί ότι από το 2015 είχε ουσιαστικά δημιουργηθεί στη Κύπρο τακτική διοικητική δικαιοσύνη με την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου ως έχων την αποκλειστική αρμοδιότητα εκδίκασης διοικητικών προσφυγών σε πρώτο βαθμό, ενώ το έτος 2018 ιδρύθηκε το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με αρμοδιότητες επί αιτημάτων ασύλου.
Στα δυο αυτά Ανώτατα Δικαστικά Σώματα επιφυλάχτηκαν διακριτές αρμοδιότητες ως αυτές προβλέπονταν στο Σύνταγμα πριν την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Πέραν όμως αυτού, σημαντικό είναι το γεγονός ότι ανατέθηκαν στα εν λόγω Δικαστήρια νέες αρμοδιότητες και εν πολλοίς άγνωστες ως τότε στο κυπριακό δικαιικό σύστημα. Συγκεκριμένα, και μεταξύ άλλων, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Διοικητικού Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου επί θέματος δημοσίου δικαίου ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων δευτεροβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Επίσης, αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων δευτεροβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, και καινοτόμο στοιχείο του κυπριακού συστήματος δικαιοσύνης είναι ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο λειτουργεί και ως δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο, δηλαδή ως το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο εξετάζει ενστάσεις που αφορούν ζητήματα διορισμού και προαγωγής δικαστών μετά την έκδοση σχετική απόφασης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Την ίδια στιγμή όμως το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο έχει εξουσία διορισμού, πρoαγωγής, μετάθεσης, τερματισμού της υπηρεσίας, απόλυσης και πειθαρχικής εξoυσίας επί των Δικαστών του Διοικητικού Εφετείου και των Δικαστών των Διοικητικών Δικαστηρίων. Με απλά λόγια για πρώτη φορά προβλέπεται ένδικο μέσo για τις διαδικασίες που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών (διορισμός, προαγωγής κ.α).
Στο δε Ανώτατο Δικαστήριο, πέραν της αποκλειστικής δικαιοδοσίας για την εκδίκαση προνομιακών ενταλμάτων, ανατέθηκε η εξουσία να εκδικάζει παραπεμφθείσα υπό του Εφετείου έφεση κατά αποφάσεως δικαστηρίου ασκούντος πολιτική ή/και ποινική δικαιοδοσία περιλαμβανομένου δικαστηρίου ειδικής δικαιοδοσίας, επί θέματος μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων δευτεροβάθμιας πολιτικής ή ποινικής δικαιοδοσίας. Επιπλέον, αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων δευτεροβάθμιας πολιτικής ή ποινικής δικαιοδοσίας.
Ακόμη, κατ’ αναλογία με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο το Ανώτατο Δικαστήριο, ως Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κέκτηται εξουσία για το διορισμό, την προαγωγή και των άλλων συναφών θεμάτων των δικαστών του Εφετείου και των Δικαστών των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, πλην του Διοικητικού Εφετείου και των Διοικητικών Δικαστηρίων καθώς επίσης, λειτουργεί και ως δευτεροβάθμιο όργανο κρίσεως επί των αποφάσεων το Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστικού Συμβουλίου.
Παράλληλα με την νέα δομή των Ανώτατων Δικαστηρίων προστέθηκε επιπλέον η δημιουργία του Εφετείου με δευτεροβάθμια αρμοδιότητα στην αρχή επί όλων των δικαιοδοσιών (αστική, ποινική και αναθεωρητική) ενώ πολύ πρόσφατα υπήρξε τομή και στην οργάνωση του Εφετείου με την δημιουργία πλέον του Διοικητικού Εφετείου με αποκλειστική αρμοδιότητα την εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό αναθεωρητικών υποθέσεων.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι έχει δημιουργηθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης της δικαιοσύνης με καταμερισμό αρμοδιοτήτων και διακριτές εξουσίες. Κατ’ αρχή διαπιστώνεται μια νέα ιεραρχική δομή δικαιοσύνης. Ξεκινώντας από τα πρωτοβάθμια Δικαστήρια, ήτοι τα Επαρχιακά Δικαστήρια, τα Ειδικά Δικαστήρια αστικής φύσεως (Οικογενειακό Δικαστήριο, Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως, Εργατικό Δικαστήριο αλλά και σύντομα του Ναυτοδικείου και του Εμπορικού Δικαστηρίου) και τα Διοικητικά Δικαστήρια. Ακολουθούν πλέον τα δυο Εφετεία και καταλήγουμε στην κορυφή της δικαστικής πυραμίδας με τα δυο Ανώτατα Δικαστήριο με πλήρως διακριτές αρμοδιότητες.
Περαιτέρω, δημιουργείται για πρώτη φορά ένα είδος τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας όπου πλέον εγκαινιάζεται μια μορφή αναιρετικού ελέγχου ανάλογης φύσεως που ισχύει σε συστήματα δικαίου της κεντρικής Ευρώπης, τα οποία μάλιστα ανήκουν στη οικογένεια συστημάτων του ηπειρωτικού δικαίου[2]. Άξιο μνείας είναι πλέον ο πλήρης διαχωρισμός των δικαιοδοσιών στα ανάλογα πρότυπα που ισχύει π.χ. στην ελληνική περίπτωση. Έτσι,η διοικητική (αναθεωρητική) δικαιοδοσία ακολουθεί ξεχωριστεί δομή και ιεραρχία από την αστική και ποινική δικαιοδοσία.
Σημείο δε τομής για την δικαιοσύνη θα πρέπει να θεωρείται επίσης η νέα διαδικασία για ζητήματα πρόσληψης, προαγωγής και πειθαρχικού ελέγχου των μελών της δικαστικής υπηρεσίας. Για πρώτη φορά προβλέπεται η διαδικασία ένστασης ενδιαφερόμενου μέρους επί της απόφασης των δυο Δικαστικών Συμβουλίων. Περαιτέρω, ο διαχωρισμός των δυο Ανώτατων Δικαστηρίων και η εξουσία εκάστου Δικαστικού Συμβουλίου για τον έλεγχο των αποφάσεων του ετέρουΔικαστικού Συμβουλίου δημιουργεί συνθήκες επιπλέον εμπέδωσης του κράτους δικαίου μέσω διαδικασιών ελέγχουν μεταξύ των δυο αυτών σωμάτων. Με άλλα λόγια δημιουργούνται θεσμικά αντίβαρα εντός του κόλπου της κυπριακή δικαιοσύνης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τα κυπριακά Δικαστήρια και δει τα δυο Ανώτατα Δικαστήρια θα κληθούν να αποφασίσουν επί νέων ένδικών διαδικασιών και νομικών φαινομένων. Η πρόσφατη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου για το ζήτημα της μη μονιμοποίησης δικαστού συνιστά ένα κλασσικό παράδειγμα με καινοφανή νομικά ζητήματα. Η δε κρίση του θα συνιστά νομολογιακό προηγούμενο που θα εφαρμόζεται για τις μετέπειτα διαδικασίες. Ακόμη, βέβαιο θα πρέπει να θεωρείται ότι θα προκύπτουν συνεχώς ζητήματα στα οποία θα πρέπει να ερμηνευτούν αόριστες νομικές έννοιες για την ανάγκη παραδεκτού επί παραπομπών και νομικών ερωτημάτων. Έτσι, π.χ.η νομολογία συνεχώς θα εμπλουτίζει και θα εξηγεί στο σε τί συνίσταται η έννοια «θέματος δημοσίου δικαίου» ή «μείζονος δημοσίου συμφέροντος» ή «γενικής δημόσιας σημασίας». Με απλά λόγια επιβάλλεται η βαθμιαία ωρίμανση του τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας μέσω της νομολογίας, αν και έχουν ήδη εκδοθεί ορισμένες αποφάσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Επιπλέον, θα πρέπει μέσω της νομολογίας να αποσαφηνιστεί το νέο σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, το οποίο διατήρησε τόσο τη συγκεντρωτική όσο και το διάχυτη μορφή ελέγχου.
Η πολυεπίπεδη διαστρωμάτωση των πηγών του δικαίου, τόσο λόγω ενωσιακού δίκαιο όσο λόγω της νομολογίας της ΕΣΔΑ, αναπόφευκτα θα οδηγήσει τα κυπριακά δικαστήρια να επιληφθούν ζητημάτων εντός του νέου μοντέλου λειτουργίας τους. Επιπροσθέτως, εξαιτίας του Brexit θα υπάρχει περιορισμένο νομολογικό προηγούμενο αντλούμενο από το Η.Β. σε θέματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και ειδικά σε ζητήματα δικονομικής μεταχείρισης τους. Αναφύεται λοιπόν η ανάγκη για συγκριτική διάθεση του Κύπριου Δικαστή προς άλλες έννομες τάξεις πέραν του στενού πυρήνα του κοινοδικαίου. Ο τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας είναι πολύ καλά εμπεδωμένος και αρκετά ώριμος σε πολλές έννομες τάξεις της Ευρώπης.
Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η πρόσφατη δικαστική μεταρρύθμιση στη Κύπρο έχει επισφραγίσει έτη περαιτέρω ότι η κυπριακή έννομη τάξη χαρακτηρίζεται ως ένα μεικτό σύστημα δικαίου όπου σε αυτή εφαρμόζονται στοιχεία του κοινοδικαίου και του ηπειρωτικού μοντέλου (για το τελευταίο ειδικότερα στο τομέα της διοικητικής και συνταγματικής δικαιοσύνης). Συνεπώς, η μελέτη νομολογίας Δικαστηρίων από χώρες της Ευρώπης και δει Ανώτατων Δικαστηρίων θα μπορεί να παρέχει σημαντική και χρήσιμη καθοδήγηση για τα κυπριακά δικαστήρια για των χειρισμών επί των νέων ένδικών μέσων και διαδικασιών που έχουν προκύψει από την δικαστική μεταρρύθμιση. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι για τα τρία χρόνια που είχε λειτουργήσει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο πριν την ενσωμάτωση του με το Ανώτατο Δικαστήριο, ο πρόεδρος του ήταν ο Γερμανός Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Ernst Forsthoff. Μάλιστα το άρθρο 144 του Συντάγματος ως ίσχυε κατά την λειτουργία του Δικαστηρίου αυτού προέβλεπε αποκλειστικά συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Έτσι, η συμμετοχή ενός νομομαθούς δικαστή προερχόμενου από μια έννομη τάξη κατά τα πρότυπα του ηπειρωτικού συστήματοςπροφανώς επηρέασε την μέχρι τότε νομολογία του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Τα νέα θεσμικά δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί για την κυπριακή δικαιοσύνη νοηματοδοτούν την ένταξη της σε μια νέα εποχή, στην οποία τα Κυπριακά Δικαστήρια, μετά τον νομοθέτη, καλούνται να θέσουν τα νομολογιακά θεμέλια τους για την καλύτερη δυνατή εμπέδωση των νέων νομικών μηχανισμών προς μια καλύτερη εφαρμογή του Κράτους δικαίου σε μια όλο και περισσότερο απαιτητική και δύσπιστη προς τους θεσμούς κοινωνία.
[1]Να διευκρινιστεί ότι μετά και την θεμελιακή υπόθεση Ιμπραχήμ είχε εφαρμοστεί το διάχυτο σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
[2]Παρόμοιας μορφή φαίνεται να ακολουθεί και το Η.Β. ειδικότερα με την ίδρυση του Supreme Court, το οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα και εκτός του Κοινοβουλίου.