Μια από τις πιο συχνές, ακούσιες ή μη, παρανοήσεις κατά τη συζήτηση ζητημάτων που αφορούν το διεθνές δίκαιο της θάλασσας σε εξω-ακαδημαϊκά περιβάλλοντα έγκειται στο ζήτημα της εκτελεστικής δικαιοδοσίας του παρακτίου κράτους προς προάσπιση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων στην Αποκλειστική Οικονομική του Ζώνη (ΑΟΖ). Ως γνωστόν, τα εν λόγω δικαιώματα κατοχυρώνονται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΣΔΘ) του 1982, κατ’ Αρθρ. 56(1)(α) και κατατείνουν στην εξερεύνηση και εκμετάλλευση των ζώντων και μη ζώντων πόρων της θαλάσσιας αυτής ζώνης σε υπερκείμενα ύδατα, βυθό και υπέδαφος του βυθού. Αν εξαιρέσουμε δε την αποκλειστική δικαιοδοσία του παρακτίου κράτους, σύμφωνα με το Αρθρ. 60 ΣΔΘ, επί των τεχνητών νήσων και λοιπών εγκαταστάσεων και κτισμάτων που τούτο μόνον έχει την εξουσία να εγκαθιστά στην θαλάσσια περιοχή της ΑΟΖ, η ΣΔΘ φαίνεται να κατοχυρώνει ευρεία κανονιστική και εκτελεστική δικαιοδοσία μόνον αναφορικά με την προστασία των ζώντων πόρων (αλιευμάτων).
Επεξηγηματικά, σύμφωνα με το Αρθρ. 73 ΣΔΘ, εντός της ΑΟΖ το ενδιαφερόμενο κράτος έχει ευρεία εξουσία λήψης μέτρων, περιλαμβανομένων του ελέγχου εγγράφων πλοίων, επιθεώρησης, σύλληψης και κίνησης της δικαστικής διαδικασίας, για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους νόμους και τους κανονισμούς του, μόνον όμως κατά την ενάσκηση των δικαιωμάτων και δικαιοδοσιών του που σχετίζονται με την έρευνα, εκμετάλλευση και διατήρηση των ζώντων πόρων της ζώνης. Η σιωπή της ΣΔΘ αναφορικά με τους μη ζώντες πόρους (βλ. για παράδειγμα υδρογονάνθρακες), έχει οδηγήσει σημαντική μερίδα της επιστήμης στην άποψη ότι επί της ΑΟΖ η εκτελεστική αρμοδιότητα του παράκτιου κράτους για την εφαρμογή των νόμων και κανονισμών του ή την άσκηση αστυνομικού τύπου (law enforcement) αρμοδιότητας περιορίζεται κατ’ αποκλειστικότητα σε ζητήματα αλιείας. Η ιστορικο-βουλητική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, ιδίως αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα, αλλά λόγω ουσιώδους ομοιότητας των διατάξεων και την ΑΟΖ, στηρίζει πάντως την αντίθετη άποψη. Σύμφωνα με αυτή, το παράκτιο κράτος διαθέτει την πληρότητα της εκτελεστικής αρμοδιότητας, περιλαμβανομένης και της αστυνομικής-νομοφυλακτικής, επί της υφαλοκρηπίδας (και της ΑΟΖ) για να διασφαλίσει την πρόληψη και καταστολή παραβιάσεων της έννομης τάξης του και δη των ρυθμίσεων που εξειδικεύουν τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε σε obiter και από το Διαιτητικό Δικαστήριο που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το Παράρτημα VII της ΣΔΘ για να επιληφθεί της προσφυγής της Ολλανδίας εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας στη γνωστή Υπόθεση του Πλοίου ‘Arctic Sunrise’. Επρόκειτο για πλοίο της Greenpeace International, στο οποίο επέβαιναν τριάντα ακτιβιστές που επιχείρησαν να κάνουν απόβαση προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την καταστροφή του περιβάλλοντος σε εξέδρα άντλησης πετρελαίου εντός της ρωσικής ΑΟΖ.
Αν και η θέση αυτή του δικαστηρίου δεν αποτέλεσε σημείο της ratio decidendi, η σχετική επισήμανση έχει ασφαλώς κανονιστική αξία. Γενικεύοντας, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η προβληματική που αναφύεται −καθόλου θεωρητική, παρεμπιπτόντως, για όσους ζούμε στην Κυπριακή Δημοκρατία− οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αποτυχία του μικροσυντάγματος των ωκεανών, όπως αποκαλείται η ΣΔΘ, να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις ανάγκες ασφαλείας των παρακτίων κρατών. Ταυτόχρονα, είναι αληθές ότι η συστηματική εφαρμογή του δικαίου της θάλασσας υπό το πρίσμα των κανόνων του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του εθιμικού δικαίου απαγόρευσης χρήσης βίας μπορεί να επιλύσει έναν μικρό αριθμό προβλημάτων, με δεδομένο ότι σε αρκετές περιπτώσεις τα όρια μεταξύ αστυνομικής δραστηριότητας και προσφυγής στην ένοπλη βία δεν είναι πάντοτε καθαρά. Επιπρόσθετα, η κατάσταση συσκοτίζεται ακόμη περισσότερο, λόγω της νομολογιακά διαμορφωθείσας άποψης σύμφωνα με την οποία η έλλειψη δικαιοδοτικής βάσης ή η άσκηση δραστηριότητας που εμπεριέχει καταναγκασμό σε θαλάσσια περιοχή εκτός δικαιοδοσίας ή διαφιλονικούμενης δικαιοδοσίας δεν καθιστά από μόνη της παράνομη την αντίστοιχη κρατική ενέργεια.
Μολαταύτα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το διεθνές δίκαιο παραμένει ένα δυναμικό, αποκεντρωμένο και οριζόντιο κανονιστικό σύστημα, γεγονός που επιτρέπει την ανάδυση νέων κανόνων, αλλά και την αποσαφήνιση των υφισταμένων μέσα από την επιγενόμενη πρακτική των ενδιαφερομένων δρώντων. Στην κατεύθυνση αυτή, οι αρχές της καλής πίστης και της μη καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων και ευχερειών, σε συνδυασμό με την απαγόρευση διαμόρφωσης τετελεσμένων γεγονότων προ της οριοθέτησης αμφισβητούμενων θαλασσίων ζωνών διαμορφώνουν ένα πρώτο ρυθμιστικό πλαίσιο. Παράλληλα, η κανονιστική δράση μη κρατικών δρώντων, όπως διεθνών οργανισμών, μπορεί να συνδράμει σημαντικά στις προσπάθειες αποσαφήνισης των ορίων μεταξύ ανεκτών οχλήσεων, νομιμότητας και αυθαιρεσίας.
Χαρακτηριστική, εν προκειμένω, είναι η ομόθυμη καταδίκη των τουρκικών ενεργειών στη ΝΑ Μεσόγειο και εντός των ορίων της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αποτυπώθηκε στα Συμπεράσματα της 22ας Μαρτίου 2018, 20ης Ιουνίου 2019 και 14ης Οκτωβρίου 2019. Περαιτέρω, το Συμβούλιο αντιμετωπίζοντας τις διαρκείς τουρκικές προκλήσεις ως παραβιάσεις των κανόνων του διεθνούς δικαίου, και δη της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, προέβη την 11η Νοεμβρίου 2019 στην επιβολή και δέσμης κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας με σκοπό την κατάπαυση της έκνομης τουρκικής δραστηριότητας και την αποκατάσταση της διασαλευθείσας νομιμότητας. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του Συμβουλίου:
«Το πλαίσιο για περιοριστικά μέτρα καθιστά δυνατόν να τεθούν υπό καθεστώς κυρώσεων
- πρόσωπα ή οντότητες που ευθύνονται για δραστηριότητες γεώτρησης σχετιζόμενες με δραστηριότητες έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων για τις οποίες δεν έχει δοθεί άδεια από την Κύπρο εντός των χωρικών της υδάτων, της αποκλειστικής οικονομικής της ζώνης (ΑΟΖ) ή της υφαλοκρηπίδας της. Στις εν λόγω δραστηριότητες γεώτρησης περιλαμβάνονται, όπου η ΑΟΖ ή η υφαλοκρηπίδα δεν έχουν οριοθετηθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δραστηριότητες που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο ή να εμποδίσουν την επίτευξη σχετικής συμφωνίας οριοθέτησης·
- πρόσωπα ή οντότητες που παρέχουν οικονομική, τεχνική ή υλική στήριξη στις προαναφερόμενες δραστηριότητες γεώτρησης·
- συνδεόμενα με τα ανωτέρω πρόσωπα ή οντότητες».
Αξιολογώντας την ως άνω απόφαση από τη σκοπιά του διεθνούς δικαίου για την ευθύνη των κρατών από διεθνώς παράνομες πράξεις καθίσταται σαφές ότι η Ένωση, και δι’ αυτής τα κράτη μέλη που μετέχουν στη σύνθεση και τη διαμόρφωση της βούλησης του Συμβουλίου, εκφράζοντας την πλήρη αλληλεγγύη τους προς την κυπριακή κυβέρνηση, προέβησαν στη λήψη αντιμέτρων ως μη ζημιωθέντα μέρη, σύμφωνα με το Αρθρ. 48 των Άρθρων της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου σχετικά με την ευθύνη των κρατών για διεθνείς αδικοπραξίες (ARSIWA). Η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει ότι η παραβιασθείσα υποχρέωση σε συνάρτηση με την οποία λαμβάνονται τα αντίμετρα είτε ανήκει σε μια ομάδα κρατών (στην οποία περιλαμβάνεται και το λαμβάνων τις κυρώσεις κράτος) και θεμελιώνεται με σκοπό την προστασία ενός συλλογικού συμφέροντος, είτε ανήκει στην διεθνή κοινότητα εν συνόλω, όπως λ.χ. συμβαίνει με την υποχρέωση πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος της γενοκτονίας.
Εύληπτο είναι ότι στην περίπτωση που εξετάζουμε, η Τουρκία έχει παραβιάσει μια δέσμη υποχρεώσεων που απορρέουν τόσο από το δίκαιο της θάλασσας, όσο και από το γενικό διεθνές δίκαιο, και αφορούν στο σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και την αποφυγή δημιουργίας τετελεσμένων επί μη οριοθετημένων ζωνών. Περαιτέρω, δικαιούχος των σχετικών υποχρεώσεων δεν είναι σε καμία περίπτωση η διεθνής κοινότητα, αλλά η Κυπριακή Δημοκρατία ως το άμεσα ενδιαφερόμενο παράκτιο κράτος. Εκ δε του λόγου αυτού, η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η λήψη αντιμέτρων μπορεί να ιδωθεί μόνον υπό το πρίσμα του Αρθρ. 48(2)(a) ARSIWA, δηλαδή ως απάντηση στην παραβίαση υποχρεώσεων που, έστω δευτερογενώς, δομούν ένα προστατευτέο συλλογικό συμφέρον, το οποίο και ανήκει σε μια ομάδα κρατών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η δράση της Ένωσης δεν μπορεί να αγνοήσει τους ισχύοντες διεθνείς κανόνες, ούτε είναι ακριβές ότι επιχειρείται σε νομικό κενό ή, έστω, ότι η νομιμότητά της εξαρτάται μόνον από την εσωτερική συνταγματική της τάξη. Τουναντίον, υπό το Αρθρ. 3(5) ΣΕΕ, η ΕΕ έχει όχι μόνον ενσωματώσει τις αρχές και τους κανόνες του γενικού διεθνούς δικαίου στην εσωτερική συνταγματική της τάξη, αλλά έχει αυτοδεσμευτεί στη δράση της με σκοπό την αυστηρή τήρηση του διεθνούς δικαίου, και δη των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Επομένως, η λήψη αντιμέτρων επιχειρείται όχι μόνον στο πλαίσιο εφαρμογής του δικαίου και των πολιτικών της Ένωσης, αλλά και εντός των ορίων που περιγράφει η ως άνω πρόνοια, ήτοι σε αρμονία προς το διεθνές δίκαιο.
Με δεδομένο δε ότι η δράση της Τουρκίας προσβάλλει πρωταρχικά την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα ενωσιακά αντίμετρα φαίνεται να ανασημασιοδοτούν τη λειτουργία των ως άνω νομικών εννοιών. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης των κρατικών δρώντων και της δόμησης ενός ενιαίου χώρου ασφάλειας και ελευθερίας, δράσεις αποσταθεροποίησης που βλάπτουν τα έννομα συμφέροντα ενός εκ των κρατών-μελών φαίνεται ότι γίνονται, όχι μόνον πολιτικά αλλά και νομικά, αντιληπτές ως παραβλαπτικές των αρχών και σκοπών της Ένωσης που συμπυκνώνουν και τα θεμελιώδη minima συμφερόντων για την προάσπιση των οποίων εγκαθιδρύθηκε η ΕΕ. Η επίμαχη εννοιολόγηση, χωρίς ασφαλώς να προκαλεί εκπλήξεις σε πολιτικό επίπεδο, έχει προέξαρχουσα νομική σημασία, όχι μόνον για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου εντός της ενωσιακής έννομης τάξης, αλλά και ως ερμηνευτικός γνώμονας αναφορικά με την περιώνυμη ρήτρα αλληλεγγύης του Αρθρ. 222 ΣΛΕΕ, η οποία –τουλάχιστον ρητά− προνοεί για το έλασσον (αμοιβαία αρωγή των κρατών σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης, φυσικής ή ανθρωπογενούς καταστροφής), αλλά όχι για το μείζον (απειλή χρήσης ή χρήση βίας εναντίον κράτους μέλους). Εάν η παρούσα εξέλιξη θα οδηγήσει και σε μια διεύρυνση, έστω έμμεση, του κανονιστικού πλάτους της ως άνω ρήτρας μένει, βέβαια, να ιδωθεί.