Στην Κύπρο υπάρχουν δύο βαθμοί δικαιοδοσίας, οπότε έχουμε δύο είδη δικαστικών αποφάσεων. Οι πρωτόδικες ή αλλιώς πρωτοβάθμιες και οι δευτεροβάθμιες. Όταν κάποιος είναι ο χαμένος σε μια ποινική υπόθεση (εδώ αναφέρομαι σε αυτές), δικαιούται να καταχωρήσει έφεση μέσα σε μια ολιγοήμερη προθεσμία στο Ανώτατο Δικαστήριο και να έχει έτσι μια δεύτερη ευκαιρία να κριθεί η υπόθεση του.
Είναι πραγματικά όμως μια δεύτερη ευκαιρία; Με το υφιστάμενο σύστημα πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα αν μιλούσαμε για μια περιορισμένη δεύτερη ευκαιρία.
Στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες που ακολουθούν το λεγόμενο ηπειρωτικό δίκαιο, εκτός του ότι υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες να αμφισβητηθεί μια απόφαση εφόσον υπάρχει τριτοβάθμια δικαιοδοσία, στην έφεση γίνεται νέα ακρόαση της διαθέσιμης μαρτυρίας. Ουσιαστικά γίνεται επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον άλλου δικαστηρίου και υπάρχει πιθανόν διαφορετική κρίση επί του αποδεικτικού υλικού είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορούμενου (έχει συμβεί στην Ελλάδα σε πασίγνωστη υπόθεση φόνου να υπάρξουν τέσσερις αποφάσεις). Δεν υπάρχει επίσης κανένας περιορισμός στην παρουσίαση νέας μαρτυρίας.
Δυστυχώς, η δική μας Νομολογία, πηγή δικαίου στο δικαιϊκό μας σύστημα, προβάλλει ανυπέρβλητα εμπόδια σε αυτή την ουσιαστική εξέταση, κυρίως στο θέμα της προσαγωγής νέας μαρτυρίας. Πολλές προσπάθειες, από την ίδρυση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1960 και μετά, να προσαχθεί τέτοια μαρτυρία σε ποινικές εφέσεις απέτυχαν, εφόσον σταθερά και αδιάλειπτα το Εφετείο απέρριπτε τα σχετικά αιτήματα (βλ. αποφάσεις Simadhiakos (1961), Kolias (1963), Fellekis (1968) μέχρι την Λοϊζίδης (2014) και Ζαρή (2015). Επιτράπηκε μόνο μια φορά στα ογδόντα χρόνια ύπαρξης του (βλ. Zevedheos (1978)!
Η σταθερή επωδός ήταν ότι αν και προβλέπεται στη Νομοθεσία μας η δυνατότητα λήψης νέας μαρτυρίας (άρθρο 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και άρθρο 146(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155), εντούτοις και με παραπομπή στον Αγγλικό Νόμο Criminal Appeal Act του 1907 (στον οποίο βασίστηκε ο Κυπριακός) και την Νομολογία του Αγγλικού Εφετείου μέχρι το 1968, που τροποποιήθηκε ο Νόμος στην Αγγλία, η δυνατότητα αυτή είναι πολύ περιορισμένη και κάτω από πολύ αυστηρά κριτήρια, τα οποία δεν τηρούνταν στις υποθέσεις που εξετάστηκαν ( βλ. Pernell κ.α. ( 1998) 2 Α.Α.Δ. 177)
Καταρχήν επισημαίνω ότι ακολουθούμε ουσιαστικά τις αρχές που θέτει ένα Νόμος ηλικίας άνω των εκατό ετών. Ο Criminal Appeal Act που ισχύει τώρα στην Αγγλία είναι αυτός του 1995. Ο Νόμος του 1995 έθεσε τέσσερις προϋποθέσεις, όχι τόσο αυστηρές όσο αυτές του 1907, για να ακουστεί νέα μαρτυρία (fresh evidence) στο Εφετείο.
Να είναι η μαρτυρία επιδεκτική αξιοπιστίας. Να φαίνεται ότι θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιο λόγο για αποδοχή της έφεσης. Να μπορούσε να γινόταν αποδεκτή στη δίκη για σημείο που είναι αντικείμενο της έφεσης. Να υπάρχει λογική εξήγηση για τη μη προσκόμιση της στη δίκη (σε δική μου ελεύθερη μετάφραση).
Επιπρόσθετα με το Νόμο δόθηκαν εξουσίες στο λεγόμενο Criminal Cases Review Commission (Επιτροπή Αναθεώρησης Ποινικών Υποθέσεων) να διερευνά θέματα που αφορούν πρωτόδικες καταδίκες ή ποινικές εφέσεις που υποβάλλονται και μπορούν να βοηθήσουν στην κρίση του το Εφετείο.
Με τις πιο πάνω αναφορές μου δεν εννοώ επ’ ουδενί ότι τα σχετικά αιτήματα που υποβλήθηκαν στο Κυπριακό Εφετείο όλα αυτά τα χρόνια έπρεπε να γίνουν αποδεκτά. Τα πλείστα θα ήταν έκθετα σε απόρριψη ακόμα και υπό το φως του Αγγλικού Νόμου του 1995.
Υπάρχει όμως ανάγκη θεσμοθέτησης ενός ολοκληρωμένου νόμου για τις ποινικές εφέσεις, συμπεριλαμβανομένων των προνοιών για τις εξουσίες του Εφετείου στην εξέταση τους, που πρέπει οπωσδήποτε να διευρυνθούν με κάποια χαλάρωση των κριτηρίων για αποδοχή νέας μαρτυρίας με σκοπό την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Παράλληλα για κάποιες περιπτώσεις κακοδικίας (mistrial), πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα εξέτασης δικαστικής εξέτασης τους στο διηνεκές, ίσως με την διαδικασία του προνομιακού εντάλματος certiorari, γιατί ποτέ κανείς δε γνωρίζει πότε θα διαφανεί ότι υπήρξε σε υπόθεση παραποίηση στοιχείων ή άλλα αθέμιτη μέθοδος από τον οποιονδήποτε με αποτέλεσμα μια άδικη καταδίκη.