Η χρήση βίας ως μέσο απόκτησης κρατικής κυριαρχίας: Ανάπτυξη των βασικών αρχών στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου και συγκριτική αποτίμηση δύο περιπτώσεων

Αρχικά σύμφωνα με το άρθρο 2§1 του χάρτη του ΟΗΕ μια από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου αποτελεί η κρατική κυριαρχία.  Σύμφωνα με την αρχή της κρατικής κυριαρχίας δεν υφίσταται καμία ανώτερη αρχή στην οποία να υπάγονται νομικά τα Κράτη. Κατά συνέπεια ο ΟΗΕ δεν αποτελεί μια τέτοια αρχή και η ιδιότητα μέλους σε αυτόν δεν συνεπάγεται την απώλεια της κυριαρχίας των κρατών-μελών. Η κυρίαρχη ισότητα αφορά την ισότητα ενώπιων του δικαίου εξαιτίας της ιδιότητας του υποκειμένου του δικαίου, ότι κάθε κράτος απολαμβάνει τα δικαιώματα και βαρύνετε με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο εξαιτίας της νομικής του προσωπικότητας και ανεξαρτήτως της γεωγραφικής του θέσης, του μεγέθους του και της πραγματικής του ισχύος.

Ωστόσο σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η αρχή της κρατικής κυριαρχίας έχει υποστεί σημαντικούς περιορισμούς ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης του ρυθμιστικού πεδίου του διεθνούς δικαίου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είτε συναινετικά μέσω τις σύναψης διεθνών συνθηκών είτε λόγω της δημιουργίας κανόνων εθιμικού διεθνούς δικαίου. Ωστόσο,δεν έχει καταργηθεί και εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις βάσεις του συστήματος του διεθνούς δικαίου.

Έπειτα το άρθρο 2§2  του χάρτη του ΟΗΕ αφορά την αρχή της καλής πίστης η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και η οποία συναντάται στα κυριότερα συστήματα εσωτερικού δικαίου. Η καλή πίστη αποτελεί υποχρέωση κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία των διεθνών συνθηκών. Επίσης σύμφωνα με την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση της Υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας η καλή πίστη αποτελεί την μόνη υποχρέωση η οποία βαρύνει τα κράτη κατά την επίλυση των διαφορών τους μέσω διαπραγματεύσεων.

Από το άρθρο 2§3 προκύπτει ξεκάθαρα η υποχρέωση όπως τα κράτη-μέλη επιλύουν τις διεθνείς διακρατικές διαφορές τους ειρηνικά και όχι με την προσφυγή σε ένοπλη βία. Ωστόσο η επιλογή συγκεκριμένης μεθόδου επίλυσης μιας δια-κρατικής διαφοράς εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των μερών στη διαφορά και αποτελεί έκφραση της συναίνεσης τους ως κυρίαρχων κρατών.

Όσον αφορά το σημερινό θέμα ανάπτυξης στο παρών άρθρο, δηλαδή την απαγόρευση της απειλής ή χρήσης βίας βάση του άρθρο 2§4 του χάρτη του ΟΗΕ όπου αυτό αποτελεί την κορύφωση μιας εξελικτικής διαδικασίας στο δίκαιο η οποία ξεκίνησε με την εισαγωγή του Συμφώνου της Κοινωνίας των εθνών και μέσω της σύναψης του Συμφώνου των Παρισίων του 1928 οδήγησε στην δημιουργία κανόνα εθιμικού δικαίου σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν η χρήση ή απειλή βίας στις διεθνείς σχέσεις.

Όπως έκρινε το Διεθνές Δικαστήριο στην Υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ η συμβατική μορφή του κανόνα άρθρο 2§4 υπάρχει και ισχύει παράλληλα με τον εθιμικό κανόνα της μη χρήσης βίας με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και επιπλέον αποτελεί κανόνα αναγκαστικού διεθνούς δικαίου ο οποίος δεν μπορεί να ανασταλεί με διεθνή συνθήκη και δημιουργεί υποχρεώσεις προς το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Η παραβίαση του γεννά διεθνή ευθύνη την οποία, εκτός από το Κράτος που αποτελεί άμεσο θύμα της χρήσης βίας μπορούν να επικαλεστούν και τρίτα Κράτη.  Ωστόσο η έκταση και το περιεχόμενο απαγόρευσης της χρήσης βίας αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης από την εποχή τυποποίησης του άρθρου 2§4 και η αντιπαράθεση συνίσταται σε δύο προσεγγίσεις:

  • στον όσο το δυνατό μεγαλύτερο περιορισμό της μονομερούς χρήσης βίας από τα κράτη η στην ευρεία έκταση της απαγόρευσης σε συνδυασμό με τον συσταλτικό προσδιορισμό των εξαιρέσεων σε αυτήν και

 

  • στην “ελαστική” εφαρμογή της απαγόρευσης ώστε να επιτρέπεται η μονομερής χρήση βίας και συγχρόνως στον ευρύ ορισμό των εξαιρέσεων της.

Επιπλέον η συχνή προσφυγή σε ένοπλη βία στην πρακτική των κρατών μετά το 1945 δεν οδήγησε παράστην άποψη κάποιων συγγραφέων στην ανεπάρκεια η κατάργηση του κανόνα. Στην υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ το Διεθνές Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κάθε περίπτωση χρήση βίας από τα κράτη μετά το 1945 συνοδεύτηκε από επίκληση μίας από τις εξαιρέσεις στον απαγορευτικό κανόνα και έκρινε ότι αυτή η πραγματικότητα πέρα από το να αποδυναμώνει, επιβεβαιώνει την συνεχιζόμενη ισχύ του κανόνα.

Ωστόσο σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές εργασίες του χάρτη του ΟΗΕ, μόνο η ένοπλη βία απαγορεύεται και όχι η οικονομική ή πολιτική βία. Η χρήση ένοπλης βίας απαγορεύεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε Κράτους. Κατά συνέπεια είναι παράνομη οποιαδήποτε εδαφική μεταβολή ως αποτέλεσμα της χρήσης βίας και υπόκειται σε υποχρέωση μη-αναγνώρισης.

Συγκεκριμένα στο κανόνα απαγόρευσης χρήσης βίας υπάρχουν δύο εξαιρέσεις οι οποίες προβλέπονται από τον χάρτη του ΟΗΕ:

  • Την μονομερή χρήση βίας από τα κράτη σε άσκηση του φυσικού δικαιώματος ατομικής η συλλογικής άμυνας και
  • Τη χρήση βίας μετά από εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας ΗΕ.

Οι δύο αυτές εξαιρέσεις γίνονται οικουμενικά δεκτές στην πρακτική των κρατών. Ωστόσο η έκταση και το περιεχόμενο τους αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης. Επιπλέον ορισμένα κράτη και συγγραφείς υποστηρίζουν την ύπαρξη και άλλων εξαιρέσεων σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο, όπως η ανθρωπιστική επέμβαση και η στρατιωτική επέμβαση μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης ενός Κράτους. Σε αυτήν την περίπτωση η ύπαρξη αυτών των εξαιρέσεων αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης.

Επιμέρους η μόνη περίπτωση νόμιμης μονομερούς χρήσης βίας από τα κράτη είναι κατά το δικαίωμα άμυνας όπου σύμφωνα και με το άρθρο 51 διασφαλίζεται το φυσικό αυτό δικαίωμα σε περίπτωση που λάβει χώρα μια ένοπλη επίθεση.

Πέραν όμως από αυτό υπάρχουν και ορισμένες προϋποθέσεις της άσκησης του δικαιώματος άμυνας όπως διαμορφώθηκαν με τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου και είναι:

  • Η ένοπλη επίθεση
  • Η αναγκαιότητα της άμυνας δηλαδή η επιτακτική ανάγκη προσφυγής σε ένοπλη βία ως του μόνου μέσου για να προστατευθεί ένας κράτος.
  • Η αμεσότητα της άμυνας, δηλαδή η ένοπλη αντίδραση του θύματος της ένοπλης επίθεσης πρέπει να είναι χρονικά άμεση αλλιώς αν είναι σημαντικά μεταγενέστερη μιας ένοπλης επίθεσης τότε έχει χαρακτήρα ένοπλου αντίποινου που απαγορεύεται από το δίκαιο.
  • Η αναλογικότητα της άμυνας.
  • Η γνωστοποίηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας ΗΕ.

Εντούτοις η απαγόρευση της χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί σχετικώς πρόσφατη εξέλιξη. Τοποθετείται ασφαλέστερα στο Σύμφωνο Briand- Kellogtoy 1928, όπου σύμφωνα με το σύμφωνο αυτό του Παρισιού απαγορευόταν η χρήση βίας ως μέσο για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, που υπογράφτηκε από τους υπουργούς εξωτερικών Γαλλίας-ΗΠΑ. Το σύμφωνο αυτό συνάφθηκε μέσα στην προσωρινή ατμόσφαιρα κατευνασμού που χαρακτήρισε την διεθνή πολιτική κατά τον μεσοπόλεμο μετά τις συμφωνίες του Λοκάρνο που αναπτέρωσαν τις ελπίδες συνεννοήσεως της Γερμανίας με τις άλλες Δυνάμεις.

Το σύμφωνο BriandKellogg:

  • πρώτον, εξήγγειλε τη βασική αρχή ότι τα κράτη πρέπει να επιλύουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα,
  • δεύτερον καταδίκαζε τον πόλεμο ως μέσο για την επίλυση των διεθνών διαφορών
  • και τρίτον, διεκήρυσσε ότι τα συμβαλλόμενα κράτη παραιτούνταν από τον πόλεμο ως όργανο της εθνικής πολιτικής τους.

Τα συμβαλλόμενα κράτη ήταν λίγα, από όπου περιλάμβαναν τις κυριότερες Δυνάμεις που λίγα χρόνια αργότερα ενεπλάκησαν και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η ταχεία εθιμική ποιότητα του Συμφώνου δοκιμάσθηκε το 1946 όταν το Διεθνές Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου στη Νυρεμβέργη και η  κατηγορούσα αρχή το επικαλέστηκε για να στοιχειοθετήσει τον χαρακτήρα των πράξεων των κατηγορουμένων ηγετών της ναζιστικής Γερμανίας ως εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Το δικαστήριο στηρίχθηκε επίσης στη Δήλωση του Λονδίνου του 1942 κατά την οποία οι Σύμμαχοι διακήρυξαν ότι θα παρέπεμπαν στη διεθνή δικαιοσύνη όσους διέπρατταν:

  • Εγκλήματα κατά της ειρήνης
  • Εγκλήματα πολέμου
  • Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας

Όπως ανάφερα και προηγουμένως μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε φανερό ότι ορισμένες πράξεις, όπως η γενοκτονία, η διεξαγωγή επιθετικού πολέμου, που προσβάλλουν κατά τρόπο ανυπόφορο θεμελιώδεις αξίες της ανθρωπότητας έπρεπε να επισύρουν ποινική ευθύνη των δραστών τους απέναντι στη διεθνή κοινότητα και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η επιβολή ποινής ήταν δυνατή κατά το δίκαιο της πατρίδας των υπαιτίων. Στα πλαίσια των εξελίξεων αυτών, ιδίως δε μετά τη Δίκη της Νυρεμβέργης επιχειρήθηκε και η διαμόρφωση ενός ποινικού δικαίου με διεθνή χαρακτήρα σύνολο των κανόνων του διεθνούς δικαίου που έχουν ως αντικείμενο πράξεις, οι οποίες διαταράσσουν τόσο σημαντικά τη διεθνή έννομη τάξη ώστε να θεωρούνται αξίες ποινικού κολασμού, απαρτίζει, σύμφωνα με τα παραπάνω “το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων  ή το ποινικό διεθνές δίκαιο.” Το δίκαιο των διεθνών εγκλημάτων έχει επομένως ως αποστολή την προστασία πανανθρώπινων εννόμων αγαθών και αφορά σε πράξεις που συνιστούν ένα ‘οξύ κίνδυνο για την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των κρατών ανεξάρτητα από τν κοινωνική και πολιτική δομή τους και τα οποία, για αυτό το λόγο χαρακτηρίζονται συχνά ως “γνήσια’’ διεθνή εγκλήματα η διεθνή εγκλήματα stricto sensu.

Την τελευταία αυτή ορολογία υιοθέτησε και η AIDP στο 14 Διεθνές Συνέδριο Ποινικού Δικαίου που διέκρινε τα διεθνή εγκλήματα σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

  • Διεθνή εγκλήματα strictos ensu όπου είναι μόνο εκείνες οι πράξεις που συνιστούν προσβολές των ύψιστων αξιών της διεθνούς κοινωνίας. Πρόκειται για εγκλήματα που αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα σύμφωνα με τους γενικά παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου τα οποία θεμελιώνουν άμεση ποινική ευθύνη του ατόμου απέναντι στην διεθνή κοινότητα.
  • Αντίθετα, ως διεθνή εγκλήματα lato sensu θεωρούνται μόνο πράξεις που αναγνωρίζονται βάσει κανόνων του διεθνούς δικαίου οι οποίοι δεν είναι κατ’ ανάγκη διεθνώς παραδεδεγμένοι αλλά αναφέρονται σε προσβολές αξιών, η προστασία των οποίων απαιτεί τη συνεργασία των κρατών.

Χαρακτηριστικό του δικαίου των διεθνών εγκλημάτων είναι ότι καθιερώνει άμεση ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων απέναντι στη διεθνή έννομη τάξη. Οι κανόνες του απευθύνουν απειλή ποινής κατευθείαν στα άτομα και τίθενται για να εφαρμοσθούν αμέσως χωρίς να απαιτείται η μετατροπή τους σε εσωτερικό δίκαιο. Αυτό βεβαίως δεν ήταν ανέκαθεν αυτονόητο. Κατά την κλασική θεωρία του διεθνούς δικαίου μπορούσαν να είναι μόνο κράτη και όχι άτομα. Το άτομο μπορούσε να υπέχει ποινική ευθύνη μόνον απέναντι στο κράτος, την υπέρτατη αρχή πάνω στη γη και όχι σε υπερκείμενη του κράτους διεθνή έννομη τάξη.

Για το λόγο αυτό και τα κρατικά όργανα που προσέβαλλαν σοβαρά τη διεθνή έννομη τάξη ενεργώντας για λογαριασμό του κυρίαρχου κράτους δεν μπορούσαν να τιμωρηθούν από κάποια διεθνή η αλλοδαπή αρχή σύμφωνα με τον κανόνα par in parem non habet iurisdictionem.

Οι νεότερες απόψεις ωστόσο σύμφωνα με τις οποίες το διεθνές δίκαιο υπερέχει του εσωτερικού δικαίου εδραίωσαν την αντίληψη ότι υποκείμενο του διεθνούς δικαίου μπορεί να είναι και φυσικό πρόσωπο. Για το λόγο αυτό δεν αμφισβητείται πλέον ότι το φυσικό πρόσωπο μπορεί να τελέσει διεθνές έγκλημα.

Σήμερα μάλιστα το πρόβλημα εμφανίζεται υπό την αντίστροφη ακριβώς μορφή. Συγκεκριμένα ερωτάται αν υποκείμενα διεθνών εγκλημάτων μπορούν να καταστούν τα κράτη. Για ορισμένους συγγραφείς τα ζητήματα της διεθνούς ποινικής ευθύνης των κρατών ρυθμίζονται από ιδιαίτερο κλάδο του ποινικού διεθνούς δικαίου το διακρατικό ποινικό δίκαιο. Κατά την Επιτροπή τέτοιο διεθνές έγκλημα είναι κάθε προσβολή μιας διεθνούς υποχρέωσης τόσο ουσιώδους για την προστασία θεμελιωδών συμφερόντων της διεθνούς κοινότητας ώστε η παραβίαση τους αναγνωρίζεται ως έγκλημα από τη διεθνή κοινότητα. Τα διεθνή εγκλήματα των κρατών θεωρούνται έτσι ότι τελούνται «ergaomnes»και ότι παρέχουν το δικαίωμα και σε κράτη μη βλαπτόμενα αμέσως να επιβάλλουν μονομερώς κυρώσεις.

Στη θεωρία ως ποινικές κυρώσεις αναφέρονται σχετικά η μερική η ολική κατάληψη καταστροφή πολεμικών εργοστασίων και αποθηκών, ο έλεγχος της βιομηχανικής δραστηριότητας, των επιστημονικών ερευνών η των ενόπλων δυνάμεων του κράτους η επιβολής πολιτικής κηδεμονίας. Η ορθότητα της άποψης αυτής που συνάπτεται με την προβληματική της ποινικής ευθύνης των κρατών καταλήγει σε παραδοχή συλλογικής ευθύνης και επομένως παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή της ενοχής.

Η πρώτη ένδειξη ότι οι δράστες διεθνών εγκλημάτων όπως πράξεις κατά παραβίαση των νόμων και των εθίμων του πολέμου κυρίως οι Συμβάσεις της Χάγης του 1907, υπέχουν ευθεία διεθνή ποινική ατομική ευθύνη πέραν της διεθνούς ευθύνης των Κρατών για λογαριασμό των οποίων έδρασαν-μας διέπετε από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919, της οποίας το άρθρο 229 καθιστούσε υπόδικους ενώπιον στρατιωτικών δικαστηρίων όλους όσους είχαν δράσει κατά υπηκόων Κρατών της Entente και των συμμάχων της κατά παραβίαση των νόμων και των εθίμων του πολέμου.

Έκτοτε τα εγκλήματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα εγκλήματα κατά της ειρήνης, η γενοκτονία, το δουλεμπόριο και το apartheid –παρακινούμενα από το Κράτος και διαπραττόμενα για λογαριασμό ενός Κράτους-θεωρούνται ως διεθνή εγκλήματα και επισύρουν τη διεθνή ποινική ευθύνη των δραστών τους.

Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι είναι η διεθνής δημόσια τάξη που τους αποδίδει το διεθνή χαρακτηρισμό απαγορεύοντας ευθέως τις ποινικοποιημένες συμπεριφορές επιβάλλοντας στους δράστες ατομική διεθνή ποινική ευθύνη για τα διαπραχθέντα εγκλήματα. Η νομική της καταβολή είναι κάθε παράνομη διεθνώς πράξη που αποδίδεται σε άτομο και η οποία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, χαρακτηρίζεται ως διεθνές έγκλημα.  Αντίθετα, η σύγχυση παραμένει όσον αφορά της διάκριση μεταξύ των δύο άλλων κατηγοριών, τα διεθνή αδικήματα και τις παράνομες πράξεις διεθνούς σημασίας η διεθνούς ενδιαφέροντος.

Κλείνοντας συμφωνώ πως οι επίλυση διαφορών θα πρέπει να γίνεται ειρηνικά χωρίς κίνδυνο τις διεθνείς ειρήνης και ασφάλειας, χρησιμοποιώντας μεθόδους όπως είναι η διαπραγμάτευση, η έρευνα, η μεσολάβηση, διαιτησία, συνδιαλλαγή, δικαστικός διακανονισμός, προσφυγή σε περιφερειακούς οργανισμούς και τέλος με άλλα ειρηνικά μέσα που μπορούν να επιλέξουν τα Κράτη.

ΠΗΓΕΣ

  1. Βιβλίο Δίκαιο Διεθνών οργανισμών Π.Νάσκου-Περράκη,Κ.Αντωνόπουλος,Μ Σαρηγιαννίδης.
  2. Βιβλίο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο Εμμανουήλ Ρούκουνας.
  3. Βιβλίο Διεθνές Ποινικό Δίκαιο.Τα Τοπικά όρια των Ποινικών Νόμων.
  4. Βιβλίο Εθνική και Διεθνής Ποινική καταστολή των Διεθνών Εγκλημάτων.ΆγγελοςΓιόκαρης-Φωτεινή Παζαρτζή.
  5. https://nationalpride.org/2010/04/24/%CE%BF%CE%B7%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF-51-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B7%CE%BD%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%B8/
  6. http://www.corg/p/blogpage.html
Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,