Η αποφυλάκιση κρατουμένων επ’ αδεία στην Κυπριακή έννομη τάξη

Το άρθρο δημοσιεύεται με σκοπό να καταστούν  ευρύτερα γνωστοί ο  θεσμός της αποφυλάκισης κρατουμένων  επ’ αδεία, ως αυτός ισχύει στην Κυπριακή έννομη τάξη, καθώς και ο τρόπος με τον οποίον το αρμόδιο Συμβούλιο προσεγγίζει, εξετάζει και αποφασίζει επί της εκάστοτε αίτησης. Ευελπιστούμε πως η γνώση αυτή θα προάγει την εμπιστοσύνη προς τον θεσμό.

2.Ο θεσμός εισήχθηκε  στην Κυπριακή έννομη τάξη το 2009, δια της τροποποίησης του περί Φυλακών Νόμου  (Ν.62(Ι)/1996) και της προσθήκης των άρθρων 14 έως και 14 Ν.

Ο θεσμός κατοχυρώνει το δικαίωμα των εγκλείστων, συμπεριλαμβανομένων των ισοβιτών, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει συγκεκριμένη, νομοθετικά καθορισμένη, ελάχιστη περίοδο εγκλεισμού (άρθρο 14 Α),  να αποταθούν  στο Συμβούλιο και να ζητήσουν την εξέταση  του τρόπο έκτισης της ποινής φυλάκισης που τους επιβλήθηκε, την αναθεώρησή του και την παροχή άδειας να εκτίσουν το υπόλοιπο της ποινής αυτής εκτός φυλακών και υπό όρους.

Καθιστώντας τον θεσμό επίσημο και αναγνωρισμένο και λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα για την λειτουργία του, η Πολιτεία ρυθμίζει το σωφρονιστικό σύστημα στο πρότυπο του ανθρωποκεντρισμού. Ο θεσμός παρέχει ελπίδα και κίνητρα στους εγκλείστους για να αναλάβουν οι ίδιοι σύννομες πρωτοβουλίες, να απαλλαγούν από το εγκληματικό παρελθόν τους, να αναμορφωθούν,  να μεταμεληθούν γνήσια και έμπρακτα και, έτσι,  να μειώσουν την διάρκεια του εγκλεισμού τους. Πλέον, η ποινή φυλάκισης αντιμετωπίζεται και ως μέθοδος αναμόρφωσης του κρατουμένου πριν από την επάνοδό του στην κοινωνία υπό το καθεστώς  πλήρους ελευθερίας.

3.Το Συμβούλιο αποφασίζει ασκώντας διακριτική (και όχι δέσμια) εξουσία, όμως, εντός του αυστηρού πλαισίου που οριοθετούν τα άρθρα 14 έως και 14Ν και  μετά από αξιολόγηση και συνεκτίμηση νομοθετικώς προσδιορισμένων παραγόντων και παραμέτρων.

Το Συμβούλιο εξετάζει την αίτηση του κρατουμένου για την αποφυλάκισή του επ’ αδεία (η αίτηση) και αποφασίζει επί αυτής αφού αξιολογήσει και συνεκτιμήσει τους ακόλουθους παράγοντες: (α) τον βαθμό επικινδυνότητας του κρατουμένου και τις πιθανότητες υποτροπής του, (β) την διασφάλιση της προστασίας της κοινωνίας και (γ) τις τυχόν ιδιαίτερες προσωπικές, οικογενειακές ή άλλες συνθήκες του κρατουμένου, οι οποίες δυνατόν να συνηγορούν στην έγκριση της αίτησης, χωρίς, όμως, αυτό να αντιστρατεύεται την ασφάλεια της κοινωνίας [άρθρο 14 Η(1)].

Οι παράγοντες αυτοί δεν εξετάζονται στο κενό και ούτε επαφίεται στο Συμβούλιο να επιλέξει τις παραμέτρους που θα διερευνήσει για τα καταλήξει στα συμπεράσματά του. Το άρθρο 14 Η(2) δίδει σαφή κατεύθυνση και καταγράφει ενδεικτικά τις παραμέτρους αυτές. Πρόκειται για τις εξής: (i) το είδος του αδικήματος, για το οποίον ο κρατούμενος εκτίει την ποινή φυλάκισης, (ii) η διάρκεια της ποινής, (iii) τα σχόλια του Δικαστηρίου κατά την επιβολή της ποινής, (iv) το ποινικό μητρώο του κρατουμένου, (v)  οι τυχόν προηγούμενες ευκαιρίες που δόθηκαν στον κρατούμενο (από το Δικαστήριο ή το Τμήμα Φυλακών) για την μείωση των πιθανοτήτων  υποτροπής του, (vi) οι προθέσεις και τα σχέδια του κρατουμένου για επιτυχή και νομοταγή επανένταξή του στην κοινωνία, (vii) η εκ μέρους του κρατουμένου επίγνωση των προβλημάτων που τον οδήγησαν στην καταδίκη και την φυλάκιση και οι θετικές και επιτυχείς προσπάθειές  του για την αντιμετώπισή τους, (viii) η συμπεριφορά του κρατουμένου κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του, (ix) η γνήσια και έμπρακτη μεταμέλεια του κρατουμένου και η εκ μέρους του συνειδητοποίηση των συνεπειών του εγκλήματός του για το θύμα και τους οικείους του,  (x) η έκθεση δικανικού Ψυχιάτρου, (xi) η συμπεριφορά του κρατουμένου σε περίπτωση που αυτός τέθηκε, από το Τμήμα Φυλακών ή το Συμβούλιο, σε θέση εμπιστοσύνης, (xii) οι τυχόν πληροφορίες για τον σχεδιασμό, εκ μέρους του κρατουμένου, κακόβουλων πράξεων εναντίον του θύματός του ή των οικείων του.

 4.Το Συμβούλιο δεν εκδικάζει εκ νέου την υπόθεση, για την οποίαν ο κρατούμενος εκτίει την ποινή της φυλάκισης. Το Συμβούλιο σέβεται απόλυτα τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Το Συμβούλιο δεσμεύεται και βασίζεται στην περιγραφή των γεγονότων, όπως αυτά εκτίθενται στις σχετικές δικαστικές αποφάσεις και δεσμεύεται και βασίζεται στις υπαγωγές και τις καταλήξεις του Δικαστηρίου. Τόσον οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το έγκλημα  όσον και οι διαπιστώσεις του για την ενοχή του κρατουμένου είναι δεδομένες και αδιαμφισβήτητες. Δεδομένος και αδιαμφισβήτητος, είναι και ο σύννομος και δίκαιος χαρακτήρας της καταδίκης του κρατουμένου και της επιβληθείσας, σε αυτόν, ποινής.

 5.Η αίτηση εξετάζεται και η σχετική απόφαση λαμβάνεται στο πλαίσιο οιονεί ποινικής διαδικασίας, όπου εφαρμόζονται, κατ’ αναλογίαν, αρχές προστατευτικές των ανθρώπινων δικαιωμάτων του κρατουμένου και, κυρίως, οι αρχές της δίκαιης δίκης. Αναφέρονται, ενδεικτικά, το δικαίωμα του κρατουμένου σε προσωπική συνέντευξη, το δικαίωμά του να καλέσει  μάρτυρες (συνήθεις και εμπειρογνώμονες) και να προσάγει γραπτή μαρτυρία  προς υποστήριξη της αίτησής του, το δικαίωμά του να παραστεί ενώπιον του Συμβουλίου με δικηγόρο [άρθρο 14 Θ(1)(β)], το δικαίωμά του να  προετοιμαστεί για την συνέντευξη αφού επιθεωρήσει τον φάκελο της διαδικασίας και λάβει γνώση του περιεχομένου των εκθέσεων των 4 αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών [άρθρο 14 Θ (1)(α)], το δικαίωμά του να προετοιμαστεί για την τελική αγόρευσή του αφού επιθεωρήσει και λάβει  γνώση του περιεχομένου των πρακτικών που τηρήθηκα κατά την συνέντευξη [άρθρο 14 Θ(1)(β)].

Αρμόδιες, για να υποβάλουν εκθέσεις, είναι οι Υπηρεσίες  Κοινωνικής Ευημερίας (Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας), το Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος (Αστυνομία Κύπρου), οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας (Υπουργείο Υγείας) και το Τμήμα Φυλακών (Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως).

 6.Η συνέντευξη του κρατουμένου και των μαρτύρων του (εάν αυτός επιλέξει να καλέσει μάρτυρες) αποτελεί το βασικό και απαραίτητο εργαλείο για να αποκτήσει το Συμβούλιο την απαιτούμενη ιδίαν γνώση και αντίληψη των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς τους. Οι κεντρικές παράμετροι της ηθικής βελτίωσης και αναμόρφωσης του κρατουμένου, της γνήσιας και έμπρακτης μεταμέλειάς του και της ύπαρξης περιβάλλοντος, το οποίο να μπορεί να τον υποστηρίζει σε περίπτωση αποφυλάκισής του επ΄ αδεία (άρθρο 14 Η), εξετάζονται με αναφορά στα χαρακτηριστικά αυτά.

7.Η έγκριση της αίτησης τελεί υπό όρους και περιορισμούς, η τήρηση των οποίων ελέγχεται συνεχώς (άρθρο 14 Α (3) επ.). Το Συμβούλιο επικουρείται, για τον σκοπό αυτό, από συγκεκριμένο Επιτηρητή, ο οποίος υποβάλλει τακτικά σχετική έκθεση.

Σε περίπτωση παραβίασης όρου ή περιορισμού, και αφού ακολουθηθεί διαδικασία ανάλογη με την διαδικασία εξέτασης αίτησης, το Συμβούλιο δύναται να ανακαλέσει την απόφασή του για την αποφυλάκιση επ’ αδεία. Τότε, ο αποφυλακισθείς επ΄αδεία οφείλει να επανέλθει στις φυλακές και να συνεχίσει την έκτιση της ποινής του ως έγκλειστος  (άρθρο 14 Στ).

Επιπλέον, εάν παραστεί ανάγκη, και αφού ακολουθηθεί διαδικασία ανάλογη με την διαδικασία εξέτασης αίτησης,  το Συμβούλιο δύναται να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει όρον ή περιορισμό, τον οποίον έθεσε αρχικά, ή να αποφασίσει για την επιβολή πρόσθετων όρων ή περιορισμών (άρθρο 14 Ε).

8.Ο θεσμός απηχεί  τον σεβασμό στις ανθρωπιστικές αξίες και τις ατομικές ελευθερίες, όπως αυτές αναγνωρίζονται και κατοχυρώνονται στα  φιλελεύθερα δημοκρατικά πολιτεύματα, και  είναι ευθυγραμμισμένος με τις επιταγές του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (το Σύνταγμα) και  της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (η Ε.Σ.Δ.Α.), οι οποίες αφορούν στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των εγκλείστων, συμπεριλαμβανομένων των ισοβιτών. Συγκεκριμένα, ο θεσμός απηχεί:

  • την θεμελιώδη αρχή περί της απαγόρευσης των βασανιστηρίων  και της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής τιμωρίας ή ματαχείρισης (Άρθρο 8 του Συντάγματος και Άρθρο 3 της Ε.Σ.Δ.Α.),
  • το θεμελιώδες δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και την προσωπική ασφάλεια και την θεμελιώδη αρχή σύμφωνα με την όποιαν η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας επιτρέπεται μόνον όπου και όπως ο νόμος ορίζει (Άρθρο 11 του Συντάγματος και Άρθρο 5 της Ε.Σ.Δ.Α.) και
  • την αρχή της δίκαιης δίκης (‘Άρθρο 30 του Συντάγματος και Άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α) και την αρχή πως ουδεμία ποινή επιβάλλεται χωρίς να υπάρχει εκ των προτέρων γραπτός και σαφής νόμος (Άρθρο 12 του Συντάγματος και Άρθρο 7 της Ε.Σ.Δ.Α).

Ο θεσμός είναι ευθυγραμμισμένος και με την Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ημερ. 24.9.2003 (Recommendation Rec (2003) 22 of the Committee of Ministers to member states on conditional release (parole)(Adopted by the Committee of Ministers on 24 September 2003 at the 853rdmeeting of the Ministers’ Deputies-η Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών) εφ΄ όσον οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι καταγράφονται στα άρθρα 14 έως και 14 Ν, προνοούν, μεταξύ άλλων, και για τα ακόλουθα, κεντρικής σημασίας, ζητήματα:

  • ο θεσμός αφορά και στους ισοβίτες (άρθρο 14 Α(1) και άρθρο 4a της Σύστασης της Επιτροπής Υπουργών),
  • ο θεσμός και οι προϋποθέσεις έγκρισης της αίτησης είναι νομοθετημένα και ο κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να τα γνωρίζει εκ των προτέρων(άρθρα 14 Α(1) και (2) και 14 Η και άρθρο 5 της Σύστασης της Επιτροπής Υπουργών),
  • η ελάχιστη διάρκεια εγκλεισμού του κρατουμένου, ως προϋπόθεση για την υποβολή τυπικά παραδεκτής αίτησης, είναι εύλογη και δεν εξουδετερώνει την σημασία του θεσμού (άρθρο 14 Α(1) και άρθρο 6 της Σύστασης της Επιτροπής Υπουργών),
  • στην περίπτωση έγκρισης της αίτησης και για να διασφαλισθεί ο περιορισμός των πιθανοτήτων υποτροπής, προκρίνεται η επιβολή κατάλληλων όρων(άρθρο 14 Α(3) και (4) και άρθρο 8 της Σύστασης της Επιτροπής Υπουργών),
  • κρατούμενος, του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε, δύναται να υποβάλει νέα αίτηση, μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου (άρθρο 14 Γ και άρθρο 21 της Σύστασης της Επιτροπής των Υπουργών) και
  • κρατούμενος, του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε, δύναται να προσφύγει ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου με αίτημα να ελεγχθεί δικαστικά η νομιμότητα της απορριπτικής απόφασης (άρθρο 14 Ι(4) και άρθρο 33 της Σύστασης της Επιτροπής των Υπουργών).

Το γεγονός ότι στην εσωτερική έννομη τάξη τα ζητήματα που αφορούν στην αποφυλάκιση κρατουμένου επ’ αδεία αποφασίζονται στο πλαίσιο άσκησης διακριτικής (και όχι δέσμιας) εξουσίας εκ μέρους του Συμβουλίου, είναι, επίσης,  ευθυγραμμισμένο με την Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών. Στην  Σύσταση προτείνονται και τα  δύο σχετικά συστήματα: το σύστημα της αποφυλάκισης στο πλαίσιο άσκησης διακριτικής εξουσίας του αρμόδιου οργάνου (discretionary release system) και το σύστημα αποφυλάκισης στο πλαίσιο άσκησης δέσμιας αρμοδιότητάς του (mandatory release system) (άρθρα 16 επ. της Σύστασης της Επιτροπής των Υπουργών).

9.Οι  νομοθετικές επιταγές για την τήρηση πρακτικών κάθε συνεδρίας του Συμβουλίου, την έγκριση των πρακτικών αυτών από το Συμβούλιο και την υπογραφή τους από τον Πρόεδρο  [άρθρο 14 Ι(3)] καθώς και η νομοθετική επιταγή για τον γραπτό τύπο των αποφάσεων του Συμβουλίου και για την παράθεση αιτιολογίας [άρθρο 14 Ι(2)] διασφαλίζουν την ακριβή καταγραφή και διαφάνεια των εργασιών του. Επίσης, οι επιταγές αυτές καθιστούν ευχερή τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου, οι οποίες είναι δυσμενείς για τους κρατουμένους.

Περαιτέρω, καθιστώντας το Συμβούλιο διοικητικό όργανο, του οποίου οι  δυσμενείς για τους κρατουμένους  αποφάσειςδύνανται να ελεγχθούν, όσον αφορά στην νομιμότητά τους από το διοικητικό δικαστήριο [Άρθρο 146 του Συντάγματος και άρθρο 14 Ι(4)], ο  Νόμος παρέχει πρόσθετες εγγυήσεις για να διασφαλιστεί ο σύννομος και δίκαιος χαρακτήρας των εργασιών του Συμβουλίων και των αποφάσεων αυτών.

 10.Ως συλλογικό διοικητικό όργανο, το Συμβούλιο υποχρεούται να εφαρμόζει, επιπλέον, τον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/1999) καθώς και τις σχετικές νομολογικές αρχές. Αναφέρονται, ενδεικτικά, η αρχή το Συμβούλιο να συνεδριάζει υπό νόμιμη συγκρότηση και νόμιμη σύνθεση και ευρισκόμενο σε απαρτία (άρθρα 20 επ. του Ν.158(Ι)/1999), η αρχή αυτό να αποφασίζει  αφού προηγηθεί ενδελεχής έρευνα όλων των κρίσιμων νομικών και πραγματικών δεδομένων (άρθρα 44 επ. του Ν.158(Ι)/1999) και η αρχή αυτό να αποφασίζει κατά τρόπον ίσο, καλόπιστο και αναλογικό (άρθρα 38 επ. και άρθρα 50 επ. του Ν.158(Ι)/1999).

11.Η νομοθετική ρύθμιση του θεσμού και της λειτουργίας του Συμβουλίου, όπως αυτά συνοψίζονται ανωτέρω,  καθιστούν το δεύτερο οιονεί δικαστήριο. Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο ανταποκρίνεται στις πρόνοιες των Άρθρων 5(4), 6(1) και 7 της Ε.Σ.Δ.Α., δια των οποίων κατοχυρώνεται το δικαίωμα του εγκλείστου να ζητήσει, μετά την πάροδο της ελάχιστης απαραίτητης περιόδου εγκλεισμού του,   την αναθεώρηση του τρόπου έκτισης της ποινής του από ανεξάρτητο όργανο,  το οποίο θα εξετάσει την αίτησή του επί τη βάσει των αρχών της δίκαιης δίκης και το οποίο θα αποφασίσει εντός ενός θεσμοθετημένου πλαισίου.  Επίσης, η νομοθετική ρύθμιση του θεσμού και της λειτουργίας του Συμβουλίου, όπως αυτά συνοψίζονται ανωτέρω, αποτελούν εχέγγυα έκδοσης δίκαιης απόφασης και  σεβασμού του δικαιώματος  του κρατουμένου  να μην κρατείται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του αναγκαίου.

 

Αλεξάνδρα Κ. Λυκούργου

Πρόεδρος Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων επ’ Αδεία

 

 

 

 

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,