Το προσωρινό διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας δημόσιου υπαλλήλου, το οποίο συνεπάγεται την αναστολή των υπηρεσιακών δικαιωμάτων του και την παρακράτηση σημαντικού μέρους των απολαβών του, είναι, κατ’ αρχήν, ανεκτό για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Και αυτό παρά τον δυσμενή και μονομερή χαρακτήρα του και παρά το ότι το μέτρο λαμβάνεται εν όψει υπονοιών (και μόνον) για έκνομη συμπεριφορά του δημόσιου υπαλλήλου και όχι εν όψει βεβαιότητας για την ενοχή του. Με την προσωρινή απομάκρυνση του υπαλλήλου από την υπηρεσία επιχειρείται να διασφαλισθεί η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της εναντίον του ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας (προστασία αποδεικτικών εγγράφων, εγγυήσεις για το ανεπηρέαστο των μαρτύρων κ.α.) και το κύρος της. Εάν, εν τέλει, ο υπάλληλος αθωωθεί ή απαλλαγεί, αυτός επανέρχεται στην ενεργή υπηρεσία και του αποδίδονται οι παρακρατηθείσες απολαβές.
Η ανάγκη το δημόσιο συμφέρον να ισορροπεί δίκαια με την αναγνώριση και προστασία των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων του υπαλλήλου (Λ-ΑΣισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ.783 επ.) επιβάλλει την αυστηρή νομοθετική ρύθμιση όλων των σημαντικών πτυχών της διαθεσιμότητας.
2. Τέτοια πτυχή αποτελεί και η μέγιστη επιτρεπτή διάρκειά της διαθεσιμότητας δημόσιου υπαλλήλου, όταν αυτή αποφασίζεται ένεκα της εκκρεμότητας ποινικής ή πειθαρχικής δίκηςεναντίον του.
Η ισχύουσα πρόνοια (άρθρο 85(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/1990, και οι αντίστοιχες διατάξεις στις ειδικές νομοθεσίες που διέπουν την λειτουργία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) ορίζει την διάρκεια της διαθεσιμότητας στην περίπτωση αυτή με αναφορά στον χρόνο έκδοσης της σχετικής τελικής και ανέκκλητης δικαστικής απόφασης. Όμως, οι ρυθμοί των δικαστικών αγώνων είναι αργοί και για την τελεσιδικία και το ανέκκλητο των δικαστικών αποφάσεων απαιτούνται πολλά χρόνια. Ως αποτέλεσμα, στην υπό συζήτησιν περίπτωση, η διαθεσιμότητα μετατρέπεται σε μίαν χρονίζουσα κατάσταση, της οποίας το τέλος είναι αβέβαιο και, ενδεχομένως, αδόκητο.
3. Η χαλαρότητα στην ρύθμιση της διαθεσιμότητας δημόσιου υπαλλήλου, ένεκα της εκκρεμότητας ποινικής ή πειθαρχικής δίκης εναντίον του, αφορά και στον χαρακτήρα της: αυτή είναι δυνητική και όχι αυτοδίκαιη. Το άρθρο 85(2) του Ν.1/1990 διαλαμβάνει τα εξής: «… Αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί η ποινική ή η πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, η Επιτροπή (εννοείται η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας), μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης …»
Ο δυνητικός χαρακτήρας της διαθεσιμότητας δίδει στο πειθαρχικό όργανο την διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει τόσον την αναγκαιότητα για την επιβολή της όσον και την διάρκειά της. Δίδει, επίσης, στο πειθαρχικό όργανο την διακριτική ευχέρεια να επανέλθει στο ζήτημα και να λάβει νέα απόφαση, εάν οι συνθήκες διαφοροποιούνται. Παραδείγματος χάριν, εάν η διαθεσιμότητα διαιωνίζεται χωρίς το τέλος της να είναι ορατό ή εάν η εξέλιξη άλλων γεγονότων το δικαιολογεί, το πειθαρχικό όργανο μπορεί και θα πρέπει να επανεξετάσει την αρχική απόφασή του και μπορεί και θα πρέπει να άρει το συγκεκριμένο διοικητικό μέτρο.
4. Η πρόσφατη απόφαση στην Ποινική Έφεση αρ.63/2019 χχχχ Εμπεδοκλής ν. Δημοκρατία, ημερ. 9.11.2021, επιπλέον της σημασίας της από την άποψη του ποινικού δικαίου, αναδεικνύει τις προβληματικές συνέπειες της ισχύουσας πρόνοιας για την διάρκειατης διαθεσιμότητας δημόσιου υπαλλήλου, εναντίον του οποίου εκκρεμεί ποινική ή πειθαρχική δίκη.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την απόφαση συνοψίζονται ως εξής: Υπάλληλος του ευρύτερου δημοσίου τομέα τίθεται σε διαθεσιμότητα επειδή διώκεται ποινικά για αδικήματα που φέρεται να διέπραξε κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του και εν σχέσει με αυτήν. Εκκρεμούσης της πρωτόδικης ποινικής δίκης, αυτός λαμβάνει το ήμισυ των απολαβών του. Το 2019 καταδικάζεται πρωτόδικα και τιμωρείται με ποινή άμεσης φυλάκισης. Μετά την καταδίκη, η μισθοδοσία του διακόπτεται πλήρως. Εφεσιβάλλει την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση και αναμένει την ανατροπή της: αναμένει την αθώωσή του, την αποκατάσταση της τιμής και της υπόληψής του, την επάνοδό του στην υπηρεσία καθώς και την ανάκτηση των παρακρατηθεισών απολαβών του. Εκκρεμούσης της έφεσης, αποβιώνει. Έως και τον θάνατό του, ο εφεσείων διατηρεί την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου ο οποίος τελεί σε διαθεσιμότητα Η σύζυγος και τα τέκνα του ζητούν να συνεχίσει η εκδίκαση της έφεσης. Επικαλούνται την ύπαρξη «έννομου ή/και οικονομικού συμφέροντος … από την τελεσίδικη έκβαση της διαδικασίας, απορρέοντος από την οικογενειακή τους σχέση» και υποδεικνύουν πως «Στην περίπτωση ανατροπής της καταδίκης του (οικείου τους) … η περιουσία του θα επωφεληθεί με την απόδοση των μισθών που αποκόπηκαν. Περαιτέρω, θα επωφεληθεί του συνταξιοδοτικού ωφελήματος («εφάπαξ») που θα ελάμβανε ο αποβιώσας αν δεν είχε καταδικαστεί. Πέραν της οικονομικής πτυχής, εγείρεται και ζήτημα αποκατάστασης της μνήμης του αποβιώσαντα και της φήμης της οικογένειας του.»
Με την απόφασή του, το ποινικό εφετείο καταλήγει πως το δικαίωμα καταχώρισης και συνέχισης ποινικής έφεσης ρυθμίζεται αυστηρά από το νόμο (άρθρα 132 και 133 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ155). Εφ’ όσον δε το δικαίωμα αυτό περιορίζεται στον ίδιο τον καταδικασθέντα (από κακουργιοδικείο ή επαρχιακό ποινικό δικαστήριο), δεν επιτρέπεται η αναγνώρισή του σε οιονδήποτε άλλον. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «Το ζήτημα στην Κύπρο αποτελεί θέμα νόμου και η επέκταση του δικαιώματος καταχώρισης έφεσης ή συνέχισης της μόνο με νόμο μπορεί να επιτευχθεί». Ως αποτέλεσμα, η έφεση διεκόπηκε.
Σημειώνεται πως οι προσδοκίες του αποβιώσαντος εφεσείοντος, συμπεριλαμβανομένης της προσδοκίας του να ανακτήσει τις παρακρατηθείσες απολαβές του, υπήρξαν νόμιμες δεδομένου του κατοχυρωμένου δικαιώματός του να εφεσιβάλει την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση: η ενδεχόμενη ανατροπή της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης και η ενδεχόμενη αθώωση ή απαλλαγή του θα έθεταν τέρμα στην διαθεσιμότητα και τα παρεπόμενά της και θα οδηγούσαν στην επανόρθωση.
5. Η θέση του κατά τεκμήριον αθώου δημόσιου υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα για χρονική περίοδο που δεν καθορίζεται με αυστηρότητα και οι συνακόλουθες αναστολή των υπηρεσιακών δικαιωμάτων του και παρακράτηση σημαντικού μέρους των απολαβών του, επίσης, για χρονική περίοδο που δεν καθορίζεται με αυστηρότητα, παραβιάζουν, ιδίως: (α) το δικαίωμά του στην περιουσία, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (η ΕΣΔΑ) και καλύπτει τις νόμιμες απολαβές και τα νόμιμα ωφελήματα του δημόσιου υπαλλήλου (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ.740/2011 κ.α. Μαρία Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατία, ημερ.7.10.2014), (β) το δικαίωμά του στην τιμή και την υπόληψη, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 παρ.3 του Συντάγματος και από το άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148) (θεσμοθετεί το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης) και προστατεύει το άτομο από τον άδικο ψόγο, τον άδικο διασυρμό και τον άδικο κοινωνικό αποκλεισμό («Αλήθεια» Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Αλωνεύτης (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863),(γ) το τεκμήριο της αθωότητας του ποινικά ή πειθαρχικά διωκομένου, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12 παρ.4 του Συντάγματος και το Άρθρο 6. παρ.2 της ΕΣΔΑ και το οποίο επιβάλλει όπως, έως και την απόδειξη της ενοχής του και την οριστική και ανέκκλητη καταδίκη του (εάν κάτι τέτοιο συμβεί εν τέλει) αυτός αντιμετωπίζεται ως αθώος, (δ) την αρχή της αναλογικότητας κατά την μεταχείριση του πειθαρχικά διωκομένου, σύμφωνα με την οποίαν, στις περιπτώσεις όπου είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στα δικαιώματά του πειθαρχικά διωκομένου, αυτοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και απολύτως αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπού τον οποίον προορίζονται να εξυπηρετήσουν (Κ. Δημαρέλλης, Θεμελιώδεις Αρχές του Πειθαρχικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016,σελ. 298 επ.) και (ε) την αρχή της επίτευξης της δίκαιης ισορροπίας, σύμφωνα με την οποίαν η νομιμότητα αποφάσεων της διοίκησης, οι οποίες επηρεάζουν δυσμενώς θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα του πολίτη, εξαρτάται και από την παράμετρο της δίκαιης ισορροπίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος και της αναγνώρισης και προστασίας των δικαιωμάτων αυτών [Λ-Α Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ανωτέρω)].
6. Προτείνεται να οριστεί αυστηρά η μέγιστη επιτρεπτή διάρκεια της διαθεσιμότητας δημόσιου υπαλλήλου. Η νομοθετική ρύθμιση θα μπορούσε να διαλαμβάνει τα εξής: Η διαθεσιμότητα δημόσιου υπαλλήλου, όταν αυτή αποφασίζεται επειδή εκκρεμεί εναντίον του ποινική ή πειθαρχική δίκη, μπορεί να διαρκεί έως και δύο έτη. Μετά την παρέλευση της διετίας, η διαθεσιμότητα και όλα τα παρεπόμενά της αίρονται αυτοδικαίως. Κατ’ εξαίρεσιν, η διαθεσιμότητα δύναται να παραταθεί για ένα επιπλέον έτος εάν ο τελών σε διαθεσιμότητα δημόσιος υπάλληλος, με τις πράξεις και/ή τις παραλείψεις του, συμβάλλει στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της εναντίον τους ποινικής ή πειθαρχικής δίκης. Την απόφαση για την παράταση της διαθεσιμότητας την λαμβάνει το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, αφού προηγουμένως ακούσει τον ενδιαφερόμενο. Σε καμία περίπτωση η διαθεσιμότητα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.
7. Η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση βοηθά στον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό του πειθαρχικού δικαίου των δημόσιων υπαλλήλων. Με την αυστηρή νομοθετική ρύθμιση της μέγιστης επιτρεπτής διάρκειας της διαθεσιμότητας δημόσιου υπαλλήλου, στην περίπτωση όπου εκκρεμεί εναντίον του ποινική ή πειθαρχική δίκη, θα περιοριστεί ο κίνδυνος το πειθαρχικό όργανο να ασκεί την σχετική διακριτική ευχέρειά του περιπτωσιολογικά, κατά το δοκούν και αναλόγως της εκάστοτε αντίληψής του για την νομιμότητα. Θα περιοριστεί, επίσης, ο κίνδυνος μοιραία γεγονότα, που τυγχάνει να συμβούν διαρκούσης μίας χρονίζουσας διαθεσιμότητας, να αφαιρέσουν την νόμιμη προσδοκία επανόρθωσης των συνεπειών της, επειδή καθιστούν αδύνατη την κρίση του εφετείου όσον αφορά στην ποινική ή πειθαρχική ευθύνη του ενδιαφερόμενου δημόσιου υπαλλήλου.