Ο αείμνηστος καθηγητής μου, στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, Αριστόβουλος Μάνεσης, από τους κορυφαίους Έλληνες νομικούς του 20ου αιώνα, θέλοντας να αντιπαραβάλει την δογματική νομική σκέψη με την αντιδογματική, ή την στενή ερμηνεία με την ευρεία, συνήθιζε να λέει ένα πολύ εύστοχο παράδειγμα, το οποίο χαράχθηκε στη μνήμη μου και το χρησιμοποιώ και εγώ στους φοιτητές μου.
Ο νόμος, ή κάποια αστυνομική διάταξη, έλεγε ο Μάνεσης, γράφει ότι «απαγορεύεται η στάθμευση στα πεζοδρόμια». Κάποιος οδηγός στάθμευσε στη μέση του δρόμου. Τον πλησίασε κάποιος αστυνομικός για να τον καταγγείλει, λέγοντας του τι κάνεις κύριε, στάθμευσες στη μέση του δρόμου; Απαγορεύεται, δεν καταλαβαίνεις ότι θα προκαλέσεις δυστυχήματα; Ποιος σας είπε κύριε ότι απαγορεύεται, απαντά ο οδηγός και βάζει στα μούτρα του αστυνομικού τον νόμο που απαγορεύει μόνο τη στάθμευση στο πεζοδρόμιο. Προφανώς η ερμηνεία του πολίτη είναι εμφανώς εκτός λογικής και εκτός του σκοπού του νόμου, αφού ο νομοθέτης θεωρώντας αυτονόητο ότι η στάθμευση στη μέση του δρόμου απαγορεύεται, δεν το έγραψε στο νόμο.
Το πιο πάνω παράδειγμα, παρόλο που έχει τις διαφορές του, εντούτοις είναι ανάλογο με την ερμηνεία του νόμου περί Ερευνητικών Επιτροπών στην οποία προέβη ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος ενώ τυπικά είναι σωστός, δεν είναι σωστός επί της ουσίας, κατά την ταπεινή μου άποψη. Ο νόμος πράγματι αναφέρει ότι οι εξουσίες που έχουν οι Ερευνητικές Επιτροπές και απαριθμούνται στον νόμο καθορίζονται στο διάταγμα διορισμού τους. Θεωρώ όμως ότι ο νόμος θέλει τη δημοσιοποίηση των πορισμάτων και η εξουσία του διορίζοντος οργάνου, να καθορίζει τις εξουσίες κάθε Ερευνητικής Επιτροπής, είναι περισσότερο τεχνικό/διαδικαστικό ζήτημα, όπως θα προσπαθήσω εξηγήσω πιο κάτω.
Ο νόμος, ως προς τη δημοσίευση του πορίσματος εξαιρεί ΜΟΝΟ το μέρος εκείνο του πορίσματος, το οποίο αν δημοσιευθεί θα τεθεί σε κίνδυνο η εθνική ασφάλεια του κράτους. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση το πλήρες πόρισμα παραδίδεται στον Πρόεδρο της Βουλής. Η ασφάλεια του κράτους είναι ασφαλώς το σημαντικότερο θέμα για ένα κράτος.
Αν ήθελε ο νομοθέτης να προσθέσει στον νόμο άλλα ελάσσονα ζητήματα και κυρίως την προστασία των ποινικών ανακρίσεων, όπως ζήτησε ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης το 2011 κατά την συζήτηση του τροποποιητικού νομοσχεδίου, θα τα πρόσθετε. Τότε, ο κ. Κληρίδης χρησιμοποίησε την ίδια επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται και σήμερα περί κινδύνου των πιθανών ποινικών ανακρίσεων, απώλειας τεκμηρίων κλπ. Όταν τότε συζητείτο το θέμα στη Βουλή ήταν επίκαιρο το τραγικό δυστύχημα στο Μαρί. Η Βουλή, αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα, δεν δέχθηκε ότι από ένα Επίσημο Πόρισμα κινδυνεύουν οι ποινικές έρευνες και βέβαια δικαιώθηκε αφού το πόρισμα για το Μαρί δημοσιεύθηκε χωρίς να επηρεάσει κατ΄ ελάχιστον τις ποινικές έρευνες.
Με όλο τον σεβασμό στον Γενικό Εισαγγελέα, για τον οποίο προσωπικά σχημάτισα πολύ θετική άποψη όταν ήταν Υπουργός Δικαιοσύνης, με τον τρόπο που χειριζόταν τα θέματα, η ερμηνεία στην οποία προβαίνει είναι ενάντια στον πνεύμα και κυρίως στον σκοπό του νόμου, ο οποίος, με την τροποποίηση του το 2011, θεσμοθέτησε τη δημοσιοποίηση των πορισμάτων, με μία και μόνο εξαίρεση μη δημοσίευσης πορισμάτων ΜΟΝΟ στο μέρος που, με τη δημοσίευση, θα κινδύνευε η ασφάλεια του κράτους. Αν ήθελε να εξαιρέσει και την ασφάλεια των ποινικών ερευνών θα το έπραττε δεδομένου ότι τέθηκε με έμφαση ενώπιον της.
Το γεγονός ότι ο νόμος προβλέπει 15 εξουσίες για τις Ερευνητικές Επιτροπές και ορίζει ότι με το διάταγμα καθορίζονται οι εξουσίες της, είναι περισσότερο τεχνικό/διαδικαστικό ζήτημα, ώστε στο περιεχόμενο του διατάγματος διορισμού να περιλαμβάνονται τα πάντα σε ένα ενιαίο κείμενο.
Όπως τονίστηκε σε πολλές αποφάσεις των δικαστηρίων μας τα νομοθετήματα θα πρέπει να ερμηνεύονται με τρόπο που να συνάδουν με τη λογική, ώστε να αποφεύγονται άτοπα αποτελέσματα και κυρίως η ερμηνεία θα πρέπει να προωθεί αποτελεσματικά τους σκοπούς του νομοθέτη.
Κλασικό παράδειγμα τέτοιας ερμηνείας αποτελεί η παράγραφος 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, η οποία προνοεί ότι «πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως». Δογματικά και στενά ερμηνευόμενη, η παράγραφος αυτή, με βάση τις λέξεις και τις έννοιες των λέξεων που χρησιμοποιούνται οδηγεί σε αναγνώριση καθολικής ισότητας. Η νομολογία όμως ερμηνεύοντας με λογικό τρόπο την παράγραφο αυτή, και για να μην προκληθούν ανισότητες και παράλογα αποτελέσματα, αποφάνθηκε ότι η ισότητα αυτή δεν είναι απόλυτη αλλά αφορά τους τελούντες υπό τις ίδιες συνθήκες, κάτι που ασφαλώς δεν το γράφει το Σύνταγμα.
Αν δεχθεί λοιπόν κάποιος ότι ο καθορισμός των εξουσιών, οι οποίες ορίζονται λεπτομερειακά στον νόμο, επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου, ή του Γενικού Εισαγγελέα, ανάλογα με το ποιος διόρισε την Ερευνητική Επιτροπή, τότε θα είχε την ευχέρεια να εξαιρέσει οποιαδήποτε από τις 15 εξουσίες που απαριθμούνται στο νόμο. Θα πρέπει να δεχθούμε ότι θα μπορούσε να μην περιλάβει στο διάταγμα διορισμού της την εξουσία της Επιτροπής, να συγκεντρώνει κάθε έγγραφο ή στοιχείο που θεωρεί αναγκαίο, να εξετάζει μάρτυρες ή να συμβουλεύεται εμπειρογνώμονες, έτσι για να αναφέρουμε τρεις από τις εξουσίες που προβλέπονται στο νόμο.
Ερώτημα. Μπορεί το διορίζον μια Ερευνητική Επιτροπή όργανο να μην προσθέσει στο διάταγμα τις τρεις πιο πάνω αναφερόμενες εξουσίες; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε η Ερευνητική Επιτροπή δεν θα μπορεί με τίποτε να κάνει τη δουλειά της και θα αποτελεί ένα διακοσμητικό όργανο. Αν η απάντηση είναι ότι τις τρεις εξουσίες του πιο πάνω παραδείγματος δεν μπορεί να τις εξαιρέσει, διότι αν τις εξαιρέσει θα ακυρώσει την αποτελεσματικότητα της Επιτροπής και αυτό θα είναι ενάντια στον σκοπό του νόμου, τότε το ίδιο ισχύει και για τη δημοσιοποίηση, η οποία στη σύγχρονη κοινωνία είναι εξίσου ουσιαστική και μέρος του σκοπού του νομοθέτη, στην παρούσα περίπτωση. Δεν μπορεί να ισχύσει η λογική ότι την μια εξουσία της Ερευνητικής να μην μπορεί να την εξαιρέσει και την άλλη εξουσία να μπορεί.
Αν ήθελε ο νομοθέτης τις εξουσίες των Ερευνητικών Επιτροπών να τις καθόριζε κατ΄ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας το διορίζον όργανο, δεν θα τις απαριθμούσε στο νόμο με τόση λεπτομέρεια και θα έλεγε απλώς ότι τις εξουσίες τις καθορίζει κατά την κρίση του το διορίζον όργανο.
Επίσης θα ήταν παράδοξο όταν κινδυνεύει η ασφάλεια του κράτους το πόρισμα να παραδίνεται στον Πρόεδρο της Βουλής, με σκοπό ασφαλώς την ενημέρωση τουλάχιστον των αρχηγών των κομμάτων και το πόρισμα στο οποίο κινδυνεύει, αν κινδυνεύει, μια ποινική έρευνα να μην παραδίνεται. Αν η απόφαση ήταν το πόρισμα να μην δημοσιευθεί, αλλά να δοθεί στον Πρόεδρο της Βουλής, ώστε να ενημερωθούν οι ηγέτες των κομμάτων, τότε θα ήταν κάπως πιο κοντά στον σκοπό του νομοθέτη, αλλά και πάλιν σε λανθασμένη κατεύθυνση.
Ακόμη όμως και να δεχθεί κάποιος, χάριν συζήτησης, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δικαιούται να απαγορεύσει τη δημοσιοποίηση των πορισμάτων και πάλιν θα ήταν στη λανθασμένη κατεύθυνση, διότι δεν κινδυνεύει καμία ποινική έρευνα ή τεκμήριο από τη δημοσιοποίηση ενός επίσημου πορίσματος, εκτός αν εξηγήσει πειστικά ότι κινδυνεύουν. Υπάρχει κανένας εμπλεκόμενος στην υπόθεση των διαβατηρίων, ο οποίος έκανε παρανομίες- θεωρώ πως οι περισσότεροι δεν έκαναν -, που θα εκπλαγεί από την έρευνα και αν μπορούσε να δράσει προς όφελος του, δεν το έκανε ήδη; Οι ποινικές έρευνες κινδυνεύουν ή πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα όταν δημοσιεύονται στον τύπο πληροφορίες, κυρίως σε ανύποπτο χρόνο ή όταν γίνονται λαϊκές δίκες μέσω των ΜΜΕ, αλλά δεν κινδυνεύουν από επίσημα πορίσματα.
Επίσης, αν δεν θα δημοσιεύονται τα πορίσματα όταν το διορίζον όργανο θεωρεί ότι κινδυνεύουν ποινικές έρευνες, σημαίνει ότι η δημοσίευση δεν θα γίνεται για κανένα πόρισμα, διότι συνήθως μέσα από τα πορίσματα προκύπτουν και ποινικές ευθύνες.