Εισηγήσεις για λεκτική, οπτική και ουσιαστική βελτίωση της εικόνας της Δικαιοσύνης μας. Νομική, εννοιολογική, φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνική προσέγγιση-ΜΕΡΟΣ 5

ΜΕΡΟΣ 5

Η απόφαση

στ) Κυκλοφορά στον νομικό/δικηγορικό κόσμο μια Λυδία λίθος, η οποία τα πάντα κατορθώνει: η «απόφαση».

Δηλαδή η εκ δευτέρου βαθμού δικαστική απόφαση, δεδομένη πλέον ως αποκρυσταλλωθέν νομολογιακό δεσμευτικό προηγούμενο. Είναι για κάποιους το μαγικό ραβδί που μαγικά και ονειρεμένα λύνει τα πάντα στην νομική. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Αναγνωρισμένες επιστημονικά πηγές δικαίου είναι:

α) Πρωτογενής νομοθεσία

α. 1) Νόμος

Νόμος: Είναι το υπό της πολιτείας θεσπιζόμενο δίκαιο. Επίσημος εκ της πολιτείας γεγραμμένος κανόνας δικαίου.

Με πιο απλά λόγια νόμος είναι το σύμφωνα με το σύνταγμα γραπτό δίκαιο.

α. 2) Δευτερογενής νομοθεσία

Δευτερογενής νομοθεσία (κανονισμοί/κανονιστικές διοικητικές πράξεις) είναι η νομοθεσία η οποία εκδίδεται από όργανο άλλο από την βουλή, κατά κύριο λόγο από  την διοίκηση μέσα από προς τούτο σχετική εξουσιοδότηση  νόμου.

β) Δευτερευούσης σημασίας το έθιμο.

Έθιμο: είναι συνήθεια της κοινωνικής ζωής που διαμορφώθηκε μέσα από την παράδοση.

Υπό την νομική θεώρηση το έθιμο ως πηγή δικαίου είναι ο άγραφος κανόνας ο οποίος στηρίζεται σε μακροχρόνια κοινωνική συνήθεια.

Προϋποθέσεις εφαρμογής εθίμου ως πηγή δικαίου: 

Το έθιμο για να αποτελέσει πηγή δικαίου ως ασκούμενη κοινωνική συνήθεια και ως κοινωνικός λόγος πράξεων, θα πρέπει να ασκείται εν τη διαχρονία μέσα από            

.  ομοιόμορφη,

.  χρονικά μακρά και αδιάκοπη τακτική κοινωνική εκδήλωση

εν συνειδήσει δικαίου.

Σημείωση: Το έθιμο αναγνωρίζεται και στις δύο οικογένειες δικαίου Ηπειρωτικό και Αγγλοσαξωνικό όμως στον αντίστοιχο βαθμό που θα αναφερθεί στο παρόν  κείμενο.

Ρόλος και ισχύς απόφασης:

Απόφαση εν τη απλή και εν τη εννοιολογική σημασία είναι η οποιαδήποτε καταληκτική δικαστική πράξη.

Νομικά η απόφαση είναι η δικαστική ερμηνεία του νόμου, καταλήγουσα ως η ενέργεια εφαρμογής του δικαίου.

Η απόφαση ενός δικαστηρίου (εννοείται μέσω του φυσικού δικαστού) είναι η εν τη πράξει προς την κοινωνία ανταπόκριση του νόμου, εξ ού και η σοφία της γλώσσας μας την ονομάζει νομο-λογία δηλαδή «λόγο του νόμου».

Με την έκδοση της η κάθε δικαστική απόφαση πέραν της εγγύς αξίας την οποία φέρει ως προς τους συγκεκριμένους διαδίκους για τους οποίους εξεδόθη, κατέχει ευρύτερο χαρακτήρα ως κτήμα πλέον της κοινωνίας και με τιμή κατατίθεται στον ταμιευτήρα των εν τη πράξει απτών αποτελεσμάτων της δικαιοσύνης.

Με την έκδοση τους οι αποφάσεις ούσες κοπιώδης καρπός του από καθ’ έδρας δικαστικού λόγου και έργου, εισέρχονται στην τεράστια δεξαμενή της καταληκτικής δικαστικής σκέψης που λέγεται νομολογία.

Η «απόφαση» όμως του κοινοδικαίου έχει άλλη έννοια, ως η εκ δευτέρου (ανωτέρου) βαθμού προερχόμενη δικαστική κρίση με δεσμευτική ισχύ – ως εξ αναγωγής επιδραστικό δικαστικό προηγούμενο – προς τα κατώτερου βαθμού δικαστήρια. Η δεσμευτικότητα αυτή είναι προϊόν της φιλοσοφικής σχολής σκέψης του κοινοδικαίου (και όχι του ηπειρωτικού δικαίου) έχοντας εφαρμογή και δίδοντας λύσεις σε αναφυόμενα νομικά ζητήματα.

Δηλαδή με την λογική της απόφασης στο κοινοδικαϊικό περιβάλλον το αποτέλεσμα της υπό εξέταση περίπτωσης είναι σχεδόν προειλημμένο εκ «σωρείας αποφάσεων» ως τετριμμένη φράση ασταμάτητα παρελαύνουσα στον δικαστικό λόγο… Συνάμα η λέξη «προειλημμένο» στην εσωτερική της έννοια σχεδόν ταυτίζεται με την λέξη «προκατειλημμένο» με μικρή διαφορά όχι πλέον στο χρονικό στοιχείο της πρόθεσης «πρό» αλλά στην πρόθεση «κατά» η οποία εκφράζει ότι απλά το προειλημμένο δρα κατά/εναντίον.

Απόδειξη τούτου η  φράση τινών δικαστών προς τους δικηγόρους: τώρα τί θέλετε να δικάσω αφού τες αποφάσεις ξέρετε τες.

Η απόφαση στην Κύπρο δεν φέρει (για την ακρίβεια δεν πρέπει να φέρει) αποτελέσματα νόμου ούτε και είναι άμεσης και πρωτευούσης σημασίας πηγή δικαίου όπως μπορεί τινές λανθασμένα να νομίζουν, αλλά δευτερευούσης αφού τελεί σε κατάσταση εφεδρείας, έτοιμη να χρησιμοποιηθεί μόνο εν ώρα ανάγκης.

Η απόφαση επομένως δρα «επικουρικά» (βοηθητικά) ΜΟΝΟ όπου ΔΕΝ  υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη ή διασαφήνιση ή ερμήνευση.

Και αφού πρόκειται περί βοηθητικής κατάστασης επομένως και η εξ αυτής φερόμενη ενέργεια δικαίου είναι ταυτόσημη.

Επομένως πώς είναι δυνατόν να εφαρμοστεί (δεσμευτικά μάλιστα) μια προηγηθείσα ανώτερη απόφαση και η οποία θα καθοδηγήσει το χέρι του δικαστού να γράψει μια δική του απόφαση την στιγμή που υπάρχει ο προς τούτο συγκεκριμένος σχετικός νόμος ή κανονισμός;

Θα αντικαταστήσει μήπως η απόφαση τον νόμο; Απόλυτα άτοπο! Τί δουλειά μπορεί να έχει στην φαρέτρα των νόμων μια δικαστική απόφαση, όταν η φαρέτρα αυτή είναι υπερπλήρης με τα βέλη που ξεκάθαρα γράφουν πάνω την λέξη «νόμος»; Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει κανένας χώρος γι’ αυτήν.

Μπορεί να αγνοηθεί ή να παραμεριστεί ή να κατανικηθεί ο νόμος από δικαστήριο; Είναι ποτέ δυνατόν η δικαστική εξουσία να μπορεί κατά παράβαση της έννοιας του κράτους δικαίου και κυρίως της αρχής της διάκρισης των εξουσιών να παράξει οιονεί νομοθετικό έργο; Σε ποιά έγκυρη νομική σχολή μπορεί οι νομοδιδάσκαλοι να διδάξουν τους φοιτητές τους, ότι η δικαστική εξουσία δύναται με το σφυρί της δικαστικής επενέργειας δικαίου, επεμβατικά να σφυρηλατήσει πάνω στο αμόνι του εργαστηρίου της «κατασκευής των νόμων», δικούς της νόμους; Σε καμία!  Διότι η κατασκευή νόμων είναι δουλειά άλλης εξουσίας.

Άρα την απόφαση θα την χρησιμοποιήσει ο δικαστής με φειδώ και, ΜΟΝΟ όταν δεν βρίσκει οιανδήποτε περί του συγκεκριμένου εξεταζόμενου θέματος νομοθετική πρόνοια ΚΑΙ όταν αυτή είναι αποφθεγματικά κατάλληλη να καλύψει με σωστή εφαρμοστική και επακριβή διερμήνευση την κάθε νομική κενότητα ή την ανυπαρξία νομικής πρόνοιας/πρόβλεψης ή την τυχόν νομική ασάφεια.

Όμως δεν θα ήταν πολύ καλύτερο για την δικαιοσύνη, αν από καθ’ έδρας επέλεγε τα «δύσκολα», τα εντελώς δικά του με υπογραφή απόλυτα δική του και όχι τα «κονσερβοποιημένα» δεκάδων και ενίοτε εκατοντάδων ετών των οποίων οι συνθήκες συντήρησης είναι επισφαλείς αφού πλήττονται σφοδρά από την αέναο πάροδο του χρόνου και την πρόοδο και αλλαγή της κοινωνίας;

Μα δεν ήταν πάντα αξιοπρόσεκτα καλύτερα τα δύσκολα από τα εύκολα και τα εύπεπτα;

Εννοούμε ότι δεν θα ήταν άκρως περιχαρέστερη η Θέμις αν, ελεύθερα αποφασίζει ο δικαστής, μέσα και από την δική του κρίση και νομική σκέψη, με περισσότερη πρωτοβουλία διεισδυτικού χειρισμού για το εκάστοτε υπό εξέταση θέμα και με περισσότερη τόλμη και επιστημονική πρωτοτυπία να ψάχνει, να ανακαλύπτει και κατακτά δικές του λύσεις στην άσκηση του δικαίου, όπως η ιδέα της δικαιοσύνης επιβάλλει και όχι δρώντας στην πρώτη «δυσκολία» ως ένας απλός κατ’ επανάληψη ανιαρά εφαρμοστής των «έτοιμων», αναζητώντας στέγη σε σπιτάκια «προκατασκευασμένων» νομολογιακών δεδομένων, χωρίς φιλτράρισμα (ως προς την υποχρέωση αποδοχής τους)  μέσα από την δική του νομική σκέψη και τον δικό του δικαστικό προβληματισμό; 

Θα δοθεί η απάντηση, μα ξέρετε αφού με τα «έτοιμα», ήδη εδόθησαν και…έτοιμες απαντήσεις και λύσεις για κάποια θέματα τα οποία είναι ωφέλιμα και επομένως ας τα χρησιμοποιούμε: ναι αυτό είναι σωστό, όμως με τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα με τα «έτοιμα» και την τακτική διαχείρισης και λειτουργίας τους να καλύπτει ισοπεδωτικά και αμέσως τις κάθε προκύπτουσες ανάγκες, παύει πλέον να ερευνά πρωτοτύπως και από πρώτο χέρι στην λειτουργία του ο πρωτόδικος δικαστής,  άρα  ανακόπτεται  η  έρευνα και η αναζήτηση του αφού ο εκ δευτέρου δικαστής, παράγοντας και δίδοντας νερό στην δεξαμενή της νομολογίας, αποθαρρύνει ή δεν αφήνει ανοικτές θύρες αναζητήσεως στον πρωτόδικο.

Ας δούμε πως λειτουργεί λανθασμένα αυτό το πράγμα μέσα από μια παρομοίωση: δηλαδή επειδή ο Α κάνει το Α+, τότε ο πιο κάτω από αυτόν δηλαδή ο Β δεν κάνει, διότι δεν έχει ανάγκη να κάνει και αυτός το Α+, διότι είναι ήδη καμωμένο από τον Α, και ο Α συνεχίζοντας να κάνει το Α+, τότε ο Β ποτέ δεν θα χρειαστεί ή δεν θα αναγκαστεί θα κάνει το Α+. Δηλαδή στην ως άνω περίπτωση υπάρχει ένας ανωφελής αλυσιτελής κύκλος έμμεσης παρεμπόδισης παραγωγής του Β από τον Α του παραδείγματος και είναι περίπου όπως το άλογο που από φόβο κυνηγά την σκιά του μή συλλαμβάνοντας την ποτέ και όπως τον σκύλλο που από λάθος εκτίμηση ως προς τον εχθρό, κυνηγά την ουρά του επίσης μή συλλαμβάνοντας την ποτέ, δηλαδή δεν έκαναν κάτι, δεν πέτυχαν τίποτα από τις ενέργειες τους.

Σε κάθε οικογένεια δικαίου δηλαδή Ηπειρωτικού και κοινοδικαίου η απόφαση όπως θα δούμε πιο κάτω δρα διαφορετικά.

Φιλοσοφία των δύο οικογενειών δικαίου: Ηπειρωτικού- Αγγλοσαξωνικού.

Κατ’ αρχάς:

Απόφαση είναι η κατόπιν σκέψεως τελική κρίση του δικαστηρίου.

Είναι η εν τη πράξει προς την κοινωνία ανταπόκριση του νόμου.

Είναι επενέργεια δικαίου με την φωνή και τον λόγο του νόμου απευθυνόμενη στην κοινωνία.

Η φιλοσοφική αντιπαράθεση των δύο δικαίων σύγκειται στην μαγική λέξη: Νομολογία.

Ποιά η θέση της νομολογίας (δικαστικής απόφασης) στα συστήματα;

  • Για το Ηπειρωτικό δίκαιο η νομολογία, είναι απλά αποτελεί «μαρτυρία της υφιστάμενης νομοθεσίας».

Προβληματισμός: Δεν ισχυριζόμαστε ότι το Ηπειρωτικό είναι τέλειο διότι όλα τα νομικά συστήματα είναι ανθρώπινα δημιουργήματα.

Αφού όμως για το Ηπειρωτικό δίκαιο η απόφαση αποτελεί «μαρτυρία της υφιστάμενης νομοθεσίας» και αφού η απόφαση εξ αντικειμένου ναι, είναι όντως ο μάρτυρας και ο πρακτικός εκφραστής του νόμου, τότε ως  ακαδημαϊκή νομική διαπίστωση η ρήση αυτή ισχύει και είναι αποδεκτή ως «ορθός λόγος» από όλους, άρα αυτό μπορεί ως να λεχθεί και για το κοινοδίκαιο.

Ερωτούμε επομένως το εξής:

αν υποθέσουμε ότι αυτή την φράση θελήσει να την πεί ακαδημαϊκά π.χ. ως ρητό για αποστήθιση από τους φοιτητές του στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο ένας κοινοδικαιϊκός νομοδιδάσκαλος, δηλαδή ότι η απόφαση είναι «μαρτυρία της υφιστάμενης νομοθεσίας» και με δεδομένο όμως ότι για το κκόμονλο η απόφαση επέχει θέση νόμου δηλαδή ναι, είναι νόμος, άρα στην πράξη τί θα τους πεί;

Ότι η απόφαση είναι μαρτυρία του…εαυτού της

Και απίστευτο και ασυμβίβαστο με την λογική.

  • Για το Αγγλοσαξωνικό δίκαιο η νομολογία είναι δεσμευτικός κανόνας δικαίου.

Από εδώ ξεκινούν όλα τα άλλα.

Πώς λειτουργούν τα δύο αυτά δίκαια:

–  Στην οικογένεια του Ηπειρωτικού δικαίου για να καταλήξει σε απόφαση ο δικαστής δρα με την παραγωγική μέθοδο σκέψης χωρίς να υποχρεούται να ακολουθήσει οιονδήποτε δικαστικό προηγούμενο, αλλά είναι ελεύθερος να προχωρήσει με τις δικές του σκέψεις σε καθαρά δικά του συμπεράσματα ακολουθώντας την οδό του γενικού κανόνα και του «ορθού λόγου».

Ο «νομικός  κανόνας» που πρέπει να εφαρμόσει ο Ηπειρωτικός δικαστής είναι προκαθορισμένος (αφού η νομοθεσία είναι ήδη προκαθορισμένη), τον οποίο και θέτει ως την «μείζωνα» πρόταση στην σκέψη του. Στην πορεία κάτω από αυτόν τον κανόνα τοποθετεί τα γεγονότα και όλο το υλικό της συγκεκριμένης υπόθεσης ώστε να φτάσει σε καταληκτικό δικαστικό συλλογισμό (απόφαση) ο οποίος συλλογισμός χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα στο ύφος και βραχυλογία.

Η νομολογία, για το Ηπειρωτικό δίκαιο δεν φέρει την υψηλή δικαιοπλαστική αξία του Αγγλοσαξωνικού δικαίου αφού δεν έχει καμία δεσμευτικότητα και επομένως υποχρεωτική εφαρμοστικότητα στην σκέψη του δικαστού. Η αξία της είναι αυτοτελής περιοριζόμενη μόνο για την συγκεκριμένη περίπτωση από την οποία προέκυψε.  Φέρει μεν, την αξία του σεβασμού στην σκέψη των άλλων δικαστών οι οποίοι μάλιστα μπορεί και να την επικαλεστούν (προαιρετικά) όμως δεν κατέχει δεσμευτικό χαρακτήρα. 

Έτερος βασικός πυλώνας του Ηπειρωτικού δικαιϊκού οικοδομήματος, το γεγονός ότι στο Ηπειρωτικό δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία εφαρμόζεται το «εξεταστικό σύστημα» δηλαδή εξετάζει ο δικαστής.

Το Ηπειρωτικό σύστημα εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης πλην Ηνωμένου Βασιλείου και Βορείου Ιρλανδίας, Ιρλανδίας και Κύπρου. (Αν και στην Κύπρο για την ακρίβεια είναι εν τη πράξει μεικτό).

 –   Το «Κκόμον λό» είναι λίγο πολύπλοκο: Στην οικογένεια του η απόφαση αποτελεί πρότυπο και όχι παράδειγμα στον δικαστικό συλλογισμό, ως δεσμευτικός κανόνας. Επομένως ο  Κοινοδικαιϊκός δικαστής σε αντίθεση με τον Ηπειρωτικό δεσμεύεται από το εκ δευτέρου (ή εξ ανωτέρου βαθμού) δικαστικό προηγούμενο. Για να καταλήξει ο δικαστής σε απόφαση δρα με την επαγωγική μέθοδο σκέψης. Επαγωγική μέθοδος σημαίνει διαδικασία συναγωγής γενικού συμπεράσματος. Το γενικό όμως αυτό συμπέρασμα για να μπορέσει να επιτευχθεί θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν άλλες παρομοίου είδους και περιστατικών προηγηθείσες υποθέσεις – εννοείται ανωτέρου βαθμού.

Οι παρόμοιες αυτές υποθέσεις έχουν τόσο πολύ επιδραστική και δεσμευτική ισχύ μέσα στην όλη πορεία της δικαστικής σκέψης, ως να είναι σιδηρογραμμές με τον δικαστή επιβιβασμένο σε ένα βαγόνι φερόμενο επί των σιδηρογραμμών αυτών, από το οποίο όμως δεν μπορεί να κατεβεί, αν θέλει όντως να φτάσει στον τερματικό σταθμό. Ο τερματικός αυτός σταθμός, θα γράφει απέξω  γενικό  συμπέρασμα και πάνω σ’αυτό  θα θεμελιωθεί ο καταληκτικός δικαστικός συλλογισμός.

Το γενικό αυτό συμπέρασμα είναι προϊόν έρευνας: επιτυγχάνεται μέσα από αναγωγική τακτική, δηλαδή με αναδρομή/έρευνα/ανάτρεξη/αναφορά πάνω σε προηγούμενα δικαστικά δεδομένα. Τα προηγούμενα αυτά δικαστικά δεδομένα δίδουν τον υλικό εκείνο όγκο, ο οποίος αισίως συγκροτεί το γενικό συμπέρασμα.  Όταν για παράδειγμα ένα τεθέν νομικό ζήτημα λύθηκε μέσα από το σκεπτικό μιας εκ δευτέρου βαθμού (ανώτερης) απόφασης, τότε η λύση αυτή είναι οδηγός για τις επόμενες γενεές: κληρονομήθηκε πλέον. Επομένως στο κοινοδίκαιο η απόφαση από την δημοσίευση της δεν κατέχει απλή ισχύ εφαρμογής/επιβολής μόνο στην συγκεκριμένη εξετασθείσα υπόθεση για την οποία εξεδόθη, αλλά πλέον δρα ως ασταμάτητα ρέουσα πηγή δικαίου μή εξαντλούμενη η αξία της στην χρονική διάρκεια της μιας (πρώτης) χρήσης. Το αποφθεγματικό της κύρος πέραν της συγκεκριμένης (πρώτης) εξετασθείσας περίπτωσης, γεννά και διατηρεί κατά κληρονομίαν, ισχύ επιβολής και σε άλλες επόμενες περιπτώσεις.

Ποιές περιπτώσεις και πώς;

Εδώ αρχίζει το ταξίδι του Αγγλοσαξωνικού δικαίου:

ο δικαστής του κοινοδικαίου στην αναγωγική του έρευνα, μέσα από αναφορές σε προηγούμενες υποθέσεις, μπορεί και υποχρεούται (αναλόγως) να τις λάβει υπ’ όψιν και να τις εφαρμόσει περιπτωσιολογικά όπου δεί κατά την κρίση του.

Επομένως η τακτική της δράσης του, ως σύνολο ενεργειών είναι περιπτωσιολογικού χαρακτήρα, ως μια φιλοσοφικά επαγωγική προσπάθεια στον αγώνα ο οποίος απαιτεί από τους παίκτες του η προηγούμενη – ιεραρχικά ανώτερη – απόφαση να εφαρμοστεί δεσμευτικά σε κάθε επόμενη εξεταζόμενη υπόθεση. Αυτό βέβαια για να γίνει θα πρέπει μέσα στο συνολικό σκηνικό να ληφθούν υπ’ όψιν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης υπό κρίση περίπτωσης και να αντιπαραβληθούν με την προηγηθείσα, σε συνάρτηση με το μέγεθος, την αναλογία και την δυνατότητα ταύτισης των μεταξύ τους νομικών και πραγματικών θεμάτων καθώς και ισορροπιών, ώστε να κριθεί ότι η ανώτερη/προηγούμενη απόφαση κατά «ορθή κρίση»,  όντως «ταιριάζει», επομένως να δύναται να γίνει αποδεκτή ως εφαρμοστέα. Ως εκ της κατά κρίση περιπτωσιολογικής εφαρμογής της νομικής έννοιας απόφαση, ούτω το «κκομονλό» χαρακτηρίζεται ως  περιπτωσιολογικό.

Σημείωση: Η ανωτέρω καταγραφείσα λέξη «ταιριάζει», καθ’ ημάς έχει τις προεκτάσεις του «μύλου» με «υ» (δηλ. δεν βγαίνεις από μέσα) και τις επιπτώσεις του  «μήλου» με «η» της έριδας, δηλαδή φρούτο του καυγά.

Γιατί;

Διότι με την εφαρμογή μιας επιλεγείσας δευτεροβάθμιας απόφασης, θα γεννηθεί ένσταση ότι η συγκεκριμένη δεν ταιριάζει πραγματικά ή ότι δεν λέει ακριβώς και δεν εκφράζει επ-ακριβώς μέσα από τις αναλογίες αυτό που επιπτωτικά πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

Για παράδειγμα μέσα από την νομολογία οι λέξεις φράσεις/νομικοί όροι π.χ. «λογικότητα αιτήματος» ή «ευθύνη σε αστικό αδίκημα ή  «τροχαίο ατύχημα» ή «τερματισμός απασχόλησης» ή «διάρρηξη σύμβαση» έχουν την έννοια η οποία με βάση την συγκεκριμένη δευτεροβάθμια απόφαση όντως εδόθη.

Όμως, κατά την ερμηνευτική εφαρμογή τους στην πρωτοδίκως εκδικαζόμενη υπόθεση, μπορεί να υπάρχουν κυριολεκτικά χίλια ειδικά/ατομικά στοιχεία και χίλιες άλλες  δυό εκ γεγονότων παράμετροι που συνδέονται και επηρεάζουν την συγκεκριμένη πρωτόδικη και τα οποία αυτά στοιχεία πρέπει με σοφίας κρίση ολικώς να συνεκτιμηθούν και αξιολογηθούν δικονομικά από το δικαστήριο-

όμως η σκέψη του δικαστού είναι «καλουπωμένη» από την απόφαση.

Επομένως η απόλυτη ισοπεδωτική και νομικά απρόσωπη δεσμευτικότητα της απόφασης είναι δικτατορική ενέργεια κατά της δικαιοσύνης. Ας αφεθεί συνεπώς ο πρωτόδικος να αποφασίσει ελεύθερα, διότι απλά όπως το δευτεροβάθμιο δεν επεμβαίνει στην πρωτοδίκως αξιολογηθείσα μαρτυρία, αφού δεν είχε ενώπιον του τον μάρτυρα, αυτό ακριβώς πρέπει να ισχύει κατ΄αναλογία και για την περίπτωση που εξετάζουμε.

Να σημειωθεί ακόμη ότι η απόφαση του «κοινοδικαιϊκού» δικαστού είναι αναλυτική και εκτενής σε λεκτική αναφορά, ευρεία και μάλλον πεπλατυσμένη: ένας σοβαρός λόγος/αιτία παραπάνω η απόσπαση μεγάλου μέρους της ύλης της σε εκτενείς αναφορές και αναλύσεις/σχολιασμούς των ληφθεισών υπ’ όψιν προηγούμενων αποφάσεων.

Το «κκόμονλο» κατά την ακροαματική διαδικασία λειτουργεί με το «αντιπαραθετικό σύστημα» δηλαδή αντιπαρατίθενται οι δύο αντίπαλες πλευρές παρουσιάζοντας, εξετάζοντας/αντεξετάζοντας/επανεξετάζοντας, ενώ ο δικαστής περιορίζεται σε ρόλο «διαιτητού» χωρίς να κατέρχεται στην αρένα του αγώνα ως μέρος της διαμάχης, ούτε και ως εξεταστής,  χωρίς να λέει το παραμικρό, χωρίς να κάνει ούτε και την παραμικρή ερώτηση, περιοριζόμενος μόνο σε διευκρινιστικές ερωτήσεις.

Ακαδημαϊκή ένσταση: από την στιγμή που στον δικαστικό αγώνα, ο δικαστής είναι ο ρυθμιστής της διαδικασίας και αυτός είναι ο αρμόδιος ο οποίος θα καταλήξει σε απόφαση  δεν μπορεί επομένως ο διευθύνων αυτήν την προσπάθεια δικαίου, να μην είναι ενεργός «στρατιώτης» στην μαχόμενη ομάδα, μέτοχος και αυτός στην ευγενέστατη των ανθρώπων αγωνία να βρεθεί η αλήθεια. Είναι παράλογο και να μην μας περιπαίζουν για κανόνες, διότι οι κανόνες αυτοί ούτε με την δικαιοσύνη και την αίσθηση δικαίου των απλών ανθρώπων συμβαδίζουν, αλλά ούτε και με την λογική. Αυτοί οι κανόνες καθ’ ήμας δεν περιέχουν ούτε μικρογραμμάριο έγνοιας και υγιούς αγωνίας για την δικαιοσύνη. Αν αυτό υπήρχε, τότε οι εντολές προς τον δικαστή δεν θα ήταν «απρόσωπης πολυτελείας» ως απλά διαιτητικές, αλλά επιτακτικές στο να συμμετάσχει στον ευγενή αγώνα του δικαίου: καθ’ ημάς η εύρεση της αλήθειας δεν μπορεί να αφήνεται έτσι απλά στο τι και μόνο θα παρουσιάσει η κατηγορούσα αρχή/ενάγοντες και η υπεράσπιση/εναγόμενοι. Δεν θέλουμε να γινόμαστε καυστικοί και σκληροί, ούτε και ειρωνικοί, όμως τα γεγονότα μας αναγκάζουν: αφού οι κανόνες θέλουν δικαστική α-βουλία (αβουλία) και όχι δικαστική πρωτο-βουλία (πρωτοβουλία) ας δικάζουν μόνες οι δύο πλευρές και θα τα βρούν- τί τον θέλουν τον ούτως ή άλλως «εκτός» δικαστή; 

Παρένθεση: Μας έλεγαν οι παλιοί δικηγόροι όταν αρχίσαμε το επάγγελμα για κάποια περίπτωση έκδηλου δικαστικού «εκτός» σε τέτοιο βαθμό (από επήρεια εκ του κανόνα του διαιτητού, από αβουλία; από φόβο ευθυνών; από γνωσιολογική ανεπάρκεια;) ώστε στην κατ’ έφεση απόφαση κατέγραφει στις δευτεροβάθμιες δέλτους ερώτημα, «αν ο δικαστής ήταν στην αίθουσα». Αν και εμείς με βάση την δική μας λογική σε συνδυασμό με την περί δικαίου σκέψη, θεωρούμε την φράση αυτή ειρωνική –επομένως διαφωνούμε με το λεκτικό αυτό διότι μπορούσε η συγκεκριμένη σκέψη να διατυπωθεί διαφορετικά –

και με δεδομένο ότι η ειρωνεία είναι καθαρή υποτίμηση και μορφή εσωτερικής προκατάληψης, άρα καταληκτικά μεροληψία εις βάρος του καθ’ ού η ειρωνεία, γεγονός που απαγορεύεται αυστηρά σε δικαστική απόφαση, εφ’ όσον όμως αυτό συνέβη έστω και με αυτήν την διατύπωση, σημαίνει ότι υπάρχει εξ αντικειμένου ορατή εν τοις πράγμασι, υποστήριξη της ως άνω θέση μας.  

Εμείς οι εν αγωνία τελούντες αφελείς και με πάθος αγαπώντες το δίκαιο, κατέχοντες ταπεινή στοιχειώδη λογική, ασφαλώς και θέλουμε τον δικαστή «ζωντανό» και μή ασπονδύλου καταστάσεως στην έδρα και μαζί μας στον αγώνα: ακόμη και ο πιό απλός και ταπεινός και με μή νομικές γνώσεις άνθρωπος από το πιο ταπεινό χωριό  θεωρούμε ότι δεν μπορεί να αποδεχτεί τον ως άνω ουδέτερο δικονομικό κανόνα.

Και ναι απόλυτα – απόλυτα συμφωνούμε ότι ο δικαστής ΔΕΝ είναι με κανέναν από τις δύο πλευρές, είναι όμως με το ΔΙΚΑΙΟ.

Πώς όμως όντας με το δίκαιο, το προωθεί όταν είναι απλά διαιτητής; Μα αφού ο διαιτητής δεν παίζει σε καμία από τις εντεκάδες άρα πώς ακριβώς συμβάλλει στην νίκη της ομάδας του δικαίου;

Ας δούμε κάτι πολύ – πολύ απλό: και αν τυχόν ο δικαστής έχει κάποιες σκέψεις ή κάποιες ιδέες ή καλύτερες ερωτήσεις και από δικηγόρους και από εισαγγελείς και από μάρτυρες και οι οποίες αυτές ερωτήσεις και θέσεις ναι, θα βοηθήσουν την δικαιοσύνη και θα ανιχνεύσουν την αλήθεια γιατί να μην τις κάνει;

Πώς θα σχηματίσει ο δικαστής την ΔΙΚΗ ΤΟΥ ακριβή εκείνη εικόνα των γεγονότων όταν ο ίδιος δεν μπει για τα καλά στην υπόθεση ώστε –

ωσάν να ήταν και αυτός παρών με τα πινέλλα της λογικής του αντίληψης και τα υλικά των ικανοτήτων της πνευματικής του εμβάθυνσης, να ζωγραφίσει πάνω στον άυλο πίνακα της σκέψης του σε ρεαλιστικό βαθμό, όλο το ιστορικό, όλο το σκηνικό και  όλες τις συνθήκες της εξεταζόμενης υπόθεσης; Αυτό δεν είναι το ζητούμενο ώστε μέσα από την αναπαράσταση των γεγονότων στην σκέψη του σε βαθμό ως να ήταν παρών ο δικαστής να καταλήξει σε σωστή κρίση; Άρα αν δεν καταφέρει να νιώσει ότι ήταν «παρών» καμία εσωτερική αναπαράσταση πραγμάτων θα καταγραφεί, κανένα γεγονός και καμία λεπτομέρεια θα ζωγραφιστεί στην δικαστική σκέψη, άρα η μάχη του δεν θα υποστηρίζεται από κανένα τεκμήριο.

Μπορεί ένας λογικός άνθρωπος να αρνηθεί ότι θα πρέπει να γίνονται όλα τα πιό πάνω  ώστε να μπορεί από κοντά, ως πνευματικά παρών, σε βαθμό οιονεί  προσωπικά παρευρισκόμενος ο δικαστής να κρίνει και να αποφασίσει;

Πώς θα τα κάνει όλα αυτά; Από μακριά και με τις διευκρινιστικές μήπως;

Θα είναι όμως αρκετές; Διευκρινίζω σημαίνει απλά: διασαφηνίζω.

Παραθέτουμε και το εξής ορατό  επιχείρημα:

Μπορεί κανείς να αγνοήσει εκείνη την δικονομική διαδικασία η οποία λέει πάρα  πολλά: της αυτοψίας; Και γιατί άραγε πηγαίνουν επιτόπου δικαστές, δικηγόροι, αστυνομία, τεχνοκράτες και άλλοι ειδικοί στον χώρο κάποιου υπό δικαστική εξέταση αδικήματος; Ο σκοπός δεν είναι να σχηματίσουν όλοι εικόνα του υπό εξέταση θέματος ως να ήταν παρόντες; 

Επομένως ποιοί σκέφτηκαν αυτόν τον κανόνα θέλοντας ένα δικαστή «ότι του πάρουν και ότι του πούν»; Και το σκέφτηκαν πτυχιούχοι νομικής; Δίκαζαν υποθέσεις αυτοί που πρωτοσκέφτηκαν αυτόν τον κανόνα ή μήπως είναι προϊόν εξ άνωθεν επιβολής-συστημική εντολή, άρα μήπως υπήρχαν βαθύτεροι συστημικοί λόγοι; Διότι δεν μπορεί να τον σκέφτηκαν ούτε δικαστές, ούτε δικηγόροι που αγαπούν και αγωνιούν για την αλήθεια.

Επιτέλους μα τί έχει να φοβηθεί η δικαιοσύνη από τις συμμετοχικής παρουσίας ερωτήσεις του εκδικάζοντος δικαστού;

Είναι καθ’ ημάς αυτό τεράστιο λάθος, διότι η δίκη είναι υψηλή ιερουργία μέσα από  υπέρτατη εντολή δικαίου της κοινωνίας και διεξάγεται με σκοπό να αποδοθεί η αξία της δικαιοσύνης.

Ας πάμε …λίγο πίσω: η πρώτη δίκη έγινε από τον Θεό στα πρώτα βήματα της κοσμογονίας με κατηγορητήριο την κλοπή ενός μήλου και η οποία δίκη ήταν με πολύ συνοπτική όμως με βαρύτατες «ποινές» στον Αδάμ και την Εύα και της οποίας δίκης ο συμβολισμός πάντοτε ακολουθεί, δηλαδή κατατρέχει τους ανθρώπους. Όμως σ’ αυτήν την δίκη ακόμη και ο Θεός δεν αρκέστηκε απλά και μόνο στα των «δύο πλευρών» αλλά η παρέμβαση του ως κριτής ήταν συμμετοχική και διερευνητική με  ερωτήσεις σε αυστηρό μάλιστα ύφος, ώστε να διαλευκανθεί η υπόθεση για την κλοπή του απαγορευμένου καρπού.

Επομένως η δικαιοσύνη μας βρίσκεται ενώπιον ανάγκης τροποποίησης της επί τούτω νομοθεσίας του δικαίου απόδειξης, ποινικής και πολιτικής δικονομίας, θεσμών και επέκεινα, ώστε η απόδειξη να είναι  μέσα από σφαιρικό πεδίο όντως … απόδειξη.

Παράκαμψη του κανόνα αυτού (αναγκαστική).

Αντιμετώπιση αποτελεσμάτων αυτού του ακατανόητου κανόνα.

Το σύστημα μας (εν Κύπρω) για την αντιμετώπιση αυτού καθ’ ημάς ελλιπούς μέχρι παραλογισμού αυτού κανόνα, παραμερίζει και αναγκαστικά υπερακοντίζει τις αρχές και κανόνες του κοινοδικαίου, θυσιάζοντας τις στον βωμό της απόλυτης ανάγκης να υπηρετηθεί σωστά η δικαιοσύνη. Διότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις έχει ανάγκη, πρέπει να το κάνει, αφού αν δεν το κάνει τότε δεν θα καταφέρει να φτάσει σ’ αυτό που επιζητεί μέσα από το υφιστάμενο σύστημα. 

Αυτό νομικά είναι μεν μια λύση ανάγκης όμως, αν ειδωθεί αυστηρά επιστημονικά είναι μπαλλώματα και δουλειές του ποδαριού για κάλυψη συγκεκριμένης προκύψασας ανάγκης, αφού δεν είναι ολικές ενέργειες, σε γενικό και ολικό επίπεδο εφ’ όλου τους συστήματος. Διότι πολύ απλά «ή είσαι ή δεν είσαι» ή θα είσαι σταθερός στις αρχές ή θα επαμφοτερίζεις.(«επαμφοτερίζω»: σημαίνει πότε κλίνω προς το ένα πότε προς το άλλο, και το απαρέμφατο «επαμφοτερίζειν»: σημαίνει το να επαμφοτερίζω).

Όμως αυτό δείχνει την αλήθεια των απόψεων μας, όχι ως «μπράβο» για μας, αλλά για αναζήτηση του μεγάλου εκείνου «μπράβο» που θα κερδίσει η έννοια του δικαίου, όταν θα τροποποιηθούν νομοθεσίες, ώστε η δικαιοσύνη να κάνει την σωστή δουλειά.

Έτσι, σε τινές περιπτώσεις με εντολή νόμου αναγκαστικά το δίκαιο θέλοντας και μή επαμφοτερίζει. Και ενώ ο δικαστής μας είναι «κοινοδικαιϊκός» και όμως αναλαμβάνει εναλλακτικά εξεταστικό έργο προκειμένου να ξεπεραστεί το κοινοδικαιϊκό αδιέξοδο της λανθασμένης τακτικής της μή υποβολής ερωτήσεων από την δικαστική έδρα.

  • Για παράδειγμα με βάση το Κεφ. 6, 11/65, άρθρο 88  στην συγκεκριμένη περίπτωση της αιτήσεως μηνιαίων δόσεων η διαδικασία δεν είναι αντιπαραθετικής μορφής αλλά εξεταστικού χαρακτήρα κατά παράβαση του Κοινοδικαιϊκού πυλώνα της εφαρμοστέας αρχής της αντιπαραθετικότητας και αυτό λόγω αδυναμίας του «κκόμονλο» να μας καλύψει γι’ αυτού του είδους τις δικαστικές έρευνες.
  • Το ίδιο συμβαίνει και στις αιτήσεις γενικά: εξέταση, διαδικασία εξέτασης μαρτύρων, συνοπτικότητα, ελεύθερες αποδείξεις, ελευθέρα απόδειξη εν γένει, εξ ακοής μαρτυρία όλα ελεύθερα και σχεδόν απόλυτη ελευθερία/ανοχή στην κατάθεση εγγράφων. Και έτσι καθ’ ημάς είναι το σωστό: να κάμπτεται και στις άδικες του αρχές και στην λανθασμένη του τακτική το νομικό σύστημα – και το κάθε σύστημα, διότι κανένα δεν είναι τέλειο – ώστε να υπηρετήσει σωστά την δικαιοσύνη.
  • Το ίδιο και με τις θανατικές ανακρίσεις: «ελεύθερο» το σύστημα ανάκρισης/διερεύνησης και μή δέσμευσης από τους περίεργους κανόνες απόδειξης.

Νομικοφιλοσοφικός προβληματισμός.

Και γιατί μέσα στην αγκαλιά του «κκόμονλο» στα θέματα αυτά δρα πλέον το νεοϋοθετηθέν «ελεύθερο» σύστημα  για τις περιπτώσεις αυτές;

Γιατί η νομική μας τάξη υπέκυψε σε απαγορευμένες και άγνωστες  γι’ αυτήν οδούς και ακολούθησε τώρα τακτικές δράσης άκρως διαφορετικές από τις ήδη εγνωσμένες πρακτικά;

Τί δουλειά έχουν στο κοινοδίκαιο αυτές οι καινοφανείς τακτικές και οι διαφορετικές αυτές νομικές προσεγγίσεις.

Απ’ ότι ξέρουμε το Ηπειρωτικό ποτέ δεν έκανε τέτοια επαμφοτεριστική τακτική αναδίπλωσης. 

Πόσο παν- εύκολα  ξεπεράστηκαν οι μέχρι τώρα αναμφισβήτητες μέθοδοι δράσης;

Γιατί οι σοφοί θυμήθηκαν τώρα ότι υπάρχει στο λεξιλόγιο μας η μαγική λέξη ελευθερία;

Γιατί (αν είχε την δύναμη) δεν το έκανε με τις δικές τους δυνάμεις και τον δικό του τρόπο το κοινοδίκαιο; Άρα  αυτή (η νέα) είναι η σωστή διαδικασία διότι απλά αν δεν ήταν δεν θα την υιοθετούσε, αλλά θα εξακολουθούσε να παραμένει με την ξεπερασμένη και σκουριασμένη δική του! Όμως έκρινε ότι ναι, έπρεπε να υποχωρήσει. Σωστά;

Αν και η πλειο(νο)ψηφία δεν είναι 100% απόλυτο ότι εκπροσωπεί και ταυτίζεται με το σωστό, όμως αποτελεί σοβαρότατη ένδειξη και ισχυρότατο δείκτη του ορθού, γιατί τότε ΟΛΗ η Ευρώπη πλην της Αγγλίας δουλεύει το (ελεύθερο) εξεταστικό Ηπειρωτικό σύστημα με επιτυχία και χωρίς ιδιαίτερα γενετικά προβλήματα; Είναι όλες οι χώρες λάθος πλην της Αγγλίας;

Άρα τώρα υπέκυψε μήπως εξ ανάγκης;

Ναι, βεβαίως υπέκυψε και καλά έκανε αφού ΜΟΝΟ έτσι θα εξυπηρετηθεί η δικαιοσύνη και εξ απολύτου ανάγκης τώρα το «κομμονλό» υποτάσσεται στις σωστές διαδικασίες! Καταβεβλημένο και ντροπιασμένο από την ανεπάρκεια του υιοθέτησε τώρα το ελεύθερο σύστημα για να βρεθεί το αυτονόητο: η αλήθεια!

Απλή ερώτηση προβληματισμού – ας πάρουμε τις λέξεις ελευθερία και ελεύθερο σύστημα:  από πότε βλάπτει η ελευθερία, από πότε η ελευθερία είναι εχθρός της δικαιοσύνης και ποιός νουνεχής άνθρωπος και ποιός τίμιος και καταρτισμένος νομικός φοβάται ή απωθεί την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ από την σκέψη και την δράση του;

Το δίκαιο και το άδικο είναι απλό στην διάκριση τους και το ψέμα από την αλήθεια ακόμη πιο απλό στην ανίχνευση της διαφοράς τους από τον έχοντα καθαρά χέρια και καθαρή καρδιά. Επομένως δεν θεωρούμε λογικό το προκλητικά ανελεύθερο και στριφνό σύστημα της απόδειξης το οποίο (και έχουμε λόγους να πιστεύουμε) ούτε και τινές εκ των συνταξάντων και ψηφισάντων νομοθετών δεν το γνωρίζουν, αλλά ούτε και νομικοί το γνωρίζουν ή στην καλύτερη περίπτωση δεν μπορούν να το απομνημονεύσουν επαρκώς. Άρα δεν προσφέρει όσα θα ανέμενε ένας καλόπιστος άνθρωπος στον αγώνα αναζήτησης της αλήθειας, αντίθετα εν πολλοίς ανακόπτει.

Η απόδοση της ελευθερίας δράσης στον τομέα διερεύνηση/απόδειξη είναι η μόνη διέξοδος για να πλησιάσουμε την δικαιοσύνη. Δεν πρέπει να «χάνουμε» τίποτα το οποίο μπορεί να βοηθήσει μια έρευνα. Μπορεί να είναι (ήταν) σημαντικό και ας μην το αποκλείσουμε εξ υπαρχής με κάποιους ακατ-ανόητους κανόνες της ναφθαλίνης. Κάθε τί ευλόγως κρινόμενο ότι αποτελεί στοιχείο αρωγό στην προσπάθεια για την  ανεύρεση  της αλήθειας ναι να είναι αποδεκτό: στο κάτω- κάτω  αν κάτι παρουσιάζει έκδηλο λάθος ή ορατή ανοησία ή  έκδηλη μή συνδεσιμότητα με το υπό διερεύνηση θέμα πολύ πάρα πολύ απλά δεν θα γίνει από το δικαστήριο αποδεκτό αφού όλα τελούν υπό την κρίση του δικαστηρίου. 

Ο Αριστείδη ο δίκαιος επαναλαμβάνει και επαναλαμβάνει αλλά εμείς δεν τον ακούμε: «πάταξον μεν, άκουσον δε». 

Το δίκαιο της απόδειξης με βάση τους κανόνες του υπέρτατου δίκαιου – του Φυσικού δικαίου – δεν είναι δίκαιο, είναι ανακοπτικό και οιωνοί εχθρικό προς την αλήθεια: ο διάδικος πρέπει να αφήνεται να καταθέσει και παρουσιάσει όλα τα κατά την κρίση του γραπτά και λεκτικά στοιχεία όπως ο Θεός θα τον φωτίσει πάντα στα πλαίσια  του εύλογου, του καλόπιστου και βεβαίως τουλογικού αλλά συνάμα και του πιθανο-λογικού και του ως εκ πρώτης όψεως κρινόμενου ως ορθό: χειροπιαστό επιχείρημα αποδεκτότητας του «λογικού, πιθανολογικού και εκ πρώτης όψεως» η κατ’ αναλογία περίπτωση στην ποινική διαδικασία όπου με βάση την ισχύ ή μή του εκ πρώτης όψεως, καλείται ή δεν καλείται σε απολογία ο κατηγορούμενος. Εδώ γιατί αυτό λειτουργεί; Πώς εφαρμόζεται και πώς λειτουργεί ομαλότατα αυτή η λογική;

Γιατί επομένως αυτό να μην λειτουργεί και τυγχάνει κατ’ αναλογία εφαρμογής σε όλα τα επίπεδα, σε όλες τις εκφάνσεις και σε όλες τις εν τη (δικαστική) πράξει εκδηλώσεις αναζήτησης του δικαίου;

Επομένως ας αφεθεί ελεύθερη η προσπάθεια του διάδικου στην ανηφορική του πορεία για την κατάκτηση του δικαίου του χωρίς το βασανιστικό προς την αλήθεια «μή ετούτο – μή εκείνο» και όλα εκείνα τα οποία θα καταθέσει με λόγια ή έγγραφα να αξιολογηθούν με ορθή κρίση και συνειδησιακή νηφαλιότητα από τον δικαστή.

Τί πιό απλό,

τί πιό δίκαιο!

Ας τα αξιολογήσει πρώτα όλα ο δικαστής και αν τυχόν τα θεωρεί λανθασμένα, άσχετα, ψεύτικα ή μή αποδεκτά πολύ απλά ας τα απορρίψει, αν όμως όχι τότε να τα αποδεκτεί – εν όλω ή εν μέρει – κάνοντας έτσι κάθε αποδεκτό στοιχείο και ένα υπερήφανο σκαλοπάτι προς την αλήθεια.

Εμείς θεωρούμε ότι αυτή είναι η δικαιοσύνη, να ακούει ΠΡΩΤΑ ο άνθρωπος τι έχουν να του πουν οι άλλοι και ΜΕΤΑ να αποφασίζει και να μην λέει στους άλλους, τί οι άλλοι θα του πούν ή τί οι άλλοι θα του φέρουν και παρουσιάσουν: έτσι όπως ακριβώς επιβάλλει η εξ αρχαιοτάτων χρόνων απλή αρχή δικαίου: «πάταξον με άκουσον δε» -Ευτυχώς όμως οι Αθηναίοι τον άκουσαν!!!

Επανερχόμενοι στην απόφαση η μεγάλη αυτή ισχύς επιβολής την οποία η κοινοδικαϊική απόφαση κατέχει σε ομότιμο και ισότιμο εν τη πράξει βαθμό με τον νόμο και ίσως κατά περίπτωση ακόμη και υπερφαλαγγιστικά προς τον νόμο, θεωρούμε ότι καταλήγει σε νομικό υπερεξουσιαστικό αδιέξοδο:

α) ανελευθερία δράσης του νομικού πνεύματος

και περιορισμός μέχρι ανακοπή της ελευθέρας ταξίδευσης της δικανικής σκέψης του δικαστού, προς μείωση της νομικής του πρωτοβουλιακής δημιουργικότητας, αφού σε κάθε παράγραφο που γράφει στην απόφαση του παραπέμπει σε σχετική «απόφαση» λες και είμαστε ά-νομη (χωρίς νόμους) πολιτεία. Ο γράφων με τα λίγα του μαθηματικά και τα στοιχειώδη στατιστικά που κατέχει μελέτησε δειγματοληπτικά και κατέληξε ότι τινές δικαστικές αποφάσεις (πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες) εμπεριέχουν ανιαρή παραπεμπτική αναφορά μέχρι και σε τριπλάσιο ποσοστό σε αποφάσεις παρά σε νόμους. Είναι όμως ποτέ δυνατόν σε μια νομική συζήτηση, αυτό να γίνει αποδεκτό από έναν νηφάλιο και καλόπιστο άνθρωπο που αποφοίτησε από νομική σχολή; Εμείς λέμε όχι διότι, ή θα μιλάμε νομικά (σωστά και επιστημονικά) όπως στο αμφιθέατρο «Σαριπόλων» επιτακτικά από εμάς απαιτούσαν οι σοφοί καθηγητές μας, ή θα μιλούν τα νομικά από μόνα τους. Όμως αυτό θα ήταν άτοπο αφού τα νομικά δεν «μιλούν» διότι αποτελούν αφηρημένη έννοια (δηλαδή αντιληπτή όχι με τις αισθήσεις αλλά με το μυαλό) επομένως για να καταστούν ζώσα δύναμη και να αρθρώσουν λόγο τα νομικά, θα πρέπει πρώτα οι άνθρωποι να τους προσδώσουν λόγο και οι άνθρωποι ως εκφραστές τους να τα εκφέρουν όχι με αχρείαστα εξιδανικευμένο και εξωπραγματικό, αλλά με αληθή και αγνό τρόπο.

Επομένως πώς μπορεί να γίνει νομικά αποδεκτό οι δικαστικές πρόνοιες να είναι ανωτέρου επιπέδου νομικής επίδρασης και καταληκτικής επιρροής στην δικαστική σκέψη από τις εκ του νόμου πρόνοιες; Και γιατί στην εσχάτη (αφού οι αποφάσεις είναι βοηθητική πηγή δικαίου άρα έπονται του νόμου) δεν τίθεται η απόφαση σε κατώτερο βαθμό (επικουρικό/βοηθητικό) και σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις το πολύ-πολύ σε ίσο βαθμό;

Τόσο σκάρτη, ανεπαρκής και πτωχή είναι η νομοθεσία μας που δεν προβλέπει τίποτα για νομικά σημεία που η δικαιοσύνη αναζητά ή μήπως η «φθορά» εκ της μακράν πολυχρόνου ασκηθείσας κληρονομικής εφαρμοστικής τριβής του κκομονλό, κατέστησε πλέον γονιδιακά, τόσο ανελεύθερη και δέσμια την κάθε πρωτοβουλία, στεριώνοντας στον νομικό λογισμό και την αυτονομία της δικαστικής σκέψης, ώστε να μην δύναται πλέον ο δικαστής σε τακτικό επίπεδο (τρόπου ενέργειας) να ακολουθήσει απλά και ελεύθερα την στοιχειώδη πολύ απλή διαδικασία του «σκέπτεσθαι νομικά» όπως στα νεανικά του χρόνια αγνά την διδάχτηκε στην νομική σχολή;

Αλλά ακόμη και αν είναι «σκάρτη, ανεπαρκής και πτωχή» η νομοθεσία μας τί έκανε, τί πρότεινε και τί εισηγήθηκε προς την πολιτεία και τις δύο άλλες εξουσίες το δικαστικό ιερατείο για να θεραπευτεί αυτό το νομοθεσίας πρόβλημα; Γιατί δεν το  κατέγραψε ως καταγγελία ή ως αναφορά στην απόφαση του, αφού δεν απαγορεύεται σε δικαστική απόφαση η καταγραφή αληθούς εν τοις πράγμασι διαπίστωσης αναφορικά με την νομοθεσία και το επίπεδο της;

Επομένως όλο αυτό το θέμα είναι πολύ πιό σοβαρό από ότι θεωρούσαμε στην έναρξη του κεφαλαίου αυτού, διότι με την ανάλυση αυτή προκύπτει ότι πέραν της δέσμευσης της βαθυγνωσιακής νομικής σκέψης και της έμμεσης κλήσης προ τον δικαστή για παρέκκλιση εκ της βαθειά συνειδησιακής θεώρησης του δικαίου, βρισκόμαστε και ενώπιον καταληκτικού τραυματισμού της ασφάλειας του δικαίου.

β) Απροσβλητότητα απόφασης.

Ο γράφων ακαδημαϊκά προερχόμενος από το Ηπειρωτικό δίκαιο, προβληματίστηκε πολύ στα πρώτα χρόνια άσκησης της δικηγορίας για την γένεση, πηγή γένεσης και προέλευσης της απόφασης. Μεγάλος νομικός προβληματισμός το τεράστιο ερώτημα για τα χρόνια ζωής και τα όρια «λήξης» των αποφάσεων. Όχι διότι τα «παλιά» πρέπει να τα πετάσσουμε – αντιθέτως πρέπει να τα εκτιμούμε ενίοτε για την τεράστια σοφία που δυνατόν να εμπερικλείουν – όμως υπάρχουν όρια, διότι όλα αλλάζουν, καθώς και η κοινωνία και οι ρυθμοί επίσης αλλάζουν ταχύτατα.

Άρα οι εκάστοτε συνθήκες καθορίζουν την εφαρμοστικότητα ή μη των παλαιών αποφάσεων.

Και όμως: όταν εκδοθούν οι αποφάσεις τότε τίθενται προνομιακά πάνω από τους κανόνες της φυσικής και έξω από τους αέναους νόμους της ροής του χρόνου μπαίνοντας έτσι στο απυρόβλητο. (απυρόβλητο = αδυναμία προσβολής στόχου).  Παραμένουν εσαεί εν ζωή ακόμη και αν είναι καλές ή κακές, ακόμη και αν  συγκρούονται αλλήλοις, ακόμη και αν είναι χωρίς νόημα, ακόμη και αν παρουσιάζουν έκδηλα λάθη, ακόμη και αν είναι από τον χρόνο ξεπερασμένες ως προς το περιεχόμενο και νόημα τους και κανείς δεν μπορεί να τις προσβάλει εκτός σε σπάνιες εξαιρέσεις όπου οι περιστάσεις εξ αντικειμένου βοούν επιτακτικά. Τότε μπορεί με απροθυμία ρητά ή σιωπηρά ή εκ των νέων δεδομένων εμμέσως να καταργηθούν, άμεσα να διαγραφούν ή απλά να επισκιαστούν ως προς την εφαρμοστική του φύση με προς τούτο νεώτερη τοποθέτηση.

γ) Αιφνιδιασμός της δικαιοσύνης.

Αδιέξοδο κώλυμα προόδου στην άσκηση του δικαίου.

Ο Μέγας Ναπολέων είπε: στους στρατηγούς μου συγχωρώ την ήττα, τον αιφνιδιασμό όμως όχι.

Τεράστιο το μειονέκτημα του δικαίου από τον αιφνιδιασμό του από τα …  «νέα». 

Τόσο λίγη απέμεινε πρωτοβουλία από τον τόσο πολύ εθισμό και την υψηλή εξάρτηση από τα συντηρημένα εντός της νομικής κατάψυξης του χρόνου νομολογιακά δεδομένα,

ώστε επέρχεται «περιεγκλειστότητα» και περίσφιξη της σκέψης της δικαιοσύνης. Τρανή απόδειξη η οποία μας στεναχωρεί πολύ οι ακατανόητες διαπιστώσεις για καινοφανή και «νέα»  θέματα του τύπου: 

ξέρετε εν πολλά δύσκολα τα πράγματα για διάφορα προκύψαντα καινούργια θέματα, διότι εν υπάρχει, (λέει) νομολογία!

Αυτό τώρα τί είναι;

Είναι νομική διαπίστωση; Είναι θέση  επιστημονική; 

Τί σημαίνει εν έχουμε νομολογία;

Και επειδή δεν έχουμε δεδομένη θεματική νομολογία μήπως δεν μπορούν να πάρουν μπρος οι μηχανές του δικαίου και άρα δεν μπορούμε να ζυμώσουμε το ψωμί της δικαιοσύνης λόγω έλλειψης (προηγούμενης) νομολογιακής μαγιάς; 

Μα είναι η δικαιοσύνη κάτι όπως το αυτοκίνητο το οποίο για να ξεκινήσει θέλει βενζίνη; 

Η δικαιοσύνη μας είναι αμιγώς νομολογιοκίνητη μήπως;

Μα ο δικαστής δεν είναι εκ πρωτοτύπου ερμηνευτής και εφαρμοστής του νόμου; Λέει κανένας  προεισαγωγικός, ερμηνευτικός, συμπληρωματικός ή μεταβατικός νόμος ότι μαζί με κάθε νόμο πρέπει να επισυνάπτεται και κεττάπα;

Παραδέχεται λοιπόν η δικαιοσύνη ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει  με την υφιστάμενη νομοθεσία (εν την καταλάβει;) ή στην επιεικέστερη περίπτωση δεν μπορεί πλήρως να την κατανοήσει και να λειτουργήσει με την κείμενη νομοθεσία;

Μα αφού η νομοθεσία προηγείται και η νομολογία έπεται, άρα γιατί η νομοθεσία θέλει πρώτα ως προπομπό ερμηνευτή την νομολογία; Αφού για να παραχθεί και να υπάρξει νομολογία πρέπει πρώτα να υπάρξει η πρώτη δίκη και να ακολουθήσει η εκ δευτέρου δίκη ώστε να παραχθεί η νομολογία.

Άρα γιατί προσπαθούμε να θέσουμε το αμάξι  μπροστά από το άλογο;

Και συνάμα πώς τότε σε δεκάδες χώρες του πλανήτη δουλεύει η δικαιοσύνη ως μή νομολογιοκίνητου τύπου όχημα;

Και τί θα γίνει τώρα;  Θα κηρύξουμε ελλείψει νομολογίας δικαιοστάσιο;

Θα παύσει την λειτουργία της δικαιοσύνης διότι δεν μπορεί η δικαιοσύνη με την κείμενη νομοθεσία να ξεκινήσει δουλειά; Θα προβούν σε αρνησιδικία οι δικαστές; Μην τρελαθούμε τώρα!

Αλλά έστω και αν δεχτούμε ότι η νομολογία είναι απαραίτητη, όμως ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ να λεχθεί αυτή η νομικά άτοπη φράση «εν έχουμε νομολογία», αφού ΠΑΝΤΑ για καινοφανή και ΜΗ ΕΙΣΕΤΙ ΚΡΙΘΕΝΤΑ απλά δεν υπάρχει προηγούμενο, αφού  πριν από το «πρώτο» στην σειρά δεν υπάρχει τίποτα.

Αρα πρέπει από την αρχή να βρούμε και να παράξουμε το «προηγούμενο» και έτσι θα έχουμε στα χέρια μας… το περιβόητο προηγούμενο – έτσι απλά.

Για να επιτευχθεί όμως αυτό ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΠΟΤΕ να τολμήσουμε να ξεκινήσουμε από κάπου άρα δεν έχει λογική να λέμε δεν υπάρχει νομολογία. Μα πώς να υπάρχει κάτι που δεν χρειάστηκε από τις περιστάσεις να παραχθεί; Συνάμα οι κλάψες αυτές μήπως στηρίζονται και στο ποιός δηλαδή θέλουμε( των «ημών» εξαιρουμένων πάντως) πρώτος να το παράξει;

Όμως δεν μπορεί μόνο του να παραχθεί. Είναι αδύνατο. Άρα καλείται ο πρώτος στην σειρά να μπει στην αρένα.

Όταν δούμε το υπό εξέταση πρόβλημα μέσα από το ιδιαίτερο θεματικό κεφάλαιο της φιλοσοφίας, αυτό δηλαδή της λογικής συμπεραίνουμε ότι είναι του τύπου κότα και αυγό:

για να λειτουργήσει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης θέλει/χρειάζεται πρώτα την νομολογία, αλλά δεν υπάρχει νομολογία, όμως για να υπάρξει νομολογία πρέπει πρώτα  να λειτουργήσει η δικαιοσύνη για να δώσει παραγωγή νομολογίας.

Όμως όλη η νομολογία ξεκίνησε κάποτε, από κάπου και για κάτι.

Ας το πάρουμε ετεροχρονικά: πότε όμως και γιατί ξεκίνησε το «κάποτε» το «κάπου» και το «κάτι»; Ξεκίνησαν όλα αυτά μαζί για να εκδικαστεί μια τότε «ΝΕΑ» υπόθεση. Αρα ήταν η πρώτη υπόθεση το έναυσμα. Επομένως αν δεν υπήρχε το πρώτο αυτό έναυσμα δεν θα υπήρχε νομολογία,  δεν θα υπήρχε τίποτα. Άρα τότε κάποιοι  ξεκίνησαν δουλειά και δεν είπαν: «μα έν έχει νομολογία πώς να;..»!  Μα ΠΩΣ να υπάρχει/υπήρχε νομολογία; Τίποτα δεν υπάρχει αν είμαστε στο μηδέν και τίποτα δεν θα υπάρξει αν παραμείνουμε στο μηδέν.

Τί καταλάβατε;

Όμως κάτι είπαμε από την πρώτη μέρα της άσκησης μας ως δικηγόροι για τον βαρύ σταυρό του νομικού/δικηγόρου/ δικαστού που κουβαλά στην πλάτη του – διάβασμα, ψάξιμο, έρευνα, μελέτη, ενδιάτριψη, σκέψη στον ανήφορο για φτάσουμε στο έμπεδο της δικαιοσύνης.

Επομένως; Τί θέλουμε;

Θέλουμε δηλαδή να έχουμε πάντοτε (και μάλιστα ακόμη και για καινοφανή θέματα όμως αυτό είναι παράλογο) κκεττάπες, όπως είχαμε στο γυμνάσιο για τα αρχαία Ελληνικά; Η πρώτη παραγωγή, είναι μια άγνωστη λέξη; Όχι βέβαια! Μα αν αυτό ήταν κανόνας δράσης στην ζωή μας ΔΕΝ θα υπήρχε πρωτογενής πνευματική και υλική παραγωγή. Τίποτα δεν γίνεται μόνο του, αλλά μόνο μέσα από ανθρώπινη πρώτη σκέψη, προσπάθεια και παραγωγή – όλα ξεκινούν. Από κάπου. Και αν δεν υπήρχε η ανθρώπινη  πρωτογενής παραγωγή κατά απόλυτη συνέπεια ούτε και δευτερογενής θα υπήρχε διότι η δευτερογενής παραγωγή στηρίζεται στην πρωτογενή.  Άρα;  Άρα δεν θα υπήρχε  πρόοδος στην ζωή μας.

Τότε γιατί φοβόμαστε τα νέα και τα καινοφανή αφού όλα ξεκινούν από κάπου: από το πρώτο βήμα!

Ότι έχουμε σήμερα είναι το μετά το πρώτο βήμα …δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και όλα τα συσσωρευμένα «μετά» πιστά και ούτως ή άλλως χωρίς  άλλη επιλογή ακολουθούν το μαγικό πρώτο βήμα, όλα ανεξαιρέτως θαρραλέα παραγωγής αποτελέσματα! Και το χτες τα ίδια έλεγε και το αύριο τα ίδια θα λέει, διότι όλα στη ζωή υπακούουν σε έναν απλό της ζωής κανόνα ότι δηλαδή το σήμερα είναι το αύριο που φοβόμασταν (αδίκως) χτες! 

Μα η νομική δεν είναι πορεία σε δύσβατες ατραπούς και κακοτράχαλα μονοπάτια και όχι μια αμέριμνη πορεία σε ολόϊσιες λεωφόρους;

Επομένως καλούνται από την κοινωνία να κάτσουν χωρίς καμία δισταγμού σκέψη τα δικαστήρια να βρούν τις λύσεις και θα τις βρούν, οι λύσεις είναι εδώ και είναι «εύκολες» όταν εφαρμόσουμε ένα σοφότατο στρατιωτικό ρητό:  καμία γραμμή δεν είναι απόρθητη φτάνει να βρούμε τα αδύνατα της σημεία.

Και έτσι η πρώτη λύση, ως πλέον η λύση οδηγός θα βρεθεί, με την μεμψιμοιρία να μην έχει καμία θέση στο παιγνίδι –  αφού ούτως ή άλλως κάποτε, κάποιος θα βρεί τον οδηγό.

Μήπως ο καυγάς είναι ποιός θα ταλαιπωρηθεί και θα εκ-τεθεί σε κρίση όταν θα  βρει πρώτος τον οδηγό; Ετσι όμως είναι οι κανόνες: η δικαιοσύνη έχει μια εξ ιεραρχίας τακτική στην κατανομή και την «πρώτη χρέωση» της ύλης της στα μέλη της ενώ συνάμα  δεν κρίνει, απλά – κρίνεται.

Κάποτε θα βρεθεί η νομολογία άρα γιατί κλαψουρίζουμε; Αφού ούτως ή άλλως πρέπει να κάτσουμε όλοι κάτω να την βρούμε αφού μάθαμε στις  κονσέρβες.

Μόνο έτσι, με την τόλμη θα βγούμε από το υπό εξέταση – νομικοκυκλοτερούς ροής κυκλικοφερόμενο αδιέξοδο!

Σημείωση: Όλο αυτό το θέμα που εξετάσαμε αποκαλύπτει την αδυναμία του κκομονλό ως ελλιπής και αδιέξοδη στο επίπεδο της τακτικής(τρόπος διευθύνσεως χωρίς χρονοτριβή επιχειρήσεων) του δράσης και παραγωγής για την τροφοδότηση αλλά και την απόλυτα αναγκαία επανα-τροφοδότηση και αναχορηγία υλικού για εξασφάλιση αποθεμάτων ως προς την εσωτερική του αυτοδυναμία.

Έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί ότι στην Κύπρο η απόφαση δρα επικουρικά και εφαρμόζεται μόνο και εφ’ όσον ΔΕΝ υπάρχει στο καλάθι της κείμενης νομοθεσίας(πρωτογενούς και δευτερογενούς) σχετικός συγκεκριμένος για το συγκεκριμένο θέμα νόμος/κανονισμός για να βοηθήσει στην ερμηνεία/επίλυση συγκεκριμένου νομικού θέματος. Όλα όσα αναφέραμε ισχύουν για την Κύπρο.

Θα ακολουθήσει ΜΕΡΟΣ 6.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,