Εισηγήσεις για λεκτική, οπτική και ουσιαστική βελτίωση της εικόνας της Δικαιοσύνης μας. Νομική, εννοιολογική, φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνική προσέγγιση-ΜΕΡΟΣ 4

ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ  ΚΑΙ ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ

ΜΕΡΟΣ 4

δ) Λεκτικά λάθη –

Ο πρωτοδιοριζόμενος δικαστής δεν είναι «προσωρινός» όπως λανθασμένα αποκαλείται/αποκαλείτο μέχρι πρότινος.

Η λέξη προσωρινός σημαίνει βραχυχρόνιος/πρόσκαιρος/πρόσκαιρη κατάσταση. Δεν ξέρουμε αν και πάλι πρόκειται για λανθασμένο Αγγλικό αντιδάνειο διότι η αποικιοκρατική υποκουλτούρα δεν παύει να μας κατατρέχει (για την ακρίβεια κατατρέχει αυτούς που οι ίδιοι θέλουν να την κατατρέχουν ωσάν πηγή ιδεών και προτύπων) μέχρι και σήμερα ανασύροντας ενίοτε από τις ναφθαλίνες πράγματα τα οποία ο λαός από το 1878 μόνο να τα ξεχάσει θέλει. Ας γίνει επιτέλους τοις πάσι αντιληπτό ότι ο πρωτοδιοριζόμενος δικαστής δεν τοποθετείται στην θέση αυτή, ούτε βραχύβια/βραχυχρόνια, ούτε βεβαίως ούτε και σε πρόσκαιρο επίπεδο. Εκείνο το οποίο νομικά επιδιώκει να εκφράσει η θέση του πρωτοδιοριζόμενου μέσα από την έκδηλα ανεπιτυχή και εντελώς λανθασμένη και αδόκιμη λέξη «προσωρινός» είναι το εξής απλό και αυτονόητο: ότι ο νεοδιορισθείς δικαστής κατέχει την θέση αυτή επί δοκιμασία και εάν μεν εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος στα μάτια του λαού τον οποίο τιμά και συνάμα δικάζει ανταποκριθεί καλώς και επαρκώς στα καθήκοντα του τότε με εκτελεστή το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο ναι, θα μονιμοποιηθεί. Εάν όμως παρ’ ελπίδα όχι, τότε θα αποπεμφθεί. Άρα η ουσία είναι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με το στοιχείο της κατάστασης δοκιμασίας και όχι το στοιχείο της βραχυχρόνιας και πρόσκαιρης καταστάσεως. Συνεπώς μέσα από το Ελληνικό λεξιλόγιο η κατάλληλη και απολύτως αρμόζουσα λέξη για την νομική/διοικητική  κατάσταση την οποία συζητάμε και αναζητάμε είναι η λέξη «δόκιμος», όπως ακριβώς η λέξη άριστα βρίσκει εφαρμογή και ισχύει στον στρατό και στον μοναχισμό.

ε) Και αυτό το λάθος –

Το εργατικό δικαστήριο είναι επίσης μια πολύ λανθασμένη έννοια, διότι το δικαστήριο αυτό φέρει μεν εκ πρώτης όψεως το όνομα «εργατικό» όμως στην πράξη, έχει πολύ ευρύτερη δικαιοδοτική/εφαρμοστική αρμοδιότητα αφού δεν επιλαμβάνεται μόνο των εργατικών διαφορών (δηλαδή των εργατών).

Πρακτικά, (με επιφύλαξη όσων θα αναφέρουμε κατωτέρω…) στην δωσιδικία αυτού του δικαστηρίου, το οποίο είναι αστικού χαρακτήρα εμπίπτει κάθε εργασιακής μορφής διαφορά από όποιο επάγγελμα και αν προέρχεται, προκύπτει ή εκπηγάζει.

Τόσο στο ιστορικό γένεσης όσο και στην αναφορά αρμοδιοτήτων του δικαστηρίου αυτού μέσα από τον Ν.24/1967 καταμαρτυρείται η σύγκρουση λόγων και έργων:

Το δικαστήριο αυτό συνεστήθη το 1967 με βάση τον νόμο 24/1967 ο οποίος στο άρθρο 2 αναγνωρίζει ότι ουσιαστικά το συγκεκριμένο δικαστήριο είναι το «καθιδρυθέν» δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 12 «των περί ετησίων αδειών μετ’ απολαβών νόμων δικαστηρίου εργατικών διαφορών  και περιλαμβάνει παν τμήμα αυτού», ενώ προχωρώντας στο άρθρο 30(1) του νόμου 24/1967 καταγράφεται  ότι «το δικαστήριο εργατικών διαφορών κέκτηται αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί απασών των εργατικών διαφορών» .

Η πιο  πάνω λέξη «αποκλειστική»,  σκοτώνει και την τελευταία αναλαμπή  ελπίδας να αποταθεί κάποιος στο δικαστήριο αυτό, εκτός από τον εργάτη για εργατικής διαφοράς θέμα.

Οι συγκρουόμενες με την εν τη καθ’ ύλη πρακτική δικαιοδοσία/αρμοδιότητα  αυτού του δικαστηρίου φράσεις «εργατικές διαφορές» παρελαύνουν τέσσερεις φορές βοώσες, στις γραμμές του γενεσιουργού νόμου αποκαλύπτοντας την αντιφατικότητα και καταδεικνύοντας την αυτοαναίρεση. Μα αφού ο νόμος ο μιλά τέσσερεις φορές για διαφορές των εργατών τότε πώς το δικαστήριο αυτό επιλαμβάνεται υποθέσεις των μή εργατών;

Ακόμη και ο αποκλειστικός τίτλος ως «ο περί τερματισμού απασχολήσεως νόμος» επίσης είναι εκτός θέματος, αφού είναι αδικαιολόγητα εξαντλητικός ως προς το εύρος των νομικών/δικαστικών θεραπειών τις οποίες κατέχει η δικαιοδοτική εξουσία του δικαστηρίου αυτού, αφού σε πρώτο αναγνωριστικό τίτλο αρχίζει και τελειώνει η αποστολή του δικαστηρίου αυτού στον τερματισμό και μόνο της απασχόλησης. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα διότι η δικαιοδοσία του είναι κατά πολύ ευρύτερη καλύπτουσα και πλείστα άλλα συναφή εργασιακά ζητήματα.

Άρα λοιπόν με βάση τα αυτονόητα που προκύπτουν από απλούς συλλογισμούς της λογικής του μέσου συνετού ανθρώπου για το τί είναι και τί κάνει το υπό εξέταση δικαστήριο,  καταλήγουμε ότι ο νομοθέτης που ονοματοδότησε το δικαστήριο αυτό, λογικά ήθελε να πει «εργασιακό δικαστήριο» πλην λανθασμένα ή βεβιασμένα, ή αβασάνιστα, ή λόγω άγνοιας, ή εξ ανεπάρκειας (ένα από αυτά ή  μερικά από αυτά ή όλα μαζί) το βάφτισε …εργατικό.

Με αυτή όμως την λογική της υφιστάμενης ονομασίας σημαίνει ότι αν οδηγηθεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού μια διαφορά μεταξύ εργαζομένων π.χ. σε ασφαλιστική εταιρεία, ή σε διαφημιστική εταιρεία ή εργαζομένων σε σούπερμαρκετ, ή σε γραφείο, ή σε κατάστημα ρούχων, τότε το δικαστήριο κατόπιν προδικαστικής ενστάσεως του καθ’ ού, αλλά βεβαίως και αυτεπαγγέλτως το ίδιο το δικαστήριο θα δύναται να απορρίψει την σχετική προσφυγή ως μή έχον καθ’ ύλην αρμοδιότητα και/ή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας και λόγω ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ, επομένως η υπόθεση θα «πέσει», διότι πολύ απλά το δικαστήριο αυτό πώς μπορεί να υπερβεί των εκ του νόμου δικών του αρμοδιοτήτων και εξουσιών αφού καθήκον του είναι να κρίνει μόνο τους εργάτες; Πως μπορεί π.χ. ένας εργαζόμενος σε κτηματομεσιτική εταιρεία ή ένας «κομπιουτερίστας» ή ένας οδηγός λεωφορείου, να προσφύγει στο υπό εξέταση δικαστήριο αφού το δικαστήριο αυτό απ’ έξω γράφει «εργατικό δικαστήριο». Μα αφού δεν είναι εργάτης ο προσφεύγων.

Καταληκτικά

–   Ποιός νόμος έδωσε στο εργατικό δικαστήριο εξουσία, χαρακτήρα και αρμοδιότητα ευρύτερο του αποκλειστικά δικού του ξεχωριστού (ειδικού) χαρακτήρα δικαιοδοτικής αρμοδιότητας; Ποιός νόμος κατ’ οικονομία ή καθ’ υπέρβαση (γραπτώς αιτιολογημένη)  του έδωσε πλατύτερη ή περαιτέρω αρμοδιότητα ώστε να συμπεριλάβει και ΜΗ εργάτες υπό την κρίση του; Κανείς.

–    Οι εισαγωγικές διατάξεις/ερμηνεία του σχετικού νόμου τίποτε περί τούτου διέπουν και τίποτα δεν προβλέπουν για την φανταστική αυτή υπέρβαση.

Άρα υπάρχει θέμα υπέρ-βασης αρμοδιότητας: άλλα λέει  ο  νόμος άλλα κάνουμε. Δεν είναι όμως έτσι τα νομικά.

Όλα είναι θέμα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας. Η «ύλη» κάθε δικαστηρίου είναι το θέμα/κεφάλαιο/τομέας αρμοδιοτήτων τους  και είναι  εκ του νόμου  με ακρίβεια προκαθορισμένη ώστε να υπάρχει τάξη. Η λύση των διαφορών  των ανθρώπων οδηγείται σε συγκεκριμένο τομέα δικαστηρίων, ανάλογα με την φύση, την ύλη και το θέμα της, αλλά βεβαίως και σε συνάρτηση με την νομοθεσία κάτω από την οποία εντάσσεται η διαφορά αυτή: π.χ. αναφορικά με ποινικούς νόμους εντάσσεται στα ποινικά, αστικούς στα αστικά, διοικητικούς στα διοικητικά κ.ο.κ.

Επομένως η εφαρμοστική αρμοδιότητα του κάθε δικαστηρίου αφορά την κάλυψη μιας αυτοδύναμης ενότητας αντικειμένου, εξαντλούμενης εντός των ορίων του εαυτού της και αυστηρά στο δικό της και μόνο θέμα όπως  π.χ. εντός της αστικής ύλης, της ποινικής ύλης, της οικογενειακής ύλης, της στρατιωτικής ύλης, της διοικητικής ύλης μέχρι και της αθλητικής/ποδοσφαιρικής ύλης.

Για παράδειγμα μπορεί ο Α να οδηγήσει υπόθεση του που αφορά κτηματική διαφορά σε ένα δικαστήριο που γράφει απέξω «οικογενειακό δικαστήριο» ή μια οικογενειακή διαφορά όπως π.χ. θέμα διαζυγίου, ή επικοινωνίας με ανήλικα τέκνα σε ένα δικαστήριο που γράφει απ’ έξω «ενοικιοστάσιο» ή «διοικητικό δικαστήριο» ή «ποινικό δικαστήριο»; Ασφαλώς όχι διότι οι προσφυγές των ανθρώπων στην δικαιοσύνη πρέπει να διέπονται από νομικούς, λογικούς, τακτικούς και πρακτικούς κανόνες: αυτοί οι κανόνες συμπυκνώνονται και κωδικοποιούνται στην μαγική φράση «δικαιοδοσία καθ’ ύλην» – και ασφαλώς δικαιοδοσίας κατά τόπον.

Πρέπει επομένως να υπάρχει για το κάθε θέμα ο εκ του νόμου «καθ’ ύλην» εξειδικευμένος προς το συγκεκριμένο θέμα αρμόδιος δικαστής χωρίς να ξεχνάμε όμως και την απόλυτα συναρτημένη «κατά τόπο» δικαιοδοσία, ώστε να υπάρχει πλήρης δικαιοδοτική τάξη για την πρακτικά καλλίστη απονομή της δικαιοσύνης, συνελόντι ειπείν: καθ’ εις εφ’ ώ ετάχθη.  

Σημείωση: να μην συγχύζουμε την «κλίμακα αγωγής» με την έννοια καθ’ ύλην. Η κλίμακα δεν είναι όρος δικαιοδοτικά αυτοδύναμος ο οποίος μπορεί να καθορίσει τομέα/κεφάλαιο ένταξης σε δικαιοδοσία, αλλάείναι «εσωτερικός» όρος της αστικής δικαιοδοσίας ώστε να υπάρχει κατ’ ιεραρχίαν τάξη εξέτασης με το κριτήριο του οικονομικού μεγέθους εντός της αστικής.

Εκφράζουμε επομένως την έκπληξη μας – αλίμονο δηλαδή οι ονομασίες ειδικά των δικαστηρίων να μήν ακριβολογούν, να μήν αποκαλύπτουν και να μην ακτινοβολούν σαν κρύσταλλο μέσα από το όνομα τους καθοριστικά την αποστολή τους δηλαδή την νομική/δικαστική τους δικαιοδοτική αρμοδιότητα.

Σημείωση για τις πιο πάνω αναφορές στους εργάτες:

η λέξη εργάτης είναι λέξη ιερή = δηλαδή παράγει έργο. Επομένως ας μην εκληφθεί ούτε και για ένα χιλιοστό ότι ο γράφων απομονώνει στην σκέψη του ή θέτει σε άλλη μοίρα τους εργάτες και για τον πολύ απλό λόγο, ότι και ο ίδιος είναι εργάτης – και είναι υπερήφανος γι’ αυτό – προερχόμενος από οικογένεια εργατών και δή εργατών της γής.

Θα ακολουθήσει ΜΕΡΟΣ 5.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,