Εισηγήσεις για λεκτική, οπτική και ουσιαστική βελτίωση της εικόνας της Δικαιοσύνης μας. Νομική, εννοιολογική, φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνική προσέγγιση-ΜΕΡΟΣ  9

ΜΕΡΟΣ 9

θ) Ζητώ ακύρωση διατάγματος ή το διάταγμα ακυρώνεται.

Η λέξη «άκυρο» ετυμολογικά αναλύεται από το «α» (στερητικό) και την λέξη κύρος.  Κύρος σημαίνει ισχύς, βαρύτητα.

Άκυρο σημαίνει μή έχον κύρος/ μή έχον ισχύ.

Ακύρωση σημαίνει αφαίρεση/ αναγνωριστική αφαίρεση ισχύος.

Ως νομική έννοια:

Η λέξη άκυρο ως νομική έννοια, αφορά κατάσταση η οποία δεν κατείχε (εξ υπαρχής) και δεν κατέχει τώρα νομική ισχύ, ήτοι από την στιγμή της συγκρότησης/σύναψης/έκδοσης της μέχρι και τώρα στερείται κύρους. Δηλαδή ούτως  ή άλλως αυτή η κατάσταση ήταν εκ γενετής ανίσχυρη και άκυρη άρα νομικά ανύπαρκτη. Επομένως μή επιφέρουσα κανένα νόμιμο αποτέλεσμα.

Ακύρωση είναι η αφαίρεση της ισχύος, κατάργηση/ανάκλησηνομίμου ισχύος.

Πότε όμως μια νομική πράξη σε όλη την γενική ή στην μερική της έκταση είναι άκυρη;

Άκυρη είναι μια νομική πράξη όταν κατά την σύναψη της συγκεκριμένης πράξης δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου ή λόγω εν γένει «ελαττώματος». Ήταν με πολύ απλά λόγια χρονικά από τότε ανύπαρκτη νομικά. Στο Ελληνικό δίκαιο (Α.Κ.) μάλιστα η άκυρη πράξη θεωρείται ως «μή γενομένη».

Κατά συνέπεια εφ’ όσον μία νομική πράξη δεν φέρει τις προϋποθέσεις του νόμου είναι άκυρη (αφού δεν έφερε τις προϋποθέσεις του νόμου άρα δεν έλαβε και το αντίστοιχο/ανάλογο επιβεβαιωτικό κύρος του νόμου) και επομένως όπως άλλωστε είναι φυσικό αυτό σημαίνει ότι ουδέποτε ήταν νόμιμη, ούσα εν τη πράξει ως εξ υπαρχής άκυρη.

Ουσιαστικά η έλλειψη νομίμου βάσης οιασδήποτε νομικής πράξεως την καθιστά αυτοδικαίως άκυρη η οποία ποτέ δεν θεραπεύεται. Επόμενο στάδιο είναι η προσφυγή στο δικαστήριο όχι για να την ακυρώσει όπως λανθασμένα λέγεται στην ροή του λόγου (αφού ούτως ή άλλως ήταν και είναι άκυρη) αλλά για κήρυξη της πράξης αυτής ως άκυρης(αναγνωριστικής μορφής) για σκοπούς παύσης/απαγόρευσης εφαρμογής της,απορρεουσών αποζημιώσεων κ.λ.π. 

Ακυρώσιμη.

Η άκυρη διακρίνεται από την ακυρώσ-ιμη (η κατάληξη «ιμη» αφορά όχι επιβολή αλλά δυνητικότητα όπως π.χ. καύσ-ιμη =δύναται να καεί, υλοποιήσιμη = δύναται να υλοποιηθεί κ.λ.π.)  δηλαδή αυτήν η οποία δύναται να ακυρωθεί – αν το επιθυμεί και φυσικά αποδείξει η μια πλευρά ή άλλη ή και οι δύο – και η οποία ακυρώσιμη είναι μεν έγκυρη ως κατέχουσα μεν τις προϋποθέσεις του νόμου και ως παράγουσα έννομα αποτελέσματα όμως παρουσιάζει ελάττωμα.

Το ελάττωμα της ακυρώσιμης (αυτής που δύναται να ακυρωθεί) είναι ότι πάσχει νομικά διότι κατά την σύναψη υπήρξε:  πλάνη,  απάτη, απειλή.

Αυτές οι τρείς λέξεις τις οποίες μαθαίνουν νεράκι οι φοιτητές νομικής από το πρώτο έτος, συγκροτούν τις κλασσικές νομικές αρχές δικαίου οι οποίες στηρίζουν την βάση και τα αίτια της ακυρωσιμότητας.

Ενώ η ακυρότητα είναι νομικά δεδομένη ως ούτως ή άλλως εξ υπαρχής ανύπαρκτη η  ακυρωσιμότητα επέρχεται μόνον κατόπιν προς τούτο  δικαστικής απόφασης.

Όσον δε αφορά τα ήδη παραχθέντα έννομα αποτελέσματα της η πάσχουσα εξ ακυρωσιμότητας, δυνητικώς ακυρωθείσα πράξη, πέραν της ακύρωσης της με ότι αυτό νομικά στην πράξη σημαίνει είναι επίσης δυνατόν ανάλογα με αίτημα του έχοντος έννομο συμφέρον να ακυρωθούν ή ανακληθούν.

Επομένως το δικαστήριο προκειμένου για άκυρες νομικές πράξεις ΔΕΝ τις ακυρώνει αφού ΗΔΗ είναι άκυρες, αλλά απλά επιβεβαιωτικά αναγνωρίζει και διακηρύττει την ακυρότητα της ούτως ή άλλως εξ υπαρχής νομικά νεκρής συγκεκριμένης οντότητας, η οποία εν παρόδω ειρήσθω ΔΕΝ παρήξε έννομα αποτελέσματα αλλά και αν ακόμη παρήξε κάποια αποτελέσματα αυτά είναι άκυρα και (αναλόγως) ανακλητέα, ενώ για ακυρώσιμες, δύναται ο έχων έννομο συμφέρον να ασκήσει το διαπλαστικό δικαίωμα της προσφυγής στο δικαστήριο με αίτημα να ακυρωθούν, διότι παρ’ όλο που κατά την σύναψη πληρούσαν τις προϋποθέσεις το νόμου, όμως διαμορφώθηκαν με ελαττωματικό τρόπο, έχοντας υποστεί μόλυνση στην πραγματική και ηθική τους υπόσταση από τους τρείς κατά της δικαιοσύνης ανίκητους ιούς: την πλάνη, την απάτη, και την απειλή.

Να σημειωθεί ότι η άκυρη κατάσταση η οποία καθιστά χρονικά εξ υπαρχής ανύπαρκτη την συγκεκριμένη νομική πράξη άρα μή παρήξασα κανένα νομικό αποτέλεσμα είναι και νομικά αθεράπευτη. Επίσης αυτό το «χρονικά εξ υπαρχής» (σε συνδυασμό με το παρελθόν, το τώρα και το μέλλον) μας οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι «το άκυρο» χρονικά μας κατατρέχει σε ισόχρονους παλμούς ασταμάτητα: είναι μεν υπαρκτό στον αόριστο χρόνο(παρελθόν) αποκτώντας συνάμα καθ’ οιονδήποτε έτερο επόμενο χρόνο αναδρομικό χαρακτήρα, ή καλύτερα αναδρομικές δυνατότητες και αποτελέσματα, ώστε και πάλιν να επανέλθει χρονικά εκεί, ενώ συνάμα βρισκόμενο στον παρόντα χρόνο(τώρα) αποτελεί μια ασταμάτητη απειλή εκδήλωσης του και στον μελλοντικό χρόνο.

Ενίοτε τίθεται εκ πρώτης όψεως ένσταση στο «εξ υπαρχής» ως προς την ισχύ του. Ότι δηλαδή πώς μπορεί να είναι παρούσα από την αρχή αυτή η ακυρότητα. Αυτό το επιχείρημα είναι επιφανειακό διότι στηρίζεται στο απατηλό βάθρο του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος της ροής και της λειτουργίας της συγκεκριμένης νομικής πράξης. Διότι η διατρέξασα αυτή λειτουργία ΔΕΝ προσέδωσε εκ της πράξεως εφαρμογής της την αναγκαία εκείνη νομική ισχύ ώστε να επέλθει η νομιμοποίηση της και δεν θεράπευσε εκ της πρακτικής (καλής ή κακής) άσκησης της την παρανομία. Επομένως η απάντηση είναι πολύ απλή και λογική: η ακυρότητα ναι, κατέχει και αναδρομικό χαρακτήρα, αφού το έπαθε «εκ γενετής» αφού ποτέ δεν ήταν νόμιμη, διότι ποτέ δεν έλαβε οιανδήποτε εκ του νόμου δύναμη.

Άρα πώς θα μπορούσε να δώσει σε επόμενο κατ΄επέκταση στάδιο δύναμη στην σχετική συναφθείσα πράξη, αφού ποτέ και κανείς δεν μπορεί να δώσει περισσότερα από όσα έχει.

Επανερχόμενοι, άρα δεν μπορεί ένα εντελώς νόμιμο διάταγμα ή απόφαση δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε το συγκεκριμένο  δικαστήριοαπόλυτα κατά τεκμήριο συμμορφωμένο με τον νόμο (ανεξαρτήτως ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο κρίσης και συλλογιστικό μέρος και φυσικά ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με αυτό) και επειδή τώρα π.χ. δεν το χρειαζόμαστε, ή έληξε πλέον η αναγκαιότητα ισχύος του,  ή για άλλο λόγο να ζητούμε τώρα να κηρυχθεί άκυρο από το ίδιο ή από άλλο ομοιόβαθμο ή ανώτερο δικαστήριο.

Είναι απλό: κατά την έκδοση του το διάταγμα ναι, όντως συμβάδιζε με τον νόμο και όντως πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου: είναι επομένως και έγκυρο και νομιμότατο!

Άρα ας ξεκαθαρίσουμε αυτό που ζητάμε. Ας μην ζητάμε κάτι νομικά παράλογο και νομικά αυτό-καταστροφικό.

Πόσον μάλλον που ως εκ της ισχύος του επέφερε (ενεστώτας στιγμιαίος και αόριστος διαρκείας) ως απόφαση ή ως διάταγμα δικαστηρίου όλα τα εξ αυτού απορρέοντα και εκπηγάζοντα νόμιμα αποτελέσματα;

Αν αυτό το διάταγμα το οποίο π.χ. ζητάμε (δήθεν) να «ακυρώσουμε» ήταν άκυρο τότε πολύ απλά αυτή η άκυρη κατάσταση ποτέ ΔΕΝ θα έφερε αφ’ εαυτής νόμιμη δυναμική, επομένως ποτέ δεν γέννησε νόμιμη ενέργεια. Άρα ποτέ δεν ήταν έγκυρο και όλα όσα έκανε και επέφερε εκ της ύπαρξης τους είναι άκυρα και νομικά ανύπαρκτα. Όμως ήταν έγκυρο απλά ζητήσαμε κάτι σε νομικά λανθασμένη διατύπωση.

Επομένως η αιτούμενη (παρεξηγημένα) ακύρωση, ας διατυπωθεί σωστά:

Ακύρωση π.χ. διατάγματος μπορεί να ζητηθεί και επέλθει ΜΟΝΟ με άσκηση ένδικου μέσου σε ανώτερο ιεραρχικά δικαστήριο το οποίο ναι, μπορεί να ακυρώσει κατά την κρίση του π.χ. το τάδε διάταγμα με το αιτιολογικό της μή συμμόρφωσης με τον νόμο ή της έκδηλα λανθασμένης κρίσης/αξιολόγησης των πραγματικών νομικών λόγων κ.λ.π. και όχι διότι «εν το θέλουμεν πιά». Και αυτό διότι πολύ απλά ήταν έγκυρο και το έγκυρο διάταγμα δεν ακυρώνεται εκτός από τους πιο πάνω δικονομικούς λόγους μέσα από ένδικα μέσα και ποτέ δεν ήταν άκυρο!

Επομένως μήπως αυτό που ζητούμε το καταγράφουμε με λανθασμένο τρόπο, λανθασμένο λεκτικό και λανθασμένο αιτητικά σκεπτικό, οπότε κατά διαδοχή του λανθασμένου αιτητικού, με λανθασμένο τρόπο να εκδίδονται αποφάσεις και διατάγματα; Αυτή όμως η λανθασμένη κατάσταση έχει σκληρές προς την δικαιοσύνη συνέπειες: αν ζητηθεί από διάδικο να κηρυχθεί άκυρο ή να αποφασισθεί από δικαστήριο ότι το τάδε διάταγμα/απόφαση είναι άκυρο και όντως το δικαστήριο καταγράψει στο πρακτικό του συλλογιστικό ότι αυτό «ακυρώνεται» τότε βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αυτοκαταστροφική και αυτοαναίρεσης δύσκολη πράξη, διότι ουσιαστικά το δικαστήριο ακύρωσε τον εαυτό του.  Να εξηγήσουμε τον συλλογισμό μας: μια άκυρη κατάσταση ήταν πάντα άκυρη εκ γενετής και εξ υπαρχής και άρα δενξανα – ακυρώνεται. Η άκυρη πράξη είναι νομικά «πεθαμένη» και δεν μπορεί να ξανα-πεθάνει αφού κανείς δεν πέθανε δύο φορές, εκτός από τον Λάζαρο.

Αυτό που συγχύζει, είναι ότι λανθασμένα θεωρείται και λανθασμένα ζητείται ως ακύρωση εκείνο το οποίο θα έπρεπε να ονομάζεται ως απλή αναγνώριση/διαπίστωση του άκυρου, μέσα από την προς τούτο εξαιτούμενη επίσημη δικαστική αναγνωριστική απόφαση της κατάστασης ακυρότητας.

Άρα αν πεί το δικαστήριο την λέξη «άκυρο» αυτό σημαίνει ότι ΔΕΝ ήταν νόμιμος όταν εκδόθηκε ο δείνα δικαστικό λόγος, άρα ήταν παράνομος (στην εσχάτη μή σύννομος). Μα αυτό κατ΄επέκταση σημαίνει ότι ΔΕΝ επέφερε ούτε έννομα αποτελέσματα και συνεπώς έχουμε επερχόμενη καταιγίδα αλυσιδωτών συνεπειών και αντιδράσεων αφού  ο υποστάς, τα εκ των υστέρων αποκαλυφθέντα μή έννομα αυτά αποτελέσματα θα ζητά και αποζημειώσεις από πάνω ως εκτελέσας παράνομη διαταγή του ίδιου  του δικαστηρίου. Όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα.

Ας απλοποιήσουμε τα πράγματα για να βρούμε την αλήθεια:

δεν μπορεί να ζητείται να αφαιρεθεί η ισχύς τινός νομίμου καταστάσεως αφού για να συμβεί αυτό σημαίνει ότι πάσχει νομικά, αλλά αυτό είναι άτοπο αφού αν έπασχε νομικά τότε πολύ απλά δεν θα λάμβανε και δεν θα έφερε ως ήδη κεκτημένη και αντίστοιχη νομική ισχύ.

Επιπλέον να μήν συγχύζουμε την ακυρω-τική δικαιοδοσία/διοικητικό δικαστήριο (146 του Συντάγματος) η οποία είναι άλλο θέμα και ακριβώς αυτό ζητά : άρση μή σύννομης ή κατά παράβαση συντάγματος ή νόμου, μή συμμόρφωσης με νόμο  άρα ουσιαστικά παρά-νομης διοικητικής πράξης. Στην περίπτωση αυτή ναι, οι συγκεκριμένες προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται διότι απλά ήταν άκυρες διότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του νόμου, δεν εφάρμοσε σωστά η διοίκηση τον νόμο κ.λ.π.

Ας δούμε τελειώνοντας ένα πρακτικό παράδειγμα για συλλογισμό:  π.χ. είχαμε ένα προσωρινού χαρακτήρα και σκοπού διάταγμα το οποίο  «έκανε την δουλειά του» για περιορισμένο ή συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εξυπηρετώντας τινά νόμιμο σκοπό.  Ήταν νομιμότατο οπότε αν τυχόν εμείς ως αιτητές δεν το έχουμε πλέον ανάγκη ως προς την δεσμευτική ή επιτακτική ή προσωρινή/συντηρητική του εφαρμογή, τότε το διάταγμα δεν ακυρώνεται διότι οι νόμιμες πράξεις κατέχουν εσαεί κύρος και δεν μπορεί κανείς να διαγράψει το κύρος αυτό.

Οι δικαστικές αποφάσεις και τα δικαστικά διατάγματα είναι έγκυρα εκτός αν ακυρωθούν από το δευτεροβάθμιο για νομικούς και πραγματικούς λόγους και η απλή διαφωνία στο περιεχόμενο απόφασης/διατάγματος  και στο καταληκτικό σκεπτικό δεν επηρεάζει νομικά σε τίποτα(ως προς το κύρος), αφού όλα είναι θέμα κρίσης και η κρίση (αν και «κρίνεται» και αυτή) ΔΕΝ είναι παράνομη.

Ας σκεφτόμαστε επομένως καλύτερα τις λέξεις και ας εμβαθύνουμε στο νόημα τους μέσα από  κατ΄αναλογία  παραδείγματα –

π.χ.  μια προγραμματισμένη εκδήλωση δεν μπορεί πρακτικά να γίνει λόγω βροχής, όμως ναι υπάρχει και η βούληση και το σχέδιο να γίνει σε επόμενο χρονικό στάδιο. Αυτό δεν λέγεται ακύρωση αλλά αναβολή άρα ανα-στέλλεται, ανα-βάλλεται (ξαναβάλλεται/ξαναμπαίνει στο πρόγραμμα) για τις… Ακύρωση σημαίνει διαγραφή …δεν θα ξαναγίνει ποτέ η συγκεκριμένη.

π.χ. η απόφαση του οικογενειακού δικαστηρίου σε αίτηση διαζυγίου δεν γράφει «ακυρώνεται» ο γάμος (αφού ήταν έγκυρος) αλλά απλά «λύεται» η συζυγική σχέση. Εκτός αν η μια πλευρά απείλησε, πλάνεψε (διφορούμενο λεκτικά και νομικά αφού ανάλογα με τα γεγονότα είναι νομιμότατο) ή εξ-απάτησε την άλλη πλευρά, οπότε εδώ έχουμε να κάνουμε με ακυρωσιμότητα. 

Επομένως ας δούμε ποιά θα είναι η  ορθή διατύπωση –

ΚΑΙ πώς πρέπει να είναι το ορθό αιτητικό ;

Εξαιτούμαστε:

άρση ισχύος,

παύση,

παραμερισμό,

παραμερισμό/παύση ισχύος,

λήξη ισχύος,

λήξη/παύση εφαρμογής,

παραμερισμό ισχύος,

εσαεί/διηνεκή/διαρκή αναστολή ισχύος,

αφαίρεση/ανάκληση  ισχύος(μόνο ισχύος αφαίρεση και όχι δύναμης διότι για να αφαιρεθεί η δύναμη τινός καταστάσεως σημαίνει ότι πάσχει νομικά),

κατάργηση,

ανενέργεια/κατάσταση ανενεργείας,

παύση ενέργειας,

ανάκληση,

διαγραφή,

Πώς πρέπει να είναι η διατύπωση της προς τούτο δικαστικής απόφασης;

αίρεται-

παραμερίζεται-

καταργείται-

παύει-

παρέρχεται-

τερματίζεται-

περατούται-

η ισχύς του παύει

η ισχύς του τίθεται εκτός εφαρμογής-

η ισχύς του αναβάλλεται-

η εφαρμοστική ισχύς του αναστέλλεται μέχρι…

η εφαρμοστική ισχύς του ανακαλείται-

διαγράφεται-(;)  (μπορούμε όλοι να βρούμε και άλλες λέξεις)

Σχόλιο: υπάρχουν «χίλιες» σωστές λέξεις και μας εκπλήσσει το γιατί επιλέχθηκε η πιό ακατάλληλη νομικά – ακύρωση – ίσως λόγω της επιφανειακής ευχρησίας της.

θ) Oχι «ειδικά» δικαστήρια.

Τεράστιο λάθος: το οικογενειακό, το ενοικιοστάσιο και εργατικό(εργασιακό) ΔΕΝ είναι ειδικά δικαστήρια.

Ειδικά είναι με βάση την νομική επιστήμη τα δικαστήρια τα οποία δεν έχουν μόνιμη δικαιοδοτική αποστολή, ούτε και μόνιμους δικαστές αλλά τα δικαστήρια εκείνα τα οποία συνέρχονται δρώντας ξεχωριστά της αποστολής των τακτικών με σκοπό να δικάσουν συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων.

Η αρμοδιότητα των ειδικών δικαστηρίων είναι και αποκλειστικής και περιορισμένης καθ΄ύλην δικαιοδοτικής συνάφειας, επομένως ο καλυπτικός τους χαρακτήρας και το αντικείμενο προορισμού τους είναι περιορισμένης και συγκεκριμένης εμβέλειας. 

Υπέρτατος καταληκτικός τους σκοπός μέσα από την εκ των προτέρων σύσταση τους τα  ειδικά δικαστήρια, είναι η εν τοις πράγμασι εξασφαλιστική κατοχύρωση της υπέρτατης νομικής αξίας του «φυσικού δικαστού»και η εντη πράξει αγωνιώδης διασφάλιση της δικαστικής του αμεροληψίας.

Στην Ελλάδα ειδικό δικαστήριο είναι  το «αγωγών κακοδικίας», το ειδικό για μισθολογικές διαφορές δικαστικών, αλλά και αυτά του σκληρού παρελθόντος όπως τα  περιβόητα «ειδικά  δικαστήρια δωσίλογων» στην περίοδο του εμφυλίου.

Επομένως το οικογενειακό, εργατικό και ενοικιοστάσιο, δεν είναι ειδικά δικαστήρια διότι δεν συνέρχονται ειδικά προς τούτο και επί πλέον έχουν μόνιμη δικαιοδοτική αποστολή,ενώ συνάμα σε τακτικής επίπεδο, συνεδριάζουν τακτικά και με μόνιμους δικαστές. Ούτε και δικάζουν θέματα ορισμένου είδους εν στενή εννοία, αλλά θέματα πλατιάς έννοιας και ευρύτατης θεματικής κατηγορίας που αφορούν την κοινωνία.

Άρα τα ως άνω δικά μας δικαστήρια σε καμία περίπτωση πληρούν τους απαραίτητους όρους (ταύτισης) ώστε να ενταχθούν στην νομική έννοια/κατηγορία των «ειδικών δικαστηρίων».

Για να μην ταλαιπωρούμαστε χωρίς λόγο τα ως άνω δικαστήρια είναι κανονικά δικαστήρια τακτικά και ανήκοντα στον τομέα της επίλυσης ανθρωπίνων διαφορών  αστικού χαρακτήρα. Αρα αφού κατέχουν τον συγκεκριμένο νομικό/δικαιοδοτικό χαρακτήρα και γνωστού όντος ότι ναι ανήκουν στην τάξη και την κατηγορία του αστικού ημισφαιρίου προς τί αυτή η επί τούτω εξειδικευτική ονομαστική ανακρίβεια;

Μπορούν επομένως π.χ. να λέγονται «θεματικά» δικαστήρια «συγκεκριμένης» (καθ’ ύλην) δικαιοδοσίας/αρμοδιότητας ή μετά δυσκολίας «οιονεί εξειδικευμένης δικαιοδοσίας»

ή απλά με τον δικό τους ξεχωριστό/ατομικό τίτλο π.χ. οικογενειακό

ή κάτι άλλο που θα σκεφτούμε και συναινετικά θα εφαρμόσουμε.Πάντοτε όμως όλοι οι εξειδικευτικοί χαρακτηρισμοί να μην ξεχνάμε ευρίσκονται εντός της μεγάλης οικογενειακής ομάδας του αστικού πεδίου. 

Θα ακολουθήσει Μέρος 10.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , ,