Κατωτέρω προσπαθώ να αναπτύξω τη θέση ότι ένα ενδιάμεσο διάταγμα μπορεί υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, από δικονομικής απόψεως, να εκδοθεί χωρίς να έχει προηγουμένως καταχωριστεί κάποιο εναρκτήριο μέσο (λόγου χάριν αγωγή). Ανάγκη για τη συγγραφή του παρόντος ανέκυψε από συνομιλίες σε νομικούς κύκλους, δοθεισών των διισταμένων απόψεων. Οι επικριτές της δοσμένης θέσης βασίζονται στηγνωστή υπόθεση Fileleftheros.
Ξεκινώ με την νομολογία (ημεδαπή και αλλοδαπή) και βιβλιογραφία.
Στη Fileleftheros Ltd (1998) 1 CLR 344, απόφαση σε αίτηση certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση έκδωσε προνομιακό ένταλμα φύσης certiorariμε το οποίο ακυρωνόταν μονομερές διάταγμα που είχε εκδοθεί βάσει των περί εταιρειών κανονισμών, και όχι του άρθρου 32 του Ν.14/1960, απαγορεύουν στην αναφερόμενη εταιρεία να διεξάγει συνέλευση μέχρι την ακρόαση της μονομερούς αίτησης, με τον εξής συλλογισμό (έμφαση δική μου):
“I have considered the matter and I hold that the exparte application before the District Court of Nicosia, is not envisaged by any law or rules and that the proceedings are unknown to the law. That ex parte application “is not incidental to pending proceedings already before the Court”, and the said application is not available for the commencement of any action. In these circumstances, I am satisfied that the Judge of the District Court was wrong in law and there is an error of law apparent on the face of the record.” (βλ. κατ’αναλογίαν για την ερμηνεία της Fileleftheros (άνω) την Udruzena Beogradska Banka ν. Westacre Investment, Inc. (1999) 1 ΑΑΔ 124).
Στη Ζhigacho v Igor και Άλλοι (Αρ. 1) (2013) 1 ΑΑΔ 133 το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση έκδωσε ένταλμα φύσης certiorari με το οποίο ακυρώνονταν ενδιάμεσα διατάγματα που εκδόθηκαν από τους εναγόμενους, βάσει αίτησής τους, εναντίον των εναγόντων διότι, ως κρίθηκε, αυτά δεν εκδόθηκαν στο πλαίσιο κάποιας ανταπαίτησης ή ανταγωγής μήτε πήγαζαν από το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων, με αποτέλεσμα να έχουν εκδοθεί καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Διαβάζουμε στην απόφαση:
«Είναι θεμελιωμένο ότι αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα υποβάλλεται στα πλαίσια ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος το οποίο δίνει δικαίωμα στον αιτητή, σε ουσιαστική θεραπεία. Ένα παρεμπίπτον διάταγμα δεν παρέχει, από μόνο του, αγώγιμο δικαίωμα. Είναι απλά επικουρικό σε ουσιαστική αξίωση που προβάλλεται στα πλαίσια αγωγής (Δέστε: την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Fourie v. Le Roux [2007] 1 W.L.R. 320). Στην υπόθεση εκείνη έγινε ευρεία αναφορά σε προηγούμενη αγγλική νομολογία και ειδικά στην απόφαση The Siskina [1979] AC 210 (της οποίας το αποτέλεσμα ανατράπηκε με αγγλική νομοθετική παρέμβαση, αλλά δεν διαφοροποιεί το σκεπτικό της για σκοπούς της παρούσας απόφασης), στην οποίαν τονίστηκε ότι το δικαίωμα σε παρεμπίπτον διάταγμα δεν συνιστά (από μόνο του) αγώγιμο δικαίωμα, δεν υφίσταται από μόνο του, εξαρτάται από την ύπαρξη, ήδη υπάρχοντος, αγώγιμου δικαιώματος και είναι επικουρικό και παρεμφερές προς το, ήδη υπάρχον, αγώγιμο δικαίωμα.
Ενόψει των προαναφερομένων και δεδομένου ότι οι εναγόμενοι-αιτητές στην αίτηση ημερ. 27.6.12, στην Αγωγή 2473/12, δεν είχαν καταχωρήσει και παραδώσει, μέχρι τότε, οποιανδήποτε ανταπαίτηση ή ανταγωγή και δεδομένου επίσης ότι τα προαναφερόμενα παρεμπίπτοντα (απαγορευτικά και άλλα) διατάγματα που ζήτησαν δεν πηγάζουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων σ’ εκείνη την υπόθεση, ούτε και συνδέονται με αυτό, θεωρώ ότι δεν δικαιούντο, υπό τις περιστάσεις, και δεν νομιμοποιούντο να ζητήσουν τα παρεμπίπτοντα διατάγματα που ζήτησαν και τους δόθηκαν, από το πρωτόδικο δικαστήριο, στις 29.6.12. Δεν πληρούνταν δηλαδή οι προϋποθέσεις που το Άρθρο 32(1) του Ν.14/60 θέτει, στην επιφύλαξη του, ώστε να υπάρχει το απαραίτητο δικαιοδοτικό πλαίσιο, στο οποίο, το πρωτόδικο δικαστήριο, να μπορεί να ασκήσει την εξουσία του και να εκδώσει τα ζητηθέντα διατάγματα. Επομένως τα διατάγματα που δόθηκαν στις 29.6.12 εκδόθηκαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας.».
Στην PANAS HOTELS LTD κ.α. ν. ASTRO BANK LIMITED κ.α., Αρ. Αγωγής: 343/2017, 14/7/2017 οι αιτητές καταχώρισαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση διατάγματος που απαγόρευε στους Εναγόμενους 1 και 2 να καταχωρίσουν αίτηση εκκαθάρισης εναντίον της ανωτέρω εταιρείας βάσει ισχυριζόμενης οφειλής. Η αίτηση καταχωρίσθηκε στο πλαίσιο αγωγής με την οποία ζητούνταν δηλωτικές αποφάσεις και διατάγματα για (α) ακύρωση της εγγραφής του ξενοδοχείου στην Εναγόμενη 3 και επανεγγραφή αυτού στο όνομα των Εναγόντων 1 και (β) ύπαρξη παράνομου σχεδιασμού και/ή συνωμοσίας με σκοπό την καταδολίευση, καθώς επίσης αξιωνόταν αποζημίωση λόγω των δόλιων και παράνομων ενεργειών. Το Δικαστήριο επομένως θεώρησε, ευλόγως στη βάση των πιο πάνω, ότι το αγώγιμο δικαίωμα που αποκαλυπτόταν στην αγωγή δεν σχετιζόταν με το εξαιτούμενο διάταγμα.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο υπό της έντιμης Δημητριάδου – Ανδρέου ΠΕΔ τότε αναφέρει επικαλούμενο τις αποφάσεις στη Fileleftheros και Ζhigachov: «Της αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα θα πρέπει να προηγηθεί η καταχώρηση αγωγής όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στους Θεσμούς. Χρειάζεται, δηλαδή, να υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου κάποιο εναρκτήριο μέσο, ήτοι Κλητήριο Ένταλμα ή άλλη εναρκτήρια αίτηση από την οποία να αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα» (και πιο κάτω) «Στη βάση των όσων πιο πάνω επισημάνθηκαν αναφορικά με το πλαίσιο καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης για προσωρινό Διάταγμα Quia Timet προκύπτει ότι αυτή δεν καταχωρήθηκε «εκκρεμούσης διαδικασίας» υπό την έννοια ότι είναι επικουρικό και παρεμφερές προς τις αξιώσεις και το αγώγιμο δικαίωμα της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής. Για να το θέσουμε καλύτερα η θεραπεία που αξιώνεται από τους Αιτητές ούτε πηγάζει αλλά ούτε και συνδέεται με το αγώγιμο δικαίωμα που επικαλούνται στην παρούσα αγωγή.».
Οι έντιμοι Ερωτοκρίτου και Αρτέμης γράφουν εξωδικαστικά στο σύγγραμμα τους “Διατάγματα – Injunctions” του 2016, σελ. 329, υπό τον τίτλο “4. Η αίτηση”: «Για να καταχωρηθεί αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, θα πρέπει να έχει προηγηθεί η καταχώριση της αγωγής, όπως ο όρος ερμηνεύεται στους Θεσμούς. Χρειάζεται δηλαδή να υπάρχει ενώπιον του δικαστηρίου κάποιο εναρκτήριο μέσο. Όπου δεν είναι δυνατή η καταχώριση αγωγής, αρκεί και η καταχώριση Γενικής Αίτησης και ακολούθως της ενδιάμεσης.»
Στην Carr v. Morice (1873) LR 16 Eq 125 ο αιτητής αιτήθηκε την 24η του Μαΐου την έκδοση μονομερούς διατάγματος από τον Vice Chancellor, στην οικεία του τελευταίου, με το οποίο θα απαγορευόταν μία συναλλαγή στο χρηματιστήριο που θα λάμβανε χώρα αυθημερόν. Το Δικαστήριο ήταν κλειστό εκείνη την ημέρα και συνεπώς το κλητήριο (the bill) και η υποστηρίζουσα αυτό ένορκη δήλωση δεν είχαν καταχωριστεί. Ο Καγκελάριος έκδωσε το διάταγμα κρατώντας αντίγραφο του κλητηρίου (bill) και όταν επαναλειτούργησε το Δικαστήριο (και προέδρευσε αυτού) ανέφερε ότι αισθανόταν, ως φαίνεται στην απόφαση,“bound to act as if the bill was filed before him at the moment the application was made”. Έτσι παρέδωσε το αντίγραφο του κλητηρίου που είχε κρατήσει στο Πρωτοκολλητείο με οδηγίες όπως αυτό μαζί με την ένορκο δήλωση φαίνονται ως καταχωρισμένα την 24ηΜαΐου.
Στη Thorneloe v Skoines (1873) LR 16 Eq 126 καταχωρίστηκε μονομερής αίτηση για ενδιάμεσο διάταγμα απαγορεύον μία πώληση. Είχε ετοιμαστεί προσχέδιο κλητηρίου και τα σε αυτό αναφερόμενα επιβεβαιώνονταν από ένορκο δήλωση, καίτοι η αναφερόμενη πώληση θα λάμβανε χώρα εντός μίας ώρας και συνεπώς δεν υπήρχε χρόνος να ετοιμαστεί αντίγραφο του κλητηρίου για καταχώριση. O Καγκελάριος έδωσε το διάταγμα με οδηγίες να γίνει επίδοση στον εναγόμενο και επιπρόσθετα της κλασσικής ανάληψης υποχρέωσης για την έκδοση διαταγμάτων του είδους, διέταξε όπως αναληφθεί υποχρέωση να καταχωριστεί το κλητήριο και η ένορκη δήλωση εντός της ημέρας.
Στη McPhail exparte (1879-1880) 12 ChD 632 καταχωρίστηκε μονομερής αίτηση για έκδοση διατάγματος απαγορεύοντος τον πλοιοκτήτη να πράξει με τρόπο αντίθετο, ως ο ισχυρισμός των αιτητών, της συμφωνίας (charter party). Της καταχώρισης της αίτησης δεν προηγήθηκε η καταχώριση της αγωγής, γεγονός που σύμφωνα με τον συνήγορο των αιτητών και του amicus curiae συμμορφωνόταν με την πρακτική του Δικαστηρίου, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υπόθεση δεν ήταν κατάλληλη βάσει των περιστατικών της για να δοθεί άδεια για επίδοση στο εξωτερικό και συνεπώς δεν ασχολήθηκε με την ανωτέρω πρακτική που ενεστώτως ενδιαφέρει.
Στην Mck (fJ) vb (M) [2005] IEHC 164 το High Court της Ιρλανδίας υιοθέτησε τις πλείστες αποφάσεις που μνημονεύονται πιο πάνω, που για οικονομία του παρόντος δεν εκθέτω εκ νέου, για να πει:
«It has been the long established practice of the Court to exercise its discretion when appropriate to grant interim injunctions prior to the commencement of proceedings where it deems that to be necessary […] An undertaking is required from the Applicant that the writ will be issued. In these circumstances the Court regards the writ as having been issued at the time of the undertaking: thus the practice adopted in the Queens Bench Division in England and Wales is to date the writ with the date upon which it is actually issued and to add a note that it is to be treated as issued as at the date of the undertaking […] This is consistent with the equitable maxim equity looks at that as done which ought to be done».
Στηνκαναδική Goslin v Goslin, Νew Brunswick Reports, 6/8/1888, αποφασίσθηκε ότι ένα διάταγμα δεν θα δοθεί βάσει ενόρκων δηλώσεων χωρίς την καταχώριση αγωγής (bill) εκτός αν υπάρχει επείγουσα ανάγκη (urgent necessity).
Στη BHP Coal Pty Ltd v. Construction, Forestry, Mining and Energy Union [2014] FCAFC ο εφεσίβλητος πέτυχε πρωτόδικα την έκδοση διαταγμάτων αποκατάστασης της εργοδότησης του και καταβολής αποζημιώσεων λόγω παράβασης της εργατικής νομοθεσίας. Ενώπιον του Εφετείου, σε δεύτερο βαθμό, το ερώτημα πότε ασκήθηκε η έφεση τέθηκε ως επίδικο. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η έφεση ασκήθηκε όχι αργότερα από την ημέρα που δόθηκε η άδεια άσκησης έφεσης. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ασκήθηκε περίπου έναν χρόνο αργότερα. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Αυστραλίας αναγνώρισε γενικώς ότι η ισχύουσα νομοθεσία δεν καθορίζει ότι κάποιο συγκεκριμένο διάβημα σηματοδοτεί την έναρξη της έφεσης, καίτοι από άποψης πρακτικής, και χωρίς αυτό να συνιστά απαρέγκλιτο κανόνα, γίνεται αποδεχτό ότι η καταχώριση ειδοποίησης έφεσης σηματοδοτεί την έναρξη της έφεσης. Η ειδοποίηση αυτή αποβλέπει να ενημερώσει τον αντίδικο των επίδικων στην έφεση ζητημάτων, δηλαδή να επιτύχει τα ελάχιστα της διαδικαστικής δικαιοσύνης, η οποία όμως μπορεί να εξασφαλιστεί και με άλλους λιγότερο επίσημους τρόπους (less form always). Προςτούτο, ενείδει παραδείγματος και obiter, λέχθηκε:
«Courts have, for a very long time, granted relief, particularly injunctive relief, before the filing of any document formally commencing the relevant proceedings. […] Whilst the Court will generally only take this step where there is great urgency, the practice demonstrates that the Court’s jurisdiction may be invoked other than by filing an originating process as prescribed by the Rules.»
Στην Young v Brassey 1 ChD 277 ο Καγκελάριος Hall, καθ’ον χρόνο ίσχυε η Διαταγή ΙΙ, Kανόνας 4, των Κανόνων του Δικαστηρίου του 1875, δέχθηκε, ως την ενδεδειγμένη πορεία όταν ο εναγόμενος είναι εκτός δικαιοδοσίας, την καταχώριση αίτησης συνοδευομένης από ένορκο δήλωση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και στο διάταγμα της άδειας, αν αυτή δοθεί, να περιέχεται επίσης τυχόν διάταγμα (injunction) εφόσον αυτό ζητείται μονομερώς με σημείωση ότι αυτό θα εκδοθεί από την καταχώριση του κλητηρίου. Κρίθηκε ότι αυτή η πορεία οδηγεί στην αποφυγή των αυξημένων εξόδων λόγω της καταχώρισης διάφορων αιτήσεων καθώς επίσης στην αποφυγή της καθυστέρησης που θα προκαλείτο αν η αίτηση για το διάταγμα (injunction) διαχωριζόταν και εξεταζόταν με την έκδοση -κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου- του κλητηρίου. Η ένορκη δήλωσηπου θα συνοδεύει την αίτηση, το Δικαστήριο συνέχισε, πρέπει να περιέχει γεγονότα που επιτρέπουν την έκδοση του διατάγματος.
Παρατίθεται μέρος από την απόφαση:
«…there must be an affidavit in support of an application to serve the Defendant out of the jurisdiction, and that the order giving leave to serve out of the jurisdiction should also provide for […] the issuing of an injunction when an injunction is asked for and applied for ex parte ; the order […] as regards the injunction, directing that the injunction do issue from and after the issuing of the writ. By the adoption of this course, the expense of several applications will be avoided; and where an injunction is required without delay, the delay consequent upon deferring the application for the injunction until the writ has been actually issued pursuant to leave given, will be avoided. In the case of such injunctions the affidavit must of’ course go to the merits sufficiently to entitle the Plaintiff to the injunction…».
Δεν διαλανθάνει της προσοχής η Stigand v Stigand (1881-1882) 19 ChD 460 στην οποία ο Καγκελάριος Hallδεν ακολούθησε την προηγούμενη απόφαση του στη Young v Brassey (ανωτέρω), αρνούμενος να αποστεί από την πρακτική που στο μεσοδιάστημα είχε καθιερώσει το Δικαστήριο της Επιείκειας. Μόνο που στην πρώτη δεν εκδόθηκαν ενδιάμεσα διατάγματα και συνεπώς το Δικαστήριο δεν προσανατολίστηκε προς εκείνη την κατεύθυνση. Απεναντίας, συνάγεται από την απόφαση ότι ασχολήθηκε μόνο με τη διαδικασία έκδοσης του κλητηρίου και της άδειας για επίδοση στο εξωτερικό -κατά τα εν Αγγλία ισχύοντα. Παρέπεται ότι η πρώτη απόφαση δεν μεταβάλλει ό,τι λέχθηκε στη δεύτερη αναφορικά με το εδώ εξεταζόμενο.
Στην Αγγλία το 1965 ήλθε σε ισχύ νομοθεσία που αναγνώριζε ότι μονομερής αίτηση δεν μπορεί να καταχωριστεί πριν έκδοση της αγωγής ή της εναρκτήριας αίτησης εκτός αν η υπόθεση είναι επείγουσα οπότε το διάταγμα μπορεί να εκδοθεί με όρο να εγερθεί η αγωγή ή η εναρκτήρια αίτηση και με άλλους όρουςπου το Δικαστήριο ήθελε καθορίσει. ΠρόκειταιγιατηΔιαταγή 29(3)(βλ. τοstatutoryinstruments 1965, PartIII, Section 1, εκδομένοτο 1966 απότο “Her Majesty’s Stationery Office”, σελ. 5077, υπό τον τίτλο“Application for interim injunction”). Σχετική είναι η Re Infant [1967] 7 Ch 512. Εκτενής ανάλυση γίνεται από το Cour to fAppeal της Κένυας στην Αίτηση με αριθμό ΝΑΙ33/1984 μεταξύ Geoffrey N dung’u Theurivs Law Society of Kenya, 10/12/1984 αναφερόμενο σε νομολογία της χώρας και αγγλική.
Προχωρώ με τρεις γενικές επισημάνσεις.
Πρώτο, ενθυμούμαι ότι η αρχή δικαίου που πηγάζει από μία απόφαση δεν οράται κατ’ απομόνωση, αγνοώντας τα γεγονότα που την περιβάλλουν. ΟEarl of Halsbury L.C. αναγνώρισε στην απόφαση που έκδωσε στην Quinn v Leathern [1901] AC 495 του τότε House of Lords πως: «every judgment must be read as applicable to the particular facts proved, or assumed to be proved, since the generality of the expressions which may be found there are not intended to be expositions of the whole law, but governed and qualified by the particular facts of the case in which such expressions are to be found» (παραπομπή γίνεται στη λατινική ρήση verba accipiendas unt secundum subject ammateriam, στις Henderson v Dorset Healthcare University NHS Foundation Trust [2016] EWHC 3275 (QB) (19 December 2016), Frozen Value Ltd v Heron Foods Ltd [2012] EWCA Civ 473 (24 April 2012),Boyd v Thorn [2017] NSWCA 210 (23 August 2017), Arinson Pty Limited v City of Canada Bay Council [2015] NSWCA 199 (16 July 2015) και Canada (Attorney General) v. Nykorak, 35 WWR (ns) 110; 28 DLR (2d) 485). Συναφώς, στη Halton Region Conservation Authority v. Ahmad et al., 2016 ONCJ 380 υιοθετούνται τα σχόλια του Justice Binnie, από τα οποία σημειώνω: «The notion that each phrase in a judgment of this Court should be treated as if enacted in a statute is not supported by the cases and is inconsistent with the basic fundamental principle that the common law develops by experience.».
Δεύτερο, προσέτι σημαντικότερον, όταν κάποιος αναγιγνώσκει μία δικαστική απόφαση που εκδόθηκε προ αιώνων οφείλει να είναι προσεκτικός. ΣτηNorwich Pharmacal Co v Customs and Excise Commissioners[1973] 2 All ER 943; [1973] 3 WLR 164; [1973] FSR 365; [1974] RPC 101 ο Lord Cross of Chelsea αναφέρει:«Unfortunately, however, in order to understand the argument and the judgment in that case it is necessary to plunge still further into the past and consider the practice of the Court of Chancery […]. I say “unfortunately” because the lawyer of today can at best have only a superficial understanding of a procedure developed when law and equity were administered in separate courts and the parties to common law actions were not permitted to give evidence. A further source of difficulty is that the Chancery reports before the time of Lord Eldon L.C. often take the form of brief notes, which may have been useful to those for whose benefit they were published but mean very little to the modern reader. I am, therefore, far from confident that what I am about to say is an accurate summary of the position.».
Ορμώμενος από την ονομαστική αναφορά του Lord Cross στον Lord Eldon, σημειώνω ότι o δικαστικός βίος του τελευταίου αφορά τα έτη 1801-1806 και 1807-1827 (βλ. Halsbury’s Laws of England, Equitable Jurisdiction (Volume 47 (2014)), παρ2. Growth of the former Court of Chancery). Δεδηλωμένος σκοπός του Lord Eldon ήταν τα δόγματα του Δικαστηρίου της Επιείκειας να εδραιωθούν καλά (well settled) όπως αυτά του κοινού δικαίου και να είναι ομοιογενή (uniform) που όμως θα εφαρμόζονται ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. την απόφαση του στη Gee v Pritchard (1818) 2 Swan 402 σελ. 414). Ήθελε τρόπω τινά το δίκαιο των Δικαστηρίων της Επιείκειας να μην αποδίδεται “by the Chancellor’s foot” αλλά στη βάση προηγούμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου. Πετυχημένος στο έργο του αυτό αφού, όπως σχολιάζει ο Harman LJ στην Campbell Discount Co Ltd v Bridge [1961] 1 QB 445: “since the time of Lord Eldon the system of equity for good or evil has been a very precise one, and equitable jurisdiction is exercised only on well-known principles”.
Τρίτο, ο αναγνώστης της αλλοδαπής νομολογίας καλείται να έχει κατά νου ότι αυτή μπορεί να αποφασίστηκε δυνάμει νόμου της χώρας εκείνης που αντίστοιχος αυτού δεν υπάρχει στην ημεδαπή, γεγονός που αποτρέπει την άντληση καθοδήγησης από την πρώτη (βλ. κατ’ αναλογία την Αλκιβιάδου Σταυρούλα ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου (2011) 1 ΑΑΔ 2350 και την παρατήρηση πως: “κανένα νομοθέτημα άλλης χώρας δεν μπορεί να επηρεάζει την επικρατούσα νομική μας πραγματικότητα”).
Ακολουθεί σχολιασμός της νομολογίας, έχοντας υπόψη τις ειρημένες αρχές.
Οι κυπριακές αποφάσεις που αναφέρονται παραπάνω δεν απαντάνε το εξεταζόμενο ερώτημα το οποίο είναι καθαρά δικονομικής φύσης. Αυτές κατατείνουν απλά στο ότι η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος απαιτεί την ύπαρξη -και εκδίδεται στο πλαίσιο- μίας αιτίας αγωγής αποτυπωμένης σε ένα εναρκτήριο ένδικο μέσο, υπογραμμίζουν δηλαδή μία καλώς εμπεδωμένη, ουσιαστική, προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.
Για παράδειγμα, στην PANAS HOTELS LTDκρίθηκε ότι δεν υπήρχε συνάφεια μεταξύ της φύσης του ενδιάμεσου διατάγματος που αξιωνόταν και της αιτίας αγωγής της Ενάγουσας, και άρα δεν υπήρχε αιτία αγωγής στο πλαίσιο της οποίας να εκδιδόταν το ενδιάμεσο διάταγμα. Στη Ζhigachov Igor αναγνωρίστηκε ομοίως ότι το ενδιάμεσο διάταγμα πρέπει να ζητείται επικουρικά στο πλαίσιο υπάρχοντος αγώγιμου δικαιώματος, και τίποτα περιπλέον.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη Fileleftheros. Η περίοδος που περιέχεται στην απόφαση στη Fileleftheros ότι η ‘exparte application “is not incidental to pending proceedings already before the Court” and the said application is not available for the commencement of any action’ και που -συν άλλων- οδήγησε στην ακύρωση του εκδομένου διατάγματος δεν πρέπει να οράται αποσπασματικά και κατ’απομόνωση του λοιπού περιεχόμενου της απόφασης και των γεγονότων που περιβάλλουν την έκδοσή της (βλ. Quinn v Leathern). Μηδέ το Δικαστήριο έκρινε εκεί ότι απαγορεύεται ως θέμα αρχής να εκδοθεί ένα ενδιάμεσο διάταγμα πριν την καταχώριση του εναρκτήριου ένδικου μέσου.
Στην προειρημένη υπόθεση φαίνεται (από το κείμενο της απόφασης) ότι στην αίτηση για το μονομερές διάταγμα δεν περιεχόταν στη νομική βάση το άρθρο 32 του Ν.14/1960, το οποίο παραχωρεί ευρεία εξουσία στο Δικαστήριο για έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων. Θα ήταν, κατά την κρίση μου, ορθότερο, στη βάση της πρακτικής, η αίτηση να βασιζόταν σε αυτό το άρθρο. Λόγου χάριν, θα μπορούσε να καταχωριστεί κυρίως αίτηση για την επιθεώρηση των αρχείων της εταιρείας ή αγωγή με την οποία επιπρόσθετα της επιθεώρησης να αξιώνονταν δηλωτικές αποφάσεις για παραβίαση καθηκόντων (διευθυντών ή άλλων αξιωματούχου) και/ή για αποζημιώσεις, ονομαστικές αν δεν υπήρχε κάποια ζημία ή ειδικές σε αντίθετη περίπτωση,και στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης ή της αγωγής να καταχωρείτο μονομερής αίτηση, βάσει του άρθρου 32, για ενδιάμεσα διατάγματα.
Περαιτέρω, αφού, όπως είχε εισηγηθεί ο συνήγορος των αιτητών, υπήρχε το στοιχείο του επείγοντος (μάλιστα το απαγορευτικό διάταγμα εκδόθηκε αυθημερόν της σύγκλισης της γενικής συνέλευσης της εταιρείας), αυτός θα μπορούσε να καταχωρίσει μονομερή αίτηση και οι αιτητές να αναλάμβαναν υποχρέωση καταχώρισης του εναρκτήριου μέσου σε κατοπινό χρόνο, αναπτύσσοντας ανάλογη επιχειρηματολογία. Αυτά δεν έγιναν. Το Δικαστήριο επομένως δεν κλήθηκε να αποφανθεί επί τούτων και άρα δεν απάντησε στο ερώτημα που εδώ εξετάζεται. Παρά τα ανωτέρω, ακόμα και εάν κάποιος διαφωνεί μαζί μου και θεωρεί ότι η απόφαση στη Fileleftheros δίδει έστω έμμεση απάντηση στο εξεταζόμενο, ό,τι κι αν λέχθηκε (αν λέχθηκε) προς τούτη την κατεύθυνση είναι obiterdicta, gratisdictaή αποφασίσθηκε subsilentio και ως χαρακτηρίστηκα αναφέρεται στην Halton Region Conservation Authority (ελεύθερη απόδοση)∙ η κάθε φράση που απαντάται σε μία απόφαση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ωσάν να περιέχεται σε νομοθέτημα.
Περαίνοντας τον σχολιασμό της κυπριακής νομολογίας, να πω ότι ούτε και το απόσπασμα του συγγράμματος “Διατάγματα” που παρατέθηκε πιο πάνω βοηθά την επίλυση της εδώ προβληματικής αφού πρόκειται για μία αναφορά -σαφώς ορθή στη γενικότητα που την περικλείει- πουόμως δεν εξειδικεύει στα ενεστώτως αναλυόμενα.
Με τη σημερινή κυπριακή πρακτική και στη συνήθη πορεία των πραγμάτων για να επιτραπεί η καταχώριση της αγωγής εναντίον προσώπων που βρίσκονται εκτός της δικαιοδοσίας πρέπει να ληφθεί κατόπιν αίτησης άδεια για σφράγιση (Δ2Θ2 των ΘΠΔ). Όταν κάποιος θέλει να αιτηθεί μονομερώς διατάγματα εναντίον των ως άνω προσώπων λόγω φερ’ ειπείν επαπειλούμενης ζημίας πρέπει, επίσης κατά τη συνήθη κυπριακή πρακτική,να λάβει πρώτα άδεια σφράγισης του κλητηρίου και εφόσον την λάβει να καταχωρίσει την αγωγή του. Η καθυστέρηση είναι καλώς νοούμενη σε αυτό το συγκείμενο. Το ίδιο και οι συνέπειες της καθυστέρησης.Ας δεχθούμε όμως χάριν συζήτησης τη θέση των επικριτών της παρούσης εισήγησης (δηλαδή ότι απαρεγκλίτως χωρίς καταχωρισμένο εναρκτήριο μέσο δεν εκδίδεται ενδιάμεσο διάταγμα). Η φράση “κάλλιον το προλαμβάνειν …”αποδίδεται στον πατέρα της ιατρικής, τον Ιπποκράτη, 460-370 π.Χ. Και ερωτώ∙ πώς κάποιος θα προλάβει την προκαλούμενη λόγω της ισχυριζόμενης αδικοπραξίας ζημία ή έστω θα αμβλύνει τούτη όταν έχει τα ανωτέρω δικονομικά προσκόμματα;Οξύμωρο σχήμα καθότι η δικονομία “Είναι το αίμα του ουσιαστικού δικαίου” (βλ. την μειοψηφική απόφαση του Δικαστή Νικήτα στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 1 ΑΑΔ 134).
Οι αλλοδαπές αποφάσεις που παρατίθενται πιο πάνω εισάγουν μία λογική αρχή δικονομικού δικαίου και το επωφελές αυτής είναι αυτόδηλο.Αν και ενέχουν κάποιες αποκλίσεις, οι τελευταίεςείναι επουσιώδεις. Στα law reports που περιέχονται οι αποφάσεις δεν παρατηρούνται ασυνέπειες ή παραλείψεις, τουλάχιστον που να τις θέτουν -για τον νομικό του σήμερα- επισφαλείς για το τί τελικά λέχθηκε από το Δικαστήριο (βλ. κατ’ αναλογία ΝοrwichPharmacal (άνω) που το μόνο διαθέσιμο προηγούμενο στο αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο ήταν μία απόφαση του 16ου αιώνα με τις εγγενείς δυσκολίες που υπήρχαν). Κατά την κρίση μου η αλλοδαπή νομολογία (και η δυνατότητα που παρέχει) ενθυλακώνεται στην εξής περικοπή από το σύγγραμμα “Kerron Injunctions” 6ηέκδ., J. M. Paterson σελ. 629 υπό τη θεματική “Practice”: “… the Court may grant an injunction before a writ of summons has issued, upon the undertaking of the party applying to issue a writ of summons immediately”. Τέλος, οι υπό συζήτηση (αλλοδαπές) αποφάσεις δεν βασίστηκαν σε νομοθέτημα της αλλοδαπής χώρας ανόμοιο με αντίστοιχο της ημεδαπής, τουλάχιστον μέχρι το 1965, και άρα καταρχήν, ελλείψει αυθεντικής τοποθέτησης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρέχουν καθοδήγηση στα Δικαστήρια μας (βλ. άρθρο 29(1)(γ) του Ν.14/1960 και τιςμεταξύ άλλων THE REPUBLIC ν. PHIVOS PETROU PIERIDES (1971) 2 CLR 181, Antonis Mouzouris and Anotherv. Xylophaghou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 287, Adamtsas Ltd. (In voluntary Liquidation) v. Republic (Minister of Finance and Another) (1977) 3 C.L.R. 181, Hassanein Kamal ν. “Hellenic Island” and/or “Island” και Άλλων (Aρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 578).
Ας περάσουμε στο αύριο.
Σύμφωνα με την ισχύουσα δικονομία στην Αγγλία (βλ. τον κανονισμό 25.2.2.Β) το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδώσει ένα διάταγμα πριν την καταχώριση της Αγωγής εάν το ζητούμενο είναι επείγον ή αυτό είναι που απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης. Βλ.και Halsbury’s Laws of England, Civil Procedure, τόμος 12, παρ. 567. Αν κριθεί ότι η έκδοση του διατάγματος πριν την καταχώριση της αγωγής ήταν λανθασμένη, αυτό συνιστά λόγο ακύρωσης του διατάγματος (βλ. κατ’ αναλογίαν Martin v Channel Four Television Corporation & Ors [2009] EWHC 2788 (QB)). Σχετική επίσης είναι η Hayesv Pack & Ors [2022] EWHC 2508 (KB) στην οποία κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος υπό την έννοια ότι υπήρχε χρόνος να συνταχθεί και καταχωρισθεί το εναρκτήριο μέσο, μήτε το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείτο στις περιστάσεις της υπόθεσης από την έκδοση του διατάγματος πριν την καταχώριση του εναρκτήριου μέσου, και έτσι το διάταγμα ακυρώθηκε. Αξιοσημείωτο είναι επιπλέον ότι με τους νέους θεσμούς πολιτικής δικονομίας που αναμένεται να τεθούν σε εφαρμογή τον Σεπτέμβριο του 2023 εισάγεται στην κυπριακή έννομη τάξη πρόνοια που αναπαραγάγει in verbatim την αγγλική δικονομική πρόνοια που παρέθεσα πιο πάνω. Με τον ερχομό σε ισχύ αυτής τα Δικαστήρια μας θα μπορούν να αρύονται καθοδήγησης από τις αγγλικές αποφάσεις που πραγματεύονται την -in pari materia με την κυπριακή-αγγλική δικονομική ρύθμιση (βλ. κατ’ αναλογία τις MARGARETM POWER ν. OZERBEHA (V23) 1 CLR 116 και National Iranian Tanker Company Ltd ν. Pastella Marine Company Ltd (1987) 1 CLR 583).
Καταληκτικά, με βάση όλα τα πιο πάνω, θεωρώ ότι δικονομικάένα ενδιάμεσο διάταγμα μπορεί να εκδοθεί πριν την καταχώριση της αγωγής ή άλλου εναρκτήριου μέσου στις κατάλληλες περιπτώσεις. Τούτο σαφώς δεν μεταβάλλει και ούτε πρέπει να συγχέεται με την ουσιαστική απαίτηση να υπάρχει αιτία αγωγής για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Ομολογουμένως, η απουσία κυπριακής υπόθεσης επί του θέματος δεικνύει ότι η πιο πάνω πρακτική, καίτοι υπάρχουσα και κατά την κρίση μου ιδιαίτερα επωφελής, δεν έχει χρησιμοποιηθεί στην ημεδαπή. Πλέον η νέα δικονομική ρύθμιση, που θεμιτώς κωδικοποιεί την αγγλική νομολογιακή πρακτική,θα καθιστά εμφανή αυτή τη δυνατότητα.
Όμως η μετάβαση από την θεωρία στην πράξη είναι η διατράνωση της ίδιας της θεωρίας (βλ. κατ’ αναλογία την ομιλία του κ. Στ. Ναθαναήλ Π.Ε.Δ. (ως ήτο τότε) με τίτλο «Αξιολόγηση και Αιτιολόγηση στις Δικαστικές Αποφάσεις με ιδιαίτερη αναφορά στο Κοινοδίκαιο», ημερ. 17.10.2007).
Οψόμεθα.