Δυνατότητες ποινικής ρύθμισης για τη Γυναικοκτονία στην Ελλάδα. Το Κυπριακό παράδειγμα

 

Ι. Εννοια της γυναικοκτονίας

 

  1. Η γυναικοκτονία (femicide) είναι ένας όρος που εμφανίσθηκε στη διεθνή φεμινιστική βιβλιογραφία το 1976, με πρωτοβουλία μιας δυναμικής ακτιβίστριας και εγκληματολόγου από τη Νοτιοαφρικανική Ενωση, της Diana Russel (1938-2020). Ο ορισμός που πρότεινε ήταν ιδιαίτερα σύντομος και περιεκτικός. Γυναικοκτονία, λοιπόν, κατά την Russell, είναι η θανάτωση θήλεος ατόμου από άρρενα επειδή αυτό είναι θήλυ (femicide is the killing of females by males, because they are females[2]: Η θέση αυτή έχει υιοθετηθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας[3] και από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τις Ναρκωτικές Ουσίες και το Εγκλημα (Unodc)[4].
  2. Συνεπώς, συστατικό υποκειμενικό στοιχείο του ορισμού της Russell είναι ο μισογυνισμός, δηλ. η έχθρα ή η απέχθεια προς τη γυναίκα με την ιδιότητά της ως γυναίκα. Μάλιστα, στη συνέχεια η Russell συνδέει τον ορισμό της με ορισμένα παραδείγματα από διεθνείς πρακτικές, με αποτέλεσμα ο μισογυνισμός να αποκτά έτσι ένα πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Μέσα στο εννοιολογικό αυτό πλαίσιο, ως γυναικοκτονία θεωρούνται από τη Russel και θανατώσεις θηλέων (γυναικών ή κοριτσιών) για λόγους τιμής, ή κατόπιν βιασμού, ή από σύντροφο για λόγους απιστίας και ανυπακοής. Προκύπτει έτσι ότι ο ορισμός της Russell περιλαμβάνει γενικότερα κάθε θανάτωση γυναίκας ή κοριτσιού με κίνητρα που εκπορεύονται από τη νοοτροπία μιας πατριαρχικών αντιλήψεων, στο πλαίσιο της οποίας η γυναίκα θεωρείται ότι είναι κατώτερη από τον άνδρα και ότι οφείλει σε αυτόν υπακοή, διότι διαφορετικά κινδυνεύει να κακοποιηθεί ή και να θανατωθεί (έμφυλος μισογυνισμός).
  3. Αρκετά χρόνια αργότερα, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), που ιδρύθηκε το 2010, προσέγγισε τη γυναικοκτονία με έναν περισσότερο νομικό τρόπο, ορίζοντάς την (προς στατιστική χρήση) ως «τη θανάτωση γυναίκας από ερωτικό σύντροφο (υπό ευρεία έννοια) ή, επιπρόσθετα, ως τον θάνατο γυναίκας συνεπείᾳ μιας επιβλαβούς για τις γυναίκες πρακτικής»[5]. Ως τέτοια επιβλαβής για τη γυναίκα πρακτική θα μπορούσε εδώ να αναφερθεί π.χ. η κλειτοριδεκτομή, ήτοι ο ακρωτηριασμός μέρους των γεννητικών της οργάνων.
  4. Με βάση, τώρα, τους προηγηθέντες ορισμούς, το ερώτημα που γεννάται είναι εάν στο ελληνικό ποινικό δίκαιο χρειαζόμαστε μια διάταξη γυναικοκτονίας και, εάν ναι, τι μορφή θα μπορούσε αυτή να έχει από άποψη νομικού ορισμού και επιβλητέας ποινής.

ΙΙ. Η σχετική συζήτηση για τη θέσπιση σχετικής ρύθμισης

  1. Ως προς το πρώτο ερώτημα, εάν δηλ. στο δίκαιό μας είναι αναγκαίο να θεσπισθεί ένα έγκλημα «γυναικοκτονίας» που να προβλέπει γι’ αυτήν μια ποινή βαρύτερη από εκείνην της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οι ενστάσεις που κατά καιρούς έχουν προβληθεί είναι κυρίως τρεις:
  2. Πρώτον, ότι με τη θέσπιση ενός τέτοιου εγκλήματος υπερτονίζεται η γυναίκα ως θύμα (έστω και αν η γυναίκα είναι σε τέτοιες περιπτώσεις πράγματι το σύνηθες θύμα) και συνάμα υποβαθμίζεται το ότι και οι άνδρες σε μια συντροφική σχέση γίνονται θύματα θανάτωσης από γυναίκες. Παρέχεται, έτσι, κατά την άποψη αυτή, αυξημένη προστασία σε ένα μόνον από τα δύο φύλα, με αποτέλεσμα να προκαλείται κατ’ αρχήν αντίθεση προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των φύλων (ά. 4 § 2 Συντ.), ενώ παράλληλα η ποινική νομοθεσία φαίνεται να χάνει το στοιχείο της ουδετερότητας και αμεροληψίας το οποίο πρέπει να τη διακρίνει σε μια ευνομούμενη δικαιοκρατική πολιτεία.
  3. Ωστόσο, ο φόβος, μήπως μια τέτοια ιδιαίτερη εγκληματοποίηση θεωρηθεί ως αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των φύλων και της μη διάκρισης λόγω φύλου, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Και τούτο, διότι η ανάδειξη της γυναικοκτονίας σε διακριτό έγκλημα θα γίνει με κύριο σκοπό να πραγματωθεί στην πράξη η τυπικά αναγνωριζόμενη ισότητα των φύλων. Όπως, δε, ρητά αναφέρει το ά. 116 § 2 Συντ.: «Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Σημειώνεται ότι στην αλλοδαπή βιβλιογραφία γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις λόγος για affirmative action, με την έννοια ότι η Πολιτεία ή κάποιος οργανισμός της πρέπει να παρεμβαίνουν για τη στήριξη ευάλωτων ομάδων, όπως μπορούν να θεωρηθούν και οι γυναίκες όταν και εφόσον τα δικαιώματά τους παραμένουν law in books και πρέπει να μετεξελιχθούν σε law in action, έτσι ώστε να αποκατασταθούν οι υπάρχουσες ανισορροπίες μεταξύ νομικής και πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών[6].

Συνεπώς η όποια νομοθετική παρέμβαση αναληφθεί για την καθιέρωση διακριτού εγκλήματος γυναικοκτονίας θα συντελέσει κατ’ ουσίαν στην πλήρωση ενός πραγματικού νομοθετικού κενού, του οποίου η ύπαρξη δημιουργεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα λόγω της συνεχώς εντεινόμενης έξαρσης του φαινομένου των γυναικοκτονιών και στη χώρα μας. Είναι δηλ. προφανές ότι απέναντι στα οξυνόμενα αυτά προβλήματα η Πολιτεία πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα, μεταξύ των οποίων και νομοθετικά.

  1. Πράγματι, κατά τα τελευταία έτη σημειώνεται μια ανησυχητική αύξηση ή, σε κάθε περίπτωση, μια αυξημένη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης, αυτού του είδους εγκλημάτων, χωρίς όμως και οι αρμόδιες κρατικές αρχές να αντιδρούν με αποφασιστικότητα. Συνεπώς ανακύπτει η ανάγκη, για συμβολικούς λόγους, μιας διακριτής εγκληματοποίησης της γυναικοκτονίας. έτσι ώστε να διευρυνθεί η θεατότητά της, να ενδυναμωθεί η κοινωνική της αποδοκιμασία και να υπάρξει εν τέλει μεγαλύτερη ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και επαγρύπνηση για το θέμα αυτό τόσο από τις αρχές τις επιφορτισμένες με την εφαρμογή του νόμου (αστυνομικές, εισαγγελικές και δικαστικές), όσο και γενικότερα από την κοινωνία στο σύνολό της. Με άλλη διατύπωση, απαιτείται η ιδιαίτερη και αυστηρότερη αντιμετώπιση αυτής της συμπεριφοράς, ώστε να εμπεδωθεί στην κοινωνία η γενικοπροληπτική αντίληψη ότι όσοι συμπεριφέρονται με τον τρόπο αυτόν είναι άξιοι μιας έντονης κοινωνικής αποδοκιμασίας, όπως αντίστοιχα συνέβη και όταν η κακοποίηση ζώων προσέλαβε θεσμικό κακουργηματικό χαρακτήρα (ν. 4830/2021). Αλλωστε, η ύπαρξη ενός νόμου έχει και παιδαγωγικό χαρακτήρα, η δε επίσημη εγκληματοποίηση μιας προβληματικής συμπεριφοράς είναι σε θέση να δημιουργήσει στην κοινή γνώμη μια κουλτούρα για μεγαλύτερη ετοιμότητα προς καταγγελία και αντιμετώπιση αυτής της συμπεριφοράς, ιδίως σε περιόδους όξυνσης του προβλήματος. Συνεπώς η δραστική αυτή αντιμετώπιση υπό συνθήκες έντασης του προβλήματος δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης θεσμοθετεί υπό το κράτος «ηθικού πανικού» αλλ’  ότι αντιθέτως αξιοποιεί αυτή τη γενικότερη ανησυχία και κατακραυγή της κοινής γνώμης για την ευχερέστερη προώθηση της νομοθετικής μεταβολής.
  2. Κατά δεύτερο λόγο, προβάλλεται η ένσταση, ότι η θέσπιση ενός διακριτού εγκλήματος γυναικοκτονίας ως ιδιώνυμου ή ως διακεκριμένης μορφής ανθρωποκτονίας από πρόθεση δεν έχει νόημα, αφού ήδη η τέλεση της ίδιας της ανθρωποκτονίας απειλείται με τη μεγαλύτερη από τις ποινές, δηλ. την ισόβια κάθειρξη. Οσο δηλ., κατά την άποψη αυτή, και αν είναι σκόπιμο για λόγους συμβολικούς, να θεσμοθετηθεί έγκλημα γυναικοκτονίας, αυτό δεν μπορεί παρά να έχει επίσης ως ποινή εκείνην της ισόβιας κάθειρξης, που είναι και η μέγιστη δυνατή ποινή. Αρα, προς τι η θέσπιση ενός τέτοιου εγκλήματος;
  3. Όμως, και η επιχειρηματολογία αυτή έχει τον αντίλογό της: Ακόμη, δηλ., και αν η ποινή των ισοβίων είναι η μέγιστη ποινή, ενδέχεται εν τέλει να μειωθεί δραστικά, εάν αναγνωρισθούν ελαφρυντικά (ά. 83 και 84 ΠΚ) ή χορηγηθεί εν καιρώ υφ’ όρον απόλυση του καταδίκου (ά. 105 Β επ. ΠΚ), ενώ από την άλλη πλευρά ενδέχεται και να αυξηθεί, εάν γίνει δεκτό ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση η επιλογή του θύματος έγινε λόγω των χαρακτηριστικών του που αφορούν το φύλο του (ά. 82 Α ΠΚ: έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, με βάση σχτ. ενωσιακή Απόφαση-Πλαίσιο, την υπ’ αρ. 2008/913/ΔΕΥ -για την έννοια πράξεων βίας λόγω φύλου βλ. και παρ. 17 της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2012/29/ΕΕ[7]). Επίσης σε επαύξηση της ποινής μπορεί να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, το ότι ο δράστης ενήργησε με ιδιαίτερη σκληρότητα, ή και ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του (ά. 79 § 5 στοιχ. β΄ και δ΄ ΠΚ).
  4. Επομένως, η ποινή της ισόβιας κάθειρξης ως προς την ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση δεν είναι ανελαστική και απόλυτη («ισόβια») αλλά, τουναντίον, ειδικά ως προς τη γυναικοκτονία μπορεί να έχει μία κλιμάκωση επί το αυστηρότερο, όταν υφίστανται επιβαρυντικές περιστάσεις που συνδέουν τη θανάτωση με το φύλο και τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος.
  5. Τέλος, κατά τρίτον υπάρχει η ένσταση που αφορά το θέμα της αυστηροποίησης. Μολονότι, δηλ. η αυστηρή νομοθετική αντιμετώπιση της γυναικοκτονίας, που αποτελεί άλλωστε την πλέον επώδυνη μορφή βίας κατά των γυναικών, θα αποσπούσε την επιδοκιμασία φεμινιστικών οργανώσεων και δικαιωματιστών, αλλά ακόμη και οπαδών του συντηρητικού δόγματος για «νόμο και τάξη», όμως η αυστηροποίηση αυτή θεωρείται ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει  πανάκεια. Και τούτο, διότι η υπερβολική αυστηρότητα, κατά την άποψη αυτή, δεν είναι ανεκτή σε ένα Κράτος Δικαίου.
  6. Ωστόσο και εδώ υπάρχει αντεπιχείρημα: Ως προς μεν το νομοθετικό επίπεδο, η ποινή της γυναικοκτονίας δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται προς εκείνην της ανθρωποκτονίας, και άρα δεν τίθεται in abstracto θέμα περαιτέρω αυστηρότητας για ένα από τα βαρύτερα εγκλήματα της ποινικής μας νομοθεσίας. Ως προς την επιμέτρηση, όμως, της ποινής, παρέχεται εκ του νόμου στον δικαστή αρκετή ευελιξία, ώστε να συνεκτιμηθούν από αυτόν όλα τα δεδομένα, υπέρ και κατά του δράστη, τα οποία θα οδηγήσουν κατ΄ ά. 79 ΠΚ, στην τελική ποινή. Μοναδική προϋπόθεση για να είναι η ποινή «δίκαιη» (άρα in concreto ούτε αυστηρή, ούτε επιεικής) αποτελεί η τήρηση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (ά. 25 § 1 εδ. β΄ in fine), με βάση προπάντων τα στοιχεία που συγκροτούν τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του υπαιτίου.

ΙΙΙ. Προσωπική τοποθέτηση επί του ζητήματος

  1. Αξιολογώντας ήδη τα δεδομένα που προκύπτουν από την ανωτέρω αντιπαράθεση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων περί γυναικοκτονίας, έχω τη γνώμη ότι αξίζει πράγματι να εισαχθεί και στη χώρα μας το έγκλημα της γυναικοκτονίας, κυρίως για συμβολικούς λόγους. Χρειάζεται δηλ. να εμπεδωθεί στην ελληνική κοινωνία το μήνυμα πρώτον, ότι αποτελεί βαρύτατο έγκλημα το να αφαιρεί κανείς τη ζωή μιας γυναίκας λόγω της πεπαλαιωμένης πατριαρχικής αντίληψης (που εξακολουθεί όμως να έχει και σήμερα απήχηση), ότι τάχα η γυναίκα πρέπει να υποτάσσεται στον άνδρα και ότι διαφορετικά κινδυνεύει να υποστεί σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και τη ζωή της. Και δεύτερον, ότι συνακόλουθα οι ανθρωποκτονίες κατά γυναικών λόγω αυτής της πατριαρχικής νοοτροπίας είναι κάτι που πρέπει πλέον να τιμωρείται με ιδιαίτερη έμφαση, ώστε να εξαλειφθούν τα όποια προβλήματα δημιουργούν φόβο στις γυναίκες και τις αποστερούν έτσι από την απόλαυση των δικαιωμάτων τους, όπως το δικαίωμα στη γενετήσια ελευθερία και το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ζωή χωρίς βία και χωρίς διακρίσεις.
  2. Οπως διευκρινίσθηκε ανωτέρω, με την εγκληματοποίηση της γυναικοκτονίας δεν δημιουργούνται ζητήματα αντίθεσης προς βασικές αρχές του Συντάγματος, όπως η ισότητα των φύλων και η δικαιότητα της ποινής, δεδομένου ότι τα ζητήματα αυτά καλύπτονται από την ορθή εφαρμογή αφενός του άρθρου 116 § 2 Συντ. για τη λήψη νομοθετικών μέτρων προς άρση των ανισοτήτων που παρατηρούνται στην πράξη μεταξύ ανδρών και γυναικών και αφετέρου του άρθρου 25 § 1 εδ. β΄ Συντ. για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής.
  3. Σημειώνονται εδώ και δύο θετικές παρενέργειες που μπορεί να έχει μια τυχόν εγκληματοποίηση της γυναικοκτονίας Πρώτον, μια τέτοια νομοθετική πρωτοβουλία θα είναι κοινωνικά χρήσιμη και διότι θα εκπέμψει το μήνυμα ότι οποιαδήποτε αμέλεια των αρμοδίων αρχών στην έγκαιρη αντιμετώπιση κακοποιητικών συμπεριφορών εις βάρος γυναικών συνεφέλκεται ευθύνη της ίδιας της Πολιτείας για την αδράνειά της στην αποτροπή τέτοιων εγκλημάτων, όπως άλλωστε έχει αποφανθεί σχετικώς και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, π.χ. στην υπόθεση Opuz κατά της Τουρκίας (απόφ. της 9.6.2009)[8].
  4. Και δεύτερον, μέσω της εξειδικευμένης νομοθεσίας περί γυναικοκτονίας θα γίνεται ευκολότερη η επιστημονική καταχώριση και μελέτη περιπτώσεων αυτής της μορφής ανθρωποκτονίας στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού ή και ελληνικού Παρατηρητηρίου Δεδομένων με αυτό το αντικείμενο, έτσι ώστε να είναι εφικτή η συνεχής παρακολούθηση του προβλήματος με στοιχεία που θα έχουν έναν παρονομαστή κοινά αποδεκτού ορισμού.
  5. Από την άλλη όμως πλευρά, η σχετική ρύθμιση που θα θεσμοθετηθεί περί γυναικοκτονίας θα πρέπει απαραιτήτως να συμπληρωθεί με λήψη πρόσθετων μέτρων ολιστικού χαρακτήρα, ήτοι: Αφενός νομικών/ διοικητικών μέτρων, πέρα από τα ποινικά, για την περαιτέρω προστασία των γυναικών από την έμφυλη βία (π.χ. μέτρα για άμεση ανταπόκριση σε εκκλήσεις μιας γυναίκας προς τις αρμόδιες αστυνομικές και κρατικές υπηρεσίες για βοήθεια[9]). Και αφετέρου μέτρων προληπτικού/ διαπαιδαγωγικού χαρακτήρα, όπως π.χ. η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των παιδιών ήδη στα νηπιαγωγεία και τα σχολεία, ότι οφείλεται αμοιβαίος σεβασμός των δύο φύλων και ότι η γυναικοκτονία είναι ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα, διότι, πέρα από τον βάρβαρο χαρακτήρα της, εμπεριέχει και ένα πεπαλαιωμένο ιδεολογικό φορτίο, απαξιωτικό για τη γυναίκα και διαβρωτικό για τηn εν γένει  συνοχή της κοινωνίας.
  6. Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα εάν χρειαζόμαστε και στην Ελλάδα μια ειδική διάταξη περί γυναικοκτονίας, όπως αυτό συμβαίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην Κύπρο (2022), τη Μάλτα (2022)[10] την Κροατία (2024)[11], και εξωποινικά στο Βέλγιο (2023)[12], είναι καταφατική. Εγείρονται όμως έτσι τα περαιτέρω ερωτήματα ως προς το ποιος θα είναι ο νομικός ορισμός που θα νοηματοδοτήσει αυτή τη ρύθμιση και, συνάμα, ποια η ενδεδειγμένη ποινή που θα αντανακλά τη μείζονα κοινωνικο-ηθική απαξία της γυναικοκτονίας.
  7. Σε απάντηση αυτών των ερωτημάτων, ενδιαφέρον έχει να ληφθεί υπ’ όψη η σχετικά πρόσφατη κυπριακή νομοθετική ρύθμιση της γυναικοκτονίας, που θεσπίσθηκε τον Ιούλιο 2022 (ν. 117(Ι)2022)[13].

Η ρύθμιση αυτή αριθμείται ως άρθρο 10 Α και έχει τεθεί ως πρόσθετη διάταξη στον νόμο 115(Ι)2021 για την κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης)[14]. Αρα η κυπριακή διάταξη περί γυναικοκτονίας είναι ενσωματωμένη όχι στον Κυπριακό Ποινικό Κώδικα, αλλά στο νομοθέτημα που κύρωσε τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης,

  1. Το ειδικότερο ερώτημα που τίθεται εδώ είναι, εάν η κυπριακή ρύθμιση θα ήταν πρόσφορη από νομοτεχνική άποψη να λειτουργήσει ως πρότυπο και για μια αντίστοιχη ελληνική ρύθμιση.

IV. Aξιολόγηση της κυπριακής ρύθμισης περί γυναικοκτονίας

22. Εν συνόψει, η κυπριακή ρύθμιση, που μάλιστα έχει πολλά κοινά σημεία με την αντίστοιχη ρύθμιση του ποινικού δικαίου της Μάλτας περί γυναικοκτονίας[15] εμφανίζει κατά βάση έναν περιπτωσιολογικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 10 Α του προαναφερθέντος νόμου του 2022 παρατίθεται αρχικά ένας ορισμός της γυναικοκρατίας, που όμως έχει ως μοναδικό συστατικό στοιχείο διαφοροποίησης από την παραδοσιακή ανθρωποκτονία το ότι το θύμα πρέπει να είναι γυναίκα. Η διατύπωση της διάταξης στην § 1 εδ. α΄του άρθρου 10 Α έχει λοιπόν ως εξής: «Πρόσωπο το οποίο επιφέρει το θάνατο γυναίκας με παράνομη πράξη ή παράλειψη είναι ένοχο του αδικήματος της γυναικοκτονίας και υπόκειται σε φυλάκιση δια βίου».

23. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι μια τέτοια διατύπωση δεν περιλαμβάνει το βασικότερο στοιχείο του ορισμού που είχε προτείνει η Diana Russell το 1976, ότι δηλ. η θανάτωση της γυναίκας, για να συνιστά γυναικοκτονία, πρέπει να γίνεται «επειδή το θύμα είναι γυναίκα», άρα ότι η γυναίκα θανατώνεται μέσα σ’ ένα πλαίσιο παραδοσιακής πατριαρχικής αντίληψης. Από την άλλη όμως πλευρά, το να εισαχθεί σε διάταξη νόμου μια τόσο γενικόλογη διατύπωση πιστεύω ότι θα δημιουργούσε στην ερμηνεία του περισσότερα προβλήματα από όσα θα επιχειρούσε να επιλύσει.

24. Γι’ αυτό και ο Κύπριος νομοθέτης, έχοντας ως αφετηρία τον κάπως ανολοκλήρωτο και άχρωμο αυτόν ορισμό που προαναφέρθηκε, επέλεξε σε μια δεύτερη παράγραφο να τον καταστήσει πιο συγκεκριμένο μέσω περιπτωσιολογίας. Παραθέτει έτσι στην § 2 του ίδιου άρθρου 10 Α μια σειρά από δέκα ειδικότερες περιπτώσεις οι οποίες, κατά τη διατύπωση της ενλόγω ρύθμισης, αποτελούν (διαζευκτικά) επιβαρυντικές περιστάσεις, λαμβανόμενες υπ΄ όψη παράλληλα και με ορισμένες άλλες (συνολικά 10) επιβαρυντικές περιπτώσεις, αναφερόμενες στο άρθρο 11 του νομοθετήματος του 2021 με το οποίο κυρώθηκε στην Κύπρο η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Με τον τρόπο αυτόν ο Κύπριος νομοθέτης εξισώνει μεν ως προς την ποινή τη βασική διάταξη περί ανθρωποκτονίας με εκείνην της γυναικοκτονίας, αλλά ανάγει σε επιβαρυντικούς παράγοντες ορισμένες περιστάσεις και καταστάσεις ειδικά αναφερόμενες στη γυναικοκτονία, έτσι ώστε η ποινή της γυναικοκτονίας να αποβαίνει τελικά, εφόσον συντρέξουν κάποια/κάποιες από τις περιστάσεις αυτές, βαρύτερη από εκείνην της «απλής» και συνήθους ανθρωποκτονίας.

25. Οι δέκα ειδικότερες περιπτώσεις που επιβαρύνουν την ποινή της γυναικοκτονίας, ώστε ο δράστης, έστω και με ελαφρυντικά, να παραμένει επί πολλά χρόνια στη φυλακή, είναι παρεμφερείς με εκείνες που είχε προτείνει το 1976 η Diana Russell. Προβλέπονται έτσι βαρύτερες ποινές όταν επέρχεται ο θάνατος της γυναίκας από άσκηση βίας εκ μέρους ερωτικού συντρόφου, από άσκηση ενδοικογενειακής βίας, από βασανισμό ή άσκηση βίας λόγω μισογυνισμού, από άσκηση βίας για λόγους τιμής ή για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων, ή προς επίτευξη παράνομης συνουσίας, ή στο πλαίσιο εμπορίας προσώπων, διακίνησης ναρκωτικών, κ.λπ.

26. Ένα άλλο σημείο της κυπριακής ρύθμισης που αξίζει να προσεχθεί λόγω της δογματικής του ιδιαιτερότητας είναι ότι στο εδ. β΄ της § 1 του ά. 10 Α περί γυναικοκτονίας προβλέπεται, όπως και στο αντίστοιχο ά. 205 § 2 κυπρΠΚ περί ανθρωποκτονίας, ότι με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης τιμωρείται και όποιος διαπράττει γυναικοκτονία από «υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος, αν και δεν υφίσταται πρόθεση πρόκλησης θανάτου».

V. Εν είδει συμπεράσματος περί του πρακτέου

27. Ερωτάται ήδη εάν η κυπριακή ρύθμιση του ά. 10 Α θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και για μια αντίστοιχη θεσμοθέτηση του εγκλήματος της γυναικοκτονίας στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα.

28. Εχω τη γνώμη ότι οι περισσότερες από τις δέκα επιβαρυντικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην § 2 του άρθρου 10 Α της κυπριακής ρύθμισης, π.χ. για θανάτωση γυναίκας που προκαλείται στο πλαίσιο εμπορίας ανθρώπων, αποτελούν ποινικοποίηση εγκλημάτων που προβλέπονται λεπτομερώς στην προαναφερθείσα Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ιδίως δηλ. στο άρθρο 5 και στο παράρτημα του νόμου με τον οποίο η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε το 2021 από την Κυπριακή Δημοκρατία. Αλλωστε, και το ίδιο το ά. 10 Α, όπως σημειώθηκε ήδη, θεσμοθετήθηκε το 2022 με πρόσθετο νόμο, ως συμπλήρωμα στη Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και όχι στον κυπριακό Ποινικό Κώδικα.

29. Στην Κύπρο, λοιπόν, για την αντιμετώπιση του προβλήματος της γυναικοκτονίας επελέγη ο τρόπος μιας περιπτωσιολογίας, όπως αυτή καταγράφεται εν συνόλω στο ά. 10 Α, έτσι ώστε να εγκληματοποιηθούν οι θανατώσεις γυναικών όταν αυτές προκαλούνται από τα εγκλήματα κατά γυναικών που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.

30 Αντιθέτως στην Ελλάδα, όπου η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης έχει επίσης κυρωθεί (ν. 4531/2018), θεωρήθηκε από τον νομοθέτη κατά την κύρωση αυτή σκοπιμότερο, μέσω των άρθρων 2-4 αυτού του νόμου, να γίνουν επιμέρους παρεμβάσεις για περιπτώσεις γυναικοκτονίας στο καθένα ξεχωριστά από τα αντίστοιχα άρθρα του ελληνικού Ποινικού Κώδικα και όχι να υιοθετηθεί κάποια συνολική περιπτωσιολογική ρύθμιση, όπως συνέβη στην Κύπρο.

31. Συνεπώς, δεν θα είχε νόημα να διαμορφωθεί στην Ελλάδα μια αντίστοιχη περιπτωσιολογική ρύθμιση γυναικοκτονίας, η οποία να προβλέπει για διατάξεις ήδη ρυθμισμένες στον Ποινικό Κώδικα. Αλλωστε, οι περισσότερες από τις αυτές τις επιμέρους διατάξεις, που είναι διάσπαρτες στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, μπορούν να οδηγήσουν σε ακόμη βαρύτερες ποινές, εφόσον το τελεσθέν έγκλημα πληροί τις προϋποθέσεις του προαναφερθέντος ά. 82 Α ΠΚ περί εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, εφόσον δηλ. το έγκλημα αυτό έχει διαπραχθεί κατά γυναίκας «λόγω των χαρακτηριστικών φύλου» (πρβλ. ανωτ., παρ. 10). Παράλληλα, μπορεί να τύχει εδώ εφαρμογής και ο αντιρατσιστικός νόμος 927/1979, όπως συμπληρώθηκε με τον ν. 4285/2014, δεδομένου ότι ο νόμος αυτός στο ά. 1 αυτού εγκληματοποιεί ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση, μεταξύ άλλων, την «ταυτότητα φύλου»[16].

32. Στη θέση, επομένως, της περιπτωσιολογικής κυπριακής ρύθμισης θα ήταν ορθότερο να υιοθετηθεί στην Ελλάδα μια πιο συμπεριληπτική μορφή και εδώ μπορεί να βοηθήσει ο προαναφερθείς στην αρχή αυτής της μελέτης (παρ. 3) στατιστικός ορισμός του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE). Σύμφωνα με τη βασική ιδέα αυτού του ορισμού, γυναικοκτονία είναι η εκ προθέσεως θανάτωση γυναίκας από ερωτικό σύντροφο, με τη διευκρίνιση ότι ως ερωτικός σύντροφος νοείται ο πρώην ή νυν σύζυγος ή σύντροφος, ανεξαρτήτως του εάν ο δράστης μοιραζόταν ή μοιράζεται με το θύμα κοινή κατοικία.

33. Ο ορισμός αυτός συμπληρώνεται από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο, όπως είδαμε (παρ. 3), και από ένα δεύτερο σκέλος, κατά το οποίο γυναικοκτονία είναι και ο θάνατος γυναίκας συνεπείᾳ μιας επιβλαβούς για τις γυναίκες πρακτικής. Όμως η διατύπωση αυτή δεν έχει την απαραίτητη ευκρίνεια μιας νομικά εφαρμοστέας διάταξης. Γι’ αυτό και στη θέση της θα ήταν σκοπιμότερο να τεθεί ως δεύτερο εδάφιο στην υπό διαμόρφωση ελληνική διάταξη το στοιχείο της επιλογής από τον δράστη του θύματος (γυναίκας) λόγω του φύλου του, υπό την έννοια ότι το έγκλημα διαπράττεται συνεπείᾳ έμφυλου μισογυνισμού, διότι δηλ. η γυναίκα θεωρείται από τον δράστη ότι δεν πρέπει να έχει ίσα δικαιώματα με τον άνδρα και ισότιμη με αυτόν μεταχείριση, αλλά να συμμορφώνεται με τη βούλησή του, σύμφωνα με ήδη απαρχαιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις.

34. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι ο όρος «έμφυλος μισογυνισμός», έστω και αν δεν θα περιέχεται στο ίδιο το κείμενο του νόμου, αλλά μόνο στην Αιτιολογική Εκθεση, όμως αποτελεί μια αόριστη αξιολογική έννοια, που χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση από τον εφαρμοστή του δικαίου. Τούτο πάντως συμβαίνει και με άλλες έννοιες αυτού του είδους, όπως π.χ. με τον όρο «γενετήσια ευπρέπεια» του ά. 353 Π.Κ, αλλά χωρίς να θεωρείται στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτών ότι οι ενλόγω έννοιες έρχονται σε αντίθεση προς τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας και δη προς την ειδικότερη έκφανσή της: nullum crimen nulla poena sine lege certa (ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς σαφή νόμο: ά. 7 § 1 Συντ.) .

35. Σε περίπτωση, τώρα, διάπραξης αυτού του αδικήματος, στον δράστη θα επιβληθεί η προβλεπόμενη και για τη συνήθη ανθρωποκτονία ποινή της ισόβιας κάθειρξης, η οποία όμως, μετά και τη συνεκτίμηση τυχόν ελαφρυντικών περιστάσεων, μπορεί να επαυξηθεί με βάση τα ά. 82 Α και 79 ΠΚ, κατά τα προαναφερθέντα (ανωτ., παρ. 10).

36. Υπενθυμίζεται ότι ανάλογη αύξηση ποινής μπορεί να υπάρξει και σε περίπτωση κατά την οποία προκαλείται σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης (παλαιότερο ά. 312 § 2 ΠΚ: σωματική βλάβη αδύναμων προσώπων, που καταργήθηκε από το ά. 48 ν. 5090/2024, λόγω διαπιστωθείσας επικάλυψης από το ά. 6 ν. 3500/2066).

37. Ζήτημα τίθεται εάν την ίδια μεταχείριση ενδείκνυται να έχει και μια γυναίκα που σκοτώνει από πρόθεση είτε τον ερωτικό της σύντροφο είτε και κάποιο άλλο άτομο, άνδρα ή γυναίκα, για λόγους (στη δεύτερη περίπτωση) που υποδηλώνουν μίσος ή απέχθεια προς την ταυτότητα του φύλου. Ανάλογο ζήτημα μπορεί επίσης να τεθεί, υπό τους ίδιους όρους, και για ανθρωποκτόνες ενέργειες κατά ατόμων που ανήκουν στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, λόγω αυτής της ιδιαιτερότητάς τους. Εν προκειμένω, πιστεύω ότι είναι ορθότερο, χάριν της ίσης και χωρίς διακρίσεις μεταχείρισης των θυμάτων από τέτοιες πράξεις, να περιληφθεί στην προτεινόμενη διάταξη περί γυναικοκτονίας και μια δεύτερη παράγραφος, που να προβλέπει ως τιμωρούμενες με τον ίδιο τρόπο και αυτές τις περιπτώσεις. Για τον ίδιο λόγο ενδείκνυται να υπάρχει αντίστοιχη μεταχείριση και για δράστες με εγκληματικές ενέργειές που τελούνται στο πλαίσιο εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, όπως ιδίως ο βιασμός, εφόσον οι ενέργειες αυτές είχαν ως συνέπεια τον θάνατο του θύματος.

38. Συνεπώς, με βάση τα προαναφερθέντα, η νομοθετική διάταξη περί γυναικοκτονίας θα μπορούσε στη χώρα μας να έχει την ακόλουθη μορφή:

Αρθρο 299 Α Ποινικού Κώδικα. Γυναικοκτονία. Οποιος σκότωσε από πρόθεση γυναίκα λόγω χαρακτηριστικών φύλου, κατά την έννοια του ά. 82 Α ΠΚ, τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπ’ όψη η επιβαρυντική περίσταση του ά. 82 Α. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και η θανάτωση της γυναίκας από ερωτικό σύντροφο. Ως ερωτικός σύντροφος νοείται ο πρώην ή νυν σύζυγος ή σύντροφος, ανεξαρτήτως του εάν ο δράστης μοιραζόταν ή μοιράζεται με το θύμα κοινή κατοικία.

Ανάλογη ποινική μεταχείριση έχει και όποιος σκότωσε είτε άνδρα ή μέλος της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ για λόγους φύλου, κατά την έννοια του ά. 82 Α, είτε και άτομο το οποίο καταλήγει να πεθάνει λόγω των συνεπειών από εις βάρος του εγκληματική πράξη εντασσόμενη στο 19ο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα.

Αιτιολογική ΕκθεσηΗ εισαγωγή στην κυπριακή νομοθεσία διάταξης, το 2022, με την οποία καθιερώνεται η γυναικοκτονία ως αυτοτελές ποινικό αδίκημα, και οι αντίστοιχες νομοθετικές εξελίξεις που σημειώθηκαν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μάλτα (2022) και η Κροατία (2024), δημιουργούν την ανάγκη να εξετασθεί με σοβαρότητα και στη χώρα μας το ενδεχόμενο αυτοτελούς εγκληματοποίησης αυτής της τόσο βάναυσης και εξευτελιστικής για τη γυναίκα συμπεριφοράς.

 Από την επί του θέματος συζήτηση προκύπτει ότι με την εγκληματοποίηση αυτή δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, καθώς το Σύνταγμα ρητά επιτρέπει στον νομοθέτη, με το ά. 116 § 2, να λαμβάνει θετικά μέτρα «για την προώθηση της ισότητας  μεταξύ ανδρών και γυναικών». Επίσης, με τη θέσπιση ενός τέτοιου εγκλήματος ως ειδικότερης μορφής της ανθρωποκτονίας η ποινή μπορεί να είναι και εδώ η ισόβια κάθειρξη, αλλά με επαύξηση κατά δύο έτη, εφόσον διαπιστωθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής ότι η επιλογή του θύματος έγινε λόγω των χαρακτηριστικών του φύλου του, ήτοι λόγω έμφυλου μισογυνισμού, στο πλαίσιο του οποίου η γυναίκα θεωρήθηκε από τον δράστη ότι δεν πρέπει να έχει ίσα δικαιώματα με τον άνδρα και ισότιμη με αυτόν μεταχείριση, αλλά να συμμορφώνεται με τη βούλησή του, σύμφωνα με ήδη απαρχαιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις Ανάλογης μεταχείρισης τυγχάνουν δράστες που επιλέγουν να σκοτώσουν άλλα άτομα λόγω του φύλου αυτών των ατόμων ή δράστες των οποίων τα γενετήσια εγκλήματα (ά. 336 επ. ΠΚ) έχουν ως συνέπεια τον θάνατο των θυμάτων τους.

Η θεσμοθέτηση της γυναικοκτονίας ως αυτοτελούς εγκλήματος θεωρείται ότι θα συμβάλει στην περαιτέρω προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων της γυναίκας, όπως το δικαίωμα στη γενετήσια ελευθερία και το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ζωή χωρίς βία και χωρίς διακρίσεις. Ακόμη, πιστεύεται ότι θα συντελέσει στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας  και στην ενδυνάμωση μιας κουλτούρας κοινωνικής αποδοκιμασίας απέναντι σε τέτοιου είδους αντικοινωνικά φαινόμενα έμφυλης βίας και μάλιστα στην απεχθέστερη μορφή τους, που είναι η γυναικοκτονία.

  1. Πιστεύω, επομένως, ότι εάν τοποθετήσει κανείς σε μια πλάστιγγα και σταθμίσει όλα τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της γυναικοκτονίας, με βασικό κριτήριο το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας να προοδεύσει μέσα στη σύγχρονη Ευρώπη και να αφήσει πίσω της τα απολιθώματα των πατριαρχικών αντιλήψεων του παρελθόντος, τότε διαφαίνεται καθαρά η ανάγκη μιας νομοθετικής ρύθμισης με έντονο συμβολικό χαρακτήρα, όπως η προτεινόμενη, έτσι ώστε να εκπεμφθεί προς την κοινωνία το μήνυμα ότι το έγκλημα της γυναικοκτονίας δεν είναι ανεκτό πλέον σε μια ευνομούμενη κοινωνία και ότι, επιπλέον, η τυχόν αμέλεια των αρμοδίων αρχών να αντιμετωπίζουν εγκαίρως κακοποιητικές συμπεριφορές εις βάρος γυναικών δημιουργεί σοβαρές ευθύνες για την ίδια την Πολιτεία, όταν αυτή δεν λαμβάνει μέτρα για να αποτρέπει τέτοιου είδους συμπεριφορές.

ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ως εισαγωγικά έργα για την προσέγγιση του προβλήματος της γυναικοκτονίας μπορούν εδώ να αναφερθούν, κατά χρονολογική σειρά, ιδίως τα συλλογικά έργα: Χάρη Παπαχαραλάμπους (επιμ.), Γυναικοκτονία και Ποινικό Δίκαιο. Διδάγματα από τη νέα κυπριακή νομοθεσία, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2023,  Ντίνας Βαου/ Γεωργίας Πετράκη/ Μαρίας Στρατηγάκη (επιμ.), Εμφυλη Βία – Βία κατά Γυναικών, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2021, Γεωργίας Πετράκη (επιμ.), Γυναικοκτονίες: διαπιστώσεις, ερωτήματα και ερωτηματικά, Αθήνα: Gutenberg, 2020 (Τετράδια Κοινωνικής Πολιτικής Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου, ειδικό τεύχος 4), Parliamentary Assembly of the Council of Europe, Ελεύθερος από Φόβο, Ελεύθερος από Βία, Εγχειρίδιο για τους Βουλευτές σχετικά με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, Στρασβούργο, 2012, ιδίως σελ. 24 επ., όπου γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τη συλλογή δεδομένων και τα μέτρα πρόληψης (προσβάσιμο στο διαδίκτυο), Νέστορος Κουράκη (επιμ.), Εμφυλη Εγκληματικότητα. Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου, Αθήνα/ Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 20092, και από την αλλοδαπή βιβλιογραφία ιδίως: C. Corradi/ C. MarquelioServs/ S. Boira/ S. Weil, Theories of Femicide and their significance for social research, in: Current Sociology, 64 (7), 2016, 975-995 (προσβάσιμο στο διαδίκτυο) και Β. Spinelli, Femminicidio. Dalla denuncia sociale al riconoscimento giuridico internazionale, Milano: Franco Angeli, 2008.

Επίσης, σημαντικές πηγές για βιβλιογραφία και για ανάλυση της γυναικοκτονίας σε συγκριτικό επίπεδο αποτελούν τα σχετικά λήμματα της Wikipedia στα ελληνικά (https://el.wikipedia.org/wiki/Γυναικοκτονία), τα αγγλικά (https://en.wikipedia.org/wiki/Femicide), τα γαλλικά (https://fr.wikipedia.org/wiki/Féminicide), τα ιταλικά (https://it.wikipedia.org/wiki/Femminicidio), τα γερμανικά (https://de.wikipedia.org/wiki/Femizid) και τα ισπανικά (https://es.wikipedia.org/wiki/Feminicidio).

Περαιτέρω, χρήσιμες μελέτες για τη γυναικοκτονία που χρησιμοποιήθηκαν και στην παρούσα μελέτη είναι οι ακόλουθες: Αθαν. Συκιώτου, Γυναικοκτονία. Μια ανθρωποκτονία με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, ΠοινΔικ 2022, 977-992, Γεωργίου. Μπαστουνά, Γυναικοκτονία: Μία διακεκριμένη μορφή ανθρωποκτονίας; (με αφορμή την ΕγκΕισΑΠ 12/2021), περ. Εγκληματολογία, 2021, 176-180, Κώστα Σταμάτη, Η δικαιοπολιτική αντιμετώπιση της γυναικοκτονίας, περ. Δικαιώματα του Ανθρώπου, τχ. 90, 2021, 819-832, Χάρη Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος. Το παράδειγμα του αντιρατσιστικού ν. 4285/2014, Νομικό Βήμα 64: 2016, 209-223.

Τέλος, σημαντικά έργα σε γενικότερο επίπεδο για την ανάγκη ισότιμης προς τους άνδρες μεταχείρισης των γυναικών είναι μεταξύ πολλών άλλων και τα εξής:  Aγγέλας Καστρινάκη, Μίλα Πηνελόπη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023, Τζόντι Κάντορ/ Μέγκαν Τούχι (Jodi Kantor/ Megan Twohey), She said/ Κάποια Μίλησε, Aθήνα: Αθens Bookstore, 2022, Denis Mukwege, The Power of Women, Swansea: Flatiron/ MacMillan Books, 2021 (και σε ελλην. μτφρ, Αριάδνης Μοσχονά, με τίτλο    «Η Δύναμη των Γυναικών», Αθήνα: εκδ. Ψυχογιός, 2022), Σιμόν ντε Μποβουάρ, Το Δεύτερο Φύλο, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2021, Βασιλικής Μελέτη, Τα Εμφυλα Πρόσωπα σε Κρίση, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση, 2020 και της ίδιας, Εμφυλη Βία, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση, 2024, Carolin Criado Perez, Invisible Women, New York City: Abrams Press, 2019, Mary Wollstonecraft, Η Αναγνώριση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, Αθήνα: Οξύ, 2018.

 

 

[1] Η εργασία αυτή αποτελεί εισήγηση στο πλαίσιο εκδήλωσης που έλαβε χώρα την 10.4.2024 στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου:  Χάρη Παπαχαραλάμπους (επιμ.), Γυναικοκτονία και Ποινικό Δίκαιο. Διδάγματα από τη νέα κυπριακή νομοθεσία (2023. Οι εκεί περιεχόμενες εννέα σημαντικές μελέτες απετέλεσαν και για την παρούσα μελέτη εξαίρετο έναυσμα σκέψης (food for thought) και ασφαλώς ο επιμελητής της έκδοσης είναι άξιος επαίνου όχι μόνο διότι κάλυψε με το έργο αυτό ένα κενό στην κυπριακή βιβλιογραφία (και εν μέρει στην ελληνική), αλλά και διότι, λειτουργώντας ως Μέντορας συνεχίζει να  εμπνέει με δημιουργικό τρόπο τους νεότερους (και όχι μόνο) συναδέλφους του σε αξιόλογη επιστημονική παραγωγή.

 

[2]  https://www.dianarussell.com/f/Defining_Femicide_-_United_Nations_Speech_by_Diana_E._H._Russell_Ph.D.pdf

[3]   https://www.who.int/publications/i/item/WHO-RHR-12.38

[4]  https://www.unodc.org/unodc/en/ngos/DCN5-Symposium-on-femicide-a-global-issue-that-demands-action.html).

 

[5]  . Bλ. https://eige.europa.eu/publications-resources/thesaurus/terms/1192?language_content_entity=en#:~:text=The%20killing%20of%20a%20woman,same%20residence%20with%20the%20victim.

[6]  Βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Affirmative_action.

 

[7]  https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32012L0029

[8]  https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22003-2759276-3020932%22]}

 

[9]  Σχετικές είναι οι επισημάνσεις για την Ελλάδα (18.11.2023) της Επιτροπής GREVIO του Συμβουλίου της Ευρώπης, που αποτελείται από εμπειρογνώμονες για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης σε σχέση με τη Βία κατά των Γυναικών και την Ενδοοικογενειακή Βία: https://www.coe.int/en/web/istanbul-convention/-/grevio-publishes-its-baseline-evaluation-report-on-greece

[10] https://timesofmalta.com/article/making-new-femicide-law-work.1003735

[11]  https://www.barrons.com/news/croatia-passes-law-making-femicide-a-specific-crime-19882f47 και https://www.slobodenpecat.mk/en/hrvatska-vovede-postrogi-kazni-za-femicid-i-ubistva-na-bliski-rodnini/

[12]  https://www.brusselstimes.com/580887/belgium-adopts-historic-law-against-femicide  και https://etaamb.openjustice.be/fr/loi-du-13-juillet-2023_n2023044133.html

[13]  https://www.cylaw.org/nomoi/arith/2022_1_117.pdf).

[14]  (https://www.cylaw.org/nomoi/arith/2021_1_115.pdf)

[15]   https://legislation.mt/eli/cap/9/eng/pdf

[16]  Σχετική με το θέμα είναι και η υπ’ αρ. 3/2024 Εγκύκλιος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (Αναστ. Σκάρας), με θέμα τη ρατσιστική βία: https://eisap.gr/%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CF%8D%CE%BA%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-3-2024/

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,