Αυτές τις δύσκολες ημέρες για όλους μας και εν’ μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού πέρασε στα «ψιλά» και δεν δόθηκε η δέουσα σημασία και προσοχή σε μία είδηση από το χώρο της δικαιοσύνης στην Ελλάδα, που όμοιά της δεν θυμάμαι, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο (διορθώστε με αν κάνω λάθος), στα τριάντα χρόνια της ενεργούς δικηγορίας μου.
Συγκεκριμένα, αποφάσισε ομόφωνα το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας την προειδοποιητική μονοήμερη αποχή από τα καθήκοντα των μελών του από όλες τις δίκες και τις διαδικαστικές πράξεις την 11η Μαρτίου 2020 για μία σειρά ζητημάτων, που όλα αναφέρονται αποκλειστικά στη θεσμική λειτουργία του δικαστικού σώματος στο Ειρηνοδικείο και Πρωτοδικείο της Δράμας. Το γεγονός ότι αποφασίστηκε και υλοποιήθηκε το υπέρτατο συνδικαλιστικό μέσο της αποχής καταδεικνύει τη σημασία της ενέργειας αυτής, αλλά και το μέγεθος των προβλημάτων που γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστούν.
Η απόφαση του Δ.Σ. αναφέρει, μεταξύ άλλων σημαντικών, και τα εξής : «Έχουν επανειλημμένως παρατηρηθεί και καταγγελθεί από πολλά μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας απρεπή, προσβλητικά και απαράδεκτα φαινόμενα συμπεριφοράς από υπηρετούντες Δικαστές και Εισαγγελείς στο Πρωτοδικείο και στο Ειρηνοδικείο Δράμας, απέναντι τόσο σε παριστάμενους σε δίκες συνηγόρους, όσο και απέναντι στους συμμετέχοντες διαδίκους (μάρτυρες, κατηγορούμενους κλπ). Τα φαινόμενα αυτά συνίστανται σε προσωπικές επιθέσεις, αήθεις χαρακτηρισμούς, προσβολές της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας των συναδέλφων Δικηγόρων κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, σε απαξιωτικές συμπεριφορές από έδρας, σε κρίσεις και σχολιασμούς που δεν συνάδουν με τη θέση του Δικαστή και του Εισαγγελέα και προσβάλλουν κατάφωρα τον θεσμικό ρόλο που υπηρετούν οι συνάδελφοι Δικηγόροι στα Δικαστήρια της Δράμας. Αποτέλεσμα της απρεπούς συμπεριφοράς παραγόντων της έδρας έναντι των συναδέλφων (αλλά και των διαδίκων-πολιτών και μαρτύρων), σε συνδυασμό με την αλλεπάλληλη και απαράδεκτη καθυστέρηση στο χρόνο έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες δεν διακρίνονται, σε αρκετές περιπτώσεις, για την ποιότητά τους, είναι η υποβάθμιση του θεσμικού ρόλου των Δικηγόρων, ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, ο ευτελισμός της διεξαγόμενης διαδικασίας, η αποδυνάμωση της απονομής δικαίου και εν τέλει, η προσβολή βασικών ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών».
Το γεγονός ότι ένας δικηγορικός σύλλογος επαρχίας άνοιξε αυτή τη θεσμική συζήτηση στο χώρο της Ελληνικής Δικαιοσύνης με αυτόν τον εκκωφαντικό τρόπο δεν μειώνει τη σημασία της ενέργειας. Το αντίθετο. Από κάπου έπρεπε να «ανοίξει» η βαλβίδα ασφαλείας, ώστε όλοι να αναγκαστούν να δουν το πρόβλημα και να οργανώσουν έναν συνολικό θεσμικό διάλογο που θα κατατείνει στην άμβλυνση των διαφορών και στην επίλυση των ζητημάτων, που τίθενται πλέον με ενάργεια και επιτακτικό τρόπο.
Η απόφαση αυτή πιστώνεται στον Πρόεδρο και το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Δράμας, η οποία απαιτεί θάρρος, θεσμική αυτογνωσία και υπέρβαση των ιδιοτελών και προσωπικών δικηγορικών συμφερόντων.
Επιτρέψτε μου τις παρακάτω σκέψεις, σε αδρές και κωδικοποιημένες γραμμές, καθώς αφορμή για τη λήψη της απόφασης αυτής αποτέλεσαν και συγκεκριμένα δικαστηριακά γεγονότα, στην πλειοψηφία τους ενώπιον του ακροατηρίου των δικαστηρίων, στα οποία το δικό μου δικηγορικό γραφείο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
- Οι δικαστές και οι συνήγοροι σε κάθε υπόθεση βρίσκονται στην ίδια όχθη του «ποταμού» της απονομής της Δικαιοσύνης. Ο δικηγόρος εκ της θέσεως του είναι συλλειτουργός της Δικαιοσύνης και αρωγός του Δικαστή στην έκδοση της απόφασής του. Επομένως, η επάρκεια του Δικηγόρου είναι το ίδιο σημαντική με την επάρκεια του Δικαστή. Η ποιότητα του δικογράφου, των προτάσεων, των αυτοτελών ισχυρισμών και της αγόρευσης του δικηγόρου προσδιορίζει την ποιότητα του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης στις αστικές, ποινικές και διοικητικές αποφάσεις. Επομένως, οποιαδήποτε απαξιωτική αντιμετώπιση εκ μέρους της έδρας του ρόλου του συνηγόρου χαρακτηρίζει την ίδια την έδρα και την απόφασή της.
- Ειδικά στις ποινικές υποθέσεις, σε καμία περίπτωση ο Δικαστής και η εισαγγελική αρχή δεν θα πρέπει να διολισθαίνουν σε μία στάση επιφυλακτική έως και εχθρική απέναντι στον κατηγορούμενο, όπως και στην πολιτική αγωγή. Είναι αδιανόητο να γίνεται πασιφανέστατο σε όλους τους διαδίκους της ποινικής δίκης από την έναρξη της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας ότι η απόφαση είναι ήδη ειλημμένη. Σε καμία περίπτωση ο Δικαστής στην ποινική δίκη δεν θα πρέπει να αντιλαμβάνεται τη θέση του απέναντι στην υπερασπιστική γραμμή με αντιπαλότητα και επιφυλακτικότητα. Ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του θα κάνουν αυτό που πρέπει για την υπεράσπιση του πρώτου και ο Δικαστής αυτό που επιβάλλει το καθήκον του χωρίς να αντιλαμβάνεται τη θέση του ως αντίπαλη του κατηγορουμένου[1].
- Στην ποινική δίκη έχουν σημασία τα όσα αποδείχθηκαν πλήρως σε συνδυασμό με την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που δικάζεται. Ό,τι δεν αποδεικνύεται πλήρως και πέραν κάθε αμφιβολίας θα πρέπει να οδηγεί σε αθώωση, τουλάχιστον με αμφιβολίες[2]. Καταδίκη με βάση τη συναισθηματική νοημοσύνη του Δικαστή, τις υποψίες του ή την ενδιάθετή του διάθεση απέναντι στην προσωπικότητα του κάθε συγκεκριμένου κατηγορούμενου είναι ανεπίτρεπτη. Ό,τι δεν αποδεικνύεται, δεν αναπληρώνεται με εικασία, ακόμη κι αν στηρίζεται στη λογική. Αν το ποινικό δικαστήριο γνωρίζει κάτι για τη συγκεκριμένη υπόθεση, οφείλει να το δημοσιοποιεί με την απόφασή του και να προχωρά αναπόφευκτα σε ποινική δίωξη για ψευδορκία σε βάρος μαρτύρων που καταθέτουν ενώπιον του αντίθετα με την αλήθειά του. Οποιαδήποτε άλλη πρακτική δεν υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου του συνόλου των διαδίκων. Η παραπομπή και η καταδίκη του κατηγορουμένου είναι που χρειάζονται την εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όχι η απαλλαγή και αθώωσή του[3].
- Είναι αδιανόητο το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου να «κωφεύει» κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του στις καταγγελίες του συνηγόρου κατά την αγόρευσή του για την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης του κατηγορουμένου και εντολέα του στο Ποινικό Εφετείο, που συνεπάγεται και την κατάφωρη παραβίαση των σχετικών προβλέψεων της ΕΣΔΑ, και άρα είναι αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση. Συνήγορος που είναι ο ίδιος που υπερασπίστηκε τον κατηγορούμενο και στο Εφετείο. Δηλαδή, ο συνήγορος αναλαμβάνει προσωπικά την ευθύνη των όσων λέει και καταγγέλλει. Σημειωτέον ότι σε αμέσως προηγούμενη υπόθεση του ίδιου πινακίου άλλος συνήγορος καταγγέλλει παρόμοιες παραβιάσεις της ποινικής δικονομίας σε άλλο Εφετείο της Χώρας και αγνοείται και αυτός. Ο Άρειος Πάγος, που στα καθήκοντά του είναι και ο έλεγχος των Δικαστών των Δικαστηρίων της χώρας.
- Το δικηγορικό μας γραφείο αναμένει σήμερα και πλέον του έτους απόφαση επί υπόθεσης επαγγελματικής μίσθωσης. Ενώ η καθυστέρηση, για ανθρώπινους και ανυπέρβλητους λόγους, έστω και ενός λεπτού της ώρας του δικηγόρου σε εκφώνηση μίας υπόθεσης του, οδηγεί στην ερημοδικία του εντολέα του και στην αναπόφευκτη μείωση της στοιχειώδους δικηγορικής του επάρκειας στα μάτια του εντολέα του.
Ως επίλογο, να σημειώσω ότι η
κριτική των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί μέρος των καθηκόντων του δικηγορικού
μας λειτουργήματος, στο βαθμό που η κριτική αυτή δεν επηρεάζει την κρίση του
και δεν παρεμβαίνει στο έργο του. Αυτό κατοχυρώνεται με την εκ των υστέρων
κριτική και όχι όσο εκκρεμεί η υπόθεση μέχρι και τον δεύτερο βαθμό κρίσης.[4] Χωρίς
αμφιβολία, δε μπορεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει μία μόνη ορθή απόφαση. Είναι
όμως δυνατόν μία δικαστική απόφαση να γίνει αποδεκτή ως η δικαιολογημένη
συνέπεια μία ενημερωμένης και αμερόληπτης δικαστικής επιλογής[5].
[1] Η δικαιοσύνη περιγράφεται από τον Νίκο Καζαντζάκη με τρεις λέξεις : «πονετικιά, ανοιχτοχέρα και παντοδύναμη»
[2] Συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 93 παρ.1 και 3 εδ. α΄ και 96 παρ. 1 Σ.
[3] Ιωάννης Μανωλεδάκης, ΔΙΚΑΙΟ & ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας 2011, σελ. 10.
[4] Ιωάννης Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 80.
[5] H. L. A. Hart, H ENNOIA TOY DIKAIOY, Εκδόσεις Αρσενίδη, 2019, σελ. 354.