Η κατάταξη της διαφθοράς και του ρουσφετιού ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο το δικαστικό μας σύστημα. Κατά καιρούς ακούγονται φωνές, κυρίως από απλούς πολίτες, ότι η διαφθορά επικρατεί και στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, έστω και αν δεν γίνεται αναφορά σε φαινόμενα χρηματισμού ή ευνοιοκρατικής μεταχείρισης. Η προστασία του δικαστικού συστήματος είναι υποχρέωση όλων μας και κυρίως των ίδιων των δικαστών, γιατί εκτός από τις καθυστερήσεις που ταλανίζουν την απονομή της δικαιοσύνης είναι και η διάφανη και επαρκής εφαρμογή αυστηρών κανόνων και διαδικασιών για αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Παρόλο ότι θα ήταν χρήσιμο, δεν κρίνω σκόπιμη την αναφορά συγκεκριμένων περιπτώσεων αμφισβήτησης της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των δικαστών μας, είναι αρκετό να σκεφτεί κάποιος τις διαχρονικές συζητήσεις και την ζημιά που προκαλείται στο δικαστικό μας σύστημα, ειδικότερα όταν αυτές επιβεβαιώνονται με αποφάσεις του ΕΔΑΔ αναφορικά με το πλαίσιο δεξαγωγής δίκαιης δίκης.
Η διαφθορά αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα, με προεκτάσεις σε όλες τις μορφές άσκησης πολιτειακής εξουσίας. Η αντιμετώπιση της θα πρέπει να είναι ολιστική και η αναγκαιότητα εφαρμογής μέτρων προστασίας των δικαστών και του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης είναι συνυφασμένη με την αμεροληψία και την εμπιστοσύνη του πολίτη. Ένας από τους βασικούς στόχους της δικαστικής μεταρρύθμισης ήταν η δημιουργία διάφανων διαδικασιών και η λήψη επαρκών μέτρων παρακολούθησης, πρόληψης και αντιμετώπισης των οποιωνδήποτε φαινομένων που δυνατό να έθεταν σε αμφισβήτηση την αντικειμενικότητα, αμεροληψία και ακεραιότητα των δικαστών και του δικαστικού μας συστήματος. Στόχος ο οποίος περιλαμβάνεται στην Εθνική Στρατηγική κατά της Διαφθοράς η οποία καταρτίστηκε το 2017 και στο Οριζόντιο Σχέδιο Δράσης τα οποία αποτελούν τον ολιστικό σχεδιασμό πρόληψης και καταστολής της διαφθοράς διάρκειας πέντε ετών, με ετήσια αξιολόγηση/επικαιροποίηση.
Στο πλαίσιο αυτό, λήφθηκαν συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα, όπως η ρύθμιση για λόγους διαφάνειας και λογοδοσίας της πρόσβασης του πολίτη στα δημόσια έγγραφα, η οποία ενισχύει και την δικαστική διαφάνεια, η σύσταση και λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς και της Ρύθμισης των Lobbying μέτρα που στοχεύουν στην ευαισθητοποίηση, αλλαγή συμπεριφοράς και αντιλήψεων μέσω της ενίσχυσης του αισθήματος της κοινωνίας για απαίτηση χρηστής διαχείρισης και λογοδοσίας. Επιπρόσθετα, εισηγηθήκαμε την σύσταση Μονάδας Καταπολέμησης του Εγκλήματος της Διαφθοράς στην Νομική Υπηρεσία, η οποία υιοθετήθηκε κάπως διαφοροποιημένα και τη θεσμοθέτηση της συμμόρφωσης της Διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου, νομοσχέδιο το οποίο εκκρεμεί στην Βουλή από το 2017. Σημαντική είναι επίσης η σύσταση Εθνικής Υπηρεσίας Ακεραιότητας η οποία θα εξετάζει το πόθεν έσχες όλων των πολιτειακών αξιωματούχων, περιλαμβανομένων και των δικαστών, θα διασφαλίζει την αναγκαία λογοδοσία και επιβολή κυρώσεων, την διαφάνεια και επαλήθευση των δηλώσεων και τον έλεγχο του ευρύτερου πεδίου σύγκρουσης συμφέροντος και σε ζητήματα revolving doors και προσωπικό συμφέρον ή όφελος. Σκοπός είναι η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τους κανόνες χρηστής διοίκησης, αναθεώρησης και ενημέρωσης συστημάτων, διαδικασιών και θεσμικών συμπεριφορών που παρακωλύουν την συμμόρφωση και ενίσχυση στα επαγγελματικά πρότυπα σε όλους τους φορείς και τις υπηρεσίες του δημοσίου, περιλαμβανομένων και συγκεκριμένων διαδικασιών που αφορούν την λειτουργία των δικαστηρίων.
Με τη σύσταση του Ανώτατου Συνταγματικού και του Ανώτατου Δικαστηρίου, δύο ισόβαθμων δικαστηρίων στην ανώτατη δομή τους, διασφαλίζεται η λογοδοσία, η διαφάνεια, ο έλεγχος και η αποτελεσματική προστασία της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών. Εγγυάται τη συμμόρφωση με αρχές και κανόνες δικαίου, χρηστής διοίκησης και αξιοκρατίας, δικαστικής δεοντολογίας και ακεραιότητας των δικαστών, απαιτήσεις οι οποίες θα πρέπει να καθοδηγούνται από συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια και διαφανείς διαδικασίες διορισμού, προαγωγές και αξιολόγησης των δικαστών.
Διορισμοί και προαγωγές Δικαστών
Η αλλαγή στα κριτήρια αξιολόγησης, διορισμού και προαγωγής των δικαστών, όπως εγκρίθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι επαρκής. Με όσα είχαμε συζητήσει με τους εμπειρογνώμονες πρέπει να είναι ευρύτερη ώστε να περιλαμβάνει διαφανείς και αντικειμενικές διαδικασίες και αξιολογήσεις των ενδιαφερομένων, στο μέγεθος που καθορίζονται στην μελέτη με τίτλο «Cyprus: Creation of Objective Criteria for the recruitment and promotion of Judges (SRSS/S2018/053)».
Στην μελέτη τονίζεται η διαφάνεια σε όλη τη διαδικασία προαγωγής και διορισμού Δικαστών και η αντικειμενική αξιολόγηση και η βαρύτητα των κριτηρίων ανάλογα με την υπευθυνότητα της θέσης. Το ζητούμενο όμως είναι τα κριτήρια να δημοσιεύονται με σαφήνεια, ούτως ώστε οι υποψήφιοι να είναι εκ των προτέρων γνώστες της διαδικασίας και των κριτηρίων. Έκαστο των κριτηρίων καθώς επίσης και η συνέντευξη έχουν συγκεκριμένη βαρύτητα και διαφέρουν ανάλογα με την βαθμίδα, επαρχιακού, προέδρου ή εφέτη. Τα πρακτικά της διαδικασίας προαγωγής θα πρέπει να γνωστοποιούνται, ούτως ώστε να μπορούν οι υποψήφιοι να έχουν πρόσβαση σ΄ αυτά για σκοπούς εξέτασης και τυχόν αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων. Επομένως δεν είναι μόνος σκοπός η καθιέρωση κριτηρίων, αλλά και η αποτύπωση της όλης διαδικασίας, βαρύτητας και μεθοδολογίας κατά το διορισμό και προαγωγή Δικαστών.
Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς
Ο Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς είναι ένα αναγκαίο εργαλείο ώστε, μεταξύ άλλων, να υποβοηθούνται και να καθοδηγούνται οι Δικαστές για τον τρόπο δράσης και συμπεριφοράς τους, είτε πάνω στην έδρα, είτε γενικότερα.
Ο Οδηγός Δικαστικής Συμπεριφοράς συντάχθηκε κατά τα πρότυπα των Αρχών Bangalore (Bangalore Principles of Judicial Conduct) οι οποίες υιοθετήθηκαν από τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης και έχουν κατοχυρωθεί στην 59η συνεδρία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποτελώντας αρχές οικουμενικής εμβέλειας.
Πέραν των Αρχών Bangalore, στα πρότυπα του οποίου συντάχθηκε, το Ανώτατο ακολούθησε, κατά το ίδιο, «και το πνεύμα του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς που ισχύει στο ΗΒ (Guide to Judicial Conduct)». Ειδοποιός διαφορά είναι ότι στην περίπτωση του ΗΒ, πέρα από την κατάρτιση αρχών δικαστικής συμπεριφοράς, έχει θεσμοθετηθεί και λεπτομερής διαδικασία υποβολής και εξέτασης παραπόνων εναντίον δικαστών του Ανωτάτου, προκειμένου να αναπτυχθεί και η αντίληψη της δικαστικής λογοδοσίας. Η υιοθέτηση αντίστοιχης λεπτομερούς διαδικασίας και πρακτικής αυξάνει τον βαθμό λογοδοσίας.
Επισημαίνεται επίσης ότι η GRECO ζήτησε λεπτομερή και εφαρμόσιμο Κώδικα Δεοντολογίας και όχι ένα γενικό Οδηγό συμπεριφοράς. Ο Οδηγός του Ανωτάτου αναφέρει ρητώς στο προοίμιο ότι «δεν αποτελεί κώδικα, ούτε περιέχει κανόνες εκτός όπου ρητώς αναφέρεται». Και προστίθεται ότι «αυτές οι αρχές προϋποθέτουν ότι οι δικαστές είναι υπόλογοι για τη διαγωγή τους». Γι’ αυτό η διακήρυξη αρχών δεν είναι επαρκής, χρειάζεται περαιτέρω βελτίωση.Η θέσπιση ενός τέτοιου κώδικα πρέπει να γίνει στη βάση ευρείας ανάμειξης δικαστών διαφορετικών βαθμίδων, με σκοπό τη δημιουργία και την ανάπτυξη προτύπων κοινής αποδοχής. Ο Κώδικας πρέπει να καλύπτει με λεπτομέρεια, αλλά και με παραδείγματα, πτυχές όπως η σύγκρουση συμφερόντων, η διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών, συναφείς δραστηριότητες, συμβόλαια τρίτων μερών, δώρα και λοιπά και να δημιουργεί υποχρεώσεις λογοδοσίας. Να εγγυάται την ανεξαρτησία και ακεραιότητα των δικαστών.
GRECO συστάσεις προς την δικαστική εξουσία αναφορικά με την πάταξη της διαφθοράς και της αμεροληψίας των δικαστών.
Στην Έκθεση Συμμόρφωσης της GRECO (17/11/2020) γίνεται ρητή αναφορά στο βαθμό συμμόρφωσης με τις εισηγήσεις της και τι περαιτέρω αναμένει από την δικαστική υπηρεσία. Επισημάνεται η ανάγκη προσαρμογής του δικαστικού κώδικα δεοντολογίας στις ιδιαιτερότητες της εθνικής κατάστασης, ιδίως σε ό,τι αφορά θέματα ακεραιότητας και λογοδοσίας.
Αλίμονο να μην υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, αρκεί να υπάρχει βούληση και αποφασιστικότητα, πρώτα από τους θεσμούς. Για ζητήματα που ανταποκρίνονται στην απαίτηση λογοδοσίας δεν πρέπει να αναμένουμε τις συστάσεις της GRECO ούτε τις εκθέσεις συμμόρφωσης. Ο εκσυγχρονισμός, αλλαγή και βελτίωση πρέπει να γίνει πρωταρχικό μέλημα. Διαφορετικά θα παραμένουμε στάσιμοι, οι εκθέσεις θα επαναλαμβάνουν τις συστάσεις συμμόρφωσης και η κοινωνία θα πληρώνει το τίμημα της αδράνειας και επιμονής σε αντιλήψεις και μεθόδους λειτουργίας που καθηλώνουν το δικαστικό σύστημα.
Η εφαρμογή διάφανων διαδικασιών και επαρκών μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης φαινομένων διαφθοράς, κυρίως επί θεμάτων ακεραιότητας και λογοδοσίας, προστατεύει τους δικαστές και το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και επί των ημερών μας πρέπει να ενταχθεί στις προτεραιότητες της δικαστικής εξουσίας. Η διαφύλαξη της εμπιστοσύνης του πολίτη, με την εφαρμογή διάφανων διαδικασιών ακεραιότητας και αμεροληψίας είναι προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης και της πολιτείας γενικότερα και επιτάσσει την προώθηση τους στα πλαίσια των διαθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, τα αποτελέσματα των οποίων θα πρέπει να αξιολογούνται ετησίως.
Μόνο με την εφαρμογή μιας ολιστικής και θεμελιώδους μεταρρύθμισης στον τομέα της Δικαιοσύνης μπορούν να ανατραπούν οι κακές πρακτικές που ταλανίζουν το δικαστικό μας σύστημα. Η μεταρρύθμιση πρέπει να συνεχίσει να στοχεύει την εκ θεμελίων διάρθρωση του τρόπου λειτουργίας όλων των δομών της απονομής της δικαιοσύνης. Βρισκόμαστε σε κομβικό σημείο και πρέπει δικαστική εξουσία, υπουργείο και δικηγόροι να συνεχίσουν την προσπάθεια εφαρμογής όλων των προτεινόμενων μεταρρυθμιστικών και εκσυγχρονιστικών αλλαγών. Η μεταρρύθμιση είχε και πρέπει να συνεχίσει να έχει το συγκεκριμένο περιεχόμενο, όπως αυτό καθορίζεται στο πρόγραμμα της δικαστικής μεταρρύθμισης και δεν επικεντρώνεται σε μερικές αλλαγές που είναι βέβαιο ότι δεν θα αντιμετωπίσουν τα ουσιαστικά προβλήματα του δικαστικού συστήματος. Διαφορετικά η μάχη εγκαταλείπεται και το μεγάλο στοίχημα παραμένει ανεκπλήρωτο.