Σύμφωνα με τον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 (Ν. 216/90) άρθρο 33.1 περί της διατροφής, οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Νοείται ότι σε περιπτώσεις αναπηρίας ή ανικανότητας του τέκνου, η υποχρέωση συνεχίζεται και αφότου το τέκνο ενηλικιωθεί. Αναφορικά με τη καταβολή διατροφής, συχνά προκύπτει η ερώτηση: «πότε μπορώ να αυξήσω ή να μειώσω την καταβολή διατροφής υπέρ του ανήλικου τέκνου μου;». Η απάντηση δεν απαριθμεί συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούνται για την μείωση η αύξηση του ποσού, έτσι το ζήτημα εξετάζεται ανάλογα με την περίπτωση. Με βάση το άρθρο 37 το ποσό καθορίζεται υπολογίζοντας πολλαπλούς παράγοντες τόσο με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του όσο και τις οικονομικές δυνατότητες του γονέα. Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευσή του.
Δύο ήδη αυξήσεων προνοούνται από τον ίδιο τον νόμο περί Σχέσεων Γονέων, μέσω των άρθρων 37 και 38. Αύξηση της διατροφής προνοείτε από το νόμο σε περίπτωση που ο γονέας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής λαμβάνει 13ο ή και 14ο μισθό. Σε αυτή τη περίπτωση το Δικαστήριο κρίνει εύλογη την επιπρόσθετη καταβολή ποσού στο διάταγμα διατροφής αντίστοιχης με το 13ο και 14ο μισθό. Σημαντικό είναι επίσης το άρθρο 38 του ιδίου νόμου το οποίο επιτρέπει την τροποποίηση της διατροφής. Το άρθρο 38 επίσης προνοεί την αυτόματη αύξηση της διατροφής κατά 10% ανά περίοδο 24ων μηνών. Ο νόμος επιτρέπει στον υπόχρεο διατροφής να αιτηθεί τη μη ισχύ της αυτόματης αύξησης. Η απόφαση του Δικαστηρίου να επιτρέψει τη μη αύξηση έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή. Το ποσό καταβολής της διατροφής μπορεί επίσης να αυξηθεί ανάλογα με τη μεταβολή των εξόδων του τέκνου, τα έξοδα μπορεί να περιλαμβάνουν: έξοδα διατροφής και συντήρησης, έξοδα ένδυσης και υπόδησης, ιατρικά έξοδα, έξοδα για το σπίτι (ρεύμα, νερό, θέρμανση και βενζίνη), έξοδα νηπιαγωγείου και σχολείου, έξοδα για ιδιαίτερα μαθήματα, έξοδα για φυσική άσκηση του τέκνου, Ι. L. A. ν. Γ. Π. Λ. (2022).
Μέσα από τη νομολογία εκρέουν διάφορες αρχές και παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο για τη μεταβολή του ποσού διατροφής. Για παράδειγμά ενώ λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα του υπόχρεου γονέα, όπως για παράδειγμα η προσπάθεια απόκτησης δικής του στέγης, αυτά εξισορροπούνται με την αρχή που δηλώνει ότι η υποχρέωση γονέα για τη διατροφή των παιδιών του προηγείται άλλων υποχρεώσεων του, Σ.Κ. και Δημητρίου ν. Περδίου (2005). Επίσης εξισορροπούνται τα έξοδα των δύο γονέων, αν για παράδειγμα ο ένας γονέας έχει αποκτήσει άλλα τέκνα και έχει τις ανάλογες υποχρεώσεις για τη διατροφή και αυτών των παιδιών,υπάρχει περίπτωση μεταβολής του ποσού που καταβάλλεται για το δικαιούχο,Αντωνίου ν. Ζαχαρία (1969). Για τροποποίηση της διατροφής πρέπει να αποδειχθεί από τον αιτητή ότι υπάρχει σημαντική αύξηση των εξόδων η εσόδων του γονέα ή των εξόδων του τέκνου που να δικαιολογεί την τροποποίηση του διατάγματος, Λ. Μ. v. Ε. Μ. Ι.(2023). Παράδειγμα αυτών είναι η μείωση ή αύξηση μισθού ενός εκ των δύο γονέων ή και η απόλυση τους. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Σφικτού (2001), και υιοθετηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πετρή ν. Γρηγοριάδου (2021)«το μέτρο της διατροφής δεν μπορεί να εξευρεθεί με απόλυτους αριθμούς. Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων». Το δικαστήριο επομένως εξετάζει τα δεδομένα που παρουσιάζονται ως ένας μέσος λογικός άνθρωπος.
Η νομολογία ξεκαθαρίζει ότι η τροποποίηση του διατάγματος διατροφής, είτε για αύξηση είτε για μείωση του ποσού, γίνεται δεκτή μόνο για γεγονότα τα οποία προκύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος, Αντρέου v. Tσίρου (2016). Επίσης το βάρος απόδειξης της μεταβολής των γεγονότων το φέρει ο αιτητής της τροποποίησης, Μέγας ν. Kvasnikova (2020). Ο αιτητής είναι υποχρεωμένος να υποδείξει τις περιστάσεις που μεσολάβησαν από την έκδοση του διατάγματος και αιτιολογούν την τροποποίησή του, αλλά δε φέρει ευθύνη να αποδείξει τις περιστάσεις που επικρατούσαν κατά την έκδοση του αρχικού διατάγματος, Σ.Κ. ν. Ε.Ζ (2020). Στην ίδια υπόθεση το δικαστήριο τόνισε ότι φυσικά υπάρχουν δυσκολίες όταν τα δεδομένα στη βάση των οποίων εκδόθηκε το αρχικό διάταγμα δεν έχουν καταγραφεί, ειδικά όταν παραμένουν αδιευκρίνιστα ή και αμφισβητούμενα. Τα πιο πάνω έχουν υιοθετηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση του Λ. Μ. v. Ε. Μ. Ι.(2023).
Βραχεία περίληψη και περιεκτική απάντηση του ερωτήματος πότε μπορώ να αυξήσω ή να μειώσω το ποσό καταβολής διατροφής για το τέκνο μου, αποτελούν τα παρακάτω λόγια του Χ. Μαλαχτού Δ.: «Σε γενικές γραμμές, το ποσό του διατάγματος διατροφής παιδιού, προκύπτει από την επεξεργασία τριών στοιχείων. Των αναγκών του παιδιού και των οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων του ξεχωριστά. Απαιτείται να έχει μεταβληθεί τουλάχιστο ένα στοιχείο για να δικαιολογείται η τροποποίηση του διατάγματος διατροφής του. Αλλά κι’ έτσι, υπάρχουν δυσκολίες, γιατί και στο πιο απλό παράδειγμα όπου τα εισοδήματα του γονέα που καταβάλλει διατροφή έχουν μειωθεί, είναι η νέα αναλογία τους προς το αναλλοίωτο εισόδημα του άλλου γονέα που θα καθορίσει το νέο ποσό και τη σχετική μείωση». Εξισορροπούνται, λοιπόν, τα έσοδα και έξοδα των δύο γονέων καθώς και τα έξοδα του τέκνου.