Δεν αποτελεί συνήθη πρακτική των Κυπρίων, η σύνταξη διαθηκών προκειμένου να διευθετήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Είναι μάλλον κάτι που απουσιάζει από την κυπριακή ιδιοσυγκρασία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο θάνατος ενός προσώπου, πέραν από θλίψη, να φέρνει και πολλά γραφειοκρατικά, κοστοβόρα και χρονοβόρα ζητήματα στους κληρονόμους, που θα πρέπει να τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις (παθητικό μέρος-χρέη) του εκλιπόντος αλλά να αποφασίσουν και για τη διανομή της όποιας περιουσίας (ενεργητικό μέρος) άφησε. Στην Κύπρο, η κληρονομική διαδοχή της περιουσίας ενός αποβιώσαντα ρυθμίζεται, μεταξύ άλλων, από τις πρόνοιες του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου (Κεφ. 195) και του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου (Κεφ. 189).
Η Κυπριακή Νομοθεσία για να μπορεί να εφαρμοστεί σε θέματα κληρονομικής διαδοχής ενός αποβιώσαντα, αυτός θα πρέπει, κατά την ημέρα του θανάτου του, να είχε την κατοικία του («domicile») εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η έννοια του domicile δεν αποτελεί συνώνυμο του τόπου διαμονής του αποβιώσαντα ούτε ταυτίζεται με τον τόπο θανάτου του ή την υπηκοότητα του. Αυτό που θέλει να καταδείξει το domicile είναι το στοιχείο της μονιμότητας της κατοικίας, δηλαδή την εκούσια πρόθεση ενός προσώπου να συστήσει τη μόνιμη κατοικία του ιδίου και της οικογένειας του σε ένα μέρος, όχι προσωρινά αλλά με συνεχή διάρκεια. Περαιτέρω, η Κυπριακή Νομοθεσία διέπει την κληρονομική διαδοχή ακίνητης περιουσίας η οποία βρίσκεται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, ακόμα και για πρόσωπα τα οποία κατά την ημέρα του θανάτου τους δεν είχαν Κυπριακό domicile.
Η περιουσία ενός αποβιώσαντα μπορεί να διατεθεί με 2 τρόπους:
- Με διαθήκη – Το δικαίωμα προσώπου να διαθέσει την περιουσία του με διαθήκη δεν είναι απόλυτο, αλλά περιορίζεται στο μέρος της διαθέσιμης μοίρας
- Εξ’ αδιαθέτου – Όταν πρόσωπο αποβιώνει χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη, η περιουσία του δύναται να διανεμηθεί μέσω διαδικασίας διαχείρισης στους συγγενείς του, ανάλογα με τον βαθμό συγγένειας. Μέσω διαδικασίας διαχείρισης θα διανεμηθεί επίσης το μέρος της περιουσίας αποβιώσαντα, ο οποίος συνέταξε διαθήκη, αλλά δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτή, καθώς επίσης και μέρος περιουσίας αποβιώσαντα ο οποίος άφησε διαθήκη όμως αποτελεί μέρος της νόμιμης μοίρας.
Κάθε πρόσωπο λοιπόν, άνω των 18 ετών που έχει σώας τας φρένας, μπορεί να καταρτίσει έγκυρη διαθήκη και να διαθέσει ολόκληρη ή μέρος της διαθέσιμης μοίρας της περιουσίας του. Για να είναι έγκυρη μία διαθήκη πρέπει να είναι έγγραφη και σύμφωνη με τις πιο κάτω προϋποθέσεις. Η πιστή τήρηση του τύπου μίας διαθήκης είναι το Α και το Ω για να καταστεί έγκυρη καθώς επίσης και η προσεκτική σύνταξη της. Πολλές φορές όμως μπορεί να αμφισβητηθεί σε περιπτώσεις που καταρτίστηκε μετά από εξαναγκασμό, απάτη ή ψυχική πίεση.
- Να υπογράφεται στο τέλος ή στο κάτω μέρος από τον διαθέτη ή άλλο πρόσωπο κατ’ εντολή και στην παρουσία του διαθέτη.
- Να περιέχει εκτελεστή ή εκτελεστές, με συνήθη διαμονή στην Κύπρο.
- Να υπογράφεται στην παρουσία 2 ή περισσότερων μαρτύρων που παρίστανται ταυτόχρονα. Οι μάρτυρες επιβεβαιώνουν και προσυπογράφουν τη διαθήκη στην παρουσία του διαθέτη και στην παρουσία αλλήλων. Οι μάρτυρες πρέπει να είναι πρόσωπα άνω των 18 ετών, να έχουν σώας τας φρένας και να υπογράφουν στο όνομα τους. Κληροδοσία σε διαθήκη, η οποία αφήνεται προς όφελος μάρτυρα, ο οποίος υπογράφει τη διαθήκη, καθίσταται άκυρη.
- Αν η διαθήκη αποτελείται από περισσότερα από ένα φύλλο χαρτιού, τότε κάθε φύλλο πρέπει να υπογράφεται ή μονογράφεται από ή για λογαριασμό του διαθέτη και των μαρτύρων.
Ως εκ τούτου, κατά τη σύνταξη και κατάρτιση μιας διαθήκης, ο διαθέτης οφείλει να διαθέσει την περιουσία του ξεκάθαρα και συγκεκριμένα ούτως ώστε να αποφευχθούν οι πολλαπλές ερμηνείες και περαιτέρω να μην δημιουργηθούν οποιεσδήποτε αμφιβολίες κατά το άνοιγμά της και την επικύρωση της.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα του κληρονομικού κυπριακού δικαίου είναι το ότι δεν επιτρέπεται στους κληρονομούμενους να διαθέσουν ελεύθερα τα περιουσιακά τους στοιχεία μέσω διαθήκης. Ο Νόμος προστατεύει τα κληρονομικά συμφέροντα των στενών συγγενών, ήτοι συζύγου, τέκνων ή γονέων αυτού, όπου τους διαφυλάττει ένα σημαντικό μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντα, τη λεγόμενη «νόμιμη μοίρα». Μια διαθήκη, η οποία παραβλέπει τη νόμιμη μοίρα, δεν θα θεωρηθεί άκυρη αλλά το μερίδιο που θα διατεθεί, θα μειωθεί ανάλογα έτσι ώστε να μην περιορίζεται η νόμιμη μοίρα. Η καθαρή αξία της κληρονομιάς του διαθέτη λογαριάζεται την ημέρα του θανάτου του διαθέτη και όχι την ημέρα σύνταξης της διαθήκης. Εάν ο διαθέτης δεν έχει ούτε σύζυγο, ούτε τέκνα, ούτε κατιόντα τέκνων ή γονείς εν ζωή τότε δικαιούται να διαθέσει το σύνολο της περιουσίας του όπως επιθυμεί.
Παράδειγμα: Ο Χ κατά τον χρόνο που απεβίωσε άφησε σύζυγο και 2 τέκνα και στη διαθήκη του διέθεσε όλη του την περιουσία στον αδελφό του. Σύμφωνα με τα πιο πάνω, σε περίπτωση πάντα που η διαθήκη είναι έγκυρη και εκτελεστεί νομότυπα, το μερίδιο που θα λάβει ο αδελφός θα είναι το ¼ της καθαρής αξίας της περιουσίας του Χ και τα υπόλοιπα ¾ θα διαμοιραστούν ίσα ανάλογα μεταξύ των 3 νόμιμων κληρονόμων.
Εάν πρόσωπο επιθυμεί να διαθέσει την περιουσία του χωρίς την ύπαρξη οποιονδήποτε περιορισμών, τότε υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι διάθεσης της περιουσίας τους (όπως η σύσταση εμπιστεύματος-TRUST).Απαιτείται προσεκτική εξέταση του νομοθετικού πλαισίου το οποίο διέπει τα θέματα κληρονομικής διαδοχής και η λήψη κατάλληλων ενεργειών πριν από τον θάνατο ενός προσώπου, προς αποφυγή σύνταξης είτε μιας άκυρης διαθήκης ή διάθεσης περιουσιακών στοιχειών στη βάση της νόμιμης μοίρας, εάν αυτή δεν είναι η επιθυμία του διαθέτη.
Σε μία εποχή που μας δημιουργεί η ίδια η καθημερινότητα αμφιβολίες, μπορούμε να διασφαλίσουμε το μέλλον μας και την περιουσία μας ώστε να αποφευχθούν τυχόν ανεπιθύμητες και αρνητικές επιπτώσεις. Ένα απρόοπτο ατύχημα, μια σοβαρή ασθένεια ή θάνατος δημιουργεί νέα δεδομένα στην προσωπική μας ζωή και στην οικογένεια μας. Το να φανούμε προνοητικοί με τη σύνταξη προσωπικής διαθήκης, είναι μέρος της φροντίδας και επιμέλειας προς τα στενά μας πρόσωπα και ταυτόχρονα διασφαλίζει τις δικές μας επιθυμίες. Ο κληρονομικός προγραμματισμός οφείλει να γίνει μέρος της ζωής μας.