Απόφαση-ορόσημο: Ουσιαστικός έλεγχος των αποφάσεων της ΕΠΑ – Ορθή ερμηνεία της σχετικής νομολογίας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο

Εισαγωγή

Η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στηνΈφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 67/2017 συνιστά καθοριστικό βήμα για την ενδυνάμωση του δικαστικού ελέγχου επί των αποφάσεων της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ). Με σαφήνεια και νομική συνέπεια, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο προβαίνει σε ορθή ερμηνεία της σχετικής ενωσιακής νομολογία, τονίζοντας εμφατικά ότι η τεχνική φύση ενός ζητήματος ή το περιθώριο εκτίμησης που αναγνωρίζεται στην ΕΠΑ κατά την έκδοση αποφάσεων που αφορούν την εφαρμογή του Περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου ή/και των Άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο στον ουσιαστικό έλεγχο νομιμότητας.

Η απόφαση αυτή αναθεωρεί την προσέγγιση που είχε εδραιωθεί σε προηγούμενες υποθέσεις, όπου κρίσιμα ζητήματα ουσίας παρέμεναν ανέλεγκτα με την αιτιολογία της τεχνικής πολυπλοκότητας, η οποία θεωρούνταν εκτός της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου. Στην πράξη, η ΕΠΑ αντιμετωπιζόταν σε μεγάλο βαθμό ως μη ελέγξιμη στις αποφάσεις της, γεγονός που περιόριζε την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και υπονόμευε την λογοδοσία της ΕΠΑ.

Η προβληματική πρακτική: επίκληση της τεχνικής εξειδίκευσης ως λόγου μη άσκησης δικανικής κρίσης

Κατά το πρόσφατο παρελθόν, παρατηρήθηκε συστηματική επιφύλαξη από την πλευρά του Διοικητικού Δικαστηρίου να ασκήσει ουσιαστικό έλεγχο επί των αποφάσεων της ΕΠΑ. Χαρακτηριστικά, στις προσφυγές 65/2015, 1123/2015, 1848/2018 και 664/2020, το Δικαστήριο απέφυγε την εις βάθος εξέταση σημαντικού αριθμού κρίσιμων ζητημάτων, επικαλούμενο τον τεχνικό χαρακτήρα των αξιολογήσεων ή το ευρύ περιθώριο εκτίμησης της ΕΠΑ. Στην ουσία, διαμορφώθηκε μια άτυπη νομολογιακή γραμμή «μη επέμβασης», όπου ο δικαστικός έλεγχος περιοριζόταν σε διαδικαστικά ή δευτερεύουσας σημασίας θέματα, αφήνοντας ανέλεγκτες ουσιώδεις πτυχές των υποθέσεων. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγονταν η οριοθέτηση της σχετικής αγοράς, η διαπίστωση ύπαρξης περιορισμού του ανταγωνισμού και η μέτρηση της έκτασής του, καθώς και η αξιολόγηση της αξιοπιστίας και εγκυρότητας οικονομικών αναλύσεων, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της αιτιώδους συνάφειας αυτών των αναλύσεων και των συναγόμενων συμπερασμάτων.

Η συγκεκριμένη προσέγγιση υπονόμευε τη θεμελιώδη αρχή του αποτελεσματικού ελέγχου νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Η ΕΠΑ, παρότι αποτελεί μια τεχνοκρατική και ανεξάρτητη αρχή, παραμένει ένα διοικητικό όργανο του οποίου οι αποφάσεις επηρεάζουν άμεσα δικαιώματα και υποχρεώσεις οικονομικών φορέων.

Το ΔΕΕ έχει επανειλημμένα τονίσει ότι το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν οι Αρχές Ανταγωνισμού δεν είναι απεριόριστο ή απόλυτο και δεν καθιστά τις αποφάσεις τους ανέλεγκτες. Στο πλαίσιο αυτό, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι κρίσεις των εν λόγω αρχών είναι επαρκώς αιτιολογημένες, βασίζονται σε αξιόπιστα και αντικειμενικά δεδομένα και αντικατοπτρίζουν μια πλήρη αξιολόγηση όλων των ουσιωδών πραγματικών και νομικών πτυχών της υπόθεσης.

Η προσέγγιση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου

Η υπό αναφορά απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου σηματοδοτεί μια αποφασιστική ρήξη με την εδραιωμένη αντίληψη δικαστικής «αποχής», σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις της ΕΠΑ αντιμετωπίζονταν στην πράξη ως ουσιαστικά ανέλεγκτες, λόγω του τεχνικού ή οικονομικού τους χαρακτήρα. Ενεργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, παρόλο που η ΕΠΑ διαθέτει ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης, αυτό δεν είναι απόλυτο ούτε αποτελεί φραγμό στην άσκηση ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου.

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο προβαίνει σε ορθή ερμηνεία της ενωσιακής νομολογίας, παραπέμποντας σε κομβικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι C-12/03 P, Tetra Laval, Τ-201/04, Microsoft και C‑89/11, E.ON Energie. Υπενθυμίζει ότι ακόμη και σε τεχνικά σύνθετες ή οικονομικά απαιτητικές αξιολογήσεις, τα διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν κατά πόσο η αρμόδια αρχή i) στηρίχθηκε σε πλήρη, αξιόπιστα και αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία. ii) αιτιολόγησε επαρκώς, με συνέπεια και λογική αλληλουχία, τις κρίσεις της και iii) αξιολόγησε όλα τα ουσιώδη νομικά και πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης.

Απορρίπτοντας την μέχρι πρότινος προσέγγιση της «αυτοπεριοριστικής αποχής» από τον ουσιαστικό έλεγχο, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η υποχρέωση παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας υπερισχύει της τεχνικής εξειδίκευσης της ΕΠΑ. Με σαφήνεια, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η εξειδίκευση δεν αίρει τη λογοδοσία· αντιθέτως, την καθιστά ακόμη πιο αναγκαία, ενισχύοντας την υποχρέωση για πλήρη, τεκμηριωμένη και ελέγξιμη αιτιολόγηση των διοικητικών κρίσεων.

Θεσμική και πρακτική σημασία της απόφασης

Η σημασία της απόφασης είναι ουσιαστική και πολυδιάστατη. Καταρχάς, αποκαθιστά τον ρόλο του δικαστηρίου ως ενεργού και αποτελεσματικού ελεγκτή της διοικητικής νομιμότητας και όχι ως απλού επικυρωτή ή μηχανιστικού αναπαραγωγού των κρίσεων της ΕΠΑ. Επανατοποθετεί τη δικαιοσύνη στον πυρήνα του Δικαίου του Ανταγωνισμού, επιβεβαιώνοντας ότι ο ουσιαστικός έλεγχος των αποφάσεων της ΕΠΑ αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της συνταγματικά κατοχυρωμένης διάκρισης των εξουσιών και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Παράλληλα, η απόφαση ενισχύει την εμπιστοσύνη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε υποθέσεις ανταγωνισμού, διαβεβαιώνοντας ότι η δικαστική προσφυγή δεν είναι μια τυπική ή προσχηματική διαδικασία, αλλά αποτελεί ένα ουσιαστικό μέσο αμφισβήτησης των αποφάσεων της ΕΠΑ που στερούνται επαρκούς αιτιολόγησης, παραγνωρίζουν κρίσιμα δεδομένα ή παρουσιάζουν εσωτερικές αντιφάσεις ή ασυνέπειες.

Τέλος, η απόφαση λειτουργεί ως θεσμικό κίνητρο για την ίδια την ΕΠΑ να ενισχύσει το επίπεδο τεκμηρίωσης και αιτιολόγησης των αποφάσεών της. Η ΕΠΑ καλείται πλέον να διασφαλίζει ότι κάθε κρίση της είναι νομικά επαρκής, οικονομικά τεκμηριωμένη και ελέγξιμη, καθώς οι αποφάσεις της υπόκεινται πλέον σε ουσιαστικό και αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.

Καταληκτικά σχόλια

Η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 67/2017 σηματοδοτεί το τέλος μιας μακράς περιόδου ουσιαστικής αδράνειας στον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της ΕΠΑ. Ανατρέπει την εδραιωμένη αντίληψη ότι τα τεχνικά ή εξειδικευμένα ζητήματα βρίσκονται εκτός της δικαιοδοτικής σφαίρας και υπενθυμίζει ότι η δικαιοσύνη δεν μπορεί να παραιτείται από τον συνταγματικό της ρόλο, ακόμη και όταν καλείται να εξετάσει πεδία δικαίου με αυξημένο βαθμό πολυπλοκότητας, όπως είναι το Δίκαιο του Ανταγωνισμού.

Η παρούσα απόφαση οφείλει να λειτουργήσει ως ερμηνευτική και θεσμική πυξίδα για το σύνολο του συστήματος διοικητικής δικαιοσύνης στον τομέα του Δικαίου του Ανταγωνισμού.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: ,