Την Κυριακή, 15 Μαρτίου, η Κυβέρνηση ανακοίνωσε δρακόντεια μέτρα προς αντιμετώπιση της πανδημίας που ταλανίζει ολόκληρο τον πλανήτη. Ανάμεσα σε αυτά, ήταν ο όρος αναφορικά με την απαγόρευση εισόδου στη Δημοκρατία σε όσους, κατά την άφιξη τους στην Κύπρο, δεν παρουσιάζουν πρόσφατο ιατρικό πιστοποιητικό εξέτασης τους ότι δεν νοσούν από τον κορωνοϊό COVID-19.
Το εν λόγω μέτρο, εκτός από πρακτικά αδύνατο, αντίκειται στο ίδιο το Σύνταγμα μας.
Κατ’ αρχάς, πρακτικά ομιλούντες, ας υποθέσουμε ότι μιλάμε για έναν Κύπριο πολίτη που βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το εν λόγω υποθετικό πρόσωπο, δεν είναι προσβεβλημένος από τον κορωνοϊό και κατ’ επέκταση δεν έχει τα οποιαδήποτε συμπτώματα. Συνεπώς, δεν θα μπορεί εξ αντικειμένου να υποβληθεί σε εξέταση ούτως ώστε να διαπιστωθεί «επίσημα» ότι δεν νοσεί από την ίωση COVID-19. Εκ των πραγμάτων δηλαδή, πρόκειται για ένα μέτρο, το οποίο στις πλείστες περιπτώσεις, δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί από τους Κύπριους πολίτες που βρίσκονται στο εξωτερικό.
Πρόσθετα, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πρόκειται για ένα ανεύθυνο μέτρο, και εξηγώ. Την ώρα που οι ιατρικές υπηρεσίες ανά το παγκόσμιο βρίσκονται κάτω από αφόρητες συνθήκες πίεσης, θα έχουν να αντιμετωπίσουν υγιείς Κύπριους που θέλουν πιστοποιητικό. Φανταστείτε τις αντίστοιχες υπηρεσίες του δικού μας κράτους, αντιμέτωποι με παρόμοιο αίτημα αλλοδαπού και την σχετική αντίδρασή τους.
Πέραν, ανεξαρτήτως και σημαντικότερα από τα ανωτέρω, το μέτρο που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση είναι αντισυνταγματικό.
Το άρθρο 14 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας προνοεί ότι:
«Ουδενός πολίτου απαγορεύεται η είσοδος εις την Δημοκρατίαν ουδ’ επιτρέπεται η εξορία υφ’ οιασδήποτε περιστάσεις.»
Πρόκειται περί απόλυτου δικαιώματος εισόδου στη Δημοκρατία σε κάθε πολίτη της. Μάλιστα δε, προνοείται ρητά ότι η εξορία απαγορεύεται υπό οποιασδήποτε περίστασης. Κατ’ επέκταση, δεν χωρεί ερμηνεία ότι η υφ’ όρων απαγόρευσης εισόδου σε πολίτες της Δημοκρατίας, είναι αντισυνταγματικό και συνεπώς παράνομη.
Το δε Άρθρο 183 του Συντάγματος, δίδει ευρείες εξουσίες στον Πρόεδρο και στον Αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε περίπτωση κήρυξης κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Ανάμεσα σε αυτές, είναι η αναστολή λειτουργίας συγκεκριμένων εκ του Συντάγματος θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Για παράδειγμα, δύναται να αναστέλλεται η ισχύς του Άρθρου 13 αναφορικά με το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση εντός του εδάφους της Δημοκρατίας ή του Άρθρου 21 αναφορικά με το δικαίωμα στο συνέρχεσθαι ειρηνικώς.* Ωστόσο, το θεμελιώδη δικαίωμα του Άρθρου 14, δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτά.
Προκύπτει συνεπώς ότι το απόλυτο δικαίωμα εισόδου ενός Κύπριου πολίτη στη Δημοκρατία, δεν δύναται να ανασταλεί ούτε και κάτω από κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Παρόμοια πρόνοια εμπεριέχεται στο 4ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα στο Άρθρο 3 § 2, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
2. Κανείς θα στερείται του δικαιώματος εισόδου στο έδαφος του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.
Τα πράγματα σαφώς είναι διαφορετικά σε ότι αφορά υπηκόους τρίτων χωρών ή έστω πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάτω από το Δίκαιο της ΕΕ, το δικαίωμα σε ελεύθερη μετακίνηση μεταξύ κρατών – μελών της Ένωσης, δύναται να τίθεται υπό περιορισμούς, ανάμεσα σε άλλα, για λόγους δημόσιας υγείας.
Συνεπώς, δεν χωρεί καμία αμφισβήτηση ότι το υπό συζήτηση μέτρο της Κυβέρνησης, πέραν από παράλογο, είναι αντισυνταγματικό και αντίκειται στην ΕΣΔΑ. Κατ’ επέκταση, θα πρέπει να ανακληθεί άμεσα.
* Άρθρο 183 § 2: Πάσα τοιαύτη προκήρυξις καθορίζει τα άρθρα του Συντάγματος, άτινα αναστέλλονται, καθ’ όλην την διάρκειαν της καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης’ μόνον όμως τα κάτωθι αναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος δύνανται να ανασταλώσι δια της προκηρύξεως: το άρθρον 7, μόνον καθ’ όσον αφορά εις θάνατον προκληθέντα εκ θεμιτής πολεμικής ενεργείας, η δευτέρα και τρίτη παράγραφος του άρθρου 10, τα άρθρα 11, 13, 16, 17, 19, 21, το εδάφιον (δ) της ογδόης παραγράφου του άρθρου 23 και τα άρθρα 25 και 27.