Το παρόν άρθρο παρουσιάζει τα σημαντικότερα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης που διενεργήθηκε για λογαριασμό της Αρχής Ανταγωνισμού και Αγορών (CMA) του Ηνωμένου Βασιλείου (HB), με αντικείμενο την κατανόηση του βαθμού γνώσης και πρακτικής αντίληψης των κανόνων του ανταγωνισμού από τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Η μελέτη διαπιστώνει σημαντικές γνωστικές ελλείψεις από τις επιχειρήσεις σε σχέση με τους κανόνες του ανταγωνισμού, που δεικνύει ότι η διασφάλιση συμμόρφωσης με τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν αποτελεί προτεραιότητα των επιχειρήσεων. Παρόλο που οι γνωστικές ελλείψεις διαπιστώνονται σε όλους τους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας, ο βαθμός αυτών συναρτάται με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι οι μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις, βάσει του κύκλου εργασιών ή της γεωγραφικής έκτασης των δραστηριοτήτων τους, είναι σχετικά καλύτερα ενημερωμένες και συνειδητοποιημένες αναφορικά με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αυτό οφείλεται στην υιοθέτηση προγραμμάτων συμμόρφωσης που συμβάλλουν στην απόκτηση βασικών γνώσεων σε σχέση με τους κανόνες του ανταγωνισμού, αλλά και τους κινδύνους που συνεπάγεται η παράβαση αυτών.
Μία άλλη σημαντική διαπίστωση της εν λόγω μελέτης είναι ότι οι επιχειρήσεις είναι σε θέση να αναγνωρίσουν σε θεωρητικό επίπεδο τις πιο σοβαρές παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού όπως π.χ. καρτέλ, σε σχέση με τις λιγότερο σοβαρές παραβάσεις των οποίων οι επιδράσεις δεν είναι πάντοτε άμεσα ορατές. Αυτό οφείλεται στη σχετικά καλύτερη αντίληψη των επιχειρήσεων σε σχέση με τις δυσμενείς συνέπειες που έχουν οι σοβαρότερες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού στην λειτουργία του ανταγωνισμού και στα συμφέροντα των καταναλωτών.
Παρόλα αυτά, διαπιστώνεται αδυναμία επαρκούς αντίληψης της πρακτικής εφαρμογής ακόμη και των σοβαρότερων παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού σε πραγματικές συνθήκες αγοράς ή ακόμη και συνεκτίμησης της δομής της αγοράς εντός των οποίων λαμβάνουν χώρα οι παραβάσεις.
Όσον αφορά τα κίνητρα συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τους κανόνες του ανταγωνισμού, η μελέτη διαπιστώνει ότι αυτά σχετίζονται περισσότερο με την διασφάλιση της φήμης και της αποφυγής του στιγματισμού παρά με την επιβολή προστίμων.
Περαιτέρω, η μελέτη διαπιστώνει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) είναι γενικά πιο ανεκτικές στο να αποδεχθούν ή/και να συμμετέχουν σε παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, ειδικότερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης ή έκτατων γεγονότων (π.χ. πανδημίες). Αυτό οφείλεται στην εσφαλμένη αντίληψη των εν λόγω επιχειρήσεων ότι θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές, προκειμένου να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα που έχουν σε σχέση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του τομέα δραστηριοποίησής τους ή/και για να διασφαλίσουν την οικονομική τους βιωσιμότητα. Εξαίρεση αποτελούν τα καρτέλ, τα οποία θεωρούνται από τις ΜΜΕ, όπως και για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, ως καταφανείς αντιανταγωνιστικές πρακτικές.
Πέραν από τις επιχειρήσεις η μελέτη προβαίνει και σε σημαντικά ευρήματα σε σχέση με τις αδυναμίες της Αρχής Ανταγωνισμού και Αγορών (CMA) να προωθήσει αποτελεσματικά κουλτούρα συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη διαπιστώνει ανεπάρκειες στις προδραστικές πολιτικές προώθησης της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω πολιτικές προώθησης συμμόρφωσης εστιάζουν στις διοικητικές κυρώσεις που συνεπάγεται η συμμετοχή σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές, αντί για τη βλάβη στη φήμη και στιγματισμό που αποτελεί το βασικό κίνητρο συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τους κανόνες του ανταγωνισμού.
Επιπρόσθετα, οι εν λόγω πολιτικές προώθησης περιλαμβάνουν και την ετοιμασία και δημοσίευση έντυπου υλικού, όπως οδηγούς συμμόρφωσης με αποδέκτριες τις επιχειρήσεις. Εντούτοις, οι εν λόγω οδηγοί συμμόρφωσης δεν έχουν μεγάλη πρακτική εφαρμογή, αφενός διότι δεν είναι εύκολα κατανοητό το περιεχόμενο τους και αφετέρου διότι δεν είναι κατάλληλα προσαρμοσμένοι στις ιδιαιτερότητες του τομέα δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων.
Η μελέτη καταλήγει και σε σημαντικά ευρήματα αναφορικά με τις γνώσεις και αντιλήψεις των καταναλωτών σε σχέση με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, οι καταναλωτές διαπιστώνεται ότι αντιμετωπίζουν αφενός με αυστηρότητα τις σοβαρότερες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, όπως τα καρτέλ, και αφετέρου με επιείκεια τις παραβάσεις των οποίων οι συνέπειες στον ανταγωνισμό είναι λιγότερο εμφανείς. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι οι καταναλωτές δεν αναγνωρίζουν ελαφρυντικά στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε σοβαρές παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού βάσει του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου αναπτύχθηκαν (π.χ. περίοδος οικονομικής κρίσης). Αυτό δημιουργεί κοινωνική πίεση στην CMA που ενδεχομένως να οδηγεί σε συσταλτική άσκηση των εξουσιών της για απαλλαγή / μείωση προστίμων στη βάση Προγραμμάτων Επιείκειας.
Οι καταναλωτές θεωρούν ως το αποτελεσματικότερο εργαλείο για την αντιμετώπιση των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, και την αποτροπή εμφάνισης αντίστοιχων παραβάσεων στον μέλλον, την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε επιχειρήσεις. Η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε φυσικά πρόσωπα (π.χ. διευθυντές επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε καρτελ) δεν βρίσκει σημαντική ανταπόκριση από τους καταναλωτές. Επιπλέον, οι καταναλωτές φαίνεται να υποβαθμίζουν τη σημασία των αγωγών αποζημιώσεων που εγείρονται εναντίον των επιχειρήσεων που παραβιάζουν τους κανόνες του ανταγωνισμού, ως αποτελεσματικό εργαλείο αποτροπής παραβάσεων μέσω της αύξησης του κόστους που συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις η συμμετοχή σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές.
Καταληκτικά, σημειώνεται ότι η μελέτη προβαίνει σε σημαντικά ευρήματα ως προς τη γνώση και τις αντιλήψεις που επικρατούν για την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού στο ΗΒ. Η ανάλυση των ευρημάτων της υπό αναφορά μελέτης θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική πηγή πληροφόρησης, στο πλαίσιο σχεδιασμού και διαμόρφωσης μίας αποτελεσματικής προδραστικής πολιτικής συμμόρφωσης με τους κανόνες του ανταγωνισμού στο ΗΒ.