Το μεταναστευτικό ή/και το προσφυγικό, καθ΄ εαυτόν δεν είναι το πρόβλημα, είναι το φαινόμενο που ξεκινά να υφίσταται λόγω της ύπαρξης άλλων προβλημάτων τα οποία συμβάλουν στην ύπαρξη του συγκεκριμένου φαινομένου. Το συγκεκριμένο φαινόμενο, αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά εν τη γένεση του, τότε, αρχίζει να τροφοδοτεί με προβλήματα τις χώρες πρώτης υποδοχής. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως κράτος πρώτης γραμμής, από το 2015 και έπειτα αντιμετωπίζει ανησυχητικά αυξητικές τάσεις στην άφιξη μικτών μεταναστευτικών ροών.
Η Κύπρος, λόγω της γεωγραφικής της θέσης αλλά κυρίως της γεωπολιτικής κατάστασης όπως εκτυλίσσεται στις γειτονικές χώρες, με την έκρυθμη πολεμική ατμόσφαιρα που επικρατεί στη περιοχή, βιώνει ένα συνεχώς αυξανόμενο κίνδυνο σε σχέση με τον αριθμό αφίξεων, μεταναστών και προσφύγων. Αυτό το γεγονός από μόνο του ασκεί πίεση στους πόρους και τις υποδομές της Κυπριακής Δημοκρατίας και θέτει την Κυπριακή Κυβέρνηση ουσιαστικά ενώπιον της ανάγκης για εκσυγχρονισμό της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων, ούτως ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί ο στόχος της τάχιστης εξέτασης των αιτήσεων, χωρίς ωστόσο αυτό να συνεπάγεται με καταστρατήγηση των ανθρωπίνων και συνταγματικών δικαιωμάτων του εκάστοτε αιτητή.
Συχνά παρατηρείται η χρησιμοποίηση των όρων ‘πρόσφυγας’ και ΄μετανάστης’ χωρίς καμία διαφοροποίηση από τα ΜΜΕ και την κοινωνία. Η σύγχυση που επικρατεί σε σχέση με τον ορισμό, σε συνάρτηση με το τρόπο που χρησιμοποιούνται οι συγκεκριμένοι χαρακτηρισμοί γενικότερα στη δημόσια συζήτηση μπορεί να δημιουργήσουν παρανοήσεις σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης διεθνούς προστασίας ή γενικά με τη μετανάστευση.
Ένας εκ των βασικότερων λόγων αύξησης της σύγχυσης στην κοινή γνώμη, σχετικά με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, εν μέρει οφείλεται στο ότι ως επι το πλείστο χρησιμοποιούνται οι ίδιες οδοί και μέσα για τη μετακίνηση των δύο κατηγοριών από τη μία χώρα στην άλλη (εξάλλου δεν είναι νέο το φαινόμενο, μεικτές ομάδες ανθρώπων, να ταξιδεύουν δια θαλάσσης, σε ακατάλληλες βάρκες ρισκάροντας τη ζωή των ιδίων και των αγαπημένων τους προς εξεύρεση μιας καλύτερης ζωής). Και όλο αυτό για να καταλάβουν πως φτάνοντας στο πολυπόθητο νέο τόπο, τη γη της δικής τους προσωρινής «επαγγελίας», αντιμετωπίζονται από το κράτος αλλά και τους πολίτες της χώρας στην οποία προσεδαφίστηκαν, με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία που πολλές φορές φτάνει ακόμα και στα όρια της απόρριψης. Με αφορμή το τι προαναφέρθηκε θα γίνουν δύο ξεχωριστές αναφορές, μία για το προσφυγικό και άλλη μια για το μεταναστευτικό. Αυτό γίνεται με σκοπό την αποτροπή σύγχυσης αναφορικά με τις δύο κατηγορίες ανθρώπων, με τις οποίες ασχολείται το κείμενο.
Μετανάστης όπως αναφέρει ΟΗΕ είναι εκείνος που διαμένει για τουλάχιστον 6 μήνες μακριά από το τόπο κατοικίας του που έχει δηλώσει. Σε αντίθεση με τους πρόσφυγες, που ως επι το πλείστο η αιτία για να εγκαταλείψουν τη χώρα τους έγκειται στο φόβο τυχόν δίωξης ή/και θανάτωσης τους, για τους μετανάστες υπάρχουν σωρεία άλλων λόγων που τους οδηγούν στην εγκατάλειψη της χώρας από την οποία προέρχονται. Οι παράγοντες που συντείνουν στην απομάκρυνση ενός ατόμου από το τόπο καταγωγής του διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: τους κοινωνικοπολιτικούς, τους οικονομικούς και τους περιβαλλοντικούς. Κατά το Κοινωνικοπολιτικό παράγοντα, οι άνθρωποι, ωθούνται να εγκαταλείψουν τη χώρα προέλευσης τους λόγω εθνικών, θρησκευτικών, φυλετικών και πολιτικών διώξεων που υφίστανται από τη Κυβέρνηση. Ο οικονομικός παράγοντας σχετίζεται κατ’ αποκλειστικότητα με το ποσοστό ανεργίας που ταλαιπωρεί τους πολίτες καθώς επίσης και τη συνολική κατάσταση της οικονομίας της χώρας. Οι χαμηλοί μισθοί, σε συνάρτηση με τις ελάχιστες ευκαιρίες απασχόλησης, καθιστούν αδήριτη ανάγκη για τους πολίτες των χωρών αυτών να μεταναστεύσουν, προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών εργασίας, ψηλότερων μισθών και βιοτικού επιπέδου. Οι περιβαλλοντικοί μετανάστες είναι “τα άτομα που, λόγω των σταδιακών αλλαγών που εντοπίζονται στο κλίμα και της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, επηρεάζονται δυσμενώς οι ζωές τους και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, είτε προσωρινά, είτε μόνιμα.
Το ζήτημα του προσφυγικού ξεκινά να υφίσταται από τη στιγμή που, άνθρωποι, μη έχοντας άλλη επιλογή εγκαταλείπουν την πατρίδα τους υπό τον φόβο πολιτικής δίωξης, εξευτελιστικής μεταχείρισης, βασανιστηρίων ή/και θανάτωσης αυτών και των οικείων τους. Όταν ένας άνθρωπος εγκαταλείπει τη χώρα καταγωγής του και αιτείται προστασία σε άλλο Κράτος, τότε, ξεκινά η εξέταση της αίτησης του και μέσω ελέγχου, των αρμόδιων υπηρεσιών, διαφαίνεται εάν το πρόσωπο δικαιούται διεθνούς προστασίας ή άλλης μορφής προστασία. Στη πραγματικότητα δεν αναγνωρίζονται όλοι οι αιτητές ασύλου σαν πρόσφυγες, ωστόσο, ενόσω εκκρεμεί διαδικασία λήψης οριστικής απόφασης, σχετικά με την αίτηση του για χορήγηση διεθνούς προστασίας, τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται αιτητές ασύλου.
Ο όρος ‘’πρόσφυγας’’ επεξηγείται στο Άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στο Μέρος Ι, Άρθρο 3 του Περι Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000), ενώ επίσης γίνεται εκτενής αναφορά για τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο θεωρείται πρόσφυγας. Το καθεστώς του πρόσφυγα παύει να υφίσταται στις εξής περιπτώσεις: 1) όταν το πρόσωπο κάνει, εκ νέου, οικειοθελή χρήση της προστασίας της χώρας της οποίας κατέχει την υπηκοότητα 2) όταν το πρόσωπο, μετά την απώλεια της υπηκοότητας του, οικειοθελώς, την επανακτά 3) όταν το πρόσωπο αποκτά νέα υπηκοότητα και ως αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής απολαμβάνει την προστασία της χώρας, της οποίας απέκτησε την υπηκοότητα 4) όταν το ή τα πρόσωπα, οικειοθελώς, επιστρέφουν προς επανεγκατάσταση στη χώρα την οποία είχαν εγκαταλείψει λόγω βάσιμου φόβου δίωξης εναντίον τους 5) όταν πλέον, λόγω διαφοροποίησης των δεδομένων που συνέβαλαν στην προσφυγοποίηση τους, δεν μπορούν να αποποιούνται την προστασία της χώρας της οποίας έχουν την υπηκοότητα.
Ο σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματα οφείλει να υπάρχει για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ξεχωριστά, ωστόσο, για ευνόητους λόγους, από το πλαίσιο προστασίας της Σύμβασης του 1951 εξαιρούνται άτομα τα οποία έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης και γενικά κατά της ανθρωπότητας. Επίσης αποκλείονται από το πλαίσιο προστασίας της Σύμβασης άτομα τα οποία παίρνουν μέρος σε στρατιωτικές δραστηριότητες. Εκ των βασικότερων και πιο σημαντικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση του 1951 είναι το δικαίωμα, που παραχωρείται στο πρόσωπο, για καταχώρηση προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου. Με την ύπαρξη του Άρθρου 16 της Σύμβασης της Γενεύης δίνεται η δυνατότητα στο πρόσφυγα να νιώθει ίσος ανάμεσα στους πολίτες ενός Κράτους, να απολαμβάνει ουσιαστικής προστασίας των δικαιωμάτων του και ως εκ τούτου να νιώθεις προστατευμένος από το ίδιο το Κράτος, στο οποίο μετακινήθηκε.
Οι Δικαιούχοι Διεθνούς Προστασίας, με την είσοδο τους στη Δημοκρατία, ή, αν ήδη, κατά το χρόνο διαφοροποίησης των δεδομένων στη χώρα καταγωγής του, διαμένουν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, οφείλουν, το συντομότερο δυνατόν, χωρίς καθυστέρηση να εκφράζουν τη πρόθεση τους προς καταχώρηση αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας. Το γεγονός πως μεγάλη μερίδα ατόμων φτάνει κατά τρόπο παράνομο, στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν καταργεί το δικαίωμα τους να καταχωρήσουν αίτηση με την οποία να αιτούνται προστασία από το, Συμβαλλόμενο με τη Σύμβαση το 1951, Κράτος Μέλος (Περί Προσφύγων Νόμος του 2000, Άρθρο 7.-(1)Αιτητής, ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του).
Η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός που επικρατεί στους κόλπους μεγάλης μερίδας της κοινωνίας και που πολλές φορές εκφράζεται μέσα από διάφορες ακραίες συμπεριφορές και ρητορικές μίσους, είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της αναποτελεσματικότητας των εκάστοτε αρμοδίων να αντιμετωπίσουν εδώ και χρόνια έναν εκ των σημαντικότερων παραγόντων που εξυπηρετεί και ως εκ τούτου διαιωνίζει, την ύπαρξη μεγάλου αριθμού αβάσιμων ή/και απαράδεκτων αιτήσεων από πολίτες τρίτων χωρών. Την κατάχρηση στη διαδικασία καταχώρησης αίτησης για χορήγηση διεθνούς προστασίας από πολίτες τρίτων χωρών, που βάσει Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης, εξουσία που παρέχεται στον εκάστοτε Υπουργό Εσωτερικών, η χώρα καταγωγής τους χαρακτηρίζεται ως ασφαλής Τρίτη χώρα.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω τα ποσοστά βάσιμων ή/και παραδεκτών αιτήσεων στις συγκεκριμένες αιτήσεις είναι μηδαμινά. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις αυτές, μετά την έκδοση απορριπτικών αποφάσεων από την Υπηρεσία Ασύλου καθώς επίσης το αρμόδιο δικαστήριο, αποφάσεις στις οποίες χαρακτηρίζεται μια αίτηση ως απαράδεκτη ή/και αβάσιμη, στις πλείστες των περιπτώσεων, παρατηρείται η καταχώρηση μέχρι και δύο (2) μεταγενέστερων αιτήσεων επι της αρχικής. Οι αιτητές, αντιλαμβανόμενοι την ευκαιρία που τους δίνεται από τον Κρατικό μηχανισμό, με τη βοήθεια διαφόρων τρίτων επεκτείνουν τη περίοδο παραμονής τους στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να αποτελούν μέρος του προβλήματος καθώς με τη πρακτική αυτή συσσωρεύεται όγκος υποθέσεων ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και κατ’ επέκταση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να σπαταλείται πολύτιμος δικαστικός χρόνος σε αβάσιμες και απαράδεκτες αιτήσεις, οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Ασύλου να σπαταλούν το μεγαλύτερο μέρος των εργατοωρών τους στην εξέταση αιτήσεων που υπολείπονται ουσίας, να δημιουργείται σύγχυση και δυσφορία στη κοινωνία των πολιτών με αποτέλεσμα να υπάρχουν διάφορες αντιδράσεις που παρατηρούμε να φτάνουν σε επίπεδα ρατσιστικών επιθέσεων καθώς επίσης να επιβαρύνονται οι Κρατικές υποδομές που στηρίζουν τους πραγματικούς δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Οι στόχοι που επιχειρείται να επιτευχθούν είναι η μείωση της γραφειοκρατίας σχετικά με την καταχώρηση και εξέταση των αιτήσεων ασύλου, η προώθηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και η ουσιαστική πρόληψη της εργασιακής εκμετάλλευσης.
Ωστόσο για να μπορέσουν να υπάρξουν ποιοτικές διαδικασίες και έλεγχοι, το ανθρώπινο δυναμικό που θα ασχολείται με τις διαδικασίες ασύλου και λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις, οφείλει να διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, τεχνογνωσία, εκπαίδευση, προσωπικότητα. Οι αρμόδιοι λειτουργοί που κινούν τη διαδικασία ελέγχου, σχετικά με το καθορισμό του καθεστώτος πρόσφυγα, οφείλουν και πρέπει να λειτουργούν πάντα με γνώμονα το δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και σε κάθε περίπτωση να διεξάγουν ενδελεχή έλεγχο σχετικά με τη κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής των αιτητών. Η χρήση ανθρώπων που διαθέτουν τη δέουσα τεχνογνωσία, αναφορικά με το θέμα που εξετάζουμε, επιτρέπει στο Κράτος να διεξάγει γρήγορες μεν αλλά ποιοτικές δε διαδικασίες ασύλου. Αυτό το γεγονός γεννά δύο θετικά αποτελέσματα. Πρώτον, τα άτομα που αιτούνται προστασίας δεν θα βιώνουν μεγάλες περιόδους αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το καθεστώς τους. Δεύτερον, θα μειωθεί ο αριθμός των ατόμων που καταχρώνται το σύστημα υποβολής διεθνούς προστασίας, καθώς, πλέον δεν θα παρατηρείται καθυστέρηση σχετικά με τη χρονική περίοδο που θα παίρνει για να εξεταστεί μια αίτηση και έτσι δεν θα τους παρέχεται μεγάλο χρονικό διάστημα παραμονής στη Δημοκρατία.
Ο χρόνος που απαιτείται για έκδοση της πλειονότητας των αποφάσεων επι του συνόλου των αρχικών αιτήσεων ασύλου υπερβαίνει το εξάμηνο, σε περίπτωση που οι αιτητές κατάγονται από χώρες οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς τρίτες χώρες. Σε περιπτώσεις που το αίτημα έχει βάσιμο υπόβαθρο, ο μέσος χρόνος έκδοσης απόφασης είναι περίπου δύο-τρία χρόνια. Δεν είναι ασυνήθιστο για βάσιμες υποθέσεις να χρειαστούν έως και τρία ή τέσσερα χρόνια προτού οι αιτούντες άσυλο λάβουν μια πρωτόδικη απόφαση.Πιο κάτω παρατίθεται το Άρθρο του Νόμου που ασχολείται με τις χρονικές προθεσμίες ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης μιας αίτησης ασύλου.
Άρθρο 13(6)(α)Περι Προσφύγων Νόμος του 2000.
(6)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου,η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-
(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση∙ και
(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του, πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.
(γ) Όταν αίτηση υπόκειται στη διαδικασία του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 και η Δημοκρατία έχει οριστεί ως υπεύθυνο κράτος μέλος σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό για την εξέταση της αίτησης του αιτητή, η προθεσμία των έξι (6) μηνών αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία ο αιτητής βρίσκεται στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και τον έχει αναλάβει η Υπηρεσία Ασύλου.
(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (6), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·
(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή Ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·
(γ) η καθυστέρηση μπορεί να αποδοθεί σαφώς στη μη συμμόρφωση του αιτητή με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 16.
(8) Κατ’ εξαίρεση, η Υπηρεσία Ασύλου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται να υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο (7) κατά τρεις (3) μήνες το πολύ, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Προϊστάμενο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης.
(10) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.
Με την πρόσφατη πρόσληψη αριθμού λειτουργών και ταυτόχρονα την αύξηση του αριθμού των εξεταστών, υπήρξε βελτίωση του χρόνου που απαιτείται για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων. Ωστόσο, ενόψει της μεγάλης εκκρεμότητας που προκύπτει λόγω της αλόγιστης καταχώρησης αβάσιμων αιτήσεων, απλα για εξασφάλιση επιπλέον χρόνου παραμονής και καθυστέρηση της διαδικασίας αναχώρησης από τη Κυπριακή Δημοκρατία, ο χρόνος αναμονής παραμένει μεγάλος και σε πολλές των περιπτώσεων ο χρόνος αναμονής υπερβαίνει το χρονικό πλαίσιο που ορίζει ο Νόμος με αποτέλεσμα να ακυρώνουμε εμείς οι ίδιοι τον δεσμευτικό χαρακτήρα των Νόμων του Κράτους.
Το 2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε συνολικά 18.321 αποφάσεις που αφορούσαν 20.159 αιτούντες διεθνή προστασία, έναντι 15.193 αποφάσεων που αφορούσαν 15.972 αιτούντες διεθνή προστασία το 2022, 14.868 αποφάσεις που αφορούσαν 15.993 αιτούντες διεθνή προστασία το 2021 και 4.637 αποφάσεις το 2020. Τα τελευταία χρόνια, η EUAA παρέχει τεχνική υποστήριξη στην Υπηρεσία Ασύλου σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις καθυστερήσεις και να επιταχύνει την εξέταση των αιτήσεων ασύλου. Από το 2020 και μετά, το Υπουργείο Εσωτερικών έχει εισαγάγει επίσης μέτρα που στοχεύουν ειδικά στη μείωση των καθυστερήσεων και των χρόνων εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, κυρίως με την αύξηση των εξεταστών. Το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών είναι εμφανές από το 2021 και μετά καθώς έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση στον αριθμό των αποφάσεων που εκδόθηκαν. Αυτό το στοιχείο από μόνο του γεννά κάποια ερωτηματικά: Πώς γίνεται, εφόσον πλέον επιτυγχάνεται ο τετραπλάσιος αριθμός σε σχέση με τις αποφάσεις που εκδίδονται, ακόμα να συσσωρεύεται σημαντικός αριθμός εκκρεμών υποθέσεων? Συνολικά, η συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων αυξάνεται σταθερά από το 2017, διπλασιάζοντας από το 2018 έως το 2019 και φτάνοντας τις 19.660 υποθέσεις στο τέλος του 2020.
Πολύ απλά, η αναποτελεσματικότητα των εκάστοτε κυβερνόντων, στην αντιμετώπιση του φαινομένου της ανεξέλεγκτης καταχώρησης αβάσιμων αιτήσεων συντελεί στο τελικό αποτέλεσμα της κατάχρησης της διαδικασίας προς ικανοποίηση αλλότριων κινήτρων που κατά βάση αφορούν πρακτικές παράνομης εργοδότησης και γενικότερα ενισχύουν την ανθρώπινη εκμετάλλευση.
Τα σημεία στα οποία μπορεί ένα πρόσωπο να αιτηθεί Διεθνή Προστασία περιλαμβάνουν κάθε νόμιμο σημείο ελέγχου εισόδου στη Δημοκρατία, στα αεροδρόμια Λάρνακας/Πάφου καθώς επίσης και σε θαλάσσια σημεία εισόδου, που ελέγχονται από το Λιμενικό. Οι υπηρεσίες που ένα άτομο μπορεί να αποταθεί για απόκτηση Διεθνούς Προστασίας είναι η Υπηρεσία Ασύλου. Εάν το πρόσωπο, το οποίο εκφράζει τη πρόθεση προς καταχώρηση αίτησης για παροχή Διεθνούς Προστασίας, βρίσκεται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο υπό κράτηση από τις αρχές, αυτό δεν θεωρείται αποτρεπτικός παράγοντας για καταχώρηση της αίτησης, καθώς το πρόσωπο δύναται να καταχωρήσει την αίτηση του από το χώρο στον οποίο κρατείται.
Με βάση το Άρθρο 9Ε.-(1) Ανεξάρτητα από τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 8 και από το άρθρο 9Δ, ο Υπουργός δύναται με απόφασή του-
(α) Η οποία συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας-
(i) να περιορίζει το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης των αιτητών σε ορισμένες από τις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ή/και
(ii) να αποφασίζει τον τόπο διαμονής των αιτητών, για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης∙
(β) η οποία συνιστά ατομική διοικητική πράξη και κοινοποιείται στον επηρεαζόμενο αιτητή –
(i) να περιορίζει το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης του συγκεκριμένου αιτητή σε ορισμένες από τις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ή/και
(ii) να καθορίζει τον τόπο διαμονής του συγκεκριμένου αιτητή, για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης ή, όταν είναι αναγκαίο, για την ταχεία επεξεργασία και την αποτελεσματική παρακολούθηση της αίτησής του.
(2) Σε περίπτωση περιορισμού των δικαιωμάτων ελεύθερης διακίνησης ή διαμονής σύμφωνα με το εδάφιο (1) –
(α) Ο περιορισμός του δικαιώματος ελεύθερης διακίνησης σε ορισμένη περιοχή δεν πρέπει να θίγει την αναπαλλοτρίωτη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και ούτε να παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο την πρόσβαση των αιτητών σε όλα τα πλεονεκτήματα που παραχωρούνται.
Μια πολύ καλή πρακτική προς αποτροπή καταχώρησης αβάσιμων αιτήσεων είναι κατά το χρόνο καταχώρησηςπρώτηςαίτησης, από αιτητή του οποίου η χώρα θεωρείται ως ασφαλής και μετά από ταχύρρυθμη εξέταση του ιστορικού του εν λόγω αιτητή θεωρηθεί ως αβάσιμη η αίτηση, να περιορίζεται η ελεύθερη διακίνηση του και να αποφασίζεται ο χώρος διαμονής του για σκοπούς ταχύτερης και αποτελεσματικότερης παρακολούθησης της αίτησης. Στο σημείο αυτό να τονιστεί το ταχύρρυθμο της διαδικασίας καθώς αναφερόμαστε σε αβάσιμες ή/και απαράδεκτες αιτήσεις που χαρακτηριστήκαν ως τέτοιες μετά τη πρωταρχική ταχύρρυθμη εξέταση που έλαβε η εν λόγω αίτηση μέχρι και την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.
Όταν ένας αιτών υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση χωρίς να παρουσιάσει νέα στοιχεία που αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να χαρακτηριστεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή που σχετίζονται με τους λόγους για τους οποίους η προηγούμενη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, η εν λόγω μεταγενέστερη αίτηση δεν πρέπει να υπόκειται σε νέα πλήρη διαδικασία εξέτασης. Στις περιπτώσεις αυτές, μετά από προκαταρκτική εξέταση, οι αιτήσεις θα πρέπει να απορρίπτονται ως απαράδεκτεςσύμφωνα πάνταμετηναρχήτουδεδικασμένου. Εν τοιαύτη περίπτωση υπάρχει το Άρθρο 9ΣΤ.-(1) του Περι Προσφύγων Νόμου του 2000, το οποίο αναφέρει ότι απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή:
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) Για τη διαπίστωση της ταυτότητας ή της ιθαγένειας·
(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·
(γ) για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτητή για είσοδο στο έδαφος·
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·
(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·
Με αυτή την, εντός του Νόμου, απλή πρόταση, μπορεί να εξευρεθεί ουσιαστική λύση σε αυτό το πολύ σημαντικό κομμάτι του μεταναστευτικού/προσφυγικού. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι η διαδικασία εξέτασης μιας αίτησης ασύλου να πάρει τη τάχιστη και ποιοτικότερη μορφή, βοηθώντας ουσιαστικά όσους πραγματικά έχουν ανάγκη από διεθνή προστασία και ελαχιστοποιώντας με αυτό το τρόπο τις πιθανότητες δυσμενούς μεταχείρισης ενός ατόμου κατά το χρόνο παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Κύπρος γνωρίζει από πρώτο χέρι τι εστί προσφυγιά. Συνεπώς οφείλει το Κράτος και οι πολίτες του να τείνουν χείρα βοηθείας στους ανθρώπους που έχουν πραγματικά ανάγκη τη βοήθεια μας. Δεν είναι αρκετό να είμαστε αλληλέγγυοι μόνο μια φορά το χρόνο και πιο συγκεκριμένα τη Παγκόσμια ημέρα Προσφύγων. Προς τιμήν μας, παρά τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούμαστε να ενεργήσουμε προς όφελος όλων των ατόμων, γίνεται προσπάθεια προς εξεύρεση βέλτιστων τρόπων διαχείρισης της ισχύουσας κρίσης. Τα μέτρα που θα ληφθούν στο μέλλον, καλό θα είναι να στοχεύουν στον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, παρά στην άρνηση εισόδου τους στη χώρα. Με αυτό τον τρόπο θα γίνει κατορθωτό να αποφευχθούν τυχόν νέες απώλειες ανθρώπινων ζωών. Κλείνοντας, νιώθω την ανάγκη να αναφέρω ότι με συλλογική προσπάθεια και συνεργασία μπορούν να δοθούν πολλές λύσεις γενικότερα σε θέματα που προκύπτουν αλλά και πιο συγκεκριμένα, αφού το φαινόμενο που εξετάζουμε δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο.