Ως αναγράφεται στο άρθρο 14 του Νόμου 232/1991 σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και εφόσον η κινητή και ακίνητη περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί ο άλλος σύζυγος νοουμένου ότι συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Όπως προκύπτει από την υπόθεση Pashkovskiy Alexander ν. Svetlana Pashkovskayia (2011) 1 ΑΑΔ 657,ο Αιτητής, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών που τεκμηριώνουν την απαίτηση του, θα πρέπει να αποδείξειότι α) υπήρξε διάσταση, β) την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου και γ) τη δική του συμβολή στην αύξηση της περιουσίας. Η αξίωση παραγράφεται τρία χρόνια από τη λύση ή ακύρωση του γάμου σύμφωνα με το άρθρο 15 του Νόμου 232/1991. Περαιτέρω, το άρθρο 15(β) της ως άνω νομοθεσίας αναφέρει ότι η αξίωση δεν γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε. Δεδομένων των ως άνω εύλογα, μπορεί να διερωτηθεί κανείς κατά πόσον δυνάμει του Νόμου δύναται ο επιζών σύζυγος να αξιώσει εναντίον του αποβιώσαντα συζύγου τη συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας αυτού.
Το πρώτο ερώτημα που δύναται να απασχολήσει είναι κατά πόσον ο θάνατος επιφέρει καταρχήν λύση του γάμου. Σχετικό προς τούτο είναι το άρθρο 27(5) του περί Γάμου Νόμου του 2003 (104(I)/2003) το οποίο προβλέπει ότι «Ο θάνατος του ενός των συζύγων επιφέρει λύση του γάμου».
Το δεύτερο ερώτημα που δύναται να απασχολήσει είναι η ερμηνεία του άρθρου 15(β) της σχετικής νομοθεσίας. Με δεδομένο ότι τα άρθρα 14 και 15 του Ν. 232/91 αναπαράγουν ουσιαστικά τα άρθρα 1400 και 1401 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, είναι σκόπιμο να ανατρέξει κανείς στην ελληνική νομοθεσία και νομική προσέγγιση και ερμηνεία. Αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι η φύση της αξίωσης της συμμετοχής στα αποκτήματα είναι ενοχική και προσωποπαγής. Κατ’ ουσίαν ο νομοθέτης επιδίωξε να ενισχύει τον προσωπικό χαρακτήρα της ενοχικής αξίωσης του δικαιούχου συζύγου χαρακτηρίζοντας την αξίωση προσωποπαγή. Έτσι μόνον ο δικαιούχος σύζυγος και σε καμιά περίπτωση οι κληρονόμοι αυτού έχει το δικαίωμα να αιτηθεί την απόδοση της δικής του προσωπικής συνεισφοράς. Το σκεπτικό είναι ότι η συμβολή και η σχέση μεταξύ των συζύγων αποτελεί προσωπικό θέμα που δεν νομιμοποιούνται να το επικαλεσθούν τρίτοι, ακόμη και κληρονόμοι και να καρπωθούν όφελος από αυτό. Ενόψει αυτού, σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί με το θάνατο ενός εκ των συζύγων, μόνον ο επιζών σύζυγος θα εξακολουθήσει να έχει νόμιμη αξίωση για την προσωπική του συμβολή στην τυχόν αύξηση της περιουσίας του θανούντος συζύγου. Με άλλα λόγια, ο επιζών σύζυγος δύναται να καταχωρήσει αίτηση/αγωγή κατά των κληρονόμων του/της συζύγου του εφόσον διατηρεί το δικαίωμα συμβολής στην αύξηση της περιουσίας του θανούντος συζύγου (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος – Αστικός Κώδικας, έκδοση 1991, 7ος Τόμος σελ. 289). Σε αυτό το σημείο κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί ότι εν αντιθέσει με όσα ισχύουν στην Κύπρο, στην Ελλάδα δεν είναι θεσμοθετημένη η διαδικασία διαχείρισης και ως εκ τούτου οποιαδήποτε αγωγή, ως περιγράφεται ανωτέρω, καταχωρείται εναντίον των κληρονόμων εφόσον αυτοί αποκτούν με το θάνατο δικαίωμα στη περιουσία του αποβιώσαντος. Στη Κύπρο ενδεχόμενη αίτηση στο πλαίσιο περιουσιακών διαφορών θα πρέπει να καταχωρηθεί εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος, ο οποίος ενεργεί ως αντιπρόσωπος της περιουσίας του αποβιώσαντος συζύγου.
Ενόψει των ως άνω λεχθέντων, προκύπτει ότι με το θάνατο ενός εκ των συζύγων υπάρχει συρροή αξιώσεων αφού ο επιζών σύζυγος δύναται να αξιώσει την συνεισφορά του στην αύξηση περιουσίας του αποθανόντος συζύγου, ενώ παράλληλα διατηρεί το κληρονομικό του δικαίωμα όσον αφορά την περιουσίααυτού. Περαιτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υφίσταται στη νομοθεσία οποιαδήποτε διάταξη που να καθορίζει ότι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα από τον επιζώντα σύζυγο τελεί υπό την προϋπόθεση ο σύζυγος να μην καθίσταται κληρονόμος ή το αντίθετο, ήτοι ότι ο επιζών σύζυγος ο οποίος καθίσταται κληρονόμος δεν δύναται να αξιώσει συμμετοχή στα αποκτήματα του αποθανόντος συζύγου.
Περαιτέρω, όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού της περιουσίας σχετικό είναι το απόσπασμα στο εγχειρίδιο ‘’Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα’’, Χαράλαμπος Δ. Παπαδάκης, 2η έκδοση, 2013 σελ. 190, εκδόσεις Σάκκουλα, στο οποίο σημειώνονται τα εξής ‘’Από το ενεργητικό της κληρονομίας αφαιρείται η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του επιζώντος συζύγου διότι το ποσοστό της συμβολής του στην αύξηση της δεν συνιστά κληρονομιαία περιουσία αλλά και ο σύζυγος είναι δικαιούχος εξ ιδίου δικαίου, οπότε για τον προσδιορισμό της κληρονομίας και την αποτίμηση της ακόμη και για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας αφαιρείται από το ενεργητικό της κληρονομίας η αξία των αποκτημάτων’’.
Παρόλα αυτά, η ως άνω προσέγγιση ενδεχομένως να εμπεριέχει πρακτικές δυσκολίες. Ειδικότερα, ένα πρόβλημα που δημιουργείται και το οποίο υφίσταται και σε περίπτωση που έχει ξεκινήσει η διαδικασία εναντίον του συζύγου, ο οποίος στο ενδιάμεσο αποβιώνει, είναι ως προς το ζήτημα της υπεράσπισης και απόδειξης του ύψους της συνεισφοράς αφού κατ΄ ουσία η μαρτυρία του επιζώντος συζύγου παραμένει αναντίλεκτη. Συγκεκριμένα, ο διαχειριστής ένεκα της ιδιότητας του έχει μεν γνώση των περιουσιακών στοιχείων του αποβιώσαντα αλλά ο ίδιος δεν είναι σε θέση και εν πάση περιπτώσει ενδεχομένως να καθίσταται δυσχερές να προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία που να αντικρούει την συνεισφορά του επιζώντος συζύγου αφού ο ίδιος δεν γνωρίζει πως αποκτήθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία και κατά πόσον αποκτήθηκαν με την προοπτική του γάμου. Ακόμη πιο δύσκολη δε είναι η απόδειξη μικρότερης συνεισφοράς του επιζώντος συζύγου προς ανατροπή του τεκμήριου του 1/3 ως προνοείται στο άρθρο 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91 «Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά».
Εν κατακλείδι, παρόλο που δύναται να υπάρξουν πρακτικά προβλήματα σε περίπτωση αξίωσης της συνεισφοράς του επιζώντος συζύγου στο πλαίσιο των περιουσιακών διαφορών, νομικά διαφαίνεται ότι είναι δυνατόν να υφίσταται συρροή αξιώσεων. Εξάλλου, δεν φαίνεται να τίθεται θέμα κατάχρησης της διαδικασίας καθότι η φύση των αξιώσεων καθώς και η ιδιότητα του συζύγου σε έκαστη διαδικασία διαφέρουν. Στην περίπτωση των περιουσιακών διαφορών ο επιζών σύζυγος ενάγει υπό την ιδιότητα του ως σύζυγος του αποθανόντος συζύγου ενώ στην περίπτωση της διαχείρισης το δικαίωμα επί της περιουσίας του αποθανόντος προκύπτει από την ιδιότητα του συζύγου ως κληρονόμος. Ωστόσο, επιχειρώντας μια πιο διεισδυτική ματιά στο θέμα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι τίθεται εν αμφιβόλω κατά πόσον η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η απόδοση του μεριδίου στον επιζώντα σύζυγο και στις δύο περιπτώσεις ήτοι τόσο στα πλαίσια της αίτησης περιουσιακών σχέσεων καθώς και του κληρονομικού του μεριδίου ως επιζών σύζυγος. Προσεγγίζοντας πάντως δικαιοπολιτικά το ζήτημα, φαίνεται ορθότερη η απόδοση μεριδίου είτε ως αξίωση συνεισφοράς είτε ως κληρονομικό μερίδιο είτε να γίνεται συμψηφισμός των αξιώσεων. Σχετική αναφορά ως προς το ζήτημα γίνεται στο σύγγραμμα του Δρ. Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδη, με τίτλο ‘’Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο’’, 3η έκδοση, εκδόσεις Ηippasus, σελ. 165, ‘’Αυτό όμως, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη στο ελληνικό δίκαιο, δεν πρέπει να εμποδίζει το Οικογενειακό Δικαστήριο να λάβει υπόψη του τυχόν αύξηση της περιουσίας του επιζώντος συζύγου και την αξίωση συνεισφοράς που θα είχε σε μια παρόμοια περίπτωση ο αποβιώσας, ώστε να συμψηφίσει τις δύο απαιτήσεις και να αποδώσει στον επιζώντα σύζυγο το ποσό που πράγματι θα είχε αποδοθεί σε περίπτωση που η αίτηση εκδικαζόταν κατά τη διάρκεια της ζωής του αποβιώσαντα συζύγου’’.
*Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον Δρ. Αχιλλέα Κ. Αιμιλιανίδη καθώς και στον Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου κο. Σωτήρη Αθ. Λιασίδη για την επιμέλεια του άρθρου.