Μέρος της καθημερινότητας όλων είναι οι πράξεις που πολλές φορές γίνονται στην βάση προφορικών συμφωνιών μεταξύ ατόμων, συγγενών και συνεργατών, είτε για χρηματικά δάνεια, είτε για την παροχή υπηρεσιών ή εργασιών με αντάλλαγμα συγκεκριμένη αμοιβή είτε και για δωρεά ή και πώληση αγαθών, κινητών ή και ακινήτων. Πολλά προβλήματα μπορούν να εγερθούν σε περίπτωση διαφωνίας των μερών για την συγκεκριμένη πράξη σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία ή άλλη ιδιαίτερη μαρτυρία εκτός της εκδοχής του κάθε μέρους. Ακόμα πιο μεγάλα νομικά εμπόδια μπορούν να εγερθούν όταν ένα εκ των μερών στην συμφωνία αποβιώσει προτού συμμορφωθεί με την υποχρέωση του προς το άλλο μέρος.
Ο γενικός κανόνας στο δίκαιο της απόδειξης είναι ότι η μαρτυρία ενός προσώπου που καταθέτει σε μια αγωγή δεν χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία και ένα Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί πάνω στην μαρτυρία ενός και μόνο μάρτυρα, έστω και αν αυτό εξυπακούει απόρριψη της μαρτυρίας ενός μεγάλου αριθμού μαρτύρων που έχουν κληθεί και καταθέσει εκ μέρους της άλλης πλευράς. Στο γενικό κανόνα ότι η μαρτυρία ενός προσώπου δεν χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία, έχουν δημιουργηθεί μερικές νομοθετικές εξαιρέσεις, όπως επίσης και εξαιρέσεις που έχουν διαμορφωθεί στο Κοινοδίκαιο (Σελ. 78 “Το Κυπριακό Δίκαιο της Απόδειξης” Δρ. Χρίστος Κληρίδης 2018).
Μια από τις εξαιρέσεις που φαίνεται να παραβλέπεται τόσο από συναδέλφους δικηγόρους όσο και από Δικαστές είναι ο αποδεικτικός κανόνας που εισήχθη στον περί Αποδείξεως Νόμο (Κεφ. 9) με το Άρθρο 7 και που προνοεί ότι αξιώσεις επί κληρovoμιάς, οι οποίες στηρίζονται σε ισχυρισμό χρέoυς ή δωρεάς δεv γίvονται δεκτές με την μη εvισχυμέvη μαρτυρία τoυ πρoσώπoυ πoυ αξιώvει, εκτός αν ισχύουν οι δυο εξαιρεσεις του νόμου και δηλαδή αv από την μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου απoδεικvύovται περιστατικά πoυ καθιστoύv τηv αξίωση εκ τωv πρoτέρωv πιθαvή ή που μεταθέτoυv τo βάρoς της αvαίρεσης αυτής στoυς αvτιπρoσώπoυς τoυ απoθαvόvτα (βλ. Olymbia M. Iacovides v. Katina G. Schiza and others (1967) 1 CLR 323).
Ο νομοθετικός κανόνας έχει τις ρίζες του στο κοινοδίκαιο και ανταποκρίνεται στο ευρύτερο δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετείται από την προστασία κληρονόμων και της περιουσίας αποθανόντων. Όπως αναφέρθηκε στην Miliotis v. Emphietzis and another (1974) 5 JCS 645:
«Ανεξάρτητα από την ενίσχυση που απαιτείται από την νομοθετική διάταξη για την απόδειξη απαιτήσεων εναντίον περιουσίας αποβιώσαντος, σύμφωνα με το Κοινοδίκαιο, η μαρτυρία που προσφέρεται προς υποστήριξη μιας απαίτησης εναντίον της περιουσίας κάποιου αποθανόντος πρέπει ως θέμα αναγκαίας προφύλαξης, να υπόκειται σε εξονυχιστικό έλεγχο και να εξετάζεται με ύποπτο μάτι. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ο σκοπός του νόμου είναι σωτήριος και αποσκοπεί στην αποθάρρυνση πλασματικών απαιτήσεων εναντίον περιουσίας αποβιώσαντος που εγείρονται με την ελπίδα της εκμετάλλευσης της μόνιμης απουσίας του αποθανόντος και με αυτό τον τρόπο να δοθεί η ευκαιρία σε κάποιον να απαιτήσει περιουσία πάνω στην οποία δεν έχει κανένα δικαίωμα.»
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν στην Σωκράτους Δέσποινα και Άλλοι ν. Γιωργούλλας Σιακατίδη, (2004) 1 Α.Α.Δ. 1390, η οποία αφορούσε σύμβαση πώλησης διαμερίσματος και θεωρήθηκε ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία προτού καθορίσει τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, αφού ως λέχθηκε, αυτό επιβάλλεται όταν η αγωγή στρέφεται εναντίον περιουσίας θανόντος, οπότε το δικαστήριο στην προσπάθεια μείωσης του κινδύνου πλαστών αξιώσεων, είναι ιδιαίτερα προσεκτικό κατά την εξέταση της μαρτυρίας την οποία, αντικρίζει με καχυποψία.
Σημαντικό είναι η προσοχή που πρέπει να δίδεται ως προς το κατά πόσο ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 7, εφόσον ο κανόνας αφορά μόνο απαιτήσεις επί κληρονομιάς στην βάση δωρεάς ή χρέους. Στην Δημητρίου Κυριακή Χαραλάμπους και Άλλοι ν. Κώστα Αντωνίου Κωνσταντινίδη και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1503 το Εφετείο κατέληξε ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί νομικά ο ισχυρισμός των εφεσειόντων, ότι το Δικαστήριο δηλαδή θα έπρεπε να εξετάσει τις δωρεές εξονυχιστικά εφόσον η αξίωση των εφεσειόντων στηριζόταν σε δόλο, απάτη και άσκηση ψυχικής πίεσης.
Η Ενάγουσα / Εφεσίβλητη στην Χ”Φιλίππου κ.α. ν. Weinstock (1990) 1 ΑΑΔ 203, επιζητούσε με την αγωγή της το ποσό των £10,000 εναντίων των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντα ως χρήματα που πληρώθηκαν χωρίς αντάλλαγμα. Το ποσό είχε δωθεί από την Ενάγουσα στον αποβιώσαντα για την αγορά γης και ανέγερσης οικίας με τελικό στόχο την συμβίωση. Προτού αποβιώσει αγόρασε τη συμφωνημένη γη δυνάμει γραπτής συμφωνίας την οποία όμως μόνο ο αποβιώσαντας υπέγραψε. Το Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του ότι σε αγωγές εναντίον περιουσίας αποβιώσαντος, είναι αναγκαίο να υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία και κατέληξε στο συμπέρασμα πως υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία σύμφωνα με το Άρθρο 7. Για την ασφαλή κρίση του το Δικαστήριο βάσισε την απόφαση όχι μόνο στην αξιόπιστη μαρτυρία της Ενάγουσας αλλά και στην αξιόπιστη ενισχυτική μαρτυρία που είχε ενώπιον του από συνολικά 4 ανεξάρτητους μάρτυρες οι οποίοι ενεπλάκη στην όλη διαδικασία επιλογής και αγοράς της γης και ανέγερσης της οικίας και έτσι ενίσχυαν επαρκώς την θέση της Ενάγουσας.
Παράδειγμα συμφωνίας για εκτέλεση εργασιών που έμεινε απλήρωτη βρίσκεται στην υπόθεση Kυπριανού Mενέλαος, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Γεώργιου Mαυρόφτα ν. Πέτρου Xριστοδούλου Tσιέλεπου, (2011) 1 Α.Α.Δ. 371. Ο Εφεσίβλητος – Ενάγων καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας το ποσό των £3.265,00 ως οφειλή για οικοδομικές εργασίες τις οποίες, όπως ισχυριζόταν εκτέλεσε στα κτήματα του αποβιώσαντος στη βάση προφορικής συμφωνίας. Ο αποβιώσας μετά την εκτέλεση των εργασιών τις επιθεώρησε και υποσχέθηκε να εμβάσει τα χρήματα, όμως δεν το έπραξε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει, προσέγγισε κάθε πτυχή της μαρτυρίας υπό το φως των απαιτήσεων του Άρθρου 7. Εντόπισε και παρέθεσε με περισσή λεπτομέρεια από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των υπολοίπων μαρτύρων τα περιστατικά που καθιστούσαν την αξίωση εκ των προτέρων πιθανή. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο στο ότι ο εφεσίβλητος ήταν καθ’ όλα αξιόπιστος και μπορούσε να στηριχτεί στη μαρτυρία του, αναζήτησε και εντόπισε στοιχεία ενισχυτικά της εκδοχής του.
Παρά το ότι δεν κατέστη επίδικο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε η ενισχυτική μαρτυρία το εφετείο απεφάσισε στην Γεωργίου Μάρκου, διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας Χρυσάνθης Μάρκου κ.α. ν. Ταμείου Πρόνοιας του Τακτικού Προσωπικού των Εταιρειών Πατισερί Παναγιώτης και Παπαφιλίππου Λτδ. κ.α. Π.Ε. Αρ. 219/2010, 26/06/2015 λέχθηκε ότι ακόμα κι έτσι, με την υπάρχουσα μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι τις ρητές και συγκεκριμένες παραδοχές της αποβιωσάσης, αλλά και την υπογραφή εκ μέρους της γραμματίου συνήθους τύπου, ικανοποιούνταν οι εξαιρέσεις του Άρθρου 7. Η αγωγή αφορούσε χρέος που δημιουργήθηκε από παράνομη οικειοποίηση χρημάτων τα οποία υπεσχέθη να επιστρέψει η αποβιωσάση αλλά ουδέποτε επέστρεψε.
Στην πιο σημαντική επί του θέματος απόφαση Milliotis v. Emphietzis (1974) JSC 645 (ανωτέρω) προωθείτο αγωγή για χρέος στην βάση χρεόγραφου που ήταν στην κατοχή του ενάγοντα και στο οποίο δεν υπήρχε οποιαδήποτε σημείωση στο ίδιο το έγγραφο περί αποπληρωμής του χρέους. Με την υπεράσπιση δεν υπήρχε άρνηση της ύπαρξης του χρέους αλλά αντιθέτως προβαλλόταν ισχυρισμός εξόφλησης του. Έτσι στην βάση της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου η απαίτηση ενέπιπτε στην εξαίρεση της μετάθεσης του βάρους απόδειξης περί εξόφλησης στους διαχειριστές της περιουσίας των αποθανόντων. Παραταύτα το Δικαστήριο αυτο-προειδοποιήθηκε για την ύπαρξη της νομοθετικής πρόνοιας (Άρθρο 7) και της ανάγκης για εξονυχιστικό έλεγχο των εκδοχών ενώπιον του αλλά και της μαρτυρίας η οποία προσεγγίζεται με καχυποψία έχοντας υπόψη του το γεγονός ότι ο αποθανών δεν είναι παρών για να δώσει την δικιά του εκδοχή ως προς το τι έγινε στην πραγματικότητα.
Γενικός κανόνας για να έχει την οποιαδήποτε βαρύτητα τυχόν ενισχυτική μαρτυρία αυτή θα πρέπει να πληρεί τα κριτήρια ως έχουν αυτά καθιερωθεί από την πλούσια νομολογία και δηλαδή θα πρέπει η μαρτυρία να είναι ανεξάρτητη, αξιόπιστη και βέβαια σχετική με τα επίδικα θέματα (σελ. 64-65 “Το Κυπριακό Δίκαιο της Απόδειξης” τουΔρ. Χρίστου Κληρίδη, 2018). Όπως αναφέρθηκε και στην Ionides and another v. Republic, (1982) 3 Α.Α.Δ. 1136, δεν μπορεί το ίδιο άτομο που προωθεί την απαίτηση έναντι της κληρονομιάς, με δική του μαρτυρία, όπως ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η ίδια, να ενισχύει τον ευατό της αφού ενισχυτική μαρτυρία πρέπει να είναι ανεξάρτητη και δηλαδή πρέπει να προέρχεται από άλλο πρόσωπο ή μαρτυρία.
Ως προς το κριτήριο της αξιοπιστίας σχετική είναι η Hjisolomou (No.2) v. Manolis, As the Adimistrator of the Estate of Savvas Christodoulou (1972) 1 C.L.R. 180.Η Εφεσείουσα κατεχώρησε αγωγή εναντίον διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα θείου της απαιτώντας £200 ως το μερίδιο της από την πώληση αμπελώνα στο χωριό Παναγιάς της Πάφου, το οποίο επωλήθη από τον αποβιώσαντα θείο της σε κάποιο τρίτο, χωρίς όμως να της δοθεί ποτέ το εν λόγω μερίδιο. Η απαίτηση απορρίφθηκε αφού ούτε η μαρτυρία της Ενάγουσας κρίθηκε αξιόπιστη αλλά ούτε και η ενισχυτική μαρτυρία του συζύγου της έγινε πιστευτή. Σε περίπτωση που δεν γίνει πιστευτή η μαρτυρία της Ενάγουσας και κριθεί αναξιόπιστη τότε δεν τίθεται θέμα εξέτασης οποιασδήποτε ενισχυτικής μαρτυρίας αφού δεν μπορεί να ενισχύσει αναξιόπιστη μαρτυρία. Επιπρόσθετα αφού κρίθηκε και η ενισχυτική μαρτυρία του συζύγου αναξιόπιστη τότε δεν μπορούσε να ενισχύσει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.
Ακόμα και στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται ο κανόνας της ενισχυτικής μαρτυρίας, το ερώτημα παραμένει, στο τέλος της ημέρας, κατά πόσον ο φέρων το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Η ενισχυτική μαρτυρία τείνει στην απόσειση του βάρους της αποδείξεως στα πλαίσια του γενικότερου απαιτούμενου βαθμού (Λειβαδιώτης Λευτέρης ν. Raluka Oana Mιχαήλ (1999) 1 ΑΑΔ 1778).
Η πιο πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 7 χωρίς όμως την οποιαδήποτε αναφορά σε προγενέστερη νομολογία είναι η Σωτηρίου, εκ Λεμεσού ως Διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Παναγιώτη Σωτηρίου ν. Andreas Argyrou & Sons Ltd Π.Ε. Αρ. 177/2013 ημερ. 13/01/2020. Η αξίωση αφορούσε χρέος ύψους ΛΚ562,20 στην βάση απλήρωτου εμπορικού λογαριασμού με πιστώσεις και χρεώσεις για την πώληση και παράδοση διαφόρων εμπορευμάτων στον αποβιώσαντα όπως τροφίμων και διαφόρων άλλων χρειώδης φύσεως. Το θέμα εξετάστηκε μόνο κατ’ έφεση στο Ανώτατο. το οποίο κατέληξε στο ότι τα δεδομένα ως παρουσιάστηκαν από την μαρτυρία ομιλούσαν από μόνα τους ώστε να μην ενεργοποιείται το Άρθρο 7 αφού ενέπιπτε στις εξαιρέσεις. Δηλαδή εκτός της γενικότερης αξιοπιστίας της μαρτυρίας, μεταξύ άλλων υπήρχαν και τιμολόγια, τα οποία ήταν ενδεικτικά της όλης συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων ενώ επίσης έφεραν υπογραφή του αποβιώσαντα, ώστε να μη τίθετο υπό αμφισβήτηση ότι η εφεσίβλητη εταιρεία τιμολογούσε τον αποβιώσαντα όχι αυθαίρετα.
Καταρχάς, στην προαναφερθείσα πρόσφατη απόφαση παρουσιάζεται το πρόβλημα της καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων αφού από μια οφειλή του χαμηλού ύψους των ΛΚ562,20 προωθήθηκε αγωγή κατά ή περί το 2007 με την πρωτόδικη απόφαση να εκδίδεται το 2013. Επιπρόσθετα, παρά του ότι επρόκειτο για μια απλή αξίωση, παρά του ότι ο Εφεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στην Έφεση και παρά του ότι καταχωρήθηκε το 2013, τελική απόφαση δόθηκε φέτος, το 2020. Επιπλέον, παρουσιάζεται το πρόβλημα ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ασχοληθεί με το ζήτημα του κατά πόσο η επίδικη απαίτηση χρειαζόταν ενισχυτική μαρτυρία ή ήταν τέτοια που ενέπιπτε σε κάποια από τις δύο εξαιρέσεις του Άρθρου 7.
Ενόψει του ότι η ενισχυτική μαρτυρία απαιτείται με βάση συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες, η μη παρουσίαση σε περιπτώσεις που επιβάλλεται η παρουσίαση της αποτελεί λόγος για απόρριψη της αξίωσης. Έτσι είναι ξεκάθαρο ότι ακόμα και εάν τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους ως αναφέρθηκε κατ’ έφεση στην πιο πρόσφατη απόφαση, το Δικαστήριο σε συμμόρφωση με το Άρθρο 7 και το καθήκον πλήρους αιτιολόγησης των αποφάσεων του οφείλει να στρέψει αυταπάγγελτα την προσοχή του στις πρόνοιες του Κεφ. 9, είτε οι διάδικοι αναφερθούν στον εν λόγω άρθρο είτε όχι. Οφείλει δε να αιτιολογήσει το σκεπτικό του κατά ποσό και γιατί ισχύουν οι εξαιρέσεις του νόμου ή υπάρχει ανάγκη για ενισχυτική μαρτυρία. Όπως το ίδιο οφείλουν να πράττουν και οι συνήγοροι δια την ορθή στοιχειοθέτηση των απαιτήσεων ή υπερασπίσεων τους. Ανεξάρτητα του αν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του Νόμου, σύμφωνα με τη νομολογία, η μαρτυρία που προσφέρεται προς υποστήριξη μιας απαίτησης εναντίον της περιουσίας κάποιου αποθανόντος πρέπει ως θέμα σωστής πρακτικής και αναγκαίας προφύλαξης να υπόκειται σε εξονυχιστικό έλεγχο και να εξετάζεται με ύποπτο μάτι, θέτοντας στο Δικαστήριο ένα υπέρτερο καθήκον για ορθή και πλήρη αιτιολόγηση των συμπερασμάτων του. Σε αντίθετη περίπτωση μια απόφαση τείνει να πάσχει ως αναιτιολόγητη.
Συνεπώς, διαφαίνεται εκ των ανωτέρω ότι είναι πολλά τα εμπόδια που μπορούν να εγερθούν σε περίπτωση που ένα μέρος σε συμφωνία αποβιώσει προτού εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, αφήνοντας πίσω οφειλές ή και αμφισβητούμενες δωρεές. Διαφορές μπορεί να οδηγήσουν σε μακροχρόνιες και πολύπλοκες δικαστικές διαδικασίες εναντίων των διαχειριστών της περιουσίας αποβιώσαντων με συνεπακόλουθα αρκετά αχρείαστα έξοδα και ταλαιπωρία. Μια τέτοια αξίωση μπορεί να κριθεί στην βάση αποδεικτικών κανόνων και νομικών επιχειρημάτων ασχέτως της πραγματικότητας. Η ζωή μπορεί να είναι απρόβλεπτη, αλλά τα εμπόδια ως αναπτύσονται ανωτέρω είναι προβλεπτά κι έτσι εύκολα μπορούν να αποφευχθούν με απλά διαβήματα, τα οποία χωρίς ιδιαίτερο κόστος, όπως την κατάρτιση και υπογραφή γραπτής συμφωνίας, τείνουν στο να προφυλάξουν την περιουσία αποβιωσάντων και των κληρονόμων τους αλλά και τα οικονομικά συμφέροντα των αντισυμβαλλόμενων μερών. Ασχέτως της υφιστάμενης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών η εμπιστοσύνη και συνεργασία μπορεί να ενισχυθεί περεταίρω αν βασίζεται σε λεπτομερή γραπτή συμφωνία στην οποία διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος θα υποχρεούνται να συμμορφώνονται και παράλληλα να είναι βέβαιοι ότι δεν πρόκειται περί πλασματικών αξιώσεων προστατεύοντας συνάμα τα δικαιώματα των κληρονόμων στην περιουσία.