Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο με την, χωρίς αμφιβολία, θεμελιακής σημασίας απόφαση του που εκδόθηκε στις 5.5.2020 (2 BvR 859/15), θέτει εκ νέου επί τάπητος τη συζήτηση περί της σχέσης των εθνικών Συνταγμάτων των Κρατών Μελών και της αρχής της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου την οποία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακηρύσσει απαρέγκλιτα από τo 1964 με την απόφαση του στην Costa/ENEL.
Mετά από προδικαστικό ερώτημα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, το ΔΕΕ έκρινε με γνωμοδοτική απόφαση του εκδοθείσα στις 11.12.2018 ( Weiss, C- 493/17) ως αβάσιμα τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου και δια των οποίων είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση το κύρος του πρόγραμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές/Public Sector Purchase Programme) που εγκαινιάστηκε το 2015 και μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει στην από μέρους της ΕΚΤ αγορά δημοσίου χρέους ύψους πέραν των 2 τρισ. ευρώ.
Η μεθοδολογία επί της οποίας το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο στηρίχθηκε δεν είναι καινούργια, και από αυτή την άποψη, η απόφαση της 5ης Μαΐου δεν προκαλεί ιδιαίτερες εκπλήξεις. Αυτό που προκαλεί έκπληξη όμως, είναι το γεγονός ότι παρά την διαχρονική επιμονή του να απορρίπτει την καθολική εφαρμογή της αρχής της υπεροχής, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνεται το ΔΕΕ στην απόλυτη μορφή της, είναι η πρώτη φορά που το Δικαστήριο αυτό κατέληξε σε τέτοιο εύρημα.
Το ΟΣΔΓ έχει διαδραματίσει τον πιο καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός σώματος νομολογίας από αριθμό εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών, Συνταγματικών ή τελικού βαθμού, με αναφορά στη διάδραση των εθνικών συνταγμάτων με το ευρωπαϊκό δίκαιο, και την οριοθέτηση των άκρων ορίων του πλαισίου εφαρμογής του δεύτερου έναντι των πρώτων και έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης και καθοδήγησης για αρκετά άλλα εθνικά Συνταγματικά Δικαστήρια κρατών μελών με θεμέλιο λίθο την απόφαση Solange – I (BVerfG, 37, 28.5.1974). Στην πρώτη της περίοδο η νομολογία αυτή είχε ως στόχο τη διασφάλιση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός του χώρου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στο εθνικό πεδίο. Στην πορεία, μέσα από την εξέλιξη της νομολογίας του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετεξελίχθηκε σε έλεγχο των άκρων ορίων της αρμοδιότητας τους, δηλαδή σε έναν έλεγχο ultra vires, ο οποίος πλέον, στην τρίτη της περίοδο, συνδυάζεται με τον λεγόμενο “έλεγχο συνταγματικής ταυτότητας” (identity review).
Κατά το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, η γερμανική συνταγματική ταυτότητα επιβάλλει τη συνέχιση της Γερμανίας ως ενός ανεξάρτητου, κυρίαρχου κράτους εντός της διεθνούς κοινότητας και στη βάση των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Σεβασμό στην κρατική κυριαρχία και τον κυρίαρχο λαό συνιστά κατά το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο η ανάληψη εξουσιών και αρμοδιοτήτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση μόνον εκεί και όπου έχει εκ των προτέρων δοθεί ρητή συναίνεση από το κράτος με την αποδοχή των Συνθηκών. Εξ αντιδιαστολής, η Ένωση δεν νομιμοποιείται δρώντας ως αυτόνομη έννομη τάξη να μεταφέρει στο πεδίο αρμοδιότητας της εξουσίες οι οποίες συνδέονται με την άσκηση και τη διατήρηση της κρατικής κυριαρχίας (βλ. Lissabon-Urteil, 2 BvΕ 2/08, 123, 30.6.2009).
Επομένως, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, διατηρεί, ως προστάτης του Συντάγματος, την εξουσία άσκησης ultra vires ελέγχου επί των ενωσιακών πράξεων. Αυτή η εξουσία ελέγχου προϋποθέτει κατά το Δικαστήριο την διατήρηση της ιδιότητας των Κρατών Μελών ως “Masters of the Treaties”. Η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιών στην Ένωση είναι δυνατή μόνο κατ’ εφαρμογή της αρχής της δοτής αρμοδιότητας και -συνεπαγόμενα- την διατήρηση από μέρους των Κρατών Μελών της εξουσίας να καθορίζουν το περιεχόμενο των εξουσιών που θα μεταβιβαστούν (την αρμοδιότητα καθορισμού της αρμοδιότητας).
Στο απαραβίαστο της εξουσίας ελέγχου στηρίζεται και η διαχρονική άρνηση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου να αποδεχθεί πλήρη και άνευ εξαιρέσεων εφαρμογής της αρχής της υπεροχής εντός της εθνικής έννομης τάξης, τουλάχιστον υπό την μονιστική της προσέγγιση. Δέχεται ότι το πρωτείο του ενωσιακού δικαίου εντός της γερμανικής έννομης τάξης στηρίζεται επί του εθνικού Συντάγματος και όχι τις Συνθήκες και επομένως η δεσμευτικότητα του στην γερμανική έννομη τάξη στηρίζεται επί της διπλής αίρεσης ότι οι ενωσιακές πράξεις είναι κατά πρώτο λόγο intra vires και κατά δεύτερο λόγο συμβατές προς την γερμανική συνταγματική ταυτότητα. Για να περιοριστεί εφικτά η επέμβαση επί του απαραβίαστου πυρήνα του δικαιώματος των Γερμανών πολιτών να εκλέγουν την Bundestag κατά την πρόβλεψη του άρθρου 38 του Θεμελιώδους Νόμου και ως εκλογικό σώμα να ασκούν επιρροή επί των ζητημάτων που ανάγονται στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, η μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων προς την Ένωση θα πρέπει να παραμένει περιορισμένη. Επομένως η Bundestag θα πρέπει να διατηρεί σημαντικό μέρος των νομοθετικών και προϋπολογισμιακών αρμοδιοτήτων της έτσι ώστε η Γερμανία να μην απωλέσει τη δυνατότητα της να σχηματίζει δημοκρατικά τον εαυτό της.
Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αποτάθηκε στο ΔΕΕ για την έκδοση προδικαστικής απόφασης για πρώτη φορά στην ιστορία του το 2014, μέσα σε ένα κύμα έντονων εσωτερικών αντιδράσεων στην Γερμανία, αναφορικά με την υιοθέτηση των “Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών” (Outright Monetary Transactions,“OMT”,2 BvR 2728/13, 14.1.2014) του Ευρωσυστήματος στις δευτερογενείς αγορές κρατικών ομολόγων, που είχε ως στόχο την διασφάλιση της ομοιόμορφης νομισματικής πολιτικής στον χώρο του ευρώ. Βασικό σημείο τριβής ήταν η δυνατότητα που παρεχόταν στο Ευρωπαϊκό Συστήμα Κεντρικών Τραπεζών να προβαίνει σε αγορές κρατικών ομολόγων κάποιου κράτους μέλους στη δευτερογενή αγορά χωρίς περιορισμό, εφόσον το κράτος μέλος αυτό αποδεχόταν όπως συμμετάσχει σε ένα ειδικό πρόγραμμα δημοσιονομικής μεταρρύθμισης, σε συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
To Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είχε από τότε εκφράσει την άποψη ότι η απόφαση ήταν ultra vires διότι δεν ήταν αμιγώς νομισματικού χαρακτήρα αλλά παρείσφρυε και επέφερε συνεπείες στην χάραξη των εθνικών οικονομικών πολιτκών των κρατών μελών. Αυτό, κατά το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, συνιστούσε σημαντική μετατόπιση της υφιστάμενης κατανομής εξουσιών μεταξύ των ενωσιακών θεσμικών οργάνων και των κρατών μελών. Επίσης, δημιουργούσε συνθήκες πιθανής παραβίασης της εθνική συνταγματική ταυτότητας λόγω της δημιουργίας ενός μηχανισμού μέσω του οποίου θα περιοριζόταν η αυτονομία του κράτους να καταρτίζει και να διαχειρίζεται τον κρατικό του προϋπολογισμό. Δήλωσε μάλιστα ρητά ότι οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία από το ΔΕΕ που να μην υιοθετεί τη δική του προσέγγιση – δηλαδή μία συσταλτική ερμηνεία που θα επέτρεπε την οριοθέτηση του προγράμματος ως ένα συμπληρωματικό, βοηθητικό μέτρο, εντεταγμένο εντός της γενικότερης οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης- θα οδηγούσε σε από μέρους του αποκήρυξη της απόφασης ως ultra vires.
Η απόφαση της 5ης Μαΐου με την οποία κρίθηκε αφενός ως μη δεσμευτική η απόφαση του ΔΕΕ στηWeiss και αφετέρου το PSPP ως ultra vires και παραβιάζον την συνταγματική ταυτότητα του Γερμανικού κράτους, είναι δομημένη ακριβώς επί του ως άνω υποβάθρου. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι είναι από άποψη μεθοδολογίας συνεπής σε σχέση είτε με τα άκρα όρια του ultra vires ελέγχου και του ελέγχου συνταγματικής ταυτότητας που το ίδιο έχει καθορίσει μέσα από την προηγούμενη νομολογία του, είτε ως προς το περιεχόμενο και τις συνταταγμένες του συνταγματικού ελέγχου με αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας.
Εν συντομία τα κύρια σημεία της απόφασης:
1. Η απόφαση του ΔΕΕ στη Weiss ήταν μεθοδολογικά ελαττωματική σε ότι αφορά τη διενέργεια του ελέγχου αναλογικότητας του PSPP (σκ. 132).Εκεί όπου διακυβεύονται ουσιώδη συμφέροντα των κρατών μελών, όπως ισχύει γενικά όταν ερμηνεύονται οι αρμοδιότητες που έχουν μεταβιβαστεί στην ΕΕ και στην δημοκρατικά νομιμοποιημένη διαδικασία ενοποίησης, ο δικαστικός έλεγχος δεν θα πρέπει να διεξάγεται στη βάση μίας αποδοχής των θέσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς πιο επισταμένη διερεύνηση (σκ.142). Το ΔΕΕ εν προκειμένω έχει υπερβεί τα όρια της αρμοδιότητας του, όπως αυτή προσδιορίζεται από το άρθρο 19 (1) της ΣΕΕ διότι έχει προβεί σε μία αυθαίρετη ερμηνεία των Συνθηκών. Επομένως, στη βάση του Θεμελιώδους Νόμου και της πράξης προσχώρησης το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο θα πρέπει να θεωρήσει ότι δεν δεσμεύεται από την απόφαση του (σκ.112).
2. Ο συνδυασμός της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που επιτρέπεται στην ΕΚΤ με το περιορισμένο εύρος του ελέγχου που διενεργείται από το ΔΕΕ, είναι σαφές ότι αποτυγχάνει να εξοπλίσει την αρχή της δοτής αρμοδιότητας με ουσιαστική αποτελεσματικότητα και διανοίγει το δρόμο για μία συνεχή διάβρωση των εξουσιών των κρατών μελών (σκ. 156) Η oριστικότητα του ενοποιητικού εγχειρήματος δεν μπορεί να υποβαθμίζει την αρχή της δοτής αρμοδιότητας η οποία συνιστά μία από τις θεμελιώδεις αρχές επί των οποίων στηρίζεται η λειτουργία της Ένωσης (σκ.158).
3. Στο πεδίο της οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών, η αρχή της αναλογικότητας και η επί του συνόλου αξιολόγηση και εκτίμηση που η εφαρμογή της αρχής αυτής προϋποθέτει είναι ιδιαίτερης σημασίας σε ότι αφορά την τήρηση και σε σεβασμό στην δημοκρατική αρχή και την κρατική κυριαρχία. Παράβλεψη τους, πιθανόν να οδηγήσει σε μετατόπιση των βάσεων διάκρισης αρμοδιοτήτων στην ΕΕ, δηλαδή υπονόμευση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας (σκ. 158). Ένα πρόγραμμα για την αγορά κρατικών ομολόγων μόνο τότε ικανοποιεί την αρχή της αναλογικότητας όταν αποτελεί ένα απαραίτητο και κατάλληλο μέσω για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, επομένως η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί όπως ο στόχος της νομισματικής πολιτική του προγράμματος και oι συνέπειες της οικονομικής πολιτικής να εντοπιστούν, υπολογιστούν και ισοζυγιστούν μεταξύ τους. Εκεί όπου ο στόχος μίας νομισματικής πολιτικής επιδιώκεται χωρίς προϋποθέσεις και υπάρχει αδιαφορία ως προς τα αποτελέσματα που έχει στην οικονομική πολιτική, τότε προδήλως παραγνωρίζεται η αρχή της αναλογικότητας όπως αυτή κατοχυρώνεται στις παραγράφους 1 και 4 του άρθρου 5 της ΣΕΕ (σκ. 165)
4. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και η Bundestag έχουν την ευθύνη να προβαίνουν σε έλεγχο αναλογικότητας σε σχέση με τη διαδικασία ενοποίησης. Θα πρέπει με σαφήνεια να εκφέρουν την νομική τους άποψη στην ΕΚΤ ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα ώστε να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των αποφάσεων της με τις Συνθήκες (σκ. 232). Τα γερμανικά δημόσια όργανα δεν μπορούν να συμμετέχουν ούτε στην διαμόρφωση ούτε στην υλοποίηση και εφαρμογή αποφάσεων ultra vires. Aυτό ισχύει και για την Bundesbank (σκ. 234).
5. Ενόψει των ανωτέρω, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο καλεί την ΕΚΤ εντός προθεσμίας 3 μηνών να υιοθετήσει μία νέα απόφαση από την οποία να προκύπτει με σαφήνεια και επαρκή υποστήριξη ότι οι νομισματικές πολιτικές που υιοθετούνται από αυτές δεν είναι δυσανάλογες προς τις οικονομικές συνέπειες που προκύπτουν από το πρόγραμμα. Στην ίδια βάση η Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα θα πρέπει να διασφαλίσει ότι τα ομόλογα που έχουν ήδη αγοραστεί κατώ από το PSPP και κρατούνται στο πορτοφόλιο της θα πωληθούν στη βάση μίας μακροπρόθεσμης πολιτκής που θα συμφωνηθεί από το ΕΣΚΤ (σκ. 235).
Και κάποιες πρώτες σκέψεις:
1. Διαπιστώνεται, καταρχάς, μια αποστασιοποίηση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου από την προηγούμενη του νομολογία και ιδιαίτερα την απόφαση στη Ηoneywell (2 BvR 2661/06, 6.7.2010) στην οποία είχε “προειδοποιήσει” τον εαυτό του ότι θα πρέπει να είναι προσεκτικό κατά τον έλεγχο ultra vires και συνταγματικής ταυτότητας ουτώς ώστε να μην εκφεύγει των ορίων του καθήκοντος του και να μην επεμβαίνει επί της εξουσίας του ΔΕΕ να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τις Συνθήκες κατά τρόπο που να μην τίθεται υπό διακινδύνευση το πρωτείο εφαρμογής, η ενότητα και η συνεκτικότητα του ενωσιακού δικαίου. Εκεί είχε κριθεί ότι ο παραμερισμός της εφαρμογής ενός ενωσιακού κανόνα – που συνιστά ένα ιδιαίτερα εξαιρετικό μέτρο- κρίνεται αδικαιολόγητος εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου διαπιστώνεται σημαντική μετατόπιση του υφιστάμενου status quo ως προς τον καταμερισμό εξουσίας μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσδιορίζοντας δηλαδή τον έλεγχο αυτό ως απόλυτα οριακό. Στη βάση της Honeywell, ultra vires θα μπορούσε να θεωρηθεί μία ενωσιακή πράξη μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η ένταση της σύγκρουσης της με τον εθνικό συνταγματικό κανόνα είναι τόσο μεγάλη ώστε να καθίσταται αδύνατη η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Είναι σαφές ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός σημαντικά διευρυμένου περιθωρίου έντασης τους ελέγχου.
2. Το Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να εξετάσει την νομιμότητα μίας ενωσιακής πράξης ή απόφασης ούτε να την ακυρώσει – επομένως η απόφαση του Δικαστηρίου δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του Προγράμματος αλλά την εφαρμογή του εντός της γερμανικής έννομης τάξης. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι σαφέστατα θα επηρεάσει σε το κύρος του στο πολτικό πεδίο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
3. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δεν είναι το πρώτο Δικαστήριο που κηρύσσει μία ενωσιακή πράξη ως ultra vires, εφόσον προηγήθηκαν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας στην απόφαση για τις “Σλαβικές Συντάξεις” ( Pl. ÚS 5/12, ημερ. 31.1.2012) και έπειτα το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας (Ajos A/S v. Estate of A, ημερ. 6.12.2016). Δεν πρέπει να αγνοείται όμως ότι το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, έχει με διαφορά τη σημαντική επίδραση στο γενικότερο ζήτημα του πρωτείου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και την δυνατότητα άσκησης ultra vires ελέγχου ή ελέγχου συνταγματικής ταυτότητας μεταξύ των συνταγματικών δικαστηριών και των δικαστηρίων τελικού βαθμού άλλων κρατών μελών. Λαμβάνοντας υπόψη τις φυγόκεντρες τάσεις κρατών όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, η απόφαση αυτή φαίνεται βέβαιο ότι θα προκαλέσει προς την κατεύθυνση αυτή μετασεισμικές δονήσεις. Ενδεικτική προς τούτο είναι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ουγγαρίας για την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την ανακατανομή και τη μετεγκατάσταση προσφύγων στα κράτη μέλη της ΕΕ βάσει ποσοστώσεων και τη διασύνδεση της που επιχειρήθηκε εκεί από την ουγγρική κυβέρνηση με την προστασία της συνταγματικής ταυτότητας με ειδική αναφορά στη νομολογία του ΟΣΔΓ (υπ.αρ 22/2016, ημερ. 30.11.2016).
4. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δεν αποκλείει ότι μπορεί η ΕΚΤ να είναι σε θέση να παρουσιάσει δεδομένα που να επιτρέπουν την διεξαγωγή ενός ουσιαστικού ελέγχου αναλογικότητας του Προγράμματος και άρα δεν έχει προβεί σε τελική κρίση επί της αναλογικότητας του – οπότε φαίνεται ,τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως να μην εγκαταλείπει τον διάλογο ούτε με την ΕΚΤ ούτε με το ΔΕΕ. Αναμφίβολα όμως, βρισκόμαστε ενώπιον ενός θεμελιακού επαναπροσδιορισμού της ουσιαστικής λειτουργίας και των αποτελεσμάτων του διαλόγου αυτού.
5. Όμως, η κρίση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου περί αυθαίρετης ερμηνείας και ελαττωματικής μεθοδολογίας ως προς την άσκηση ελέγχου αναλογικότητας από το ΔΕΕ, δημιουργεί σοβαρούς προβληματισμούς, ως προς τα γενικότερα όρια του συνταγματικού ελέγχου και την ένταση της επέμβασης που επιτρέπεται σε ένα Συνταγματικό Δικαστήριο. Τούτο διότι, εδώ το Πρόγραμμα είχε τύχει επικύρωσης από την Bundestag και το ΔΕΕ είχε όντως ασκήσει ένα κάποιο έλεγχο αναλογικότητας στα πλαίσια της απόφασης του, αποδεχόμενο μάλιστα ότι τα προγράμματα της ΕΚΤ δύνανται μόνο να να επιδιώκουν στόχους που αφορούν στην νομισματική πολιτική της Ένωσης και δεν μπορούν να επεκτείνονται σε στόχους ή αποτελέσματα επί της οικονομικής ή δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών μελών (βλ. σκ. 59). Το ΔΕΕ επανέλαβε στην προδικαστική του απόφαση με αναγωγή στην Pringle (C-370/12)και τηνGauweiler (C‑62/14)ότι προκειμένου να κριθεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στον τομέα της νομισματική πολιτική, πρέπει να εξετάζονται κυρίως οι σκοποί που επιδιώκονται σε συνάρτηση και με τα συγκεκριμένα μέτρα που λαμβάνονται ή προωθούνται προς επίτευξη των στόχων του (σκ. 53-58). Στην απόφαση του στην OMT το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είχε κάνει επί της ουσίας δεκτή την προσέγγιση αυτή.
6. Φαίνεται να υπάρχει διάθεση από μέρους του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου να επιβάλει στο ΔΕΕ έναν ιδιαίτερα εξειδικευμένο και σίγουρα πολύ μεγαλύτερης έντασης έλεγχο αναλογικότητας. Το ΟΣΔ δείχνει να απορρίπτει, τουλάχιστον σε σχέση με τα ζητήματα νομισματικής πολιτικής, την πρακτική της παραχώρησης ευρείας διακριτικής ευχέρειας στον σχηματισμό και την υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων διαμέσου της διεξαγωγής ενός οριακού ελέγχου αναλογικότητας από μέρους του ΔΕΕ. Αυτό υπό το φως της διακινδύνευσης επιβολής ή επέμβασης στο κυριαρχικό δικαίωμα των κρατών μελών να καθορίζουν αυτόνομα τις οικονομικές τους πολιτικές,. Δεν φαίνεται να ενδιαφέρει το Δικαστήριο να συνεκτιμήσει τα πιθανά από οικονομικής ή δημοσιονομικής άποψης οφέλη του Προγράμματος κάτι που αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς την μεθοδολογική ορθότητα και πληρότητα του δικού του ελέγχου αναλογικότητας. Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν βέβαια παρά να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο επιθυμεί να απευθύνει στο ΔΕΕ και κατ’ επέκταση στα ενωσιακά θεσμικά όργανα αυστηρότερη προειδοποίηση από αυτήν που είχε απευθύνει μέσω της απόφασης του στην ΟΜΤ διαμηνύοντας πλέον και εμπράκτως την ετοιμότητα του απονομιμοποιήσει μελλοντικά νομισματικής υφής μέτρα που έρχονται να επιβάλουν σοβαρές οικονομικές δεσμεύσεις στη διαχείρηση των εθνικών δημοσιών οικονομικών.
7. Ο δικαστικός διάλογος μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων αποτελεί το κλειδί για την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Την ίδια ώρα όμως, αποτελεί και το κατ’ εξοχή μέσο προς εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων και επίλυση των αναδυόμενων συγκρούσεων που ανάγονται στις εθνικές ιδιαιτερότητες των κρατών μελών. Από τη μια πλευρά, η από μέρους των εθνικών δικαστηρίων χρήση του ελέγχου εθνικής/συνταγματικής ταυτότητας παραπέμπει κυρίως σε αναβάθμιση του επιπέδου και του ρόλου του διαλόγου μεταξύ αυτών και του ΔΕΕ αφού συνιστά την κύρια οδό για την εξεύρεση μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της αποτελεσματικής εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου εντός των εθνικών εννόμων τάξεων και της προστασίας της εθνικής ταυτότητας. Αν δεχτούμε ότι η σύγκρουση μεταξύ των δύο δομών, εθνικής συνταγματικής και ενωσιακής είναι αναπόφευκτη, τότε, θα πρέπει να υπάρξει ένας επαναπροσδιορισμός των στόχων του δικαστικού διαλόγου, ώστε αυτός να μην κατευθύνεται προς την αναζήτηση λύσεων για εξάλειψη των συγκρούσεων μέσω μίας διαδικασίας ιεράρχησης των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, αλλά προς την αναζήτησή λύσεων που θα επιτρέπουν την κατά το δυνατό αρμονικότερη συνύπαρξη των δύο.
8. Δεν μπορεί όμως να μην παρατηρηθεί ότι επιβεβαιώνεται για ακόμα μία φορά η τάση ισχυροποίησης των εθνικών αντιστάσεων στην καθολική αφομοίωση των εθνικών εννόμων τάξεων από μία κεντρική ενωσιακή έννομη τάξη. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ολοκλήρωση της ενοποιητικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων που εντοπίζονται στο ενοποιητικό εγχείρημα και σχετίζονται με την έλλειψη μίας διαδικασίας νομιμοποίησης του ενωσιακού δικαίου που ναι είναι θεσμικά ανάλογη, που να παρέχει δηλαδή, ανάλογες εγγυήσεις, με αυτήν που οδηγεί στη δημιουργία και τη μεταβολή ενός εθνικού Συντάγματος.