Πολιτότητα κατ’ εξαίρεση: Ή ο Κορονοϊός πέραν από τη συνταγματολογία

Εισαγωγικά

Έχουν ήδη ειπωθεί αρκετά πράγματα για την απαγόρευση της κυκλοφορίας και άλλους περιορισμούς λόγω Κορονοϊού, εντός Ευρώπης πρώτα στην Ιταλία, μετά αλλού και πιο πρόσφατα στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Νομικοί και συνταγματολόγοι κονταροχτυπιούνται στο δημόσιο διάλογο αν οι περιορισμοί είναι ή όχι ατομικά διοικητικά μέτρα, ενώ πολλοί δεν νοιάζονται καν για θέματα νομιμότητας αλλά υγείας και ασφάλειας. Γίνεται σχετικά εύκολα αποδεκτή και μια Σμιττιανή λογική (βλ. Carl Schmitt) που αναγνωρίζει πως η πολιτεία σαν συντακτική αρχή (constituent order) με νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες, μπορεί να λειτουργεί κάποτε και εκτός του συντεταγμένου πλαισίου αναφοράς (constitutional order). Το Σύνταγμα μπορεί να παραμεριστεί από τη δύναμη της ιστορικής ροής, ωστόσο, αντιτάσσεται η αδήριτη δημοκρατική ανάγκη συνολικής αναφοράς στο όλο του Συντάγματος και πολιτικής νομιμοποίησης της συντακτικής αρχής. Η θέση αυτή προκρίνει πως αν το Σύνταγμα εκτραπεί κατά γράμμα (κατά συγκεκριμένο άρθρο ή κώδικα) ενόψει μιας πανδημίας ή κάθε άλλης έκτακτης ανάγκης, το πνεύμα του (κατά Montesquieu) πρέπει πάση θυσία να παραμείνει ακέραιο.

Εάν μέτρα που αποτυπώνονται με το διεθνές πλέον λεξιλόγιο του lockdown δεν έχουν συνταγματικό έρεισμα στην κάθε αντίστοιχη περίπτωση, είναι βεβαίως θέμα ουσιαστικής σημασίας, δεν εξαντλεί όμως το ζήτημα της ευρύτερης σχέσης μεταξύ της συντακτικής αρχής και των πολιτών που εξ’ ορισμού την νομιμοποιούν. Πέραν από νομικά επίμαχη και συνταγματικά ολισθηρή έννοια, αυτή η συνθήκη του ειδικού, ή του ‘καθεστώτος εξαίρεσης’ όπως το έχει αναπτύξει ο Giorgio Agamben, επηρεάζει άμεσα τις μορφές πολιτότητας, οι οποίες μέσα από την περίοδο της πανδημίας μπορούν να καταλήξουν σε κάτι ενδεχόμενα διαφορετικό. Η πολιτότητα περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις και τις ελευθερίες-δικαιώματα του πολίτη απέναντι στην έννομη τάξη και το κράτος. Οι υποχρεώσεις σε συνάρτηση με τα δικαιώματα καθιστούν την ιδιότητα του πολίτη σε ένα γεωγραφικά καθορισμένο σύνορο, επί του οποίου ασκεί κυριαρχία ένα έθνος-κράτος ή μια άλλη μορφή θεσμοθετημένης εξουσίας όπως η ΕΕ. Αλλά ακόμα και εντός του πλαισίου της νομικής τους υπόστασης, οι πρακτικές που διέπουν τις ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα, όσο και οι σχετικές υπενθυμίσεις για τη συνολική κοινωνική πρόνοια σε συνθήκες κρίσης ή μη, δεν είναι στατικές και παγιωμένες αλλά κοινωνικά αντιπαραθετικές και πολιτικά διφορούμενες έννοιες, εξελίξιμες μέσα στον χρόνο και ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης για ιδεολογική ηγεμονία.

Η ιδιότητα του πολίτη σαν θέμα πολιτικής και όχι νομικής μόνο ανάλυσης, επιπλέον μας επιτρέπει να διερωτηθούμε τι προκύπτει σε περιόδους κρίσεων με τους μη-πολίτες, αυτούς που βρίσκονται σε ένα κράτος την στιγμή της κρίσης αλλά δεν είναι υπήκοοί του. Σε πόσες γλώσσες είδαμε να γίνονται ξενόγλωσσες ανακοινώσεις κρατών από την τηλεόραση, να ξοδεύονται πόροι για ενημέρωση και βοήθεια των μη-υπηκόων; Κατ’ επέκταση πως η ανταπόκριση μιας κυβέρνησης στον Κορονοϊό αντικατοπτρίζει την αντίληψή της για την πολιτότητα εντός των συνόρων της σαν κάτι διαφορετικό από τα δικαιώματα των πολιτών της και αυτά τα δικαιώματα σαν διαφορετικά από εκείνα των πολιτών της στο εξωτερικό; Αντίστοιχα, πως η εύκολη πρόσβαση στο παγκόσμιο ενισχύεται ή περιορίζεται; Τι μας έχουν διδάξει οι γλαφυρές εικόνες ουρών στα αεροδρόμια, κυρίως πολιτών που αδημονούσαν να επαναπατριστούν; Τι αναδεικνύουν τα κέντρα μεταναστών στη Λέσβο και αλλού, ή η πρόσφατη απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας να διώξει σκάφος μεταναστών, μεταξύ των οποίων και πολλά παιδιά; Και η μάλλον παγκόσμια πρωτοτυπία της να απαγορεύσει είσοδο στην επικράτειά της από  πολίτες της που βρίσκονται μόνιμα στο εξωτερικό.

Διαχείριση κρίσεων και κοινωνική δικαιοσύνη

Μέσω της πολιτότητας και με αναφορά στην μη-πολιτότητα μπορούμε να δούμε τις κοινωνικές, στρωματικές και τμηματικές στρεβλώσεις στη διαχείριση του Κορονοϊού, το μέγα ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης τόσο εντός του σώματος των πολιτών, όσο και μεταξύ τους και των μη-πολιτών. Η βάση της συνταγματικής προσέγγισης ότι ο νόμος είναι δίκαιος και άρα οι πολίτες ίσοι απέναντι στο νόμο (equal before the law), ότι το Σύνταγμα προστατεύει μια δέσμη βασικών δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες, που μεταφράζεται σε ίσες τιμωρίες για την ίδια παρανομία, τίθεται η ίδια υπό αμφισβήτηση. Ο κανονιστικός αυτός χαρακτήρας του φιλελεύθερου νόμου έχει κατά κύριο λόγο καταπατηθεί προκλητικά και εξόφθαλμα, τουλάχιστον στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Η σχέση κράτους-εκκλησίας εξασφάλισε το δικαίωμα στους ηγέτες του κλήρου να παρανομούν χωρίς τιμωρία, ούτε καν δημόσια μομφή. Δυστυχώς, αν και εν προκειμένω παράνομη η εκκλησία, αντιμετωπίζοντάς την χωρίς ορατή τιμωρία οι Ελληνικές και Κυπριακές κυβερνήσεις τη νομιμοποιούν ως εξαίρεση στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών, άρα ως υπεράνω της έννομης τάξης. Πιο απλά οι ιερείς παρουσιάζονται ως φορείς με ‘ειδική’ πολιτότητα όσο απολαμβάνουν ιδιαίτερης και παράτυπης μεταχείρισης από το κράτος. Διερωτάται κάποιος τι μπορεί να στοιχίσει αυτό στο μέλλον, σε επιπτώσεις πάνω στην ποιότητα της δημοκρατίας και στην πολιτική κουλτούρα;

Είναι σε κάθε περίπτωση η πολιτική που θα καθορίσει και τη διαχείριση της κρίσης, εξ’ ού και πολλές κυβερνήσεις δεν ακολουθούν ή δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στην οδηγία του ΠΟΥ για περισσότερο testing και αποφυγή των lockdowns. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Yγείας (ΠΟΥ) ορίζει την ευαλωτότητα (vulnerability) ως ‘τον βαθμό στον οποίο ένας πληθυσμός, ένα άτομο ή ένας οργανισμός δεν μπορεί να προσδοκεί, διαχειριστεί, αντισταθεί ή αναρρώσει από τον αντίκτυπο των καταστροφών’, ενώ συνδέει άμεσα την φτώχεια με την ευπάθεια στον Κορονοϊό. Δεν είναι μόνο οι ηλικιωμένοι πιο ευπαθείς, όπως άδικα επικράτησε για καιρό σε πολλά δελτία ειδήσεων και κυβερνητικές ανακοινώσεις, αλλά και πολλοί άλλοι, άτομα, χώρες, κοινότητες, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και άλλες συλλογικότητες. Ιδιαίτερα εάν διαπιστώσουμε πως η ευπάθεια στον ιό και η ευαλωτότητα λόγω του ιού μπορεί να είναι διαφορετικά πράγματα · κάτι που βεβαίως επιτρέπει η φρασεολογία του ΠΟΥ.

Υπάρχουν όντως πολλές κριτικές της ισότητας του νόμου που υπερβαίνουν το αξιακό ρεπερτόριο του φιλελευθερισμού και συνεισφέρουν εναλλακτικές οπτικές στην πολιτότητα (βλ. Bellamy, R. (2014). Citizenship: Historical development of’, στο J. Wright (ed), International Encyclopaedia of Social and Behavioural Sciences, 2nd ed., Elsevier). Το περιβαλλοντικό κίνημα τονίζει πως το είδος της οικονομικής παραγωγής μπορεί να αποβεί επιζήμιο για την οικολογία και άρα επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών σε σχέση με το φυσικό τους περιβάλλον, αστικό και μη. Η φεμινιστική σκοπιά μας διδάσκει πως το κράτος ενορχηστρώνει ή αγνοεί τον υποτελή ρόλο των γυναικών, περιθωριοποιώντας τις μέσω των πατριαρχικών συστημάτων κοινωνικών παροχών, ακόμα και αυτών που θεωρούνται κατά τα άλλα ‘γενναιόδωρα’. Εν μέσω κρίσεων, οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο, αλλά δεν υπάρχουν πολλές φορές αντίστοιχα μέτρα για τις πολλαπλές όψεις των γυναικείων αναγκών και δικαιωμάτων. Ο κοσμοπολιτισμός επικρίνει τους περιορισμούς και αδυναμίες στις ιδιότητες του πολίτη που πηγάζουν από τη σύνδεσή του με το έθνος κράτος και επιδιώκει θεσμικές αλλαγές που θα επιταχύνουν τη μετάβαση σε μια συνταγματική παγκοσμιότητα. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και οι υποστηρικτές ενός παγκόσμιου χάρτη διαχείρισης κρίσεων σε συνταγματικό επίπεδο που να κατοχυρώνει μια παγκόσμια στρατηγική ως πλέον απαραίτητη (Βλ. Vedacci, I. και Graziani, C. (2020).  ‘Coronavirus emergency and Public Law issues: An update on Italy’ Verfassungsblog: On Matters Constitutional ).

Οι πιο πάνω κριτικές και επισημάνσεις καθρεφτίζουν πραγματικότητες. Στην περίπτωση των μέτρων για τον περιορισμό του Κορονοϊού και τα κενά κρατικής μέριμνας, εξασφάλισης και ικανοποίησης κοινωνικών δικαιωμάτων, εντοπίζονται ιδιαίτερα στις ακραίες και δραματικές σε πολλές περιπτώσεις χωρών ελλείψεις σε ιατρικό εξοπλισμό και κλίνες. Γενικότερα η υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των Ευρωπαϊκών συστημάτων υγείας είναι εν πολλοίς προφανής. Παρόλο που πιο ειδικά η κρισιμότητα της πανδημίας είναι και γεωγραφικά ανισότιμη. Οι φτωχότερες χώρες του Ευρωπαϊκού νότου με τα πιο μεγάλα προβλήματα στο κοινωνικό κράτος και την ιατρική φροντίδα αποτελούν τις περιπτώσεις με τους περισσότερους θανάτους κατ’ αναλογία πληθυσμού, παρόλο που επιτάχθηκε ο ιδιωτικός τομέας. Το νήμα των ευπαθών και ευάλωτων όταν ξεδιπλωθεί, περιλαμβάνει γονείς και μονογονείς απαραίτητους για τα συστήματα διαδικτυακής διδασκαλίας μικρών παιδιών που όμως πρέπει να εργάζονται ή αρρωστούν, τους άστεγους, όσους βιώνουν ενδοοικογενειακή βία, οικιακές εργάτριες που το σπίτι τους είναι ο χώρος εργασίας τους, προσφύγες και μετανάστες, ηλικιωμένους, παιδιά, ψυχιατρικά ασθενείς και φυλακισμένους που στεγάζονται σε κρατικές υποδομές, άτομα με αναπηρίες και παιδιά και έφηβους που χρειάζονται ψυχολογική στήριξη λόγω εγκλεισμού. Τα περιοριστικά μέτρα έχουν ανισότιμο αντίκτυπο σε διαφορετικά στρώματα και ομάδες του πληθυσμού – όχι δεν είναι τόσο απλό να μείνουν κάποιοι σπίτι και ναι το ποσοστό του κάθε πρόστιμου στο μισθό και τον πλούτο του κάθε πολίτη είναι διαφορετικό. Οι πρόσφυγες και μετανάστες μη-πολίτες στη χώρα, οι πολίτες της χώρας που ζουν στο εξωτερικού και δεν δικαιούνται να επιστρέψουν έχουν εμφανώς λιγότερη πρόσβαση σε βασικά δικαιώματα έναντι του κράτους στο οποίο βρίσκονται, έστω, εντός χωρικών υδάτων, έτσι αποτελούν βιωματικά την εξαίρεση της πολιτότητας.

Δημοκρατία και πανδημία

Eπιπλέον των κοινωνικών προεκτάσεων των lockdowns, η ιδιότητα των πολιτών και πιο συγκεκριμένα η υποχρέωση του κράτους απέναντί τους να τηρεί δημοκρατικές διαδικασίες και άρα να συγκροτεί και να συγκρατεί το πολίτευμα, αφορά την πολιτική οδό, την διαδικαστική πρακτική του νόμου που θεσπίζεται την ώρα της κρίσης, βασικά τη δημοκρατία και τις αντιπροσωπευτικές, διαβουλευτικές και συμμετοχικές της διαστάσεις. Σήμερα, οι αστραπιαίες διαδικασίες προετοιμασίας των νομοθετικών ρυθμίσεων, των επιτάξεων και των διαφόρων άλλων μέτρων που θεσπίζονται χωρίς την ελάχιστη διαφάνεια και δημοκρατική συζήτηση, συμβαίνουν με εφάμιλλο παρασκήνιο με εκείνο της περιόδου των προγραμμάτων λιτότητας των χρεωμένων χωρών (ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου υποτίθεται διδόταν ‘μάχη με τον χρόνο’) εν μέσω της κρίσης της Ευρωζώνης. Και σήμερα και τότε, τα μέτρα παίρνουν χαρακτήρα μέσα στα πλαίσια της συνθήκης του κατ’ επείγοντος και αυτό αφορά τόσο στον τύπο της άσκησης εξουσίας – μέσω διαταγμάτων, οδηγιών, ντιρεκτίβων, ή νομοθετημάτων – όσο και τις διαδικασίες εντός του κάθε τύπου που διαφοροποιούνται κατά τρόπο μη δημοκρατικό.

Πρόσφατα στο Ιταλικό Κοινοβούλιο αυτό μεταφράστηκε σε απόφαση των αρχηγών κομμάτων να διεξαχθεί ψηφοφορία στις 11 Μαρτίου για τον νόμο περί δημοσιονομικού ελλείμματος εν όψει της κατάστασης, με μόνο τα μισά μέλη της κάθε βουλής (άνω και κάτω) παρόντα (Vedacci και Graziani, ο.π.). Σε συνθήκες κρίσης, δεν παραλύει όμως μόνο η θεσμική διαδικασία αλλά και η πολιτική διεργασία – το πνεύμα όχι του νόμου αλλά της πολιτικής που τον συντάσσει. Η πρακτική και οι κανόνες τίθενται πριν και ανεξάρτητα της υγιούς συμμετοχής, διαβούλευσης και πολιτικού ανταγωνισμού. Σχηματοποιείται μια εθνική ομοφωνία, όπου η αντιπολίτευση ως επί το πλείστο σιωπά και το δημοκρατικό σύστημα χάνει τον πιο βασικό του έλεγχο – αυτόν της πολιτικής ισχύς κατά στην κυβέρνηση. Αυτό, όπως υποδεικνύει η πολιτική επιστήμη επηρεάζει τα μέγιστα την δημοκρατική τάξη αφού μειώνει αισθητά τη λογοδοτική λειτουργία των κυβερνήσεων και περιορίζει τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων (Ενδεικτικά, βλ. Mair, P. (2007). ‘Political opposition and the European Union’, Government and Opposition, 42 (1): 1-17). Ο κίνδυνος ελλοχεύει ιδιαίτερα εάν η κατάσταση εξομαλυνθεί με τρόπο που να οδηγεί σε ένα νέο zeitgeist, διυλίζοντας δημοκρατικές αρχές, καθιερώνοντας μια υποβόσκουσα κοινωνική αποξένωση και κατ’επέκταση αλλοτρίωση. Που δύνανται να δυσκολέψουν την κριτική σκέψη, τον αναστοχασμό και τη δέουσα αντίδραση σε αυθαίρετου τύπου επιβολές.

Από την αποτελεσματική αντιμετώπιση του Κορονοϊού από το ‘Κινέζικο μοντέλο’ ‘εισάγεται’ στην Ευρώπη το στοιχείο του αυταρχισμού, χωρίς αυτό να συνοδεύεται με τον κύριο λόγο της επιτυχίας των Κινέζικων αρχών, δηλαδή την δραστική ενίσχυση του συστήματος υγείας και το εκτεταμένο testing. Κάτι το οποίο έγινε ακόμα πιο επιτυχημένα από την Ταϊβάν και την Νότια Κορέα. Οι ατομικές ελευθερίες περιορίζονται δίχως αυτό τουλάχιστον να αντισταθμίζεται με κοινωνικά δικαιώματα, όπως ή εύκολη ή απαραίτητη πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη. Η σχέση δικαιωμάτων που παρέχονται από την πολιτεία και υποχρεώσεων απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, είναι από τούτη τη γωνία διαλεκτική και γεμάτη εντάσεις. Εξ’ ού και πολλές κυβερνήσεις κρίνονται για την άσκοπη σπατάλη πόρων σε μηχανισμούς καταστολής, που επιδιώκουν εν μέρει να αντισταθμίσουν τα κενά των παροχών υγείας.

Αντιλήψεις για αυτή τη σχέση που κυκλοφορούν στο περιθώριο, μας υπενθύμισε πρόσφατα η Naomi Klein συνεχίζοντας το επιχείρημα του Δόγματος του Σοκ, μπορούν να κυριαρχήσουν πιο εύκολα σε συνθήκες κρίσης, κάποιες φορές οδηγώντας και κάποιες μη σε συνταγματικού τύπου αλλαγές. Πάντα όμως η δημοκρατική διακυβέρνηση και η δημοκρατική εμπειρία, αν δεν ανατραπεί, αναπλάθεται και συνάμα αναπλάθει την κοινωνία. Αυτό που σήμερα θεωρείται υπέρβαση – κλείσιμο συνόρων, περιορισμός ελευθεριών, γρήγορες διαδικασίες, ένστικτα ανθρωποφαγίας, υποταγή – αύριο μπορεί να κανονικοποιηθεί, ανοίγοντας τον δρόμο σε γκρίζες ζώνες ή σκοτεινά μονοπάτια πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Ανασκευάζοντας τη κοινή γνώμη αντίστοιχα προς ένα ισοζύγιο δυνάμεων και εξουσιών όπου η πολιτότητα ντε φάκτο αν όχι de juris θα επανακαθοριστεί.

Αντί επιλόγου

Σε συνθήκες κρίσεις είναι δύσκολα ευκρινές αν μια πολιτεία διολισθαίνει προσωρινά στον αυταρχισμό ή αν πρόκειται για μια δρομολογημένη πολιτική πράξη, η οποία για άλλες κρίσεις ή εξαιρέσεις της ιστορίας αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων. Υπό πανικό για ζητήματα ζωής και θανάτου οι πολίτες αποδέχονται πιο εύκολα επιβολές από πριν. Πιο εύκολα αγνοούν κεντρικά ερωτήματα της δημοκρατικής συνθήκης όπως αν γίνεται σπατάλη δημόσιων πόρων σε αχρείαστα μέτρα καταστολής. Η κυρίαρχη αντίληψη και η υποβόσκουσα λαϊκή συμφωνία για το τι εστί βάρος της ιστορίας, καθεστώς εξαίρεσης, κατ’ επείγουσα παρέκκλιση, υπέρβαση, κ.λπ., ενισχύουν την υπακοή σε περιοριστικά για τις ατομικές ελευθερίες και μειονεκτικά για τα κοινωνικά δικαιώματα μέτρα εν περίοδο πανδημίας. Αλλά η ερμηνεία του έκτακτου ως νομιμοποιητικού στοιχείου της κάθε επιβολής είναι πάντοτε συγκεκριμένη και ετεροβαρής προς το κράτος έναντι των πολιτών, ενόσω και τα μέτρα αντιμετώπισης και πρόνοιας πάντοτε κλείνουν προς συγκεκριμένα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα έναντι άλλων.

Οι πολίτες των χωρών της Ευρώπης έχουν απολέσει δικαιώματα λόγω του νεοφιλελευθερισμού από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, κυρίως αλλά όχι μόνο σαν εργαζόμενοι, κάτι το οποίο έγινε ιδιαίτερα αισθητό την περίοδο της οικονομικής κρίσης του 2008 (Bλ. Baert, P and και Koniordos, S. M. (2010). ‘Introduction,’ στους P. Baert, S. M. Koniordos, G. Procacci and C. Ruzza (eds) (2010), Conflict, Citizenship and Civil Society. London: Routledge, σσ.1-10). Ξέρουμε προ πολλού πως η ιδιότητα του πολίτη και του μη-πολίτη, επηρεάζεται αρνητικά και ανισότιμα αν τα μέτρα είναι αντι-συνταγματικά, αλλά και παρά ταύτα όταν είναι συνταγματικά. Η κάθε κρίση που περιορίζει περαιτέρω τα δικαιώματα των πολιτών και αμβλύνει την ανασφάλεια των μη-πολιτών εύκολα υπενθυμίζει και μια σειρά από παρελθοντικές προειδοποιήσεις για τον εθνικισμό, τα δικτατορικά κλίματα φόβου, την απολυταρχία, την κουλτούρα της διαίρεσης, το μίσος, τους ανθρώπους να μετρούν ευάλωτους που προηγουμένως δεν θεωρήθηκαν έτσι.

Επαφίεται στους εμπλεκόμενους δρώντες να αντιδράσουν ανάλογα με το πώς οι ίδιοι αντιμετωπίζουν αξιακά το δίπτυχο κράτους-πολίτη και τις εντός του εστίες εξουσίας. Να σκεφτούν κριτικά για την πολιτότητα, όχι αποκλειστικά σαν μια έννομη τάξη αλλά σαν μια ρευστή διεκδίκηση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη πως ακόμα και οι διαφωνίες ως προς τη συνταγματικότητα των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, στην κάθε χώρα, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και διεθνώς, είναι πολιτικά στρατευμένες ή στρατεύσιμες.

Print Friendly, PDF & Email