Την προηγούμενη βδομάδα ο Υπουργός Δικαιοσύνης παρουσίασε στα μέλη του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου τις επερχόμενες ριζικές μεταρρυθμίσεις στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο. Οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις έχουν ως κεντρικό σκοπό την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι ριζικές αυτές αλλαγές σίγουρα είναι ευπρόσδεκτες και αποτελούν ένα αδιαμφισβήτητο θετικό πρώτο βήμα, βοηθώντας μας να νιώθουμε μια συγκρατημένη αισιοδοξία για το μελλοντικό μας σύστημα δικαίου.
Υπάρχουν βέβαια ζητήματα τα οποία οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις δεν αγγίζουν. Ένα από αυτά τα άθικτα ζητήματα, είναι o δικαστικός χρόνος που σπαταλιέται καθημερινά στα Δικαστήρια. Για παράδειγμα, αποτελεί καθημερινό φαινόμενο για κάθε σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται τουλάχιστον 5 υποθέσεων που είναι ορισμένες για οδηγίες και συνήθως ορίζονται η ώρα 9.00. Κατά κανόνα, στα πλαίσια κάθε υπόθεσης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο οι λόγοι έφεσης έχουν καταχωρηθεί ή όχι, θα δώσει οδηγίες για την καταχώρηση τους ή θα δώσει οδηγίες για την καταχώρηση περιγραμμάτων αγόρευσης εντός κάποιας προθεσμίας (η οποία προβλέπεται και από σχετικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς). Σε άλλες περιπτώσεις, εκδίδει παρόμοιες, εξίσου απλές οδηγίες.
Η όλη διεργασία στην κάθε υπόθεση οδηγεί στη σπατάλη τουλάχιστον μίας με ενάμιση ώρας καθημερινώς. Ακολουθούν οι ακροάσεις. Μέχρι να φτάσει εκεί η σύνθεση του Δικαστηρίου, ενδεχομένως να έχει ήδη σπαταλήσει όχι μόνο πολύτιμο χρόνο, αλλά και ενέργεια στη μηχανιστική έκδοση οδηγιών. Συνεπώς, υπάρχει ορατό ενδεχόμενο να μην είναι σε πλήρη επαγρύπνηση, η οποία απαιτείται, εφόσον ακολουθεί συνήθως η συζήτηση περίπλοκων νομικών σημείων στις ακροάσεις. Επομένως είναι λογικό, κάποτε, να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το πρόγραμμα που προηγείται να δυσκολεύει τη σύνθεση στο να κατανοήσει πλήρως την επιχειρηματολογία ή ένα νομικό σημείο, καταλυτικής σημασίας.
Σε πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη ανάμεσα σε μέλη του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού, διαφάνηκε ότι η ποιότητα της δικαιοσύνης που απονέμεται εκτιμάται σε χαμηλά επίπεδα και ταυτόχρονα διαπιστώθηκε ότι η τεράστια πλειοψηφία δικηγόρων έχει την εντύπωση ότι δεν τυγχάνουν σεβασμού από τους δικαστές. Σίγουρα, η αναπόφευκτη και καθόλα ανθρώπινη εξάντληση της υπομονής και της ενέργειας των δικαστών, οι οποίοι βλέπουν τις πρώτες τους ώρες να «χάνονται», παίζει κάποιο ρόλο στην εντύπωση που αποκομίζουν οι δικηγόροι που εμφανίζονται ενώπιον τους στις ακροάσεις. Εάν πάρουμε ως μέσο όρο την μια ώρα καθημερινής σπατάλης ως ανωτέρω, σε εβδομαδιαία αναλογία, η σπατάλη ανέρχεται σε τουλάχιστον 5 ώρες ανά σύνθεση. Σχεδόν μια εργάσιμη μέρα δικαστικού χρόνου μιας σύνθεσης, «χάνεται» προτού ξεκινήσουν να ακούγονται υποθέσεις.
Στις προηγμένες χώρες σαφώς, τέτοιες σπατάλες είναι αδιανόητες. Δεν μπορεί κανένας νομικός να φανταστεί, για παράδειγμα, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου να αναγκάζεται να εκδίδει αυτονόητες οδηγίες προς τους διαδίκους και να ελέγχει κατά πόσο έχουν καταχωρηθεί λόγοι έφεσης. Ο φάκελος της υπόθεσης τίθεται ενώπιον των δικαστών όταν η υπόθεση είναι έτοιμη να ακροαστεί. Έχει ενσωματωθεί πλέον στη δικαστική λειτουργία των χωρών αυτών η λήψη κάθε δυνατού μέτρου, προς αποφυγή τέτοιας άσκοπης ανάλωσης δικαστικού χρόνου. Έχει γίνει δηλαδή μέρος της δικαστικής «κουλτούρας». Η σπατάλη χρόνου είναι το χειρότερο «έγκλημα» για τους δικαστές προηγμένων χωρών. Το ίδιο πνεύμα, πρέπει να υιοθετηθεί και στην Κύπρο. Η κάθε διαδικασία που αναλώνει χρόνο δικαστηρίου, και δη του Ανώτατου Δικαστηρίου, θα πρέπει, στο μέτρο που είναι εφικτό πάντοτε, να είναι ουσιώδης. Συνεπώς, πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, να εξαλειφθούν τέτοια φαινόμενα – και τρόποι υπάρχουν.
Θα μπορούσαμε στα κυπριακά δικαστήρια, να είχαμε «Masters» ή κάτι παραπλήσιο, όπως υπάρχουν και στις προηγμένες χώρες. Το προσωπικό αυτό, θα αποτελείται από νομικούς που θα διορίζονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και θα λειτουργούν στο Ανώτατο Δικαστήριο και στα Επαρχιακά Δικαστήρια. Οι «Masters» θα είναι επιφορτισμένοι με την ευθύνη της αποπεράτωσης όλων των απαιτούμενων ενεργειών και/ή την έκδοση όλων των σχετικών οδηγιών στα πλαίσια της προδικασίας (case preparation), θα βεβαιώνονται ότι οι υποθέσεις προσάγονται ενώπιον των Δικαστηρίων μόνο όταν είναι έτοιμες να ακροαστούν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην μπορεί ένας διορισμένος από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο νομικός, να λέει σε διάδικους ότι «έχουν 45 ημέρες για να καταχωρήσουν περίγραμμα αγόρευσης», παραδείγματος χάριν.
Το ίδιο ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και σε ότι αφορά τα Επαρχιακά Δικαστήρια. Εάν οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου αναλώνουν περίπου μια ώρα για τις υποθέσεις που είναι ορισμένες για οδηγίες, οι πρωτόδικοι δικαστές πρέπει, κατά μέσο όρο, να βλέπουν 2 ή 3 ώρες του δικαστικού τους χρόνου να σπαταλιέται. Εάν σκεφτούμε ότι από τις 8.30 που ορίζονται οι υποθέσεις για οδηγίες, ξεκινούν στα πλείστα δικαστήρια οι ακροάσεις γύρω στις 11.00, τότε αντιλαμβάνεται κανείς πόσες ημέρες δικαστικού χρόνου χάνονται μηνιαίως.
Συγκεκριμένα, εάν είχαμε «Masters» και στα Επαρχιακά Δικαστήρια, με τις υποθέσεις να άγονται ενώπιον δικαστών μόνο εκεί στις περιπτώσεις που τίθεται ένα ζήτημα προς δικαστική κρίση ή που ορίζεται μια υπόθεση ή μια ενδιάμεση αίτηση για ακρόαση, θα εξοικονομούνταν αρκετές μέρες δικαστικού χρόνου ανά εβδομάδα. Εάν, για παράδειγμα, στην πιο απαισιόδοξη περίπτωση ξεκινούσαν οι ακροάσεις ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων από τις 9.30 αντί από τις 11.00, τότε θα εξοικονομούνταν επτάμιση ώρες ανά εβδομάδα στο πρόγραμμα ενός δικαστή. Στη Λεμεσό υπάρχουν 11 δικαστές στο τμήμα αστικών υποθέσεων. Κατ’ αναλογία, αυτό σημαίνει ότι θα είχαν επιπρόσθετο χρόνο της τάξης των 82 ωρών πραγματικού δικαστικού χρόνου κάθε εβδομάδα, χωρίς να προσληφθεί ούτε και μια νέα δικαστής.
Γίνεται επίσης λόγος για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών πολιτικής δικονομίας. Γίνεται λόγος για την πρόσληψη 26 νέων δικαστών. Καλοδεχούμενες αλλαγές αν θα επιλύσουν όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυπριακή δικαιοσύνη. Ωστόσο, διερωτώμαι εάν δεν είναι μέρος του προβλήματος η έλλειψη του πνεύματος που περιέγραψα πιο πάνω. Διερωτώμαι εάν η πρόσληψη κι άλλων δικαστών, για να σπαταλούν και εκείνοι 2 με 3 ώρες χρόνου καθημερινώς στην έκδοση μηχανιστικών οδηγιών, είναι η ενδεδειγμένη πορεία. Θα ήταν ποτέ δυνατό στα πλαίσια μιας ιδιωτικής επιχείρησης να γίνει κάτι παρόμοιο; Δηλαδή το σύστημα εργασίας των υπαλλήλων της να πάσχει, και η πρώτη αντίδραση του εργοδότη να είναι να προσλάβει κι άλλους υπαλλήλους να εργαστούν κάτω από τις ίδιες ατελέσφορες συνθήκες; Δηλαδή ο εργοδότης αντί να προβεί σε διορθωτικά μέτρα, για να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι υπάλληλοι του εργάζονται μόνο τα απογεύματα και όχι τα πρωινά, να προσλαμβάνει νέους υπαλλήλους για να εργαστούν κι αυτοί μόνο τα απογεύματα; Όταν τίθεται στα πλαίσια μιας υποθετικής ιδιωτικής εταιρείας, φαντάζει παράλογο, πλην όμως αυτό είναι που προτίθεται να γίνει.
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το παρόν σύστημα πάσχει. Οι διαδικασίες μας είναι τέτοιες που οι ίδιες οδηγούν στην αχρείαστη σπατάλη δικαστικού χρόνου. Το νέο σύστημα που θα εισαχθεί, δυνητικά, μπορεί να οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο για την κυπριακή Δικαιοσύνη. Για να πετύχει κάτι τέτοιο όμως, θα πρέπει το νέο σύστημα να αποβάλει όλους τους παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευση του παρόντος συστήματος, διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο βέβαια όχι μόνο την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης αλλά και βελτίωση στην ποιότητα της, η έλλειψη της οποίας αποτελεί το σοβαρότερο της πρόβλημα. Οι δικαστές προσλαμβάνονται για να δικάζουν, όχι για είναι μέρος της προδικασίας μιας υπόθεσης. Είναι πολύ διαφορετικό να ζητούμε από ένα δικαστή να δικάζει και πολύ διαφορετικό να του ζητούμε να δικάζει με την αναγκαία ποιότητα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Επομένως, θα πρέπει να επέλθει αλλαγή και στον τρόπο που ρυθμίζονται αυτές οι προδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων μας. Σε διαφορετική περίπτωση το νέο σύστημα θα είναι θύμα των ίδιων παθημάτων που οδήγησαν στην κατάρρευση του παρόντος συστήματος.