Μετά την αποχώρηση της Αγγλίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ποικίλα ζητήματα και μεταξύ άλλων και νομικά θέματα προκύπτουν, ένα εκ των οποίων αποτελεί την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων στο τομέα του οικογενειακού δικαίου και ειδικότερα στα διατάγματα διατροφής τέκνου. Συγκεκριμενοποιώντας, διαπιστώνεται η ύπαρξη κενού ένεκα του ότι από την μια πλευρά δεν εφαρμόζονται πλέον οι Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί, οι οποίοι περιέχουν απλουστευμένη διαδικασία αμοιβαίας αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων και από την άλλη πλευρά η Αγγλία δεν έχει προσχωρήσει σε σύναψη ή και συνομολόγηση Σύμβασης με την Κυπριακή Δημοκρατία ή με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα δε με τον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμου του 2000 (Ν. 129(1)/2000), απόφαση σημαίνει την απόφαση δικαστηρίου (συμπεριλαμβανομένης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου) με την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία έχει συνομολογήσει ή συνδέεται με συνθήκη για αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων και η οποία είναι εκτελεστή στη χώρα στην οποία εκδίδεται. Ως εκ τούτου, διαφαίνεται ότι εν απουσία σύμβασης ή σύναψης συνθήκης μεταξύ Κύπρου και Αγγλίας για θέματα που εμπίπτουν στο οικογενειακό δίκαιο, ο υπό αναφορά νόμος δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση αναγνώρισης και εκτέλεσης διατάγματος διατροφής τέκνου.
Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί ο νόμος περί Διαταγμάτων Διατροφής (Διευκολύνσεις προς Εκτέλεση) (ΚΕΦ. 16). Στο άρθρο 3 της υπό αναφορά νομοθεσίας προνοείται ότι «όταv διάταγμα διατρoφής έχει εκδoθεί είτε πριv από είτε μετά τη ψήφιση τoυ Νόμoυ αυτoύ, εvαvτίov oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ από oπoιoδήπoτε Δικαστήριo στηv Αγγλία ή Iρλαvδία, και πιστoπoιημέvo αvτίγραφo τoυ διατάγματoς έχει διαβιβαστεί από τov αρμόδιo Υπoυργό στo Υπoυργικό Συμβoύλιo, τo Υπoυργικό Συμβoύλιo απoστέλλει αvτίγραφo τoυ διατάγματoς στov καθoρισμέvo λειτoυργό Δικαστηρίoυ στηv Κύπρo για εγγραφή και με τη λήψη αυτoύ τo διάταγμα εγγράφεται κατά τov καθoρισμέvo τρόπo, και από τηv ημερoμηvία της εγγραφής αυτής θα έχει τηv ίδια ισχύ και απoτέλεσμα, και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ, όλες oι διαδικασίες δύvαvται vα ακoλoυθηθoύv επί τέτoιoυ διατάγματoς ωσάv αυτό vα ήταv διάταγμα πoυ λήφθηκε αρχικά από τo Δικαστήριo στo oπoίo εγγράφεται με τov τρόπo αυτό, και εκείvo τo Δικαστήριo έχει εξoυσία vα εκτελέσει ακoλoύθως τo διάταγμα.» Τo Δικαστήριo στo oπoίo εγγράφεται διάταγμα με τov τρόπo πoυ πρoαvαφέρθηκε είvαι Επαρχιακό Δικαστήριo.
Το Δικαστήριο ερμήνευσε τις πρόνοιες του πιο πάνω νομοθετήματος στην υπόθεση Nικολαΐδης Kώστας (Aρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 804. Το Δικαστήριο τόνισε τα ακόλουθα:
«Το διάταγμα του Δικαστηρίου της Αγγλίας, καταχωρίθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για εγγραφή και εκτέλεση, με βάση το Κεφ. 16. Ο αιτητής ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία στην εγγραφή της αλλοδαπής απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου γι’ αυτό είναι η θέση του ότι η εγγραφή αυτή πρέπει ν’ ακυρωθεί και/ή να κηρυχθεί ως ουδέποτε εγγραφείσα.
Το άρθρο 3 του Νόμου προβλέπει για την εγγραφή διατάγματος διατροφής που εκδόθηκε στην Αγγλία ή Ιρλανδία και σε άλλες χώρες στις οποίες έχει επεκταθεί η εφαρμογή του δυνάμει του άρθρου 11. Το άρθρο 3 προβλέπει για την εγγραφή διαταγμάτων διατροφής που λήφθηκαν στις χώρες όπου αυτός εφαρμόζεται, ύστερα από διαδικασία που διεξάχθηκε στις εν λόγω χώρες σύμφωνα με το δίκαιο της συγκεκριμένης χώρας.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι αρμόδιο Δικαστήριο για την εγγραφή του αγγλικού διατάγματος είναι το Οικογενειακό και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση στην Γενικός Eισαγγελέας (Aρ.2) (ανωτέρω), σελ. 773-774:
“Το ζήτημα που εγείρεται είναι ποίο είναι το αρμόδιο Δικαστήριο για σκοπούς εγγραφής και εκτέλεσης Διατάγματος Διατροφής που εκδόθηκε στην Αγγλία ή Ουαλλία;
Ο Νόμος καθορίζει ρητά το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο, που καθιδρύθηκε με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο του 1990, (Αρ. 23/90), έχει δικαιοδοσία για θέματα διεκδίκησης διατροφής μεταξύ ελληνοορθόδοξων πολιτών της Δημοκρατίας. Η δικαιοδοσία του στο θέμα τούτο δεν είναι διαφορετική από τη δικαιοδοσία που ασκούσε, αρχικά, το Επαρχιακό Δικαστήριο, με βάση το άρθρο 40 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Αρ. 14/60), αργότερα το Ελληνικό Κοινοτικό Δικαστήριο και, μετά τη θέσπιση του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου του 1965, (Αρ. 12/65), το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Το Αγγλικό Διάταγμα Διατροφής εγγράφεται στο αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο και εκτελείται ως εάν να ήταν Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το ποσό της Διατροφής εισπράττεται ως αστικό χρέος.
Ο περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1989, (Αρ. 95/89), και ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος του 1990, (Αρ. 23/90), δεν άσκησαν οποιαδήποτε επιρροή στον περί Διαταγμάτων Διατροφής (Διευκόλυνσις προς Εκτέλεσιν) Νόμο, Κεφ. 16.”.
Κατ’ ακολουθία και με βάση την πιο πάνω νομολογία αλλά και δεδομένου ότι ο νόμος αυτός δεν έχει καταργηθεί, σε περίπτωση που έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής τέκνου στην Αγγλία, αρμόδιο δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης αναγνώρισης και εγγραφής τέτοιου διατάγματος αποτελεί το Επαρχιακό Δικαστήριο ως ορίζει ρητά ο νόμος ανεξαρτήτως του ότι το ζήτημα αφορά οικογενειακή διαφορά που σύμφωνα με την νομολογία εμπίπτει στη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων (Δαδακαρίδης ν. Δαδακαρίδου (1990) 1 ΑΑΔ 566).
Πέραν των πιο πάνω, υπάρχει ακόμη μια παράμετρος που πρέπει να εξετασθεί. Αυτή αφορά το γεγονός ότι στην υπό αναφορά απόφαση, το Δικαστήριο αναφέρει ότι το ποσό της διατροφής εισπράττεται ως αστικό χρέος. Η πιο πάνω προσέγγιση καθίσταται μάλλον προβληματική καθότι η αναφορά σε είσπραξη ως αστικό χρέος συνεπάγεται ότι ο δικαιούχος διατροφής, θα πρέπει να λάβει μέτρα εκτέλεσης της απόφασης τα οποία σε περιπτώσεις διατροφής και δη καταβολής μηνιαίας συνεισφοράς ουδένα άμεσα αποτέλεσμα θα έχουν αφήνοντας εκτεθειμένα τα ανήλικα τέκνα. Τούτο γιατί ο δικαιούχος θα πρέπει να προχωρήσει με την καταχωρήσει memo στην περιουσία του υπόχρεου για διατροφή ή να καταχωρήσει ένταλμα κινητής περιουσίας ώστε να επιτευχθεί η είσπραξη βάσει της απόφασης. Ωστόσο, ένεκα του ότι πρόκειται για μηνιαία καταβολή συνεισφοράς και διαρκή υποχρέωση, ο δικαιούχος έκαστο μήνα θα πρέπει να προχωρά σε νομικά διαβήματα είσπραξης. Ούτε φαίνεται να μπορεί να τύχει εφαρμογής ο νόμος περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών του 2008 (60(I)/2008 αφού ως ορίζεται στο νόμο διάταγμα πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις σημαίνει διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 90 του Μέρους ΙΧ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

