- Εισαγωγή
Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου αποτέλεσε το διεθνές συνέδριο «Global Summit of Hellenic Lawyers», το οποίο έλαβε χώρα στην Αθήνα τον Ιούλιο του 2025, με αντικείμενο τις παγκόσμιες προκλήσεις για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τη δικαιοσύνη.
Τα τελευταία χρόνια, το σύστημα της δικαιοσύνης δοκιμάζεται ολοένα και περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο. Πέρα από τις λειτουργικές και θεσμικές προκλήσεις, η Δικαιοσύνη καλείται σήμερα να ανταποκριθεί και σε φαινόμενα όπως ο λαϊκισμός και η αυξανόμενη ενασχόληση των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με δικαστικές αποφάσεις ή εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες.
Σε αυτό το περιβάλλον αναδύεται μια φαινομενικά αθώα, πλην όμως εξαιρετικά επικίνδυνη θέση: ότι οι δικαστικές αποφάσεις οφείλουν να ευθυγραμμίζονται με το λεγόμενο «περί δικαίου αίσθημα». Η έννοια αυτή, ασαφής και κυμαινόμενη, μετατρέπεται συχνά σε εργαλείο άσκησης πίεσης στη Δικαιοσύνη, ενώ ιστορικά έχει χρησιμοποιηθεί με καταστροφικές συνέπειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την σκοτεινή περίοδο του ναζισμού, οι δικαστές στη ναζιστική Γερμανία ορκίζονταν όχι στο Σύνταγμα ή στον νόμο, αλλά στο «περί δικαίου αίσθημα του γερμανικού λαού» που άνοιξε τον δρόμο για την πλήρη εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης και την κατάργηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
- Επισημάνσεις του κ. Stephen Gageler και του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου[1]
Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, κ. Stephen Gageler, μιλώντας στο συνέδριο με θέμα «From Logos to Likes: Defending Reason in Justice in the Digital Age», έθεσε ως κεντρικό προβληματισμό το πώς μεταβάλλεται η θέση της λογικής και της θεσμικής κρίσης στη σημερινή ψηφιακή δημόσια σφαίρα.
Με αφετηρία τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου, υπογράμμισε ότι η δικαιοσύνη γεννήθηκε ως θεσμική απάντηση όχι με την καταστολή του πάθους, αλλά με τον μετασχηματισμό του, όταν η Αθηνά δεν εξοστράκισε τις Ερινύες, αλλά τις ενσωμάτωσε στον νέο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά:
«Η υπεράσπιση της λογικής και της δικαιοσύνης στην ψηφιακή εποχή ίσως περάσει μέσα από την επαναπροσέγγιση του πάθους· ίσως χρειαστεί να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη των Ερινυών».
Στη συνέχεια, ανέτρεξε στον Διαφωτισμό και τη θεμελίωση της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας.
Ακολούθως, αναφέρθηκε στον Μοντεσκιέ και τη διάκριση των εξουσιών, επισημαίνοντας πως η δικαιοσύνη θα πρέπει να απονέμεται μακριά από πολιτική πίεση, με σταθερούς κανόνες.
Πάνω σε αυτά τα θεμέλια οικοδομήθηκε, όπως σημείωσε, και το αυστραλιανό σύνταγμα, με τους εμπνευστές του να υπογραμμίζουν ότι οι δικαστικές αποφάσεις οφείλουν να λαμβάνονται σε περιβάλλον ηρεμίας και νηφαλιότητας, όχι υπό την πίεση της στιγμής ή της κοινής γνώμης.
Ωστόσο, στη σημερινή εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως τόνισε, η δημόσια σφαίρα κατακερματίζεται από αλγόριθμους. Το «ποιος έχει δίκιο» αντικαθίσταται από το «ποιος συγκεντρώνει τα περισσότερα likes». Οι δικαστικές αποφάσεις τείνουν να αξιολογούνται όχι βάσει της νομικής τους τεκμηρίωσης, αλλά με βάση την απήχησή τους στον δημόσιο λόγο. Οι δικαστές εκτίθενται σε πολιτικού τύπου κρίσεις, η λογική υποχωρεί και τη θέση της καταλαμβάνει η εντύπωση.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου κ. Ευάγγελος Βενιζέλος σημείωσε πως «η απειλή του λαϊκισμού και του αντισυστημικού λόγου είναι σύμφυτη με τη δημοκρατία. Η δημοκρατία κινείται διαρκώς ανάμεσα στην ανευθυνότητα και την υπευθυνότητα· ανάμεσα στον λαϊκισμό, την απλούστευση και τη δημαγωγία από τη μία πλευρά, και την ανάλυση κόστους από την άλλη.»
- Λαϊκισμός και μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Στο σημερινό ψηφιακό κόσμο που ζούμε, είναι πλέον σύνηθες μια δικαστική απόφαση να μην κρίνεται βάσει της νομικής της επάρκειας ή της τεκμηρίωσής της, αλλά ανάλογα με το αν ευθυγραμμίζεται με το λεγόμενο «λαϊκό αίσθημα».
Χαρακτηριστικά παραδείγματα του φαινομένου αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι τίτλοι που επιλέγονται από δημοσιογραφικά μέσα αναφορικά με δικαστικές αποφάσεις ή δικαστικές διαδικασίες ώστε να προκαλέσουν τη συναισθηματική αντίδραση του κοινού και να προσελκύσουν αναγνωσιμότητα, ή πιο εύστοχα: likes, shares και comments.
Παράλληλα, σε υποθέσεις με αυξημένη δημοσιότητα ιδίως ποινικού δικαίου, διαμορφώνεται με μεγάλη ευκολία ένα κλίμα στο διαδίκτυο “λαϊκής καταδίκης”, πριν καν ακουστεί η συγκεκριμένη υπόθεση στο Δικαστήριο. Με σχετική ευκολία λοιπόν υποσκάπτεται καθημερινώς μία από τις πλέον θεμελιώδεις αρχές ενός κράτους δικαίου: του τεκμηρίου της αθωότητας.
- Η ανάγκη για θεσμική αντιμετώπιση
Η επιρροή του λαϊκισμού και των μέσων κοινωνικών δικτύων καθ’ ότι αφορά το σύστημα της δικαιοσύνης συνιστά πρόκληση που απαιτεί σοβαρή, θεσμική και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση.
Η κριτική προς τις δικαστικές αποφάσεις αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα σε κάθε δημοκρατική κοινωνία. Η ελεύθερη έκφραση απόψεων για τις δικαστικές αποφάσεις δεν είναι μόνο θεμιτή, αλλά και επιθυμητή, στο πλαίσιο ενός ώριμου δημόσιου διαλόγου. Ωστόσο, για να είναι ουσιαστική και να συμβάλλει θετικά στη δημόσια σφαίρα, είναι σημαντικό να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα, τεκμηριωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του σχετικού νομικού πλαισίου.
Η αξιολόγηση μιας δικαστικής απόφασης, πέραν από το αρχικό ένστικτο ή τη συναισθηματική αντίδραση, προϋποθέτει γνώση της εφαρμοστέας δικονομικής διαδικασίας, κατανόηση των εφαρμοστέων νομοθεσιών και συνεκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και νομικών παραμέτρων που επηρεάζουν την κρίση του δικαστηρίου.
Ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης είναι καθοριστικός. Η επιλογή τίτλων και η συνολική παρουσίαση μιας υπόθεσης μπορεί είτε να συμβάλει στην καλλιέργεια εμπιστοσύνης προς το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, είτε, εάν βασιστεί σε ατεκμηρίωτη ή συναισθηματικά φορτισμένη κάλυψη, να οδηγήσει σε λανθασμένες εντυπώσεις και άδικη απαξίωση των θεσμών.
- Επίλογος
Η Κύπρος διαθέτει ένα δικαστικό σύστημα με διαχρονικά υψηλό επίπεδο λειτουργικότητας, αξιοπιστίας και κυριότερα ανεξαρτησίας.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ετήσιας έρευνας Rule of Law Index του διεθνούς ανεξάρτητου οργανισμού World Justice Project (WJP), η Κύπρος καταγράφειπολύ υψηλές επιδόσεις, ιδίως ως προς:
- την ανεξαρτησία και αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας,
- την απουσία διαφθοράς στο σύστημα της δικαιοσύνης,
- δικονομικές και ουσιαστικές διασφαλίσεις για την ορθή και δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης και
- την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.
Τα δεδομένα αυτά δεν είναι όμως αυτονόητα. Οφείλουμε να τα προσεγγίζουμε με αίσθημα θεσμικής ευθύνης. Ως νομικοί, έχουμε ιδιαίτερο καθήκον να συμβάλλουμε ενεργά στη διατήρηση και ενίσχυση της ποιότητας του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, ιδίως σε μια εποχή όπου, όπως ορθώς σημείωσε ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, κ. Stephen Gageler, η δημόσια συζήτηση τείνει να μετατοπίζεται από τη λογική τεκμηρίωση προς την εντύπωση, και η αποδοχή στα κοινωνικά δίκτυα συχνά λειτουργεί ως υποκατάστατο της θεσμικής κρίσης.
Απέναντι στη σταδιακή αποδυνάμωση του θεσμικού και τεκμηριωμένου λόγου, η υπεράσπιση του θεσμού της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς θεσμική υποχρέωση, είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση του κράτους δικαίου και του νομικού μας πολιτισμού.
Θα κλείσω με μια αναφορά του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, που αποτυπώνει με ακρίβεια το μέγεθος της ευθύνης όλων όσοι υπηρετούν το σύστημα της δικαιοσύνης:
«Έχουμε ιδιαίτερα καθήκοντα. Δεν μπορούμε να επικαλεστούμε άγνοια ή αδυναμία κατανόησης των εξελίξεων. Έχουμε στα χέρια μας θαυμάσια θεσμικά και νομικά εργαλεία που μας έχει προσφέρει η νεωτερικότητα».
[1]https://daily.nb.org/sunedria-ekdiloseis/stephen-gageler-vs-likes-evangelos-venizelos-vs-laikismos-i-athina-os-topos-thesmikou-anastochasmou/