Νομοθετικές Τομές και Νέες Ρυθμίσεις για τα Οικογενειακά Δικαστήρια

Η πρόσφατη ψήφιση και δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας σειράς νομοθετημάτων που τροποποιούν το πλαίσιο λειτουργίας και δικαιοδοσίας των Οικογενειακών Δικαστηρίων αποτέλεσε μια σημαντική τομή, η οποία ανταποκρίνεται τόσο στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα όσο και στην ανάγκη επιτάχυνσης και απλοποίησης των διαδικασιών απονομής οικογενειακής δικαιοσύνης. Από τη μια πλευρά, εισάγονται νέες έννοιες και ορισμοί στον ήδη υφιστάμενο βασικό νόμο (Ν. 23/1990), ενώ από την άλλη κατοχυρώνονται επιπλέον εξουσίες και δικαιοδοσίες στα Οικογενειακά Δικαστήρια, ιδίως στο πεδίο της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων και της ενιαίας εκδίκασης υποθέσεων. Ταυτόχρονα, καταργούνται τα Οικογενειακά Δικαστήρια Θρησκευτικών Ομάδων, ενοποιείται πλήρως η οικογενειακή δικαιοδοσία και καθιερώνεται νέα ρύθμιση για τη δυνατότητα έφεσης ενώπιον του Εφετείου, δίνοντας μια σαφώς πιο σύγχρονη και αποτελεσματική διάσταση στον χειρισμό των οικογενειακών διαφορών.

Με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2023 (Ν. 2(Ι)/2023), ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα με αριθμό 4933 στις 13 Ιανουαρίου 2023, εμπλουτίζεται το άρθρο 2 του βασικού νόμου με τρεις νέους ορισμούς: «δικαστής», «θρησκευτική ομάδα» και «παιδί». Πρακτικά, αποσαφηνίζεται ότι δικαστής είναι τόσο ο Πρόεδρος όσο και οποιοσδήποτε Δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ότι θρησκευτική ομάδα σημαίνει εκείνη που υπάγεται στο άρθρο 2 παράγραφος (3) του Συντάγματος, ενώ ως παιδί ορίζεται κάθε πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών. Η προσθήκη αυτή αποσκοπεί στη δημιουργία ενός σαφέστερου πλαισίου προστασίας και, κυρίως, στην αποτύπωση με μεγαλύτερη ακρίβεια της παιδοκεντρικής προσέγγισης που χαρακτηρίζει το νέο καθεστώς.

Η δεύτερη, ίσως πιο χαρακτηριστική μεταβολή αφορά τη μονομελή σύνθεση των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Με την αντικατάσταση του άρθρου 3, καθίσταται σαφές ότι τα δικαστήρια αυτά συγκροτούνται πλέον από έναν Πρόεδρο και από όσους Δικαστές κρίνει αναγκαίο το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αλλά συνεδριάζουν σε μονομελή σύνθεση. Η παραδοσιακή τριμελής σύνθεση καταργείται, γεγονός που υπόσχεται ταχύτερη εκδίκαση και απλοποίηση των διαδικασιών, καθώς μειώνεται η ανάγκη συντονισμού μεταξύ περισσότερων μελών. Παράλληλα, με την αντικατάσταση του άρθρου 5 προβλέπεται ρητά ότι ο διορισμός Προέδρου ή Δικαστή γίνεται μόνο εφόσον πληρούνται τα προσόντα που απαιτούνται για Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή ή Επαρχιακό Δικαστή αντιστοίχως και, επιπρόσθετα, εφόσον αποδεικνύεται ευρεία γνώση σε θέματα οικογενειακού δικαίου ή εμπειρία σε συναφή δικαστικές υποθέσεις. Εισάγεται επίσης υποχρέωση ετήσιας εκπαίδευσης των δικαστών, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις του οικογενειακού δικαίου και να μπορούν να επιλαμβάνονται με πληρότητα αυτών των τόσο ευαίσθητων υποθέσεων.

Με άλλο άρθρο του ίδιου τροποποιητικού νόμου, εισάγεται στο άρθρο 6 πρόβλεψη ώστε ο ίδιος δικαστής να έχει τη δυνατότητα να επιλαμβάνεται όλων των υποθέσεων που ανακύπτουν μεταξύ των ίδιων διαδίκων, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ενώπιον του ίδιου Οικογενειακού Δικαστηρίου. Αυτή η ρύθμιση επιλύει το σημαντικό πρόβλημα της αποσπασματικής εκδίκασης, αφού μέχρι πρότινος διαφορετικοί δικαστές μπορούσαν να χειριστούν διαφορετικά ζητήματα (διαζύγιο, διατροφή, περιουσιακές αξιώσεις) για την ίδια οικογένεια. Πλέον, μέσα από την αρχή της ενιαίας κρίσης προάγεται η ασφάλεια δικαίου και επιταχύνονται οι διαδικασίες. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δυνατότητα, που προστίθεται στο ίδιο άρθρο, οι δικαστές να διατάσσουν αυτεπαγγέλτως την παροχή συμβουλευτικής ή ψυχολογικής στήριξης σε ανήλικο παιδί, χωρίς να απαιτείται η συγκατάθεση των γονέων. Η αντιμισθία, μάλιστα, του επαγγελματία που θα παράσχει αυτή τη στήριξη μπορεί να καταβληθεί από τον ένα ή από αμφότερους τους διαδίκους, ανάλογα με το τι θα αποφανθεί το δικαστήριο.

Σημαντική κρίνεται επίσης η τροποποίηση του άρθρου 12, όπου ρυθμίζονται ζητήματα κατά τόπον αρμοδιότητας με τρόπο πιο ευέλικτο. Κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα τροποποίησης διατάγματος επικοινωνίας όταν ένας γονέας μετοικεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με το παιδί, για περίοδο μέχρι τρεις μήνες από τη μετοίκηση. Προβλέπεται, περαιτέρω, ρύθμιση για τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε περίπτωση που κανείς από τους συζύγους δεν διαμένει στη Δημοκρατία, αλλά υφίσταται περιουσία. Το Οικογενειακό Δικαστήριο της επαρχίας, όπου βρίσκεται η ακίνητη περιουσία, δύναται να επιληφθεί ολόκληρης της περιουσιακής διαφοράς, ακόμη κι αν αυτή αφορά περισσότερες της μίας επαρχίες. Επιπλέον, νέα ρύθμιση (εδάφιο 1Α) επιτρέπει σε ένα Οικογενειακό Δικαστήριο να επεκτείνει την κατά τόπον αρμοδιότητά του σε κάθε υπόθεση των ίδιων διαδίκων, εφόσον έτσι εξυπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης και ιδιαιτέρως το συμφέρον του παιδιού.

Μια αλλαγή με ιδιαίτερη πρακτική σημασία είναι η διαγραφή του άρθρου 8 παράγραφος (2), καθώς και του άρθρου 13, που επιβεβαιώνει την προσπάθεια απλοποίησης και αποφόρτισης της διαδικασίας. Παράλληλα, με την αντικατάσταση του άρθρου 14 ορίζεται ότι τα Οικογενειακά Δικαστήρια εφαρμόζουν τηρουμένων των αναλογιών το δίκαιο που αναφέρεται στο άρθρο 29(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου. Στο νέο άρθρο 16Α προβλέπεται ότι η δίκη μπορεί να διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών, μετά από αίτημα των διαδίκων ή ακόμα και αυτεπαγγέλτως, εάν εμφανίζεται παιδί ως μάρτυρας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, προστατεύεται ακόμη πιο αποτελεσματικά η ιδιωτική ζωή των οικογενειών, καθώς και η ψυχολογική κατάσταση των ανηλίκων που ενδέχεται να εξεταστούν ενώπιον δικαστηρίου.

Η προσθήκη δύο νέων άρθρων, 17Α και 17Β, αναδεικνύει περαιτέρω τη βούληση του νομοθέτη να διευκολύνει και να επιταχύνει την επίλυση των διαφορών. Στο 17Α προβλέπεται ότι οι σύζυγοι μπορούν με μία μόνη αίτηση να ζητήσουν από το Οικογενειακό Δικαστήριο να ρυθμίσει τις σχέσεις τους, αλλά και τις σχέσεις γονέων και τέκνων (γονική μέριμνα, διατροφή, χρήση οικογενειακής στέγης, κινητής περιουσίας), δίνοντας έτσι ένα ενιαίο πλαίσιο ρύθμισης όλων των οικογενειακών θεμάτων. Στο άρθρο 17Β προβλέπεται η έκδοση προσωρινού διατάγματος, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, το οποίο μπορεί να ρυθμίζει τα ίδια ζητήματα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Συμπληρωματικά, στο νέο άρθρο 29 του βασικού νόμου εισάγονται μεταβατικές διατάξεις που καλύπτουν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις στις οποίες η δικαιοδοσία των μέχρι πρότινος δικαστηρίων έχει μεταβιβαστεί στα νεοσυσταθέντα ή εκσυγχρονισμένα Οικογενειακά Δικαστήρια.

Πέραν αυτών, με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2023 (Ν. 20(Ι)/2023) τροποποιείται καθοριστικά το άρθρο 21 του βασικού νόμου, που αφορά τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των Οικογενειακών Δικαστηρίων. Τα ζητήματα δευτεροβάθμιας κρίσης περνούν πλέον στην αρμοδιότητα του Εφετείου, το οποίο αναλαμβάνει να εκδικάζει τις σχετικές εφέσεις, με δυνατότητα πλήρους αναθεώρησης των πραγματικών περιστατικών και, εφόσον το απαιτούν οι περιστάσεις, επανάκρισης μαρτύρων. Ρυθμίζεται έτσι η μετάβαση από το προγενέστερο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στο Εφετείο, ενώ υφίσταται μεταβατική πρόβλεψη για τις ήδη καταχωρισθείσες υποθέσεις. Ο νομοθέτης επιδιώκει, συνεπώς, να διασφαλίσει ότι οι εκκρεμείς εφέσεις δεν θα δημιουργήσουν σύγχυση και ότι θα δοθεί επαρκής χρόνος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, χωρίς να κινδυνεύουν οι διαδικαστικές εγγυήσεις των διαδίκων.

Παράλληλα, οι τροποποιήσεις που επέρχονται με τον Ν. 38(Ι)/2023 στον περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμο (Ν. 62(Ι)/2019) απλουστεύουν περαιτέρω την οργάνωση και λειτουργία του θεσμού της οικογενειακής διαμεσολάβησης. Μειώνεται ο απαιτούμενος χρόνος επανεκπαίδευσης των διαμεσολαβητών, δημιουργείται μια σαφέστερη διαδικασία πειθαρχικής διερεύνησης και καταργούνται ορισμένες διατάξεις που κρίθηκαν περιττές. Η μεταρρύθμιση αυτή αποτυπώνει την πεποίθηση ότι η φιλική επίλυση των οικογενειακών διαφορών συμβάλλει αποφασιστικά στη μείωση των δικών και υπηρετεί εν τέλει καλύτερα το συμφέρον των παιδιών.

Τέλος, η πιο ριζική παρέμβαση στο πεδίο των οικογενειακών διαφορών εντοπίζεται στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Θρησκευτικές Ομάδες) (Καταργητικό) Νόμο του 2023 (Ν. 118(Ι)/2023). Ο νόμος αυτός προβλέπει την κατάργηση των Οικογενειακών Δικαστηρίων Θρησκευτικών Ομάδων, ορίζοντας ότι δεν καταχωρίζονται νέες αιτήσεις ενώπιον τους από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του. Οι υφιστάμενες υποθέσεις μπορούν να συνεχιστούν, ωστόσο, μέχρι την αποπεράτωσή τους, και έπειτα θα ακολουθήσει πλήρης ενοποίηση της οικογενειακής δικαιοδοσίας στα Οικογενειακά Δικαστήρια όπως έχουν διαμορφωθεί. Η μεταβολή αυτή εναρμονίζει το σύστημα απονομής οικογενειακής δικαιοσύνης με τις γενικές αρχές ισότητας και ενιαίας αντιμετώπισης των πολιτών, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων θρησκευτικών τους καταβολών.

Η ουσία όλων αυτών των τροποποιήσεων είναι ότι ο νομοθέτης επιδιώκει να καταστήσει τα Οικογενειακά Δικαστήρια πιο ευέλικτα, πιο αποτελεσματικά και κυρίως πιο γρήγορα, σε ένα πεδίο το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευαισθησία, αφού αφορά ανθρώπινες σχέσεις, διαζύγια, επικοινωνία με ανήλικα τέκνα και διατροφή. Με την επιτάχυνση των διαδικασιών, την ενιαία εκδίκαση όλων των θεμάτων που εγείρονται μεταξύ των ίδιων διαδίκων και την καθιέρωση του Εφετείου ως αρμόδιου δικαστηρίου δεύτερου βαθμού, διαφαίνεται μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν παθογένειες του παρελθόντος. Παράλληλα, η δυνατότητα του ίδιου δικαστή να χειρίζεται όλες τις σχετικές υποθέσεις, η πρόβλεψη για αυτεπάγγελτη παροχή ψυχολογικής στήριξης στα παιδιά και η ενίσχυση της οικογενειακής διαμεσολάβησης αποκαλύπτουν μια περισσότερο παιδοκεντρική και συναινετική νοοτροπία, που κρίθηκε απαραίτητη για να εξομαλυνθούν οι αντιπαραθέσεις σε υποθέσεις κατά κανόνα φορτισμένες συγκινησιακά.

Είναι πρόδηλο ότι η τελική επιτυχία του νέου πλαισίου εξαρτάται από τη συνεπή εφαρμογή του. Απαιτείται επαρκής στελέχωση των δικαστηρίων, επιμόρφωση των δικαστών σε θέματα οικογενειακών διαταγμάτων, συντονισμός με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, αλλά και διάθεση συνεργασίας από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους σε οικογενειακές διαφορές. Παρ’ όλα αυτά, το νομοθετικό πλαίσιο πλέον διαθέτει όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την καλύτερη προστασία του παιδιού και την πιο ομαλή διεξαγωγή των δικών, επιτρέποντας τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων είτε προσωρινά είτε σε τελικό στάδιο. Εφόσον και στην πράξη η λειτουργία των Οικογενειακών Δικαστηρίων ακολουθήσει το πνεύμα των νέων ρυθμίσεων, θα έχει επιτευχθεί ουσιώδης πρόοδος για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της ποιότητας των οικογενειακών διαδικασιών στη δικαιοσύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: