Το περασμένο φθινόπωρο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης εξήγγειλε την γενναία απόφασή του για την στράτευση των νεαρών Κυπρίων γυναικών. Διαβάζω, στον ημερήσιο τύπο, ότι η απόφαση βρίσκεται στο στάδιο της αναγκαίας επεξεργασίας και ότι, επί του παρόντος, δεν εκπονήθηκε το σχετικό νομοσχέδιο.
Η κορυφαία σημασία της απόφασης είναι πρόδηλη: η άμυνα της πατρίδας μας παραμένει αναγκαία και οι ένοπλες δυνάμεις της χρειάζονται σοβαρή ενίσχυση. Πενήντα χρόνια μετά, ο κατακτητής και τα σύμβολά του παραμένουν στην θέση τους και οι συνθήκες ειρήνης, στις οποίες ζούμε, μοιάζουν με λεπτό γυαλί, έτοιμο να γίνει θρύψαλα με το παραμικρό άγγιγμα. Δεν είμαστε νήπια για να μην κατανοούμε πως η Τουρκία συνεχίζει να επιτίθεται, πως ο πόλεμος στην Ουκρανία διέλυσε την βεβαιότητα για την ειρήνη στην Ευρώπη και πως οι ατέρμονες βίαιες συγκρούσεις σε περιοχές που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από την πατρίδα μας θέτουν σε κίνδυνο και εμάς.
Παρ’ όλα αυτά, η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων πολιτικών παραμένουν σιωπηλοί στην απόφαση του Προέδρου. Οι πανταχόθεν ιαχές, που συνήθως ακολουθούν κάθε προεδρική εξαγγελία, απουσιάζουν. Θα έλεγε κανείς πως όλοι αυτοί παρακαλούν «να φορούσαν δίχτυ παραλλαγής και κλαδιά στο κεφάλι για να περνάνε απαρατήρητοι, να θεωρούνται θάμνοι.» (δανείζομαι την ταιριαστή εικόνα από το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Ψιλά Γράμματα», εκδόσεις Καστανιώτη, 2022, σελ.165), για να μην αναγκαστούν να τοποθετηθούν επί της απόφασης. Θα έλεγε κανείς πως όλοι αυτοί παρακαλούν, επίσης, «Να περάσει απαρατήρητη, να θεωρηθεί θάμνος» και η ίδια η απόφαση, η δε ώρα της κατάθεσης του σχετικού νομοσχεδίου στην Βουλή να μην φτάσει ποτέ.
Η σιωπή απογοητεύει. Κυρίως, απογοητεύει η σιωπή της συντριπτικής πλειοψηφίας των Κυπρίων γυναικών που ασχολούνται με την πολιτική, είτε κατ’ επάγγελμα είτε από ενδιαφέρον. Ίσως, η σιωπή των γυναικών αυτών να οφείλεται σε στοχασμούς του είδους: «τα σωματικά χαρακτηριστικά και η ιδιοσυγκρασία μας δεν μας επιτρέπουν να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της στρατιωτικής υπηρεσίας» ή «η στρατιωτική θητεία μας θα πλήξει τον κοινωνικό ιστό αφού θα στερήσει τα τέκνα, τον σύζυγο και τους γονείς μας από την φροντίδα μας » ή «το πρόσθετο κόστος για την προσαρμογή των υποδομών και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα απαιτήσει η ένταξη μας στις ένοπλες δυνάμεις είναι δυσανάλογο της ωφέλειας».
Ίσως, η σιωπή των γυναικών αυτών να οφείλεται σε στοχασμούς εναλλακτικού είδους: «μήπως η απόφαση για την στράτευσή μας ζημιώσει την εικόνα μας ως μιας φιλειρηνικής πολιτείας που επιθυμεί να λύσει το εθνικό της πρόβλημα διαμέσου της διπλωματίας και της διαπραγμάτευσης;» ή, ακόμα χειρότερα, «μήπως η απόφαση σηματοδοτεί την εκ μέρους του Προέδρου ‘αλλαγή πορείας’ και την επιλογή του για ‘στρατιωτική λύση’ του εθνικού μας προβλήματος που διαιωνίζεται;»
Κανένας τέτοιος στοχασμός δεν έχει την δύναμη να υπερισχύσει της επιτακτικής ανάγκης για την ενίσχυση της άμυνας μας. Σε κάθε περίπτωση, ο ειρηνισμός δεν μπορεί να οδηγεί σε απροετοίμαστες και απροστάτευτες πολιτείες, σε πολιτείες ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν με αξιώσεις επιθέσεις και καταστροφές. Το Ισραήλ (και οι συνειρμοί που το συνοδεύουν) δεν αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα υποχρεωτικής στράτευσης των πολιτών του ανεξαρτήτως φύλου. Η Νορβηγία και η Σουηδία, χώρες αδιαμφισβήτητα ειρηνόφιλες, χώρες με ισχυρά δημοκρατικά πολιτεύματα και χώρες των οποίων την άμυνα εγγυάται και το ΝΑΤΟ, επίσης, αισθάνονται την ανάγκη ισχυρών κρατικών ενόπλων δυνάμεων και, επίσης, οργανώνουν την άμυνα τους και την στράτευση των πολιτών τους ανεξαρτήτως φύλου.
Ενόσω οι απειλές και η αβεβαιότητα συνεχίζουν, η στράτευση των νεαρών Κυπρίων γυναικών καθώς και συμμετοχή όλων εμάς, που βρισκόμαστε σε μεγαλύτερες ηλικίες, σε συναφείς δράσεις (να εκπαιδευτούμε για να μπορούμε να υποστηρίζουμε τις ένοπλες δυνάμεις και για συμμετέχουμε στην στελέχωση της Πολιτικής Άμυνας), δεν αποτελούν πράξεις εναντίον της ειρήνης και ούτε αποτελούν πράξεις που παραγνωρίζουν την διπλωματία.
Έχουμε όλες το πατριωτικό καθήκον να δρούμε για την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της πατρώας γης και έχουμε όλες την πολιτική ευθύνη να δρούμε για την ευημερίας της. Δεν είναι τιμητικό για εμάς να συνεχίζουμε να αναθέτουμε την εκπλήρωση του καθήκοντος και της ευθύνης μας σε «αντιπροσώπους»: στους υιούς, τους συζύγους, τους συντρόφους, τους αδελφούς και τους φίλους μας. Όπως ανέφερε ο Έλληνας Υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας στην ομιλία του στο Συνέδριο «Μεταπολίτευση 1974-2024, 50 χρόνια Ελληνική Εξωτερική Πολιτική», τον περασμένο Δεκέμβριο: «Η ιδιότητα του πολίτη … είναι ιδιότητα … Αυτού που υπερασπίζει την Πατρίδα του. Δεν ανατίθεται έναντι αντιτίμου σε αντιπρόσωπο …».
Όταν κληθούμε να συνδράμουμε στην εκπόνηση του σχετικού νομοσχεδίου (ως γυναίκες που ήδη υπηρετούμε στην Εθνική Φρουρά και έχουμε σχετική εμπειρογνωμοσύνη), όταν κληθούμε να το ελέγξουμε νομοτεχνικά (ως γυναίκες που υπηρετούμε στην Νομική Υπηρεσία) και, τέλος, όταν κληθούμε να το ψηφίσουμε σε νόμο (ως γυναίκες βουλευτές) θα πρέπει ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας.
Η αντίδραση μας στην απόφαση του Προέδρου, οι επιλογές και οι ενέργειές μας είναι καθοριστικές και όσον αφορά στην δύναμη των διεκδικήσεών μας για ισότητα: η στράτευσή μας και η συμμετοχή μας σε συναφείς δράσεις, αναλόγως ηλικίας, αποτελούν μίαν αξιοπρεπή και αποτελεσματική μέθοδο για να αναγνωρισθούν οι σωματικές ικανότητες και αντοχές μας, για να εκτιμηθούν οι επιτελικές δεξιότητές μας και για να διαγραφούν οριστικά οι μειωτικές αναφορές σε «ασθενές φύλο».