Διάβασα με προσοχή την απόφαση ημερομηνίας 18/09/2024 του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία παύθηκε ο τέως πια Γενικός Ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης. Απόφαση ομόφωνη, πολυσέλιδη που εξονυχιστικά αναλύει μία προς μία τις καταγγελόμενες από τον Αιτητή Γενικό Εισαγγελέα συμπεριφορές του και καταλήγει να τον παύσει, αφού τον κρίνει “… υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του”.
Ήταν η δεύτερη παύση αξιωματούχου στην Κυπριακή Δημοκρατία μετά από αυτήν το 2015 του τότε Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα Ρίκκου Ερωτοκρίτου.
Η απόφαση πρέπει να λεχθεί καταρχήν ήταν καταπέλτης, όπως συνηθίζουμε να ονομάζουμε εμείς οι δικηγόροι κάποιες αποφάσεις, που εμπεριέχουν έντονα το στοιχείο της καταδίκης. Όλα τα επιχειρήματα της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα υιοθετήθηκαν σε βαθμό που ίσως και να τα υπερκάλυψαν. Αναδύεται έντονα από την απόφαση το στοιχείο της κάθετης διαφωνίας με τη στάση που κράτησε ο Γενικός Ελεγκτής σε όλες σχεδόν τις δημόσιες και μη αντιπαραθέσεις του, όχι μόνο με τους θεσμικά ισχυρούς Γενικό και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα , αλλά και με άλλους όπως π.χ. τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου και την κόρη του, αλλά και σε σχέση με οπαδική του ιστοσελίδα, που εκεί το Δικαστήριο μέμφθηκε ότι δεν ήρθε σε αντιπαράθεση μαζί με τους συμμετέχοντες σε αυτή.
Θα σταθώ στο κεντρικό στοιχείο αυτής της υπόθεσης που κατά το ίδιο το Δικαστήριο ήταν το μόνο που κατηύθηνε τη σκέψη του. Το αν ήταν τέτοια η συμπεριφορά του που αντικειμενικά κρινόμενη τον καθιστά ανίκανο για επιτέλεση των υψηλών καθηκόντων του και η οποία, ευλόγως, δημιουργεί αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο το αξίωμα του προορίζεται να υπηρετεί (όπως αναφέρεται αυτολεξεί σε μέρος της απόφασης και με δική μου υπογράμμιση).
Άρα το Δικαστήριο λέει ουσιαστικά στην απόφαση ότι εγώ έκρινα μπαίνοντας στα παπούτσια κάποιου τρίτου αντικειμενικού κριτή και αποφάσισα να τον παύσω και δεν είναι η δική μου υποκειμενική κρίση αν είναι ακατάλληλος ή όχι.
Μα πως γίνεται αυτό θα αναρωτηθεί ένας μη νομικός. Πώς κάποιος αποφασίζει ένα θέμα σκεπτόμενος με το μυαλό ενός άλλου όχι υπαρκτού μάλιστα αλλά ιδεατού προσώπου; Κι όμως υπάρχουν περιπτώσεις που οι Δικαστές, όχι μόνο του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, αποφασίζουν με τέτοιο τρόπο. Ένα κλασικό παράδειγμα είναι όταν γίνεται αίτηση εξαίρεσης τους για κάποιο λόγο και πρέπει να σκεφτούν και να αποφασίσουν ανάλογα τι θα πίστευε ο μέσος συνετός άνθρωπος, που θα είχε καλή πληροφόρηση των γεγονότων που περιβάλλουν το αίτημα για εξαίρεση του. Οπότε κι εφόσον δίδεται αυτή η δυνατότητα, όσον κι αν ξενίζει, ορθώς έψαξαν να βρουν το αντικειμενικό μέτρο για να κατατάξουν τη συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή.
Η συμπεριφορά λοιπόν του Γενικού Ελεγκτή όπως αναδύεται από τις επιστολές του δημόσιες και μη, τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις και αναρτήσεις του στο διαδύκτιο, αν τις έπαιρνες μία προς μία σίγουρα θα συμπέρανες ότι δεν φείδονται επιθετικότητας, τόλμης, υπερβολής και εμμονής αρκετές φορές. Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης δεν ήταν γενικά ένας συνηθισμένος αξιωματούχος θα έλεγα μειδιώντας. Εκστόμιζε ή έγραφε πράγματα που ήταν απόλυτα αρεστά σε κάποιους συμπολίτες μας αγανακτισμένους με τη συμπεριφορά αξιωματούχων, αλλά για κάποιους άλλους ξεπερνούσαν τα όρια και τον καθιστούσαν λαϊκιστή και ανεύθυνο.
Ήταν η συμπεριφορά του όμως ανάρμοστη κατά την έννοια που αναζήτησε το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι δεν υπάρχει ορισμός της ανάρμοστης συμπεριφοράς στο Σύνταγμα;
Η δική μου η άποψη και βάσει αυτής κρίνω και την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι ότι δεν ήταν αντικειμενικά ανάρμοστη. Κάνοντας λογοπαίγνιο και μόνο, όπως και στον τίτλο, θα τη χαρακτήριζα απροσάρμοστη, αλλά όχι ανάρμοστη. Και εξηγούμαι. Η πιο σοβαρή από τις απρεπείς συμπεριφορές που του καταλογίστηκαν είναι κατά τη γνώμη μου η αμφισβήτηση στο τεκμήριο αθωότητας του νυν Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στις διερευνόμενες από την Αρχή κατά της Διαφθοράς καταγγελίες εναντίον του. Καταγγελίες που προώθησε ο ίδιος ο Γενικός Ελεγκτής στην Αρχή για διερεύνηση. Εμφανώς και αναμενόμενα έμεινε δυσαρεστημένος από το πόρισμα της διερεύνησης, που όμως δεν το θεωρώ και διαφωνώ με τη χρησιμοποίηση από το Δικαστήριο της λέξης “αθωωτικό”, εφόσον δεν είναι απόφαση Δικαστηρίου επί της ουσίας (πιο κάτω στην απόφαση αναγνωρίζεται αυτή αρχή). Αυτό λοιπόν το πόρισμα θα έπρεπε σίγουρα να το σεβαστεί και να μην το αμφισβητήσει ως προς την εμβέλεια του. Δε θεωρώ όμως ότι αυτό είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει από Γενικούς Εισαγγελείς για παράδειγμα, οι οποίοι μάλιστα δεν αμφισβήτησαν πορίσματα, αλλά αθωωτικές αποφάσεις δικαστηρίων και αμεροληψία δικαστών. Αξέχαστη φυσικά παραμένει η στάση απέναντι στο πόρισμα Πολυβίου, χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο σεβόμαστε σε αυτό τον τόπο τα πορίσματα διορισμένων ανακριτών.
Τα πορίσματα φυσικά επιδέχονται κριτική, οι δικαστικές αποφάσεις το ίδιο και φυσικά και οι πράξεις και δηλώσεις του τέως Γενικού Ελεγκτή, τις οποίες μεν κατακρίνω, αλλά σε μια Δημοκρατία, που γίνεται πολύς λόγος για διαφάνεια, δεν θα έκρινα ότι αποτελούν λόγο παύσης του, αν και συμφωνώ με την αποφυγή υπόσκαψης των ίδιων των θεσμών ,ανεξαρτήτως προσώπων, που επισημάνει το Δικαστήριο. Όπως και η εμμονή που του καταλογίζεται απέναντι στους δύο ισχυρούς άνδρες δεν θα έλεγα ότι είναι υπερβολικός χαρακτηρισμός, εφόσον υπήρχε μια συνεχής αμφισβήτηση των πράξεων τους , που συνδέοταν με το πεδίο δράσης του. Όμως το κίνητρο που τροφοδοτούσε αυτή του την εμμονή θα έλεγα ότι ήταν η κατά τη δική του αντίληψη ενδυνάμωση της φωνής που εξέπεμπε από τη θέση του, που όπως θυμόμαστε παλαιότερα ήταν άλαλη.
Τέλος πιστεύω ότι αυτή η ιστορία δεν έπρεπε να φτάσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτό που έπρεπε ήταν όλοι αυτοί οι άνδρες να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις. Να κάτσουν να τα βρουν ακόμα και με το ζόρι και ο νοών νοείτο τι εννοώ, γιατί όλο αυτό το σκηνικό δεν μας τιμά και διεθνώς.