Το ζήτημα της διατροφής ανηλίκου ρυθμίζεται από το άρθρο 33 του Νόμου περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων του 1990 (216/1990) το οποίο προνοεί ρητώς ότι «Οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του». Όσον αφορά το ύψος της διατροφής αυτό προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου. Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των γονέων, η ρύθμιση διατροφής είναι απαραίτητη προκειμένου να καλυφθούν όλα τα έξοδα και οι ανάγκες των τέκνων οι οποίες είναι τρέχουσες και άμεσες. Σε διαφορετική περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως τα ανήλικα αποστερηθούν τα αναγκαία χρειώδη καθότι σε πολλές περιπτώσεις ο γονέας με τον οποίο διαμένουν τα τέκνα ενδεχομένως να αδυνατεί να καλύψει πλήρως όλες τις ανάγκες τους. Ως εκ τούτου, η έκδοση μονομερούς διατάγματος σε υποθέσεις διατροφής, υπό περιστάσεις, καθίσταται αναγκαία. Αυτή άλλωστε ήταν και η προσέγγιση του Εφετείου στην πρόσφατη απόφαση Γ.Ν. v. Μ.Μ.Χ., Έφεση Αρ. 38/2022, 1/6/2023, στην οποία το Εφετείο προσέγγισε το ζήτημα του κατεπείγοντος σε συνδυασμό και ως ένα θέμα συνυφασμένο με την ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960. Ειδικότερα το Δικαστήριο αναφέρει: «……….. Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία εάν δεν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα, τα παιδιά θα έχουν υποστεί κάποια δυσχέρεια ή ταλαιπωρία, που εφόσον τη βιώσουν ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω για να επανορθωθεί. Οπόταν, θα είναι και επείγον να εκδοθεί το διάταγμα μονομερώς, ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους αμέσως. Περίπτωση κατά την οποία δεν θα πληρείται η τρίτη προϋπόθεση και δεν θα καθίσταται επείγον να εκδοθεί διάταγμα μονομερώς, μπορεί να είναι όταν ο γονιός που είναι υπόλογος να πληρώνει διατροφή καταβάλλει τακτικά, ανελλιπώς και έγκαιρα ικανοποιητικό ποσό που, ως η δική του συνεισφορά, καλύπτει ουσιωδώς τις ανάγκες των παιδιών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέφερε ότι το θέμα της διατροφής ανηλίκου είναι άμεσα συνυφασμένο με την ευημερία του και ότι η μη συνεισφορά από τον γονέα εύλογου ποσού επηρεάζει δυσμενώς τη διαβίωση και ευημερία του.»
Ως έχει καθορισθεί νομολογιακώς ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει υποχρέωση καταβολής διατροφής προς τον άλλο γονέα. Ως εκ τούτου, δικαιούχος είναι ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο και ο οποίος έχει τη φύλαξη και φροντίδα αυτού είτε defacto είτε dejure. Σχετική αναφορά γίνεται στην υπόθεση Μιχελάκης ν. Μιχελάκη, Εφ. Αρ.12/20 ημερ. 22/4/2021, όπου επισημάνθηκαν τα ακόλουθα։ «.πως δικαιούχος σε διατροφή είναι ο ίδιος ο ανήλικος, την αγωγή δε για λογαριασμό του ασκεί αυτός που έχει τη γονική μέριμνα ή έστω την επιμέλεια του και αν δεν την έχει κανείς, το πρόσωπο με το οποίο διαμένει το παιδί (Απ. Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο, Β΄έκδοση σελ. 677)».
Δεδομένης της πιο πάνω αρχής, το ερώτημα που δύναται να προκύψει είναι τι γίνεται σε περιπτώσεις όπου οι γονείς τελούν σε διάσταση ή και έχουν λάβει διαζύγιο αλλά, για οικονομικούς κυρίως λόγους, διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη και ο ένας εκ των δύο γονέων δεν καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό για τη διατροφή των τέκνων.
Στην Ελλάδα, η πιο πάνω αρχή, όπως παρουσιάζεται στο σύγγραμμα ανωτέρω, διαφοροποιήθηκε στην Γ΄ έκδοση του συγγράμματος (έτος 2022) μετά την αντικατάσταση της AΚ 1516 §2, στην οποίαν στη σελ. 622 αναφέρεται υπό τον τίτλο «Αξιώσεις διατροφής τέκνου» ότι «.νομιμοποιείται πλέον ενεργητικά να τις ασκεί οποιοσδήποτε από τους γονείς, ανεξάρτητα από το ποιος έχει την επιμέλεια του τέκνου ή με ποιόν διαμένει αυτό. Η εύστοχη αυτή τροποποίηση αποσκοπεί εμφανώς στην αποτελεσματικότερη προστασία των συμφερόντων του τέκνου.»
Αναφορά επί τούτου, γίνεται στην απόφαση Γ.Μ. v. Β.Σ., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 23/2022, 1/6/2023, η οποία αφορούσε την καταχώρηση ενδιάμεσης αίτησης από τον πατέρα των ανήλικων εναντίον της μητέρας. Στην εν λόγω απόφαση, τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διέμεναν και με τους δύο γονείς στην συζυγική εστία. Ως λέχθηκε στην προκειμένη υπόθεση:
Στην κρινόμενη περίπτωση η εφεσείουσα δεν απομακρύνθηκε από την κοινή κατοικία, η δε συνεισφορά της δεν περιοριζόταν σε περιστασιακές πληρωμές και δώρα αλλά φέρεται να ήταν συνεχής.
Δεν αποφασίζουμε πως η κοινή συμβίωση των διαδίκων είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για τη μη έκδοση διατάγματος συνεισφοράς στη διατροφή των ανηλίκων τέκνων, αφού η υποχρέωση τον γονέων προς διατροφή των τέκνων τους ενυπάρχει ως νομοθετική επιταγή και αποτελεί μιά από τις εκφάνσεις του γονεϊκού τους ρόλο. Υπό τις περιστάσεις όμως της παρούσας υπόθεσης, στο στάδιο της έκδοσης προσωρινού διατάγματος συνεισφοράς, ενείχε μια ιδιαίτερης σημασίας, δυναμική, εν όψει όσων ανωτέρω αναφέρθηκαν περί της κοινής συμβίωσης και προσφοράς στη διαβίωση των ανηλίκων.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν διαφαίνεται να καθιερώνει οποιαδήποτε δεσμευτική αρχή με την πιο πάνω αναφορά, η οποία μάλλον αποτελεί obiter dicta. Ωστόσο, επικεντρώνεται και τονίζει ότι η υποχρέωση τον γονέων προς διατροφή των τέκνων τους αποτελεί υποχρέωση η οποία προκύπτει από τον νόμο και δη από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.
Ενόψει των ανωτέρω, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι εφόσον πρωταρχικός σκοπός των διαταγμάτων διατροφής των τέκνων είναι η διασφάλιση ευημερίας του τέκνου και η εξασφάλιση του επιπέδου διαβίωσηςτα οποία απολάμβαναν των ανήλικα πριν την διακοπή συμβίωσης των γονέων, τα Δικαστήρια έχουν την διακριτική ευχέρεια, υιοθετώντας μια τελολογική ερμηνεία και προσέγγιση να προχωρήσουν στην έκδοση διατάγματος διατροφής ακόμη και στις περιπτώσεις γονέων που διαμένουν κάτω από την ίδια στέγη. Με αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται και η προστασία του δικαιώματος των παιδιών τα οποία έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τουςως καθορίζεται και από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (Διάταξη 24).