Ομολογουμένως το Κυπριακό είναι σήμερα σε μια εξαιρετικά δύσκολη φάση. Ακόμα και αν καταστεί εφικτή η επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, οι προοπτικές δεν θα είναι ευοίωνες. Σημειώνω συναφώς ότι υπάρχουν διαφορετικά αφηγήματα και ξεχωριστοί στόχοι μεταξύ των δυο πλευρών. Εάν υπάρξει κατάληξη, αυτή θα είναι στη βάση μιας χαλαρής ομοσπονδίας – ίσως και συνομοσπονδίας. Στην περίπτωση που το αποτέλεσμα θα είναι ένα νέο αδιέξοδο και πάλι τα δεδομένα θα είναι δύσκολα για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που έχω προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση βασισμένη σε μια εξελικτική διαδικασία – την κατάθεση κατευθυντήριων γραμμών για ένα κανονικό ομοσπονδιακό κράτος, καθώς και συγκεκριμένες εισηγήσεις ως μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ή και ως μέτρα για επί μέρους συνεργασία. Πέραν τούτου, είχα εισηγηθεί τη συνεχή αναβάθμιση των συντελεστών ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θεωρώ τη συγκεκριμένη πολιτική ως στρατηγικό μονόδρομο.
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης και ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος παραμένουν προσκολλημένοι σε μια πολιτική η οποία έχει αποτύχει. Είναι σημαντικό να αξιοποιηθούν όλα τα δεδομένα λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι εξ ορισμού καμία κοινωνία δεν είναι μονολιθική. Και ενώ αυτό είναι δεδομένο, ένα από τα προβλήματα που υφίστανται είναι η απουσία επαρκούς ορθολογιστικού διαλόγου μεταξύ των Ελληνοκυπρίων.
Στο κείμενο αυτό εξετάζονται δεδομένα του Κυπριακού από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι σήμερα και αξιολογείται, μεταξύ άλλων, κατά πόσον επιστρατεύονται η γνώση και ο ορθολογισμός στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Αξιολογείται επίσης κατά πόσον στην πολιτική για το Κυπριακό υπήρχε/υπάρχει πραγματισμός ή εν πολλοίς οι εκάστοτε πολιτικοί ηγέτες διακατέχονταν από ευσεβείς πόθους.
I. Τα πρώτα δύσκολα χρόνια του νεοσύστατου κράτους 1964-1974
Όταν δημιουργήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία δεν υπήρξαν ιδιαίτεροι πανηγυρισμοί –όπως αργότερα έγραψε ο Stephen Xydis (1971) ήταν μια απρόθυμη Δημοκρατία (Reluctant Republic). Πέραν τούτου, παρά τις Συμφωνίες Ζυρίχης–Λονδίνου, το Κυπριακό πήρε μια άλλη μορφή. Επιπρόσθετα και οι δύο πλευρές θεώρησαν τις εν λόγω συμφωνίες ως ενδιάμεσο σταθμό για άλλους στόχους.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά βρέθηκε σε μια εξαιρετικά πλεονεκτική θέση μετά τη νομιμοποίηση του Δικαίου της Ανάγκης και την αποτυχία της τουρκoανταρσίας την περίοδο 1963-64. Η Έκθεση του Ειδικού Αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ, ΓκάλοΠλάζα, το 1965 υπογράμμισε ότι στην Κύπρο δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση ενός ομοσπονδιακού πολιτεύματος όπως ζητούσε η τουρκοκυπριακή πλευρά. Αντίθετα, ο Γκάλο Πλάζα επικεντρώθηκε στην προοπτική ενός ενιαίου κράτους. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν αξιοποίησε την Έκθεση αυτή στον βαθμό που θα έπρεπε. Και τούτο επειδή προτεραιότητα ήταν η Ένωση, στόχος που η Έκθεση είχε αποκλείσει. Η στάση αυτή δεν ήταν ούτε ορθολογιστική ούτε πραγματιστική.
Στην πορεία του χρόνου, όταν ο Μακάριος ήταν πλέον πεπεισμένος ότι η Ελλάδα δεν επιθυμούσε την αντιπαράθεση με την Τουρκία για την Ένωση, διακήρυξε την πολιτική του εφικτού. Η κυπριακή ακροδεξιά κατηγορούσε τον Μακάριο ως αποστάτη του αγώνα της Ενώσεως. Ταυτόχρονα, τον θεωρούσε εμπόδιο για την επίτευξη του στόχου αυτού. Η στάση αυτή στερείτο λογικής καθώς και πραγματισμού. Το τι έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1974 είναι γνωστό. Δεν γνωρίζουμε όμως τον επίλογο της κυπριακής τραγωδίας.
II. Η αποδοχή της ομοσπονδίας από την ελληνοκυπριακή ηγεσία
Με το τέλος της επιχείρησης Αττίλας ΙΙ οι Ελληνοκύπριοι βρίσκονταν σε μια κατάσταση shock. Χιλιάδες οι νεκροί, οι τραυματίες, οι αγνοούμενοι και οι εκτοπισθέντες. Τεράστια ήταν και η κοινωνικοοικονομική καταστροφή. Η κατάληψη του 36,8% του εδάφους και του 58% των ακτογραμμών της Μεγαλονήσου αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μέγεθος της καταστροφής – χαρακτηρίστηκεως βιβλική –και τη συνεχή πολεμική της Τουρκίας, η επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτέλεσε άθλο.
Η κυπριακή πολιτική ηγεσία με κάποιες εξαιρέσεις (Γλαύκος Κληρίδης) υπερτιμούσε τη σημασία του διεθνούς δικαίου και τον ρόλο του ΟΗΕ. Άλλωστε το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού παρέπεμπε σε διακοινοτικές συνομιλίες για επίλυση του προβλήματος. Στην πορεία του χρόνου η διαδικασία αυτή θα δημιουργούσε την αίσθηση ότι η Τουρκία αποτελούσε τρίτο μέρος στο πρόβλημα.
Ο Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης, με την παρότρυνση των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας και της Ελλάδας, σε ομιλία του αρχές Νοεμβρίου 1974 στη Λευκωσία, υπογράμμισε ότι «υπό τις περιστάσεις, η μόνη ρεαλιστική λύση είναι η διπεριφερειακή δικοινοτική ομοσπονδία». Ακόμη και εάν αυτή η διαπίστωση ήταν ορθή δεν έπρεπε να λεχθεί δημόσια χωρίς οποιαδήποτε χειροπιαστά ανταλλάγματα.
Στη σύσκεψη ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας στην Αθήνα στις 30/11 – 1/12/1974 εν πολλοίς έγινε αποδεκτή η ομοσπονδία. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν πλήρως κατανοητό το τι μια τέτοια ρύθμιση συνεπαγόταν. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα στα διάφορα κέντρα αποφάσεων στην Αθήνα και τη Λευκωσία δεν υπάρχει επαρκής κατανόηση και συστηματική μελέτη των διαφόρων μορφών ομοσπονδίας.
Σταδιακά πείστηκε και ο Μακάριος να καταλήξει σε συμφωνία υψηλού επιπέδου με τον Ντενκτάς στις 12 Φεβρουαρίου 1977 στη βάση μιας δικοινοτικής ομοσπονδίας και τον γεωγραφικό διαχωρισμό. Μάλιστα η ελληνοκυπριακή πλευρά κατέθεσε λίγες εβδομάδες αργότερα συγκεκριμένες προτάσεις καθώς και χάρτη. Δεν υπήρξε όμως ανταπόδοση από την τουρκική πλευρά. Η απογοήτευση του Μακαρίου ήταν τεράστια. Υπέστη καρδιακό επεισόδιο αλλά συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του. Στις 3 Αυγούστου 1977 υπέστη νέο καρδιακό επεισόδιο και απεβίωσε.
Η τελευταία πολιτική πράξη του Μακαρίου ήταν η διακήρυξη του μακροχρόνιου αγώνα σε ομιλία του στις 20 Ιουλίου 1977. Και τούτο, όπως διακήρυξε, όχι ως επιλογή αλλά ως αποτέλεσμα της τουρκικής αδιαλλαξίας. Παρά το γεγονός ότι κανένας από τους διαδόχους του δεν ακολούθησε αυτή την πολιτική για διάφορους λόγους, πολλοί θεωρούν ότι «ο μακροχρόνιος αγώνας ευθύνεται για τη μη λύση». Aυτό αποτελεί μέγα λάθος. Ουδέποτε διεξήχθει ο μακροχρόνιος αγώνας. Στον Μακάριο μπορεί να ασκηθεί κριτική για την αποδοχή της ομοσπονδίας και τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου με τον Ντενκτάς χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως οποιαδήποτε ανταλλάγματα, όπως η επιστροφή των Βαρωσίων. Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι αυτά που συζητούσε ο Μακάριος και αργότερα ο Κυπριανού διαφέρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό με το διαπραγματευτικό κεκτημένο που δημιουργήθηκε μετά το 1988.
III. Η στάση της ελληνοκυπριακής κοινότητας στο Κυπριακό σήμερα
Εξ ορισμού καμία κοινωνία δεν είναι μονολιθική. Πέραν της κόπωσης η οποία επικρατεί σε διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου είναι δυνατό να σημειωθούν οι πιο κάτω προσεγγίσεις για το Κυπριακό:
α. Οποιαδήποτε λύση είναι καλύτερη από το status quo
Οι εκφραστές και οι οπαδοί της προσέγγισης αυτής θεωρούν ότι υπήρξαν μετά το 1974 ευκαιρίες για διευθέτηση οι οποίες δεν αξιοποιήθηκαν. Είναι επίσης σημαντικό να λεχθεί ότι τόσο οι εκφραστές όσο και οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης θεωρούν τους συμπολίτες τους οι οποίοι έχουν διαφορετικές απόψεις ως το εμπόδιο προς μια διευθέτηση και όχι την τουρκική πλευρά.
Οι εκφραστές αυτής της φιλοσοφίας προσπερνούν τις προεκτάσεις διαφόρων ζητημάτων – παρθενογένεση, πολιτική ισότητα, εγγυήσεις και στρατεύματα, έποικοι κλπ – τα οποία θα μπορούσαν στο μέλλον να πυροδοτήσουν την κατάρρευση του κράτους με ανυπολόγιστες συνέπειες. Φαίνεται επίσης ότι θεωρούν δεδομένη τη λειτουργικότητα και την οικονομική βιωσιμότητα ενός διζωνικού δικοινοτικού ομοσπονδιακού κράτους. Επιπρόσθετα, υποτιμούνται οι όποιοι σχεδιασμοί καθώς και ο ρόλος της Τουρκίας.
Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη τάση δεν αποτελεί πλειοψηφικό ρεύμα, εν τούτοις, είναι πολύ πιο οργανωμένη από τις υπόλοιπες. Κατά καιρούς έχει εκφραστεί η θέση ότι υπήρχε και εξακολουθεί να υφίσταται πολυδιάστατη στήριξη από το εξωτερικό. Σημειώνεται επίσης ότι οι εκφραστές αυτής της προσέγγισης έχουν περισσότερες προσβάσεις σε συγκεκριμένες διπλωματικές αποστολές στην Κύπρο απ’ ό,τι οι υπόλοιποι, οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία.
β. ΔΔΟ με το σωστό περιεχόμενο
Οι εκφραστές και υποστηρικτές αυτής της θέσης θεωρούν ότι ο ιστορικός συμβιβασμός της ομοσπονδίας αποτελεί τη μόνη οδό αποκατάστασης της ενότητας της Κύπρου. Δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στις συμφωνίες υψηλού επιπέδου Μακαρίου–Ντενκτάς και Κυπριανού–Ντενκτάς. Θεωρούν επίσης ότι μεταγενέστερα οι υποχωρήσεις που έγιναν ξεπερνούν κόκκινες γραμμές. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση ήταν/είναι ο τουρκικός μαξιμαλισμός που έχει αποτρέψει μια λύση.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο ΔΔΟ με το σωστό περιεχόμενο. Και ενώ σε επίπεδο κάποιων γενικών διακηρύξεων προτάχθηκαν κάποια ζητήματα, ο όρος αυτός, η ΔΔΟ με το σωστό περιεχόμενο, δεν έχει επεξηγηθεί επαρκώς σε πολιτικό επίπεδο. Αυτό αποτελεί σοβαρό πρόβλημα το οποίο εμποδίζει και την άσκηση πολιτικής.
Οι οπαδοί της οποιασδήποτε λύσης κατηγορούν τους υποστηρικτές της ΔΔΟ με το σωστό περιεχόμενο ότι στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν λύση ομοσπονδίας και ότι κρύβονται πίσω από ορολογίες. Εάν υπήρχε επαρκής κατανόηση των συναφών ζητημάτων απ’ όλες τις πλευρές ο οποιοσδήποτε διάλογος μεταξύ τους θα ήταν παραγωγικός.
γ. Οι αντιομοσπονδιακοί
Όσο και αν ακούγεται παράξενο οι αντιομοσπονδιακοί δεν αποτελούν μια συμπαγή και ομοιογενή οντότητα. Υπάρχουν οι υποστηρικτές του ενιαίου κράτους, των δύο κρατών ακόμα και της διπλής ένωσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η ΔΔΟ (με οποιοδήποτε περιεχόμενο) απορρίπτεται από τους αντιομοσπονδιακούς για διάφορους λόγους. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι μια τέτοια λύση δεν είναι βιώσιμη. Άλλοι επικεντρώνονται στη θεώρηση ότι είναι μια ρατσιστική λύση. Υπάρχουν επίσης αυτοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η ομοσπονδία είναι μια άδικη λύση για τους Ελληνοκύπριους. Εκφράζεται επίσης η θέση ότι η ΔΔΟ θα οδηγήσει στην τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.
IV. Μια συνοπτική αξιολόγηση
Πρώτα απ’ όλα σημειώνω ότι στο Κυπριακό εξακολουθούν να υπάρχουν έντονες ιδεολογικές προσεγγίσεις. Δεν είναι επίσης υπερβολή να λεχθεί ότι σε διάφορα επίπεδα επικρατεί σύγχυση και ανεπαρκής κατανόηση των δεδομένων.
Στο παρελθόν, και ιδίως κατά την περίοδο 1967-1974, η προσκόλληση στην ιδέα της Ένωσης αποδείχθηκε ζημιογόνα. Μπορεί το αίτημα αυτό να ήταν δίκαιο αλλά πολιτικά ήταν ανέφικτο. Ξένα κέντρα αποφάσεων χρησιμοποίησαν Ελληνόφωνους αξιωματικούς καθώς και ενωτικούς ιδεολόγους για να προωθήσουν τα άνομά τους σχέδια εις βάρος της Κύπρου.
Στη σημερινή συγκυρία θεωρώ ότι εν πολλοίς η προσκόλληση στην οποιαδήποτε λύση ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους. Δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίζονται συγκεκριμένοι κίνδυνοι από το περιεχόμενο της οποιασδήποτε λύσης. Η διεθνής βιβλιογραφία υπογραμμίζει ότι συνήθως τα διεθνικά ομοσπονδιακά πολιτεύματα τα οποία στηρίζονται σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες δεν έχουν ευοίωνο μέλλον. Στην Κύπρο το όλο ζήτημα επιβαρύνεται και από τους επεκτατικούς στόχους της Τουρκίας.
Δεν θα είναι υπερβολή να σημειωθεί ότι η ΔΔΟ έχει ιδεολογικοποιηθεί από ένα μέρος του πληθυσμού. Πέραν τούτου, εύλογα εγείρεται το ερώτημα εάνη υλοποίηση της ΔΔΟ όπως συζητείται σήμερα, αποτρέπει τη διχοτόμηση ή εάν την εμβαθύνει και τη νομιμοποιεί.
Αξιολογώντας την αντιομοσπονδιακή προσέγγιση προκύπτουν διάφορα συμπεράσματα. Εάν η επικέντρωση είναι στο ενιαίο κράτος τότε μετά βεβαιότητας μπορεί να λεχθεί ότι αυτό είναι ανέφικτο και εκτός συζήτησης. Εάν το ζητούμενο είναι τα δύο εντελώς ανεξάρτητα κράτη αυτό θα πρέπει να λεχθεί ευθαρσώς και να συζητηθεί. Το ίδιο ισχύει και για την επιλογή της διπλής ενώσεως.
Σε σχέση με την προσέγγιση της ΔΔΟ με το σωστό περιεχόμενο θεωρώ θα έπρεπε προ πολλού οι πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν αυτή την προσέγγιση να την προσδιορίσουν με σαφήνεια. Αυτό δεν έχει γίνει μέχρι τώρα.
V. Η δική μου πρόταση
Θεωρώ αδύνατο να υπάρξει η οποιαδήποτε πολιτική η οποία θα έχει την καθολική στήριξη του πληθυσμού. Είναι όμως εφικτό να υπάρξει πολιτική η οποία θα έχει μια ευρύτερη συναίνεση.
Η απουσία επαρκούς γνώσης στη διαχείριση του Κυπριακού είχε και εξακολουθεί να έχει τεράστιο κόστος. Αυτό θα πρέπει να αντιστραφεί. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα είναι αδύνατο να υπάρξει κατάληξη σε λύση η οποία να εφαρμοσθεί άμεσα – σε 24 ώρες. Γι’ αυτό προτείνεται μια εξελικτική προσέγγιση.
Είναι σημαντικό να κατατεθούν κατευθυντήριες γραμμές για ένα κανονικό ομοσπονδιακό κράτος καθώς και εισηγήσεις για συγκεκριμένα μέτρα τα οποία μπορούν να εφαρμοσθούν σταδιακά. Εισηγήσεις προς αυτή την κατεύθυνση έχω ήδη καταθέσει. Οι θέσεις αυτές μπορούν να τύχουν περαιτέρω επεξεργασίας και εμπλουτισμού. Η ουσία είναι να γίνει αποδεκτή η συγκεκριμένη μεθοδολογία. Η πολιτική αυτή είναι δυνατό να εξασφαλίσει στήριξη στο εσωτερικό καθώς και στο εξωτερικό. Εν ολίγοις θεωρώ ότι βρίσκεται στη σφαίρα του εφικτού.
Ταυτόχρονα επαναλαμβάνω ότι είναι απαραίτητο να αναβαθμίζονται συνεχώς οι συντελεστές ισχύος. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η άμυνα, η οικονομία, τα δημογραφικά δεδομένα, το δίκτυο συνεργασίας με άλλα κράτη και ούτω καθ’ εξής. Εξίσου απαραίτητο είναι και ένα αφήγημα το οποίο να εμπεδωθεί και προς τα έσω και προς τα έξω. Επιπρόσθετα, η Λευκωσία νομιμοποιείται να ζητήσει από την Αθήνα και το Λονδίνο να εργασθούν από κοινού ως εγγυήτριες δυνάμεις για την αποκατάσταση της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όλα αυτά τα δεδομένα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν για τον καταρτισμό μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής ενώ η αβεβαιότητα παραμένει. Το status quo το οποίο δεν είναι επιθυμητό ούτε και στατικό διαιωνίζεται. Ούτε όμως είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή μια διευθέτηση η οποία θα επιδεινώνει την κατάσταση. Η Κύπρος θα πρέπει επιτέλους να αποκτήσει στρατηγική για το μείζον αυτό εθνικό ζήτημα.