Ο Julian Roberts γνωστός Άγγλος καθηγητής της Εγκληματολογίας έγραψε σε σύγγραμμα του ότι “η επιβολή ποινής είναι το πιο ορατό και το πιο επιδεχόμενο κριτικής κομμάτι του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης”
Ο Άγγλος δικαστής Sir Mark Hedley έγραψε ότι “η επιμέτρηση της ποινής παραμένει μια τέχνη και δεν είμαι ο μόνος που βρήκε ότι αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς μου ως δικαστής στο Κακουργιοδικείο” (και τις δύο αναφορές τις πήρα από το Σύγγραμμα του Άντρου Καπαρδή και Ηλία Στεφάνου “Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα”).
Μια περίπτωση λοιπόν επιβολής ποινής που συζητήθηκε αρκετά στο χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κυρίως ήταν η πρόσφατη περίπτωση του ηλικιωμένου 83 ετών , ο οποίος πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά πρόσωπο που εισήλθε σε χώρο εντός της αυλής του και προσπάθησε να κλέψει ηλεκτρικά καλώδια που του ανήκαν.
Στον 83χρονο επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού ποινή άμεσης φυλάκισης 2,5 ετών στο αδίκημα των Πράξεων που σκοπεύουν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (δική μου υπογράμμιση), κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Προηγουμένως είχε αποσυρθεί κατηγορία Απόπειρας Φόνου.
Το Εφετείο που εξέτασε ακολούθως την απόφαση για την ποινή την επικύρωσε κατά πλειψηφία, αφού εκτίμησε ότι το Κακουργιοδικείο δεν άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια , όταν απέρριψε εισήγηση της Υπεράσπισης να ανασταλεί η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης.
Η κριτική της απόφασης θα γίνει μόνο για αυτό το κομμάτι της μη αναστολής της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, παρότι σχολιάστηκαν και άλλες πτυχές της υπόθεσης, όπως τα όρια της αυτοάμυνας και το είδος και ύψος της ποινής. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην απόφαση του να μην αναστείλει την ποινή ως έξής:
“Έχουμε συνεκτιμήσει εκ νέου τη σοβαρότητα των αδικημάτων και των περιστάσεων διάπραξης τους και όλα τα ελαφρυντικά και, ιδιαίτερα, τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου. Ισοζυγίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Η φύση του αδικήματος της 4ης κατηγορίας και οι περιστάσεις διάπραξης του είναι ιδιαίτερα σοβαρές και παρά τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, δεν δικαιολογείται η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης. Τυχόν αναστολή εκτέλεσης των εν λόγω ποινών φυλάκισης θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα για τέτοιου είδους συμπεριφορές και δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες του Νόμου και τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.”
Η εξουσία για αναστολή δίδεται από τον περί της Υφ’ όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο Ν.95/72 και ειδικότερα από το Άρθρο 3(1) το οποίο προνοεί ότι το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί, καθώς και το Άρθρο 3(2), στο οποίο διευκρινίζεται ότι:
“Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου”.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση εκείνο το οποίο ήταν πιστεύω καθοριστικό και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη μη αναστολή της ποινής ήταν η σοβαρότητα των περιστατικών όπως εξελίχθηκαν. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους παραβάτες και άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης.
Η απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου συμφώνησε ότι υπό τις περιστάσεις ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Κακουργιοδικείου δεν ήταν εσφαλμένη και δε μπορώ προσωπικά παρά να συμφωνήσω με αυτή. Η προσπάθεια του μειοψηφίσαντα δικαστή να εκφέρει διαφορετική προσέγγιση παραβλέπει τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο να θεωρήσει ως καθοριστική στην πλάστιγγα τη σοβαρότητα των περιστατικών διάπραξης του αδικήματος και το μήνυμα που θα εκληφθεί από τυχόν επίδοξους παραβάτες.
Παρ’ όλη όμως τη συμφωνία μου όμως με την απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου, εντούτοις θεωρώ ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου για μη αναστολή της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης θα μπορούσε να είναι διαφορετική, εάν υπήρχε μια πιο καθαρή εικόνα των γεγονότων που είχε ενώπιον του. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο είχε μια καθαρή εικόνα στην οποία ο ηλικιωμένος κατηγορούμενος δεν πυροβόλησε με σκοπό να πλήξει το θύμα, αλλά για εκφοβισμό και το αποτέλεσμα δεν ήταν επί σκοπώ , όπως η κατηγορία που αντιμετώπιζε, τότε πολύ πιθανόν να οδηγούμαστε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Αναφέρω προς ενίσχυση των όσων υποστηρίζω το κάτωθι απόσπασμα από γεγονότα που ανέφερε η Κατηγορούσα Αρχή “ Ο κατηγορούμενος ανέφερε πως πυροβόλησε ψηλά στον αέρα για να φοβηθεί ο άγνωστος άντρας και να φύγει καθότι ο κατηγορούμενος ήταν μόνος του και φοβόταν ότι θα του κάνει κακό. Ο άγνωστος άντρας κρατούσε κάτι στα χέρια του μεγέθους 20 πόντων αλλά ο κατηγορούμενος δεν πρόλαβε από τον φόβο του να καταλάβει τι ήταν”. Ακολούθως φυσικά, προφανώς για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία, αναφέρεται στα ίδια γεγονότα ότι από τις εξετάσεις που έγιναν προέκυψε (χωρίς να διαφαίνεται από τι εξετάσεις έγινε αυτό), ότι ο πυροβολισμός έγινε με σκοπό να πληγεί το θύμα. Τα γεγονότα, όπως ήταν, άφηναν το περιθώριο να μετατρέπονταν το αδίκημα σε ελαφρύτερης σοβαρότητας αδίκημα, αυτό της βαρειάς σωματικής βλάβης χωρίς πρόθεση , τέτοιας που θα επέτρεπε κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερη πιθανότητα για αναστολή. Εν τέλει το σφάλμα έγινε κατά τη γνώμη μου πρωτοδίκως, αφού σύμφωνα με ό,τι διάβασα στην πρωτόδικη απόφαση και σε αυτή του Εφετείου, συμπέρανα ότι συνέβει αυτό που δυστυχώς κάνουν συχνά οι εκπροσώποι της Νομικής Υπηρεσίας σε τέτοιες υποθέσεις να κατηγορεί για το μέγιστο που δεν μπορεί να πετύχει και να πετυχαίνει να πείσει σε συμφωνία με την Υπεράσπιση για κάτι στη μέση. Όπως λέει κι ο σοφός λαός στην περίπτωση αυτή “μοιράστηκε το πάπλωμα” με τα αποτελέσματα που είχαμε. Στο τέλος ως γνωστό ο Γενικός Εισαγγελέας συμφώνησε μετά την απόφαση του Εφετείου να δοθεί Προεδρική Χάρη στον 83χρονο.
Υ.Γ. τις αποφάσεις τις βρήκα στην ανοικτή πλατφόρμα CYLAW και είναι η Ποινική Υπόθεση 11010/23 ημερ. 06/03/23 και η Ποινική Έφεση 67/24 ημερ. 26/04/24 .